Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Παναγια Ροδον το Αμαραντον



Παναγια Ροδον το Αμαραντον
«Ρόδον το αμάραντον, χαίρε, η μόνη βλαστήσασα…»
 
 Ο ύμνος αυτός των Χαιρετισμών χρησιμοποιεί σαν εικόνα ένα λουλούδι με το ωραιότερο άρωμα: Το ρόδο, δηλ. την τριανταφυλλιά. Η Παναγία είναι η Τριανταφυλλιά, απ’ όπου βλάστησε το Τριαντάφυλλο που λέγεται Χριστός.
Ο Χριστός είναι «το ρόδον το αμάραντον». Όποιος πλησιάζει το Χριστό αισθάνεται μία ουράνια ευωδία. Το λέει ο απόστολος Παύλος: «Χριστού ευωδία εσμέν τω Θεώ εν τοις σωζομένοις» (Β’ Κορ. 2,15).
Ιησούς! Το ρόδον της σωτηρίας. Βλάστησε στη στείρα γη. Ο Χριστός είναι ρόδο, τριαντάφυλλο, εκ Παρθένου. Και τα ωραιότερα λουλούδια της γης είναι μολυσμένα από το μόλυσμα της αμαρτίας. Ένα λουλούδι είναι απόλυτα αμόλυντο: Ο Ιησούς Χριστός. Και αυτό γιατί γεννήθηκε από Παρθένο, χωρίς το κληρονομικό μόλυσμα του προπατορικού αμαρτήματος.
Και η Παρθένος Μητέρα είναι «ρόδον το αμάραντον», που φανερώνει το αμόλυντον και καθαρόν της Παρθένου. Ο Θεός έψαχνε να βρει ευωδία στον κόσμο, μα πουθενά. Παντού η δυσοσμία της αμαρτίας. Και ξαφνικά, να, βρίσκει ένα λουλούδι. Είναι μοναδικό. Μοσχοβολά. Ήταν η Μαρία η Παρθένος. Μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο χωρίς μολυσμό, πεντακάθαρη. Παναγία. Ρόδο, τριαντάφυλλο , φυτρωμένο στο βράχο, από τη στείρα Άννα.
Την είδε ο Θεός και οσφράνθηκε το άρωμα της αρετής της. Γι’ αυτό λέγεται«το οσφράδιον του πάντων Βασιλέως».
Όλα τα λουλούδια κάποτε μαραίνονται. Και μάλιστα γρήγορα. Και η ζωή του ανθρωπου ένα λουλούδι είναι που μαραίνεται. Ένα λουλούδι δύο χιλιάδες τώρα χρόνια παραμένει αμάραντο και θα παραμένει στους αιώνες: Η αειπάρθενος Παναγία. Ούτε ο χρόνος μπορεί να την μαράνει. Ούτε οι βλασφημίες των άσεβων μπορούν να την μολύνουν.

Ο κάθε πιστός μπορεί να γίνει ρόδο. Η περίοδος του δεκαπενταυγούστου αποβλέπει στο να ευωδιάσουμε. Πώς; Με τη μετάνοια και τη νηστεία. Ο ιερός Χρυσόστομος ονομάζει μύρο τη νηστεία: «Στήθι εγγύς του νηστεύοντος και μετέλαβες αυτού ευθέως της ευωδίας· μύρον γαρ έστιν ο νηστεύων πνευμα­τικόν, και διά των οφθαλμών, και διά της γλώττης, και διά πάν­των εμφαίνων την της ψυχής ευταξίαν».
Ας απολαύσουμε τα ρόδα της χάριτος της Παρθένου Παναγίας, του Θεανθρώπου γλυκύτατου Ιησού και της γλυκείας ζωής της Εκκλησίας. Για να φθάσουμε στο γλυκύ παράδεισο.

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Παναγία και Υπεραγία.






Του Φώτη Κόντογλου



Όλοι οι άγιοι λέγονται άγιοι. Εις την ονομασίαν δεν ξεχωρίζουν ούτε οι δώδεκα Απόστολοι, ούτε ο τίμιος Πρόδρομος όπου εστάθη, κατά τον λόγον του Χριστού, «ο εν γεννητοίς γυναικών μείζων». Αλλά Εσύ, Θεοτόκε, τιμήθηκες περισσότερον από όλους και αξιώθηκες να δανείσεις σάρκα από την σάρκα σου εις τον Υιόν του Θεού, και δια τούτο εξαιρέτως λέγεσαι Παναγία και Υπεραγία, και παρ’ ότι είσαι άνθρωπος γεννημένος από ανθρώπους, είσαι όμως κατά τα λόγια του Αγγέλου, «τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξωτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ».
Ο Χριστός και Κύριος μας είναι Υιός του Θεού, και έγινε άνθρωπος διά την σωτηρίαν μας. Δι’ αυτό, μαζί με το θάρρος που παίρνουμε εις το να τον παρακαλέσουμε, θαρρευόμενοι εις την ανθρώπινην φύσιν που έλαβε, νιώθουμε και τον φόβον, επειδή είναι Θεός. Ενώ εις Εσένα θαρρευόμαστε περισσότερον, κ’ ερχόμεθα κοντά Σου ωσάν σε μητέρα και αδελφήν μας, επειδή είσαι άνθρωπος ωσάν κ’ εμάς. Και Σε έχουμε μεσίτριαν ανάμεσα εις τον Θεόν και εις εμάς. Και εις την μεσιτείαν Σου έχουμε το θάρρος μας, επειδή, όπως είπε ο Υιός σου ότι όλα του παρέδωσε ο Πατέρας του, έτσι και εις Εσένα έδωσε κάθε εξουσίαν να ευεργετείς το γένος των ανθρώπων. Οι δυστυχισμένοι και οι κατατρεγμένοι Σε έχουμε στήριγμα και παρηγορίαν, γιατί στάθηκες κ’ Εσύ πικραμένη και βασανισμένη μητέρα, και ετρύπησε την καρδίαν Σου η ρομφαία, όπως το επροφήτευσεν ο θεοδόχος Συμεών.
Σώζε, αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν Σου. Αποσκέπαζε την πτωχήν χώρα μας όπου αγαπά το άγιον πρόσωπόν Σου περισσότερον από κάθε τι εις τον κόσμον, επειδή είναι βασανισμένη όπως είσαι και Εσύ, και δια τούτο η αγάπη της είναι πονεμένη αγάπη. Δι’ Εσένα έχει κτίσει εκκλησίες και ερημοκκλήσια παντού, εις τα βουνά, εις τους κάμπους, εις τες ακρογιαλιές, εις τα νησιά, εις τες πολιτείες κ’ έβαλε μέσα ως θησαυρόν ατίμητον το άγιον εικόνισμά Σου. Η χρυσοκέρινη όψις Σου δεν είναι κάποια ζωγραφιά δια να Σε θυμόμαστε μοναχά, όπως κάνουμε διά τα αγαπημένα μας πρόσωπα, αλλά εικόνισμα ένθερμον και θαυματουργόν. Το ξύλον και οι βαφές είναι αγιασμένα.
Μέσα εις τα ταπεινά κατοικητήριά Σου, όλα μοσχοβολούν από το λιβάνι και από το κερί οπού εμάζεψε η προκομμένη μέλισσα βόσκοντας εις τα αγριολούλουδα των βουνών μας, όπου είναι αγνά σαν κ’ Εσένα.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

"Θέλω να πάρεις το καλάθι και να πας στο ποτάμι να μου φέρεις νερό"

"Θέλω να πάρεις το καλάθι και να πας στο ποτάμι να μου φέρεις νερό"






Ζούσε κάποτε, σ’ ένα χωριό μία χήρα πολύ φτωχιά με το μοναχογιό της. Για να μεγαλώσει το παιδί της ξενοδούλευε κι επειδή έβαλε σ’ αυτό όλο το μεράκι της,άπ’ τον καημό της αποφάσισε να το σπουδάσει. Πήγε λοιπόν κι έπεσε στα γόνατα μπροστά στην Παναγία κι έλεγε: «Παναγία μου αξίωσέ με εμένα την αμαρτωλή να σπουδάσω το μοναχογιό μου». Έτσι με χίλιες στερήσεις και προσευχές κατάφερε η φτωχή χήρα να σπουδάσει το γιό της γιατρό.
Κάποια μέρα, με το δίπλωμα στην τσάντα ξεκίνησε ο γιατρός να επισκεφτεί τη μάνα του,που είχε πιά γεράσει, για να την ευχαριστήσει. Η μάνα τον υποδέχτηκε με πολλή χαρά και με βαθιά ευγνωμοσύνη στην Παναγία, που την αξίωσε να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής της.
Την άλλη μέρα, Κυριακή, πηγαίνει και ξυπνάει το γιό της και του λέει: «Σήκω, γιέ μου, να πάμε να ευχαριστήσουμε την Παναγία για την προκοπή σου. Ο γιατρός όμως της αρνήθηκε να πάει στην εκκλησία, γιατί δεν πίστευε, όπως είπε, στα λόγια της και τα θεωρεί ξεπερασμένα.


Η μάνα φαρμακώθηκε, δεν είπε τίποτε, μόνο πήγε μονάχη της κι έκλαψε μπροστά στην εικόνα της Μεγαλόχαρης με ευχαριστία αλλά και πόνο. Όταν γύρισε στο σπίτι, ο γιός της, ο γιατρός, τη ρώτησε: «Ε μάνα, τι κατάλαβες απ’ τα λόγια της εκκλησίας, εσύ, αγράμματη γυναίκα;» Η χήρα δεν απάντησε, μόνο έπιασε ένα καλάθι από την αποθήκη και του λέει: «Γιε μου, το πρωί δεν με άκουσες να ‘ρθείς μαζί μου στην εκκλησία. Συγχωρεμένος να είσαι. Τώρα όμως θέλω να μου κάνεις μία άλλη χάρη και μη μου την αρνηθείς. Θέλω να πάρεις το καλάθι και να πας στο ποτάμι να μου φέρεις νερό. «Μα με το καλάθι να σου φέρω νερό, μάνα; Τόσο τα χεις χαμένα»;Λέει εκείνος. «Πήγαινε εσύ για το χατίρι μου, του απαντάει εκείνη, κι ο,τι θέλει ας γίνει».
Παραξενεμένος ο γιατρός, πηγαίνει στο ποτάμι, βουτάει μέσα το καλάθι, το βγάζει και γυρίζει στο σπίτι με το καλάθι άδειο. «Να, μάνα το καλάθι σου, όπως μου το ‘δωσες. Σου την έκανα την χάρη. Βλέπεις εσύ να έχει νερό μέσα;», λέει ο γιατρός.«Ευχαριστώ, γιέ μου, που μ’ άκουσες. Βλέπεις όμως εσύ το καλάθι όπως σου το’δωσα»; Απαντάει η μάνα. «Έ ναί, μόνο που είναι βρεγμένο». «Βλέπεις λοιπόν, γιέ μου, ότι δεν είναι το ίδιο, όπως σου το ‘δωσα; Το πήρες στεγνό, κατάξερο και μου το ‘φερες μουσκεμένο. Έτσι κι εγώ πηγαίνω αγράμματη στην εκκλησία, δεν φέρνω τη σοφία της, αλλά είμαι δροσισμένη άπ’ τη χάρη της και αυτό με συντηρεί τόσα χρόνια και κατάφερα με τη χάρη Της να σε σπουδάσω.
Τότε κατάλαβε ο γιατρός, ότι ο Θεός «εμώρανε την σοφία του κόσμου τούτου… και τα μωρά του κόσμου εξελέξατο…» κι έβαλε μετάνοια στη μάνα του και πήγαν ύστερα μαζί στην εκκλησία κι ευχαρίστησαν την Παναγία.

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

ΟΠΟΥ Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΕΚΕΙ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ

ΟΠΟΥ Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΕΚΕΙ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ



«Ἀδύνατον εἶναι νά μή μεταβληθεῖ σέ θαυμασμό ἡ μνήμη τῆς Θεοτόκου, πού μετουσιώνεται σέ εὐχαριστία καί εὐγνωμοσύνη γιά ὅσα προσέφερε καί προσφέρει στό ἀνθρώπινο γένος.
Τότε ἡ χαρά τῆς εὐχαριστίας γίνεται ἆσμα καινόν, θεῖος ἔρωτας τῆς ψυχῆς, ὠκεανός δοξολογίας γιά τήν πάμφωτη χάρη τῆς Παναγίας, πού μέσα ἀπό τούς παφλασμούς, ἀναδύεται ἀχρόνως ὁ Υἱός της, ὁ Χριστός.
Καί ἀφοῦ, ὅπου ἡ Παναγία, ἐκεῖ καί ὁ Χριστός, οἱ ὕμνοι καί οἱ εὐχαριστήριες ὠδές ἀπευθύνονται κοινά καί ἀχώριστα καί στούς δύο».

Ἀπό τό βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου
«Ἅγιον Ὄρος. Βηματίζοντας στόν τόπο καί τήν ἱστορία του»
ἔκδοση Ἱ. Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, Ἅγιον Ὄρος 2012.


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Χαιρετισμοί στήν Ἱερά Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου. Μάρτιος 2014

Δέησις υπέρ των δεινοπαθούντων ημών Νέων

Δέησις υπέρ των δεινοπαθούντων ημών Νέων


Πάνυ εύσπλαχνε Παρθένε,
Θεομήτορ και Κυρά,
ασθενών παραμυθία,
φάρμακόν τε και χαρά.

Λάμψον ένδον μου το φως Σου,
ως δοχείον του φωτός
και δυσώπει τον Υιόν Σου
υπερ Νέων ασθενών.

Νύν εμπόνως δέομαί Σου
του πρεσβεύειν τω Χριστώ,
Μητρικαίς Σου ικεσίαις,
υπέρ Νέων προπαντός.

Των εν νόσοις , ασωτείαις
και εν τοις ναρκωτικοίς
και παντοίαις τούτων χρείαις
διαγόντων εν κακοίς.

παραπαίουσιν οι Νέοι
εν μεγάλω προσοστώ
και προς όλεθρον οδεύουν,
μακράν, φευ, απ' τον Χριστόν.

Πειρασμοίς εκπίπτουν πλείστοις
και ουκ έχουν βοηθόν,
ουδέ πίστιν εκμανθάνουν
και τον φόβον εις Θεόν.

Μη εάση μόνους τούτους
εν ολέθρω, εν δεινοίς
διά Μητρικά Σου σπλάχνα
σπεύσον τούτους συνδραμείν.

ίνα εύρωσι τον δρόμον,
του Κυρίου την οδόν,
θείω Νόμω πορευθώσιν,
έχοντες Σε βοηθόν.

Αι παγίδες δε και βρόγχοι
νυν εισίν υπέρ πολλοί
και πως λέξουσι το ΟΧΙ
προς την πάσαν προσβολήν;

του κακού, της αμαρτίας,
της υλιστικής ζωής
ήτις έστιν η αιτία
της αυτών καταστροφής.

Όθεν Σε καθικετεύω,
Μήτερ, Άνασσα, Κυρά,
ημών Νέους Συ βοήθει,
ως προστάτις κραταιά.