Το δόγμα της Θεοτόκου βρίσκεται στην
καρδιά της ορθοδόξου πίστεως• αποτελεί τη χρυσή στιγμή της ορθόδοξης
χριστολογίας. Ο όρος «Θεοτόκος», που από πολύ νωρίς (στην Γ’ Οικουμενική
Σύνοδο) δόθηκε από την Εκκλησία στο σεπτό πρόσωπο της Μητέρας του
Χριστού, συνοψίζει άριστα όλο το δόγμα της χριστολογικής πίστεως της
Εκκλησίας. Η Μαρία δεν υπήρξε μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά, Μητέρα του
Λόγου του Θεού. Απ’ αυτήν γεννήθηκε πράγματι ο Υιός του Θεού. Δεν
προήλθε ως «θεοφόρος άνθρωπος», αλλ’ ως «Θεός ενανθρωπήσας και
σεσαρκωμένος».
Πώς όμως μπορούσε να γεννηθεί ο Θεός από
μία γυναίκα; Και δεν θα έπρεπε αυτή, που τον εγέννησε, να ήταν επίσης
θεά, ώστε το όμοιο να γεννηθεί από το όμοιο;
Το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος
διετύπωνε, προβληματιζόμενος, ο Νεστόριος, πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος δεν μπορούσε να κατανοήσει το βαθύτερο λόγο
της θείας ενανθρωπήσεως. Αυτός δεχόταν δύο πρόσωπα ξεχωριστά στο
Χριστό, ένα για κάθε φύση, και δύο Υιούς, τον Υιό του Θεού και τον Υιό
του ανθρώπου, στους οποίους απέδιδε ξεχωριστή στον καθένα τιμή και
λατρεία. Η ένωση των φύσεων δεν ήταν, κατ’ αυτόν, βαθιά και υποστατική
(φυσική την αποκαλούσε ο Κύριλλος Αλεξανδρείας), αλλ’ εξωτερική και
επιφανειακή. Ήταν ένωση ηθική, κατά γνώμη και ομωνυμία. Τα δύο πρόσωπα –
εγώ του Χριστού (θείο και ανθρώπινο) συνεργάζονταν αρμονικά στο
πλασματικό ηθικό πρόσωπο της ενώσεως — το οποίο ανακολούθως δεχόταν ο
Νεστόριος — στο οποίο φυσικά δεν ήταν δυνατό να γίνει πραγματική
αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων. Η Μαρία δεν μπορούσε να γεννήσει
το Θεό. Εγέννησε μόνο τον άνθρωπο Χριστό, με τον οποίο ενώθηκε κατόπιν ο
Θεός. Διά τούτο ηρνείτο να την ονομάσει Θεοτόκο. Αντί τούτου την
αποκαλούσε «Χριστοτόκο» ή ανθρωποτόκο.
Με ποία έννοια όμως γεννήθηκε ο Θεός;
Μπορούσε φυσιολογικά να συμβεί κάτι τέτοιο; Ασφαλώς όχι. Η θεία φύση, ως
άπειρη και απεριόριστη, δεν μπορούσε να γεννηθεί «καθ’ αυτήν», να λάβει
δηλαδή χρονική αρχή, να εισέλθει στο είναι από ένα κτιστό και
πεπερασμένο πλάσμα.
Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε βοώσαν
αντίφαση. Ο Λόγος φυσικά είχε τη γέννησή του στην Τριάδα· αυτή όμως ήταν
γέννηση απαθής και αΐδια από την ουσία του Θεού Πατρός. Ο Λόγος ήταν
«αμήτωρ» εκ Πατρός. Παράλληλα όμως είχε και γέννηση χρονική εξ ανθρώπου
μητρός. Ο Θεός γεννήθηκε από τη Μαρία, όπως έπαθε και απέθανε, «σαρκί»
—κατά τον καθιερωμένο όρο— δηλαδή κατά την ανθρώπινη σάρκα του. Η
θεότητα, σε κάθε περίπτωση, παρέμενε αμέτοχη καταστάσεων και παθημάτων,
που ανήκουν σε όντα κτιστά. Η Παρθένος Μαρία εγέννησε εκείνο που, ως
άνθρωπος, μπορούσε να γεννήσει, δηλαδή την ανθρώπινη φύση του Χριστού, η
οποία όμως —και εδώ είναι το κέντρο του μυστηρίου— δεν ήταν φύση «ψιλή»
(= σκέτη, απλή), αλλά βρισκόταν «εξ άκρας συλλήψεως» (δηλ. από την
πρώτη στιγμή, που συνελήφθη στη μήτρα της Μαρίας), ενωμένη (και θεωμένη)
ασυγχύτως και αδιαιρέτως με την υπόσταση (και τη θεότητα) του Λόγου, η
οποία έγινε και δική της υπόσταση, μια και η ίδια ήταν φύση ανυπόστατη
(το «ενυπόστατον» Λεοντίου του Βυζαντίου). Ο Χριστός ήταν εκείνος που
γεννήθηκε από τη Μαρία, ως Θεός συγχρόνως και άνθρωπος ο αυτός, δηλ. ως
Θεάνθρωπος. Η γέννησή του δε αυτή ήταν και φυσική και υπερφυσική. Φυσική
μεν, κατά την τάξη της κινήσεως• υπερφυσική δε, κατά τήν τάξη της
συλλήψεως. Ο Χριστός ήταν «απάτωρ εκ μητρός». Δεν είχε πατέρα φυσικό,
συλληφθείς με τη δύναμη του παναγίου Πνεύματος. Σε κάθε περίπτωση ή
γέννηση του δεν κατέλυσε την παρθενία της άχραντης Μητέρας του. Έτσι,
όπως παρθένος συνέλαβε (η Μαρία), παρθένος και έτεκε, και μετά τόκον
πάλιν παρθένος διέμεινε.
Αυτά σε πολύ αδρή σκιαγραφία είναι τα
συνιστώντα τον πυρήνα του θεομητορικού θαύματος της Θεοτόκου. Θαύματος
κεκρυμμένου και απόκρυφου στην απειρόσοφη βουλή του Θεού για τη λύτρωση
του πεσμένου πλάσματος του, στο όποιο (μυστήριο) ήθελαν —και δεν
μπορούσαν— να παρακύψουν οι άγγελοι (Α’ Πέτρ. α’. 12) και το όποιο
γέμισε με εκστατικό θάμβος την άυλη φύση του λειτουργικού πνεύματος του
Θεού (του αρχαγγέλου Γαβριήλ), όταν αυτό μια μέρα είδε στην ταπεινή Κόρη
της Ναζαρέτ το άρρητο και ανερμήνευτο· το Θεό να μικραίνει, ώστε να
«χωρέσει» σε μια παρθενική μήτρα, τη δε μήτρα να πλαταίνει. ώστε να
χωρέσει τον αναφή και αχώρητο· το Θεό να γίνεται άνθρωπος και τον
άνθρωπο να γίνεται «θεός» και «ομόθεος»!
Το μυστήριο της Παρθένου, στο οποίο
στόχευαν ο προφητικός λόγος και οι εικονικές προτυπώσεις της Παλαιάς
Διαθήκης, η τελευταία και μεγάλη «εκλογή», που επισφράγισε τις
διαδοχικές εκλογές της παλαιάς οικονομίας, εχάρισε δόξα άφθιτη στο
εράσμιο πρόσωπο της περίσεμνης Κόρης, η οποία κατά πολύ ξεπέρασε την
άυλη δόξα των αγγέλων. Το «μητροπάρθενο κλέος» της «τιμιωτέρας των
Χερουβίμ και ενδοξότερας ασυγκρίτως των Σεραφίμ» ψάλλει με τόνους
θριαμβικής χαράς η Εκκλησία μας. Την ανυμνεί ως «Παναγίαν»,
«Κεχαριτωμένην», «άσπι¬λον, αμόλυντον, άφθορον, άχραντον, αγνήν
Παρθένον, θεόνυμφον Δέσποιναν». Στη χαρά της η Ορθοδοξία λαμπρύνεται σε
όλα τί μόρια της θεοϋπόστατης ουσίας της. Η δόξα της Απειρογάμου, της
«άνευ ανδρός τετοκυίας». ασφυκτικά τη συνέχει και την περιβάλλει. « Επί
σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, ψάλλει, πάσα η κτίσις, αγγέλων το σύστημα και
ανθρώπων το γένος, ηγιασμένε ναέ και παράδεισε λογικέ, παρθενικόν
καύχημα, εξ ης Θεός εσαρκώθη και παιδίον γέγονεν ο προ αιώνων υπάρχων
Θεός ημών την γαρ σην μήτραν θρόνον εποίησε και την σην γαστέρα
πλατυτέραν ουρανών απειργάσατο. Επί σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η
κτίσις, δόξα σοι».
Το ορθόδοξο Θεομητορικό δόγμα είναι ευρύ
και πολύπτυχο. Εμείς εδώ θα ανασύρουμε και θ’ αναπτύξουμε, όσο πιο
σύντομα γίνεται, μια μονάχα του πτυχή, που αποτελεί τη φυσιολογική
κατάληξη του άφθιτου παρθενικού κάλλους της Απειρόγαμης Νύμφης και την
επισφράγιση του Χριστολογικού μεγαλείου της: τη μετά θάνατο μετάστασή
της στους ουρανούς.
Τη μετάσταση της Θεοτόκου κατά δύο
τρόπους μπορούμε να την εννοήσουμε: ή ότι το σώμα της, κατατεθέν μετά το
θάνατό του στον τάφο, δεν γνώρισε τη φυσική διάλυση και τη διαφθορά,
αλλ’ ανηρπάγη αφθαρτισμένο και ένδοξο στους ουρανούς, όπου φυλάσσεται
μέχρι της κοινής αναστάσεως των νεκρών, ή ότι την τρίτη ημέρα από της
ταφής του αναστήθηκε από του τάφου και ενώθηκε μετά της ψυχής του, και η
Θεομήτωρ ζει, διαιωνίζουσα πλησίον του Υιού της, στην άφθιτη δόξα της
Τριάδος. Η δεύτερη εκδοχή φαίνεται η πιθανότερη.
Βασική προϋπόθεση της μεταστάσεως της
Θεοτόκου είναι ο φυσικός της θάνατος. Ενώ στη σύλληψη και την κύηση του
άχραντου Τόκου της η Μαρία υπερέβη τους νόμους της φύσεως, στο θάνατό
της, ως αληθινή απόγονος του Αδάμ, «τας πατρικάς ευθύνας υπέρχεται».
Δηλαδή υποπίπτει στο θάνατο, που απέρρευσε από την αμαρτία του
Προπάτορα, και ως νόμος καθολικός επιβλήθηκε έκτοτε σε όλους ανεξαίρετα
τους απογόνους του. Η Θεοτόκος δεν μπορούσε να εξαιρεθεί από το νόμο
αυτό. Κάτι τέτοιο θα κατέλυε τη φυσική της συνέχεια στη γενετική ρίζα
του Αδάμ και θα έθετε σε αμφιβολία τη γνησιότητα της ανθρωπίνης της
φύσεως. Το θάνατό της η Εκκλησία γιορτάζει ως «Κοίμησιν της Θεοτόκου»
στις 15 Αυγούστου. Το γεγονός αυτό (η Κοίμηση δηλαδή) αποτελεί και την
ειδοποιό διαφορά μεταξύ του δικοί μας δόγματος και του αντίστοιχου περί
«ενσώμου Μεταστάσεως» (Αssumplio) της Παπικής Εκκλησίας, όπως θα έχουμε
την ευκαιρία να δούμε στη συνέχεια.
Η μετάσταση της Θεοτόκου αποτελεί
απόρροια του θεομητορικού της θαύματος. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
προσφυέστατα παρατηρεί: «Κι αυτήν εδώ, που αλήθεια είναι μακαριστή, που
έκλινε με υποταγή το αυτί στο λόγο του Θεού, κι απ’ τις ενέργειες γέμισε
του Πνεύματος, και στην κοιλιά της κράτησε με τη φωνή του αγγέλου
εκείνον που είναι η ευδοκία του Πατρός, αυτήν που δίχως ηδονή κι
ανέγγιχτη από άνδρα συνέλαβε του Θεού Λόγου την υπόσταση γεμίζει τα
πάντα, και δίχως πόνους γέννησε ως έπρεπε, κι ενώθηκε με τον Θεόν
ολάκερη, πώς να την καταπιεί ο θάνατος; Πώς να την πάρει μέσα του ο
Άδης; Πώς η φθορά θα τόλμαγε ν’ αγγίξει το σώμα που δέχθηκε εντός του τη
ζωή; Ολωσδιόλου τούτα ξένα και παράδοξα για τη ψυχή και για το σώμα που
βάσταξαν το Θεό » (PG. 96,728).
Το μυστήριο της Θεομήτορος είναι
αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το απερινόητο μυστήριο του τόκου της. Όπου ο
Υιός, εκεί και η Μητέρα. Η Μαρία υπήρξε η «κεκλεισμένη πύλη», την οποία
άνοιξε μόνος ο Θεός, για να εισέλθει δι’ αυτής στον κόσμο, και η οποία,
μετά την είσοδο και έξοδο του Εμμανουήλ, παρέμεινε για πάντα κλειστή και
απαραβίαστη. Η παρουσία της θεόπαιδος Μαριάμ, της αγνής και άσπιλης
Κόρης, του κάλλους της οποίας ηράσθη ο βασιλεύς της κτίσεως, αποτελούσε
την απαραίτητη συνθήκη, τον όρο sine qua non, της θείας του Λόγου
ενανθρωπήσεως. Αν έλειπε το δοχείο το αστραφτερό και πάλλευκο, ο
καθαρότατος και άσπιλος ναός. στον οποίο μπορούσε να ενοικήσει το μύρο
της ουσίας του Πατρός, θα μπορούσε άραγε να εισέλθει στον κόσμο ο Υιός
του Θεού; Αμφίβολο. Έπρεπε δε και η ανθρωπότητα να θελήσει τη σωτηρία
της, να δώσει την ελεύθερη συγκατάθεσή της στη σωτήρια βουλή του Θεού·
και την έδωσε στο πρόσωπο της πιο όμορφης κόρης της, της Μαρίας, η οποία
είπε το ναι στο χαροποιό μήνυμα του αγγέλου: « Ιδού η δούλη Κυρίου·
γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. α’ ,38).
Η Μαρία δεν δέχτηκε απλώς μέσα της τη
χάρη του Θεού. Δεν ήταν «θεοφόρος», όπως θεοφόροι είναι και οι υπόλοιποι
άγιοι και δίκαιοι. Δέχτηκε μέσα της υποστατικώς το Θεό, το πρόσωπο και
τη θεότητα του Λόγου, του δευτέρου προσώπου της αγίας Τριάδος. Στην
παρθενική μήτρα της, το εργαστήριο αυτό «σωτηρίου συναλλάγματος»,
δέθηκαν στενά Θεός και άνθρωπος, ενώθηκαν ασύγχυτα και αδιαίρετα η θεία
και η ανθρώπινη φύση στη μία υπόσταση του Λόγου· έλαβε την ύπαρξή του ο
Χριστός. Η σάρκα της Παρθένου βρισκόταν στη σάρκα του Υιού της. Το
άσπιλο αίμα της έρρεε στις φλέβες του Τόκου της, ήταν «αίμα Θεού». Αίμα
που έπλυνε επάνω στο σταυρό τις αμαρτίες του κόσμου, δυναμίτισε το
κράτος της φθοράς και νέκρωσε το βασίλειο του θανάτου. Αίμα, που αρδεύει
αδιάκοπα την Εκκλησία και ευπρεπίζει τη θεία βασιλεία.
Ήταν, λοιπόν, δυνατό το πάναγνο σώμα της
Παρθένου, το ζωοπάροχο και ζωοποιό, το σώμα του Υιού του Θεού
(τηρουμένων φυσικά των αναλογιών), να καταποθεί από το θάνατο και να
περιπέσει στο κράτος της νεκρώσεως και της φθοράς; Ασφαλώς όχι. Την
αλήθεια αυτή τονίζουν πολύ εμφαντικά τόσο η ασματική ακολουθία, όσο και ο
πατερικός λόγος της Ορθοδόξου Καθολικής ‘ Εκκλησίας.
Είναι σαφές ότι η μετάσταση της Θεοτόκου
είναι ομόλογη προς τη μετάσταση του Υιού της. Και στις δυό περιπτώσεις
έχουμε ζωηφόρο ανάσταση εκ των νεκρών. Βέβαια η ανάσταση της Παρθένου
δεν ήταν πρωτογενής, αλλά δευτερογενής, ακολουθούσα και εμπεριεχόμενη
στην ανάσταση του θείου Λόγου της ζωής. Και αυτό, λόγω της συνεχείας του
Χριοτολογικού θαύματος. Ο Λόγος έγινε άνθρωπος από άνθρωπο. Μέσα του
κουβαλούσε το σώμα της θεοχαρίτωτης Κόρης, το αίμα. τα κύτταρα και τη
σάρκα της άχραντης Μητέρας του. Τα δύο αυτά είναι αδιάσπαστα και
αδιαχώριστα. Όπου η κατά σάρκα παρουσία του Χριστού, εκεί και η παρουσία
της αειπάρθενης Μητέρας. Η Μαρία φυσικά δεν υπήρχε στην υπόσταση του
Λόγου. Η σάρκα, της όμως υπήρχε στο σώμα του Υιού της. Σάρκα
χριστοποιημένη κατά ομολογία της φυσικής συγγένειας και θεωμένη σε
αναλογία με τη θέωση της φύσεως του Υιού της. Το μυστήριο της Θεοτόκου
είναι και το μυστήριο του Χριστού. Είναι επόμενο δε η Μητέρα ν’
ακολουθεί στις περιπέτειες του τόκου της. Την ψυχή της διέρχεται
ρομφαία, βλέποντας το σπλάγχνο της να κρέμεται άδοξο στο ατιμωτικό ξύλο
του σταυρού. Και μετά το θάνατό της ακολουθεί στην ανάσταση του Υιού
της. Εγείρεται εκ των νεκρών, για να είναι κοντά σε Εκείνον, στον οποίο
χάρισε τη ζωή. Εισέρχεται στη μακάρια δόξα της Τριάδος, χωρίς όμως ν’
αποτελεί μέλος της Τριάδος, όπως άλλωστε δεν αποτελεί και η ανθρώπινη
φύση του Υιού της. Απλώς καταλάμπεται, στον πιο μεγάλο βαθμό και όσο
μπορεί ν’ αντέξει φύση κτιστή, στο άκτιστο φως του Χριστού. Ο θάνατος
δεν μπορούσε να κρατήσει μέσα του το σώμα το ζωοποιό και ζωοπάροχο. Τα
παγερά τοιχώματα του τάφου δεν είχαν τη δύναμη να περικλείσουν το
θησαυρό της ζωής. Διερράγησαν, ελθόντα σε επαφή με τη θεοδυναμία του
θεομητορικού θαύματος!
Η μετάσταση της Θεοτόκου προσιδιάζει
ιδιαίτερα στο θεολογικό ήθος και την πνευματικότητα της Ορθοδοξίας. Εν
τούτοις δεν γίνεται καθολικά αποδεκτή από όλους τους ορθοδόξους
θεολόγους. Υπάρχουν και οι διαφωνούντες. Οι κατ’ αυτής αιτιάσεις είναι
κυρίως δύο: η απουσία της από την αρχαιότατη παράδοση της Εκκλησίας και η
παράκαμψη του δόγματος της μέσης καταστάσεως των ψυχών.
Η πρώτη αιτίαση είναι πραγματική. Στα
κείμενα των Πατέρων των πρώτων πέντε χριστιανικών αιώνων δεν γίνεται
λόγος περί μεταστάσεως της Θεοτόκου. Η διδασκαλία αρχίζει ν’ αναφαίνεται
αργότερα. Είναι όμως αυτό λόγος αποχρών, ώστε να μη γίνεται αποδεκτό το
υπέροχο αυτό δόγμα της πίστεώς μας; Μήπως οι Πατέρες, που το
διαλάλησαν, είναι Πατέρες δευτέρας ποιότητας και ήσσονος σημασίας; Και
επιτρέπεται τάχα να χωρίζουμε τους Πατέρες σε πρωτεύοντες και
δευτερεύοντες, και στη διάκριση αυτή να στηρίζουμε τη μαρτυρία της
εκκλησιαστικής μας παραδόσεως; Ένας Ιωάννης Δαμασκηνός ή ένας Γρηγόριος
Παλαμάς —για να αναφέρουμε δύο μόνο— δεν είναι αξιόπιστοι μάρτυρες της
πίστεως της Εκκλησίας; Μία δε διδασκαλία, που έχει ενσωματωθεί στη
λατρεία της Ορθοδοξίας, μπορεί άραγε να τεθεί εύκολα σε αμφισβήτηση;
Και, τέλος, είναι σωστό στη λατρεία μεν να βιώνουμε τη Μετάσταση, στη
θεολογία δε να την αμφισβητούμε και να την απορρίπτουμε;
Η δεύτερη αιτίαση είναι επίσης
πραγματική. Είναι αλήθεια ότι η μετάσταση παρακάμπτει το δόγμα της μέσης
καταστάσεως των ψυχών. Το παρακάμπτει όμως, χωρίς να το αναιρεί· διότι
αποτελεί απλώς μία και μοναδική εξαίρεση, η οποία, ακριβώς ως εξαίρεση,
τονίζει περισσότερο την καθολικότητα της καταστάσεως, στην οποία
εισέρχονται οι ψυχές μετά θάνατο. Η μετάσταση είναι μοναδικό προνόμιο
της Θεοτόκου, το οποίο οφείλεται στη μοναδικότητα της υψηλής περιωπής
της. Μία και μόνη μεταξύ των θνητών γυναικών αξιώθηκε να γεννήσει τον
Υιό του Θεού. Καμία άλλη. Μόνη αυτή αξίωσε ο Κύριος να λειτουργήσει
επάξια στο θαύμα της λυτρωτικής θείας οικονομίας του να χρηματίσει «ο
καθαρώτερος ναός του Σωτήρος, η πολυτίμητος παστάς και παρθένος, το
ιερόν θησαύρισμα της δόξης του Θεού». Όλες οι άλλες ψυχές αναμένουν την
καθολική ανάσταση των νεκρών, για να ενωθούν και πάλι με τα οικεία
σώματα και να ξαναζήσουν κοντά στο Χριστό στην απεραντοσύνη της θείας
βασιλείας του. Αυτό, που θα γίνει τότε, έχει γίνει ήδη στη σεπτή
Θεομήτορα. Η μετάσταση είναι πρόληψη της αναστάσεως. Είναι μία προ της
ώρας επιβράβευση των χαρίτων της Υπερευλογημένης. Τί το άδικο και
επιλήψιμο σε μια τέτοια απόφαση του Θεού; Άραγε ότι δεν πέρασε η
Παρθένος από τη μέση κατάσταση των ψυχών; Μήπως όμως και οι τόσες
μυριάδες ανθρώπων, που θα βρίσκονται στη ζωή κατά τη Δευτέρα Παρουσία,
θα περάσουν από τη μέση κατάσταση; Πώς δε θα περάσουν, αφού δεν θα έχουν
αποθάνει; Απλώς θα μεταλλαγεί η φύση τους επί το πνευματικότερο, και
έτσι θα απαντήσουν τον Κύριο στον αέρα, για να κριθούν και να λάβουν την
κατάλληλη θέση τους στην απέραντη αιωνιότητα (Α΄ Θεσσ. δ΄. 17).
Το δόγμα της μεταστάσεως της Θεοτόκου
άπαντα και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Εδώ γίνεται λόγος περί «ενσώμου
αναλήψεως (Assumptio) της Παρθένου εις τους ουρανούς». Το νέο αυτό δόγμα
διατυπώθηκε την 1η Νοεμβρίου του 1950, αφού προηγουμένως ο Πάπας Πίος
XII πήρε την ομόφωνη συναίνεση των απανταχού της γης επισκόπων του. Η
«ένσωμος ανάληψις» ανυψώθηκε σε δόγμα πίστεως (de fide), το οποίο
δεσμεύει την πίστη της Εκκλησίας και είναι απαραίτητο προς σωτηρία:
«Κηρύττομεν, διαδηλούμεν και καθορίζομεν ως θεόθεν αποκαλυφθέν δόγμα:
την άσπιλον Μητέρα του Θεού και αειπάρθενον Μαρίαν, περατωθείσης της επί
γης ζωής αυτής, μετά ψυχής και σώματος εν τη επουρανίω δόξη
αναληφθήναι» (Denzinger, Enchiridion Symbolorum. 1967, σσ. 561-562.
Κείμενο λατινιστί).
Το κείμενο του όρου «περατωθείσης της
επί γης ζωής αυτής»( expleto terrestris vitae cursu) δεν είναι σαφές.
Μπορεί να σημαίνει δύο τινά- ή: «όταν η επίγεια ζωή της έφθασε στο πέρας
της», ή: «αφού περατώθηκε η επίγεια ζωή της». Η πρώτη ερμηνεία φαίνεται
φυσικότερη. Δηλαδή: όταν η ζωή της Μαρίας έφθασε στο τέλος της, και
χωρίς αυτή να αποθάνει, να χωριστεί δηλαδή η ψυχή από το σώμα της,
αναλήφθηκε ένσωμη στους ουρανούς. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη και με
το ρωμαιοκαθολικό δόγμα της «ασπίλου συλλήψεως», του οποίου αποτελεί
ακολουθία φυσική. Εφόσον η Θεοτόκος συνελήφθη χωρίς το προπατορικό
αμάρτημα και καθόσον ο θάνατος αποτελεί φυσική συνέπεια της αμαρτίας,
έπεται ότι η Θεοτόκος, μη φέρουσα μέσα της τη φυσική ρίζα του θανάτου,
τίποτε δεν χρεωστούσε στο θάνατο. Τυχόν θάνατός της, θα ερχόταν σε
αντίθεση με την άσπιλη σύλληψή της.
Το ανωτέρω δόγμα του Παπισμού
απορρίπτεται από την ορθόδοξη θεολογία μόνο σε περίπτωση, που
αποκλειστεί εκ της Παρθένου ο σωματικός της θάνατος. Μια τέτοια
διδασκαλία προσκρούει αδυσώπητα στην καθολικότητα του θανάτου (Ρωμ. ε΄,
12) και συνιστά κακοδοξία, η οποία, εκτός των άλλων, διαστρέφει και τη
γνησιότητα της ανθρωπίνης φύσεως της Παρθένου. Αν όμως το δόγμα αυτό
προϋποθέτει το φυσικό θάνατο, τότε συμφωνεί κατά πάντα με την ορθόδοξη
αντίληψη. Ο θάνατος επομένως της Μαρίας αποτελεί, όπως ήδη τονίσαμε, την
ειδοποιό διαφορά μεταξύ του ρωμαιοκαθολικού και του ορθοδόξου δόγματος.
Στον Προτεσταντισμό, τέλος, με το έντονα
νοησιαρχικό και φιλελεύθερο πνεύμα του, δεν μπορεί να γίνει κανένας
λόγος περί μεταστάσεως, όπως δεν μπορεί να γίνει λόγος και για το
μαριολογικό δόγμα γενικότερα. Κατά τους Προτεστάντες, το natus ex
virgine είτε εμφαίνει αποστροφή προς τη γαμική σχέση μεταξύ ανδρός και
γυναικός και οδηγεί σε μια πνευματοκρατική αντίληψη (Emil Brunner), είτε
αποτελεί μύθο και θέλει να καταδείξει την απ’ αρχής θεία υιότητα του
Χριστού (W. Pannenberg), είτε πάλι αποτελεί προϊόν ελληνιστικών και
ανατολικών επιδράσεων. Παράλληλα και το δόγμα της αειπαρθενίας της
Μαρίας απορρίπτεται από την προτεσταντική θεολογία, η οποία αποδέχεται
φυσικό το γάμο του Ιωσήφ με τη Μαρία (μετά τη γέννηση του Χριστού), από
τον οποίο γεννήθηκαν οι φερόμενοι ως «αδελφοί» του Ιησού, περί των
οποίων κάνει λόγο η ευαγγελική διήγηση.
Η υπέροχη περί της Μεταστάσεως της
Θεοτόκου διδασκαλία, στην οποία συνοψίζονται το ήθος και η
πνευματικότητα της Ορθοδοξίας, έχει τεράστια σημασία για τη ζωή και την
ευσέβεια της Εκκλησίας παρουσιάζουσα ανάγλυφα πληρωμένους τους
εσχατολογικούς πόθους του πληρώματος, στους οποίους εξαντλείται ο
θεοδύναμος προορισμός της: την από τούδε πλήρη και ολοσχερή θέωση του
πλάσματος στην άκτιστη χάρη του Χριστού, η οποία, σαν μαγνήτης πελώριος,
έλκει τους πιστούς, που καταγωνίζονται την αμαρτία στον επίκηρο αυτό
κόσμο, αναβαί¬νοντας στη χάρη της Υπερευλογημένης Μητέρας του Θεού τους!
(+Ανδρέας Θεοδώροου, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών)
Πηγή: Περιοδικό «Ορθόδοξη Μαρτυρία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου