Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Η Παναγία στην Παλαιά Διαθήκη Του ΜΙΧΑΗΛ Γ. ΤΡΙΤΟΥ, Καθηγητή Α.Π.Θ.

Του ΜΙΧΑΗΛ Γ. ΤΡΙΤΟΥ, Καθηγητή Α.Π.Θ.

Η Υπεραγία Θεοτόκος, «η αιτία της των πάντων θεώσεως», προφητεύθηκε αιώνες πριν γεννηθεί. Γι’ αυτό η ζωή της βρίσκεται στο κέντρο των αιώνων και αποτελεί «το περιήχημα της προφητικής αγγελίας, την οπτασία των προφητικών οραματισμών, το κέντρο της μεσσιανικής προσδοκίας». Απειράριθμες είναι οι παλιοδιαθηκικές προτυπώσεις που αναφέρονται στην «απείρανδρον Μητέρα του Εμμανουήλ».


Δικαιολογημένα ο ιερός υμνογράφος μας προτρέπει: «Προφητικώς την Παρθένον ανευφημήσωμεν, στάμνον χρυσήν του μάννα, ακατάφλεκτον βάτον, και τράπεζαν και θρόνον, λυχνίαν χρυσήν, το λαμπάδιον έχουσαν, και αλατόμητον όρος και κιβωτόν αγιάσματος και πύχην Θεού». Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε τις αντιπροσωπευτικότερες θεομητορικές παλαιοδιαθηκικές προφητείες.

Η προφητεία του Ιεζεκιήλ για την «κατά ανατολάς κεκλεισμένην πύλην» προτυπώνει την παρθενική μήτρα, από την οποία θα διέλθει μόνον ο Χριστός και έκτοτε θα παραμείνει για πάντα «κεκλεισμένη». Εδώ γίνεται λόγος για το αειπάρθενο της Υπεραγίας θεοτόκου. Η Θεοτόκος υπήρξε παρθένος «προ του τόκου, εν τω τόκω και μετά τον τόκον». Όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός «ο τεχθείς εξ αυτής την αυτής παρθενίαν εφύλαξεν άτρωτον, μόνος διελθών δι’ αυτής και κεκλεισμένην τηρήσας αυτήν».

Η επτάφωτη λυχνία, που έκαιε στη σκηνή του μαρτυρίου και στο ναό του Σολομώντα, προτυπώνει τη Θεοτόκο, από την οποία έλαμψε ο Χριστός, «το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Φαεινή λυχνία είναι η Θεοτόκος, «η μητέρα του φωτός». Την Κυριακή του Αντίπασχα ή του Θωμά η Εκκλησία μας ψέλνει: «Σέ την φαεινήν λαμπάδα και Μητέρα του Φωτός». Η λυχνία προτυπώνει την τέλεια καθαρότητα και αγνότητα της Παρθένου.

Η χρυσή στάμνα, που περιείχε το μάννα, προεικονίζει τη Θεοτόκο, η οποία ως άλλη χρυσή στάμνα έφερε μέσα της τον Ιησού, που είναι «ο άρτος της ζωής, ο εκ του ουρανού καταβάς». «Ο «Παλαιός Ισραήλ», αν και έφαγε το μάννα, πέθανε. Όμως ο «νέος Ισραήλ», τα φωτόμορφα τέκνα της εκκλησίας, κοινωνώντας σώματος και αίματος Χριστού δεν αποθνήσκουν, αφού η Θεία Ευχαριστία είναι κατά τον Θεοφόρο Ιγνάτιο «φάρμακον αθανασίας και αντίδοτον του μη αποθανείν».

Η κλίμαξ, την οποία είδε ο Ιακώβ να ενώνει τον ουρανό με τη γη, προτυπώνει τη Θεοτόκο, η οποία ως μυστική κλίμαξ ένωσε τον ουρανό με τη γη. Διά μέσου αυτής ο Θεός κατέβηκε στη γη για να ανεβάσει «εις την άνω ζωήν το ανθρώπινον». Δικαιολογημένα, ο ποιητής της Ακαθίστου Ακολουθίας την αποκαλεί: «Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι’ ής κατέβη ο Θεός, χαίρε, γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν».

Η βάτος η καιομένη και μη καταφλεγομένη, την οποία είδε ο Μωϋσής στο όρος Χωρήβ, αποτελεί προεικόνιση της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία ως άλλη βάτος ακατάφλεκτη κράτησε μέσα της «το καταναλίσκον πυρ της Θεότητος» χωρίς να καταστραφεί η παρθενία της. Αναφερόμενος στο γεγονός της φλεγομένης βάτου, ο Ανδρέας Κρήτης παρατηρεί: «Μωσής πρώτος βάτον ιδών σε προέλεγε, Διαβάς όψομαι το όραμα το μέγα τούτο».

Η ολόφωτη νεφέλη και ο πύρινος στύλος που φώτιζαν τους Ισραηλίτες ημέρα και νύκτα «δείξαι αυτοίς την οδόν» προς τη γη της επαγγελίας προεικονίζουν την Υπεραγία θεοτόκο. Αυτή ως «νεφέλη ολόφωτος» επισκιάζει «τους πιστούς απαύσεως» και ως πύρινος στύλος οδηγεί τον νέο Ισραήλ «εις την άνω ζωήν», στο φωτεινό ενδιαίτημα της Θείας βασιλείας.

Για τους Πατέρες της εκκλησίας θεομητορική προτύπωση αποτελεί ο πόκος του Γεδεών. Όπως δηλ. ο πόκος δέχθηκε μόνον αυτός τη νυχτερινή δρόσο, έτσι και η Παναγία δέχθηκε τη δρόσο της ενεργείας του Θεού, με την οποία έσβησε η πλάνη, στην οποία είχε περιπέσει μεταπτωτικά η ανθρωπότητα.

Προεικόνιση του θεομητορικού μυστηρίου αποτελούν οι Τρεις Παίδες «εν τη καμίνω». Όπως τους Τρεις Παίδες διέσωσε από τη φωτιά «ο τόκος της Θεοτόκου», ο οποίος μετέτρεψε τη φλόγα της καμίνου σε δρόσο, κατά παρόμοιο τρόπο και η παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, αν και δέχθηκε το πυρ της θεότητος, έμεινε άφθαρτη και αλώβητη.

Οι πλάκες του Δεκαλόγου, που ήταν γραμμένες με το δάκτυλο του Θεού, παραπέμπουν στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία είναι ο πνευματικός τόμος πάνω στον οποίο καταγράφηκε το πρόσωπο και το έργο του Χριστού. Σ’ αυτόν τον τόμο οι πιστοί διακρίνουν το άρρητο μυστήριο της Θείας του Σωτήρος Ενανθρωπήσεως με όλες τις σωτηριολογικές συνέπειες για τον άνθρωπο και την ιστορική πραγματικότητα. Δικαιολογημένα στην ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου ψέλνουμε: «Χαίρε ο τόμος εν ώ δακτύλω εγγέγραπται Πατρός ο Λόγος Αγνή».

Η προφητική ρήση του βιβλίου του Δανιήλ «εθεώρεις έως ου ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρών» αναφέρεται στην Υπεραγία Θεοτόκο. Το βουνό, από το οποίο είδε ο Ναβουχοδονόσωρ να κόβεται το λιθάρι χωρίς χέρι ανθρώπου, προτυπώνει την Παναγία, η οποία ως όρος αλάξευτο έδωσε την καθαρή σάρκα της για να γεννηθεί ο Θεάνθρωπος. Αναφερόμενος στο περιστατικό αυτό ο Γερμανός Κων/λεως γράφει: «Χαίροις, το εκ Θεού πιότατον και κατάσκιον όρος, εν ώ λογικός αμνός εκτραφείς τας ημών αμαρτίας και τας νόσους εβάστασεν, εξού ο αχειρότμητος λίθος κυλισθείς, βωμούς ειδωλικούς συνέθλασεν και εις κεφαλήν γωνίας εν οφθαλμοίς ημών θαυμαστούμενος γέγονε». Η Θεοτόκος γέννησε το Σωτήρα του κόσμου, χωρίς να υποστεί οποιαδήποτε ρήξη. Τόσον η σύλληψη όσον και η κύηση υπήρξεν άφθορη.

Η ράβδος του Ααρών, που βλάστησε, προκαταγγέλει τη Θεοτόκο, που φύτρωσε από τη ρίζα του γεννεαλογικού δένδρου του Ιεσσαί. Δικαιολογημένα, στον κανόνα των Χριστουγέννων ψέλνουμε: «Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εξ αυτής Χριστέ, εκ της Παρθένου ανεβλάστησας». Στον δε κανόνα της ακαθίστου ακολουθίας διαβάζουμε: «η ράβδος η μυστική, άνθος το αμάραντον η εξανθήσασα».

Πέραν αυτών υπάρχουν και άλλες προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης που αναφέρονται στη Θεοτόκο. Η Κιβωτός του Νώε συμβολίζει την Παρθένο, η οποία φυλάσσει στα σπλάχνα της την απαρχή της Καινής κτίσεως. Η προφητεία του Ησαΐου «Ιδού η Παρθένος, εν γαστρί έξει…», αναφέρεται στη Θεοτόκο, που συνέλαβε και γέννησε το Χριστό. Η σκηνή του Αβραάμ είναι σύμβολο της θεοτόκου, στην οποία κατεσκήνωσε ο Λόγος του Θεού. Η Εδέμ προτυπώνει τη νοητή Εδέμ, που είναι η Παναγία, στους κόλπους της οποίας κατοικεί ο νέος Αδάμ, ο Χριστός.

Δικαιολογημένα, ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, εγκωμιάζοντας τη Θεοτόκο ως επιβεβαίωση και επισφράγισμα της Παλαιάς Διαθήκης, γράφει: «Χαίροις, η νόμου μεσίτις και χάριτος, το παλαιάς και νέας των διαθηκών επισφράγισμα, το πάσης προφητείας εκφανέστατον πλήρωμα, η ακροστοιχίς της θεοπνεύστου των Γραφών αληθείας».

Η Υπεραγία Θεοτόκος, που αξιώθηκε να γίνει Μητέρα του Θεού με την προσωπική της αρετή και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν είναι μονάχα το κέντρο της μεσσιανικής προσδοκίας, αλλά και το κέντρο της ελπίδας και της προσδοκίας των πιστών. Είναι πολλές οι θλίψεις, οι συμφορές του βίου και οι πειρασμοί που κυκλώνουν τον άνθρωπον «ωσεί μέλισσαι κηρίον», ώστε να αναζητά την «κραταιάν σκέπην» της Θεοτόκου.

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εκτιμά ότι ο ανθρώπινος βίος θα ήταν αβίωτος, εάν οι πιστοί δεν είχαν την Παναγία «συνόμιλόν τους και μόνην επί γης καταλελειμμένην παρηγορίαν». Η Θεοτόκος ως Μητέρα του Θεού έχει «άπειρον την προς τον Θεόν παρρησίαν», γι’ αυτό «ουδείς προστρέχων προς Αυτήν κατησχυμμένος απ’ αυτής εκπορεύεται,, αλλ’ αιτείται την χάριν και λαμβάνει το δώρημα προς το συμφέρον της αιτήσεως».





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου