Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Θεολογικές αλήθειες με αφορμή την εορτή της κοιμήσεως του αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ

Θεολογικές αλήθειες με αφορμή την εορτή της κοιμήσεως του αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ

Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου

Στις 30 Αυγούστου, η Εκκλησία μας εορτάζει την εκ του κόσμου εκδημία της ψυχής του Ρώσου αγίου Αλεξάνδρου, περιοχής Σβιρ, ενώ ο άγιος γιορτάζει και στις 17 Απριλίου, ημέρα ανακομιδής του λειψάνου του και ανακηρύξεως της αγιότητάς του.
Μια σημαντική και απαραίτητη παρένθεση ανοίγουμε εδώ για να δούμε ποια είναι η πίστη της Εκκλησίας ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΨΥΧΗΣ και πώς αυτή είναι. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία -που ακολουθεί τη διδασκαλία των προφητών, του Χριστού, των αποστόλων, των αγίων και των Πατέρων της Εκκλησίας- ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική οντότητα. Είναι δισύνθετος και αποτελείται από σώμα και ψυχή, χωρίς το καθένα από μόνο του να μπορεί, θα λέγαμε, να διεκδικήσει τον χαρακτηρισμό του ανθρώπου. Η ψυχή είναι εκ φύσεως θνητή και με τη Χάρη του Θεού κατέστη αθάνατη. Χωρίς το Άγιο Πνεύμα είναι όμως νεκρή. Ζωντανή μεν ‘βιολογικά’, νεκρή δε κατά Θεόν. Αθανασία του ανθρώπου δεν σημαίνει επομένως ζωή της ψυχής πέραν του τάφου, αλλά είναι η υπέρβαση του θανάτου με τη χάρη του Χριστού, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο μητροπολίτης Ναυπάκτου και αγίου Βλασίου, Ιερόθεος Βλάχος, αφού ο Χριστός είναι ‘η οδός, η αλήθεια και η ζωή’ και μόνο η ανάστασή Του εξασφαλίζει στον άνθρωπο τη δική του ανάσταση. Η ψυχή για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά είναι ‘πανταχού του σώματος’ και όχι σημείο στο κέντρο του μετώπου, όπως δέχονται οι Ινδουιστές. Η ψυχή συνέχει το σώμα και το περιέχει και το ζωοποιεί, γιατί είναι κι αυτή πλασμένη κατ’ εικόνα Θεού (Φιλοκαλία Δ΄, 156, ξα΄). Είναι ακόμη ‘μια και απλή και ασύνθετος’ και ‘δεν κρατείται από το σώμα, αλλά αυτή κρατεί το σώμα’, διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. ‘Δεν βρίσκεται μέσα στο σώμα σαν σε αγγείο ή ασκό, αλλά μάλλον το σώμα είναι μέσα σ’ αυτήν’ (P.G. 46,29) (βλ. Ιεροθέου Βλάχου, ‘Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία’, Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού, Έδεσσα, 1986).   
Διδάσκεται η ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ στην Αγία Γραφή; Ναι, είναι ολοφάνερη! Μερικά μόνο παραδείγματα: Ο προφήτης Ηλίας ανέστησε νεκρό παιδί και το παρέδωσε στη μητέρα του, προσευχόμενος ως εξής: «Κύριε, Θεέ μου, κάνε σε παρακαλώ να επιστρέψει η ψυχή του παιδιού αυτού μέσα του» (Γ΄ Βασιλ. 17,21). Στον Ψλμ. 145,4 ο Δαυίδ διαπιστώνει ότι ακόμη και για τους άρχοντες, «όταν φύγει απ’ αυτούς το πνεύμα τους, ξαναγυρίζουνε στο χώμα». Ο Χριστός, απευθυνόμενος στο δεξιό ληστή, του υπόσχεται: «Σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο» (Λουκ. 23,43). Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος, πεθαίνοντας από λιθοβολισμό των Εβραίων, προσεύχεται λέγοντας: «Κύριε Ιησού, δέξαι το Πνεύμα μου» (Πράξ. 7,59). Στον πλεονέκτη πλούσιο, ο Θεός υπενθύμισε την τελευταία του νύχτα: «Ανόητε, αυτή τη νύχτα ζητούν από σένα την ψυχή σου. Εκείνα δε που ετοίμασες, ποιος θα τα πάρει;»  (Λουκ. 12, 20-21), κ.λπ. Τέλος ο Χριστός προειδοποιεί: «Μη φοβάστε εκείνους που σκοτώνουν το σώμα, αλλά δεν μπορούν να σκοτώσουν την ψυχή. Να φοβάστε μάλλον εκείνον που μπορεί να κάνει και ψυχή και σώμα να χαθούν στη γέενα (Κόλαση) (Ματθ. 10,28). Τέλος, στην Αγία Γραφή διδάσκεται και η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ των νεκρών, για να κριθούν τελεσίδικα στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου: «Θα αναστηθούν, άλλοι για να ζήσουν ΑΙΩΝΙΑ κι άλλοι για να αντιμετωπίσουν ΑΙΩΝΙΑ ντροπή και περιφρόνηση (Δανιήλ 12,2). «Θα αναστηθούν όλοι οι νεκροί, δίκαιοι και άδικοι», αναφέρεται στις Πράξεις των αποστόλων (24,15). Και στον ευαγγελιστή Ιωάννη ο Ιησούς διδάσκει: «Πλησιάζει ο καιρός που ΟΛΟΙ οι νεκροί θ’ ακούσουν τη φωνή του» (του Υιού του Θεού) (5,25-28).   
Επιστρέφοντας στον άγιο Αλέξανδρο Σβίρσκι, να πούμε πως γεννήθηκε στα μισά περίπου του 15ου αιώνα στη Ρωσία, στο χωριό Μαντέρα, ύστερα από πολλές προσευχές των ευλαβών γονέων του. Λίγα λόγια παρακάτω για την ΠΡΟΣΕΥΧΗ: Τόσο πιο πολύ άνθρωπος είναι κανείς (άνω-θρώσκω= βλέπω προς τα πάνω), όταν και όσο περισσότερο προσεύχεται καρδιακά και αληθινά. Η ολιγόλογη, εν ησυχία, πνευματική και εκ βάθους καρδίας προσευχή, είναι ίσως η ανώτερη και σπουδαιότερη ΠΡΑΞΗ μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. ‘Πες μου πώς προσεύχεσαι, να σου πω ποιος είσαι’, θα έλεγε σήμερα ο Ευάγριος ο Ποντικός, αφού κοντολογίς έγραψε: ‘Θεολόγος είναι μόνο εκείνος που προσεύχεται αληθινά’, εκείνος που ετοιμάζει την καρδιά του ώστε να γίνει ζωντανή λύρα του Πνεύματος. Ο απόστολος Παύλος είχε βιώσει την αληθινή προσευχή, γιατί μπορούσε να λέει: ‘Δεν ζω πλέον εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός’ (Γαλ. 2,20). Και δεν έχει σημασία ο τόπος που γίνεται η προσευχή, αλλά Ο ΤΡΟΠΟΣ με τον οποίον γίνεται, μας λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: ‘Και στο λουτρό να προσεύχεσαι, και στο κρεβάτι και στο δρόμο, όπου κι αν είσαι. Είσαι ναός του Θεού, να μην ζητάς τόπο. Η εσωτερική διάθεση και σκέψη χρειάζεται μόνο’ (Ε.Π. 52,458).  Και ακόμη προσθέτει: ‘Όπως το σώμα χωρίς την ψυχή είναι νεκρό και δυσώδες, έτσι και η ψυχή χωρίς την προσευχή καταντά νεκρή και αθλία και δυσώδης’ (Περί προσευχής, Λόγος Α΄, M.G. 50,776). Ο ίδιος ο Κύριος σύστησε στους μαθητές του να προσεύχονται θερμά και τους είπε: «Αλήθεια σας λέγω, όλα όσα ζητήσετε από τον Πατέρα μου στο όνομά μου θα σας τα δώσει… ζητάτε και θα πάρετε, για να είναι η χαρά σας τέλεια» (Ιω. 16,23-24).
Γεννήθηκε μάλιστα ο όσιος Αλέξανδρος την ημέρα Μνήμης του προφήτου Αμώς (15 Ιουνίου), γι’ αυτό και του έδωσαν αυτό το όνομα. Μερικά σημαντικά σχόλια για τον ΠΡΟΦΗΤΗ ΑΜΩΣ: Ο λαϊκός, αλλά ευθύς και καυστικός στις εκφράσεις του προφήτης Αμώς, γεννήθηκε στη Θεκουέ (κοντά στη Βηθλεέμ), κλήθηκε από το Θεό γύρω στο 760-700 π.Χ. στο προφητικό αξίωμα, και περιγράφει τη συσκότιση του ηλίου κατά την ημέρα της Σταύρωσης του Κυρίου ως εξής: «Εκείνη την ημέρα, λέγει Κύριος ο Θεός, θα δύσει ο ήλιος από το μεσημέρι και θα εκλείψει από τη γη, κατά τη διάρκεια της ημέρας, το φως» (8,9). Το γεγονός διασώθηκε από τον ευαγγελιστή Ματθαίο ως εξής: «Από το μεσημέρι ως τις τρεις το απόγευμα έπεσε σκοτάδι σ’ όλη τη γη» (27,45). Και όταν ο Ιησούς άφησε με δυνατή κραυγή την τελευταία του πνοή, τότε «το καταπέτασμα του ναού σκίστηκε στα δύο… η γη σείστηκε, έσπασαν οι ταφόπλακες κι άνοιξαν τα μνήματα» (27,50-53). Τα φαινόμενα αυτά προήλθαν βέβαια εκ Θεού και δεν είναι τυχαία. Η συγκεκριμένη ολική έκλειψη ηλίου: (α) διήρκεσε για τρεις ολόκληρες ώρες και (β) η ημέρα της Σταύρωσης ήταν ημέρα πανσελήνου, οπότε δεν θα μπορούσε να συμβεί με φυσικό τρόπο. Εκτός του ιερού ευαγγελιστή, για τον σεισμό και την έκλειψη του ηλίου κατά τη διάρκεια της σταυρώσεως του Υιού του Θεού, μας πληροφορούν: Ο χρονικογράφος Φλέγοντας (76-138 μ.Χ.) και ο ιστορικός Θαλλός (μόλις το 52 μ.Χ.) (βλ. πρωτ. Ιωάννου Αντωνόπουλου, ‘Ιστορική Ύπαρξη και Θεότητα του Ιησού Χριστού’ εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθ. 2001 και Μιχαήλ Χούλη, ‘Περιπατούντες εν αληθεία’, Σύρος 1997). Υπάρχουν ομοιότητες του Αμώς με τον όσιο Αλέξανδρο; Σαφώς ναι! Καταρχάς και οι δύο είναι μάρτυρες της σάρκωσης και θεότητας του Ιησού Χριστού (με τις προφητείες του ο πρώτος, με την ζωή του ο δεύτερος) και κατά δεύτερον, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο άγιος Αλέξανδρος ξεπέρασε σε αγιότητα τον προφήτη Αμώς, αφού αξιώθηκε να δει τον Τριαδικό Θεό με τη μορφή τριών αγγέλων -όπως και μόνο είχε συμβεί στον Πατριάρχη Αβραάμ, τον γενάρχη της πίστεως και ‘φίλο’ του Θεού- αλλά ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΑΓΓΙΞΕΙ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ, ΟΠΟΤΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΚΑΤΕΣΤΗ ΠΛΗΡΩΣ ΑΦΘΑΡΤΟ! 
Από μικρό παιδί ο Αλέξανδρος ήταν φιλομόναχος, εγκρατής και τρεφόταν ελάχιστα. Συνήθιζε δε να προσεύχεται πολλές ώρες κάθε νύχτα. Η προσευχή, η νηστεία και η μετάνοια προετοιμάζουν αγίους, αφού βλέποντας ο Θεός τους αγώνες τους και την ταπεινή τους καρδιά, τους βραβεύει με τη χάρη Του, που πλουσιοπάροχα μοιράζει σε εκείνους που την ζητούν πραγματικά. Ως εκ τούτου, όταν ο παντογνώστης Θεός έκρινε, άκουσε ο άγιος ουράνια φωνή κοντά στον ποταμό Σβιρ (παραδοσιακό σύνορο περιοχής της Καρελίας), που του είπε: «Πήγαινε να μονάσεις και να αγωνιστείς πνευματικά στη Μονή Βαλαάμ και αργότερα, επιστρέφοντας εδώ, θα χτίσεις μοναστήρι για να σωθούν πολλοί». Έκτισε πράγματι Μονή και ναούς, ενώ του εμφανίστηκε και η Υπεραγία Θεοτόκος, που προς τιμήν της οικοδόμησε τον ι. ναό της Αγίας Σκέπης. Η Παναγία και Μητέρα της Ζωής (δηλαδή του Κυρίου Ιησού) έχει πράγματι εμφανιστεί σε πολλούς αγίους, ενώ παρέχει άφθονη τη βοήθειά της, προστατευτικά, θεραπευτικά και παραμυθητικά, σε «άπειρο» πλήθος ανθρώπων, μικρών και μεγάλων, νέων και γεροντότερων,  ανδρών και γυναικών, εγγάμων και ασκητών, χωρίς διακρίσεις, φτάνει να υπάρχει στις καρδιές ανιδιοτέλεια, απλότητα και ταπείνωση (βλ. Μητροπολίτου Φθιώτιδος Νικολάου, ‘Οι εμφανίσεις της Παναγίας, Μύθος ή Πραγματικότης;’, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθ. 1997). Στο μοναστήρι αυτό του οσίου Αλεξάνδρου μόνασαν και αγίασαν πολλοί ασκητές, όπως η Υπεραγία Θεοτόκος τού αποκάλυψε, και τους οποίους υπηρέτησε ο άγιος με ταπείνωση και αγάπη Θεού.
Πριν πεθάνει, τους υποσχέθηκε ότι θα φροντίσει γι’ αυτούς ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΜΙΑ ΤΟΥ (σε ηλικία 85 ετών). Την μεσιτεία των αγίων βλέπουμε πράγματι σε πολλές περιπτώσεις να συμβαίνει τόσο στην Π.Δ., όσο και στην Κ.Δ. Ο Θεός λ.χ. για χάρη του δούλου Του Δαυίδ (που είχε ήδη πεθάνει) έσωσε την Ιερουσαλήμ (Β΄ Βασιλ. 20,6, στη μετάφρ. Βάμβα). Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος είδε εν οράματι τον αρχιερέα Ονία και τον προφήτη Ιερεμία (που είχαν εκδημήσει προ πολλού) να προσεύχονται στο Θεό για τον ιουδαϊκό λαό και την αγία πόλη Ιερουσαλήμ (Β΄ Μακκ. 15,12-14). Ο απόστολος Πέτρος λέγει: «ΘΑ ΦΡΟΝΤΙΣΩ να μπορείτε να φέρνετε στο νου σας όλα αυτά τα πράγματα σε κάθε περίσταση, ΑΚΟΜΗ ΚΙ ΟΤΑΝ ΘΑ ΕΧΩ ΦΥΓΕΙ ΑΠ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΖΩΗ» (Β΄ Πέτρ. 1,14-15). Και τέλος, οι προσευχές των αγίων ως καπνός θυμιάματος ανεβαίνουν ενώπιον του θρόνου του Θεού (Αποκ. 8,4) (βλ. και Αντ. Αλεβιζόπουλου, ‘Η Ορθοδοξία μας’, Αθ. 1994).      
Το 1641 αποκαλύφθηκε το λείψανό του ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΑΦΘΑΡΣΙΑ, 108 χρόνια μετά το θάνατό του, κατά την διάρκεια της ανακαινίσεως του Ναού της Μεταμορφώσεως, όπου ο Άγιος είχε ταφεί. Τα άφθορα λείψανα (μετά θάνατον) πολλών (όχι όλων φυσικά) αγίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, καθίστανται άφθαρτα όχι ένεκα υποτιθέμενων εσωτερικών ατομικών δυνάμεων, παραψυχολογικών ικανοτήτων όσο ζούσαν κ.λπ, αλλά επειδή ο Θεός χορήγησε ως δώρο την αφθαρσία στα σώματά τους προς δόξαν δική Του και σωτηρία των ανθρώπων. Είναι διδασκαλία της Εκκλησία μας ότι η άκτιστη χάρη του Θεού αγιάζει τόσο τις ψυχές όσο και τα σώματα των αγίων. Τα σώματα καθίστανται ναοί του Αγίου Πνεύματος, αφού άλλωστε ολόκληρη η ανθρώπινη φύση προσλήφθηκε και ανακαινίσθηκε από το Λόγο του Θεού. Η ενανθρώπηση του Θεού, η Μεταμόρφωση του Χριστού, η Ανάσταση και Ανάληψη Του, μάς δείχνει ότι το σώμα δεν έχει καθόλου δευτερεύουσα θέση (βλ. και ‘Θέματα Χριστιανικής Ηθικής’, ΟΕΔΒ, 2011). Οι χριστιανοί, εξάλλου, προσδοκούμε ‘ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος’ με τα σώματά μας, πράγμα που για τον Ινδουισμό λ.χ. θεωρείται απαράδεκτο (βλ. και Μιχαήλ Χούλη, ‘Η Ψευδώνυμος Γνώσις’, εκδ. Στερέωμα, Θεσσαλονίκη).
Ειδικότερα, στα λείψανα ορισμένων αγίων (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μόνο όσων διατηρούνται άφθαρτα τα λείψανα είναι όντως άγιοι) κατοικεί η χάρη του Θεού στο διηνεκές, ώστε ΝΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΟΥΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ και να αποτελούν πηγή ευλογίας, θεραπείας των ανθρώπων όπου γης και «σημείον» πίστεως. Πράγματι ο Χριστός, μέσω των λειψάνων των αγίων Του, έχει επιτελέσει ‘άπειρο’ πλήθος θαυμάτων σε εκατομμύρια ανθρώπους ιστορικά και παγκοσμίως. Για τον Μ. Βασίλειο, ο πιστός που αγγίζει οστά Μάρτυρα μετέχει στον αγιασμό, από τη χάρη που παρεδρεύει στο σώμα του αγίου (P.G. 30,112). Για τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, και τα σώματα ακόμη των Μαρτύρων ποιούν θαύματα όπως και οι άγιες ψυχές τους, είτε με το να τα αγγίζουμε είτε με το να τα τιμούμε λειτουργικά (P.G. 35,589). Και ο όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ χαρακτήριζε τα άγια λείψανα «άφωνες σάλπιγγες» και «βροντές» που μας καλούν σε μετάνοια. Πράγματι, είναι αγωγοί της Θείας Χάριτος και όργανα ιάσεων (βλ. Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου, ‘Η Έννοια των Θαυμάτων και των Λειψάνων των Αγίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία’, Μιχαήλ Γ. Χούλη, εκδ. Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Οκτ. 2006 & ‘Το Συναξάριον της Εκκλησίας’, churchsynaxarion. blogspot. com/ 2009/ 05/1_05. html).
Αργότερα, με την επικράτηση του Κομμουνισμού στη Ρωσία, το λείψανο του αγίου Αλεξάνδρου έγινε αντικείμενο πειραμάτων στην Ακαδημία Πολέμου της Πετρουπόλεως, και στη συνέχεια ξεχάστηκε σε μια αποθήκη. «Επιστημονικές εξετάσεις» έγιναν και σε πολλά ακόμη λείψανα αγίων, τα οποία στο τέλος εστάλησαν σε μουσεία ή χάθηκαν. Στην ιστορική αυτή φάση ολόκληρη εξάλλου η βόρεια Ρωσία -και πολλά ονομαστά μοναστήρια- έγινε ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Η  Μονή του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ, όπως και πολλά άλλα μοναστήρια, έγινε στην αρχή στρατόπεδο συγκεντρώσεως, και μετέπειτα οίκος αναπήρων πολέμου, οίκος παιδιών, τεχνική σχολή και στρατόπεδο. Τέλος, το τμήμα της Αγίας Τριάδος της Μονής μετατράπηκε σε ψυχιατρικό άσυλο.
Το 1997 ήταν η χρονιά που το άγιο λείψανο βρέθηκε εκ νέου. Αφού εξετάστηκε, αποδείχθηκε ότι ήταν το ίδιο αδιάφθορο όσο και κατά την πρώτη του εύρεση. Ύστερα από οργανωμένες προσευχές των Αδελφών της Μονής της Αγίας Σκέπης Τερβενίτσι, αλλά και δέηση πριν την επιστροφή του ιερού λειψάνου στην μονή του αγίου, που έγινε στην αίθουσα εξετάσεων της Ιατρικής Ακαδημίας, προς μεγάλη συγκίνηση και ευλάβεια των παρευρισκομένων –είναι καταγραμμένες και επώνυμες μαρτυρίες κληρικών- από τα χέρια και τα πόδια του Αγίου άρχισε να αναβλύζει σε περίσσεια ποσότητα ευώδες μύρο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και θεραπείες κάθε είδους άρχισαν να πραγματοποιούνται (και συνεχίζονται αμείωτα) σε παραλυτικούς, καρκινοπαθείς, από δερματοπάθειες κ.λπ., που συνέχισαν και μετά τη μεταφορά του λειψάνου στην Μονή του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ. Έκτοτε, το χαριτόβρυτο λείψανο του αγίου ευωδιάζει, με τη χάρη του Χριστού κατέστη θαυματουργό και θεραπεύει, παραμένει ελαστικό, ζεστό και διατηρεί με μοναδικό τρόπο λίπος, μυς και ιστούς.
Ήταν τόσο ταπεινός ο άγιος όσο ζούσε στη γη, που ο Θεός τον υπερύψωσε, σύμφωνα με τα λόγια Του: «Τους δοξάζοντάς με δοξάσω» (Α΄ Βασιλ. [Α΄ Σαμ.] 2,30), αλλά και με την εντολή του Θεανθρώπου: «Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Μθ. 23,12).
Το χέρι του αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ, όπως διατηρείται μέχρι σήμερα

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
  • Αντ. Αλεβιζόπουλου, ‘Η Ορθοδοξία μας’, Αθ. 1994
  • Θησαυρός γνώσεων και ευσεβείας, http://fdathanasiou.wordpress.com/2011/02/25/άγιος-αλέξανδρος-σβιρ-συγκλονιστικό
  • Ιεροθέου Βλάχου, ‘Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία’, Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού, Έδεσσα, 1986  
  • Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος Μελλισοχωρίου, http://www.impantokratoros.gr/alexander_svir.el.aspx
  • Ιωάννου Αντωνόπουλου, πρωτοπρ. ‘Ιστορική Ύπαρξη και Θεότητα του Ιησού Χριστού’ εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθ. 2001
  • Μητροπολίτου Φθιώτιδος Νικολάου, ‘Οι εμφανίσεις της Παναγίας, Μύθος ή Πραγματικότης;’, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθ. 1997
  • Μιχαήλ Γ. Χούλη, ‘Η Έννοια των Θαυμάτων και των Λειψάνων των Αγίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία’, Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου, έκδ. Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Οκτ. 2006
  • Μιχαήλ Χούλη, ‘Η Ψευδώνυμος Γνώσις’, εκδ. Στερέωμα, Θεσσαλονίκη
  • Μιχαήλ Χούλη, ‘Περιπατούντες εν αληθεία’, Σύρος 1997
  • Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας,  http://www.oodegr.com/oode/pateres1/alexandros_svir/emfan_ag_trias_1.htm
  • Περιοδικό Πολυτέκνων, τ. 128 – 2010, έκδοση Π.Ε.ΦΙ.Π
  • Περιοδικό της «Ενωμένης Ρωμηοσύνης» (τεύχος 3, Σεπτ. 2010, α 7—11).
  • Προσκυνητής, http://proskynitis.blogspot.gr/2010/08/blog-post_30.html
  • ‘Το Συναξάριον της Εκκλησίας’, churchsynaxarion. blogspot. com/ 2009/ 05/1_05. html)
  • Φωτογραφίες από Άγιον Όρος, http://agioritis.pblogs.gr/2011/00/fwtografies-leipsanoy-agioy-alexandroy-sbir.html

Παναγία (Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης)

Παναγία
(Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης)

Ταπείνωση τῆς Παναγίας
        Τί ἀνύψωσε τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα; Ἡ ταπείνωση. Ὁ Θεὸς «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λκ. 1, 48), καὶ γι’ αὐτὴ τὴν ἐπιβραβευμένη ταπείνωσή Της τὴν μακαρίζουν ὅλες οἱ γενιές. Καὶ ἐσὺ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα προσπάθησε νὰ ἀποκτήσεις ταπείνωση. Ὁ Θεὸς στοὺς ταπεινοὺς δίνει τὴ χάρη, ἐνῶ στοὺς ὑπερήφανους ἀντιτάσσεται.
Ἡ Παναγία εὐεργετεῖ
        Ἡ Παναγία εἶναι καὶ σήμερα ζωντανή. Καὶ ὄχι μόνο ζεῖ, ἀλλὰ καὶ ζωοποιεῖ καὶ θεραπεύει τὶς ψυχὲς καί, ἂν εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς, καὶ τὰ σώματα ἐκείνων τῶν πιστῶν ποὺ προσεύχονται σ’ Αὐτήν. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Ἅγιοι ζοῦν καὶ μετὰ τὸ θάνατο…
* * *
        Ὑπεραγία Θεοτόκε Παρθένε! Ἐξαιτίας τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Υἱοῦ Σου, ποὺ μεταλαμβάνω τόσο συχνά, τολμῶ νὰ πῶ ὅτι ἔχω μὲ Σένα συγγένεια!
        Ὦ Δέσποινα τοῦ κόσμου! Ἀπὸ Σένα ἔλαβε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ αὐτὸ τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα. Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου ποὺ μεταλαμβάνω εἶναι ἴδια μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. Πῶς μπορῶ νὰ μὴν ἀγαπάω Ἐσένα, καὶ πιὸ πολὺ τὸν Υἱό Σου, δικό Σου καὶ δικό μου Θεό; Ὦ Πανάχραντε Δέσποινα! Δῶσε μου νὰ ἔχω συγγένεια μὲ Σένα ὄχι μόνο ἐξαιτίας τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πολλὲς φορὲς μεταλαμβάνω ἀνάξια, ἀλλὰ νὰ πλησιάσω καὶ τὸ δικό Σου βαθμὸ τῆς πίστης, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλπίδας, νὰ ὁμοιάσω Ἐσένα στὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματα. Ὦ Πανάχραντε Δέσποινα! Ἔχω μεγάλη ἀνάγκη καὶ θέλω νὰ ἀποκτήσω καρδιὰ καθαρή! Τὰ πάντα γιὰ Σένα εἶναι δυνατά, Ὑπερευλογημένη· μπορεῖς νὰ παρακαλέσεις τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Σου νὰ μοῦ χαρίσει καρδιὰ καθαρή, ὅπου κατοικεῖ πίστη, ἐλπίδα, καὶ ἀγάπη. Κάνε το, Πανάχραντε!
* * *
        Τί σημαίνουν τὰ θαύματα ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῆς Παναγίας; Σημαίνουν ὅτι ἡ Δέσποινα Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Σωτῆρα μας, πάντα ἀκούει τὶς προσευχὲς ποὺ μὲ πίστη καὶ ταπεινὴ καρδιὰ, Τῆς ἀπευθύνονται ἐνώπιον τῶν εἰκόνων της. Καὶ σὲ μερικὲς ἀπ’ αὐτὲς δείχνει φανερὰ σημάδια τῆς παρουσίας της. Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, μὲ πόση εὐλάβεια πρέπει νὰ συμπεριφέρονται οἱ πιστοὶ πρὸς τὶς εἰκόνες τῆς Παναγίας! Ἡ ἀόρατη χάρη της εἶναι παροῦσα σὲ κάθε εἰκόνα της, ἰδίως ἂν αὐτὴ ἡ εἰκόνα ἁγιογραφήθηκε μὲ τὸ χέρι ἑνὸς εὐλαβοῦς ἀνθρώπου.
* * *
        Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε! Μὲ τὶς πρεσβεῖες Σου, τὴν εὐσπλαχνία Σου, ἔχω ἠρεμία καὶ χαρὰ μέσα μου· ἡ ψυχή μου εἶναι ἐλεύθερη καὶ ἀνάλαφρη, στὴν καρδιά μου ἔχω εἰρήνη καὶ ἡσυχία. Μὲ ὑπεράσπισες, ἐμένα τόν μετανοοῦντα ἄθλιο καί τόν ἁμαρτωλό, ἐνώπιον τῆς δικαιοσύνης τοῦ Υἱοῦ Σου καὶ τοῦ Θεοῦ μας καὶ Τὸν ἔκανες νὰ μὲ σπλαχνιστεῖ, ἐμένα τὸν χειρότερο ἀπ’ ὅλους. Φανερὴ εἶναι ἡ χάρη Σου γιὰ τὴν ψυχή μου μετὰ τὴ δοξολογία ποὺ ψάλλαμε μπροστὰ στὴν εἰκόνα Σου, τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν! 21 Ὀκτωβριοῦ 1858.
* * *
        Ὕμνησε τὴν Παντάνασσα, μὴν ξεχάσεις Αὐτὴν ποὺ σὲ εὐεργέτησε, μὴν ξεχάσεις νὰ εὐχαριστήσεις «τὴν ὑπέρμαχο στρατηγόν», ποὺ σὲ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ δεινά.
Ἡ Παναγία φέρνει γαλήνη
        Τὸ ἔλεος τῆς Παναγίας. Στὶς 24 Φεβρουαρίου ἤμουν στὴ Ραμπόβ. Συμμετεῖχα στὴν κηδεία τῆς συζύγου τοῦ ἱερέα Σοκολόβ. Ὅταν μπῆκα μέσα σὲ μὶα ἐκκλησία ἀπ’ αὐτὲς ποὺ βρίσκονται στὸ νεκροταφεῖο, εἶχα στὴν καρδιά μου θλίψη, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ ὀλιγοπιστία καὶ τὴν ὁποία προκαλεῖ τὸ πνεῦμα τῆς κακίας. Ἔριξα τὸ βλέμμα μου στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Τύχβιν καὶ δὲν μποροῦσα νὰ πάρω ἀπ’ αὐτὴν τὰ μάτια μου. Τὸ πρόσωπό Της ἦταν γαλήνιο, ταπεινὸ καὶ γεμᾶτο ἀγάπη. Εἶπα μέσα μου: «Πόση γαλήνη καὶ ἡσυχία, ποὺ δὲν εἶναι αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὑπάρχουν στὸ πρόσωπό Σου, Ἄχραντε Παρθένε!», καὶ σὰν νὰ ἄκουσα ἀπ’ Αὐτὴν μὶα ἀπάντηση, ποὺ πολὺ καθαρὰ ἀντήχησε στὴν καρδιά μου: « Τί σὲ ἐμποδίζει νὰ ἔχεις εἰρήνη καὶ ἡσυχία στὴν καρδιά σου; Δὲ γνωρίζεις ποῦ πρέπει νὰ ψάχνεις γιὰ νὰ τὰ βρεῖς;» Μὲ τὴ σκέψη καὶ τὴν καρδιά μου στράφηκα σ’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ Πηγὴ τῆς εἰρήνης καὶ ἀμέσως ἀπέκτησα τὴν ποθητὴ ἡσυχία…
* * *
        Δέσποινα Θεοτόκε! Παρηγοριὰ τῶν θλιβομένων, Σὲ δοξολογοῦμε καὶ Σὲ εὐχαριστοῦμε! Τὰ βάσανα τῆς καρδιᾶς μας τὰ μεταμορφώνεις σὲ γαλήνη καὶ τὴ θύελλα τῶν παθῶν σὲ ἡσυχία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ! Ἀσταθὴς καὶ πονηρὴ καρδιά μου! Νὰ μὴν τολμήσεις ποτὲ νὰ ἀμφισβητήσεις τὶς φανερὲς εὐεργεσίες τῆς Βασίλισσας τῶν Οὐρανῶν!
* * *
        Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ προσευχήθηκα ἀπὸ τὴν καρδιά μου στὴ Βασίλισσα ὅλου τοῦ κόσμου, αἰσθάνθηκα στὴν ψυχὴ ἀνακούφιση. Καὶ στὸ ἑξῆς μὴ μὲ ἀφήνεις, Παντάνασσα.
Ἐξύμνηση τῆς Παναγίας
        Μητέρα τῆς δικῆς μας Εἰρήνης, Μητέρα τῆς δικῆς μας Χαρᾶς, Μητέρα τῆς δικῆς μας Ἐλπίδας καὶ δικῆς μας Ἀγάπης. Μητέρα Αὐτοῦ ποὺ ὑπάρχει, Αὐτοῦ ποὺ οὐσιώνει τὰ πάντα. Μητέρα Ἄχραντε, τὸ ὕψος τῆς δικῆς σου ἁγνότητας δὲν μπορεῖ νὰ φαντασθεῖ ἡ δική μας ἀκάθαρτη ψυχή. Μητέρα Παμμακάριστε, τήν ἀγαθότητά σου δέν μπορεῖ νά συλλάβει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Μητέρα πάντων τῶν χριστιανῶν, οἱ εἰκόνες σου εἶναι σὲ κάθε πόλη καὶ κάθε χωριὸ καὶ μαρτυροῦν τὴ γρήγορη βοήθεια ποὺ προσφέρεις σὲ μᾶς. Νὰ εἶσαι καὶ γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ τρισάθλιο γρήγορη βοήθεια καὶ προστάτρια στοὺς πόνους, στὶς θλίψεις καὶ στοὺς πειρασμούς!
Πῶς νὰ προσευχόμαστε στὴν Παναγία
        Νὰ φανταστεῖς ὅτι στέκεσαι μπροστὰ στὴ βασίλισσα καὶ τὴν παρακαλεῖς νὰ πραγματοποιήσει κάποιες δικές σου ἐπιθυμίες. Μὲ τί δέος καὶ τί σεβασμὸ θὰ τὸ ἔκανες! Σκέψου τώρα ὅτι και αὐτή εἶναι ἄνθρωπος, ὅπως καί ἐσύ. Σκέψου τώρα πῶς πρέπει νὰ στέκεσαι μπροστὰ στὴ Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, μὲ τί δέος καὶ τί εἰλικρίνεια! Ἀνέκφραστη εἶναι ἡ μεγαλωσύνη της καὶ ἀπερίγραπτη ἡ τελειότητα. «Πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως ἔσωθεν» (Ψαλ. 44, 14). Αὐτὴ εἶναι τόσο κοντὰ στὸ Θεό. Πρόσεχε, νὰ προσεύχεσαι σ’ Αὐτὴν μὲ ἀνάλογο δέος, μὲ καθαρή καὶ συντετριμμένη καρδιά.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο :
Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης
«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ».
Ἐκδόσεις: Ὀρθόδοξος Κυψέλη, 2004.

Παναγία, Θεοτόκος, Παρθένος Μαρία

Παναγία, Θεοτόκος, Παρθένος Μαρία

του π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου

Η Ορθόδοξη Εκκλησία παραδέχεται την παρθένο Μαρία αληθινά Θεοτόκο και κηρύττει την αειπαρθενία της δηλαδή έμεινε παρθένος, όχι μόνο κατά τη γέννηση του Xριστoύ, αλλά και μετά από αυτήν.


Η παρθένος Μαρία δεν γέννησε βέβαια τη θεία φύση τού Χριστoύ. Όμως στα σπλάχνα της ενώθηκε πραγματικά ο Θεός με τον άνθρωπο, η θεία και η ανθρώπινη φύση. Έτσι η παρθένος Μαρία έγινε το εργαστήριo της θεανθρώπινης ένωσης και είναι αληθινά Θεοτόκος (Λουκ. α' 35. 43. 68. 76, πρβλ Μαλαχ. γ' 1).

Ο Xριστός δεν είχε δύο πρόσωπα, αλλά ένα. Γι' αυτό λέμε πώς αυτό πού συμβαίνει στη μία Του Φύση, συμβαίνει σε Αυτόν τον ίδιο. Ότι συμβαίνει στο σώμα Του συμβαίνει σε Αυτόν τον ίδιο, γιατί ήταν πραγματικά δικό Του σώμα (πρβλ Πράξ. κ' 28).

Έτσι λέμε πώς η παρθένος Μαρία έγινε πραγματικά «μήτηρ τού Κυρίου», δηλαδή αληθινή Θεοτόκος (Λουκ. α' 43).

Αν η παρθένος Μαρία δεν είναι Θεοτόκος, αν δηλαδή δεν ενώθηκε στα σπλάχνα της ο Θεός με τον άνθρωπο, δεν συντελέσθηκε η σωτηρία τού ανθρώπου, γιατί «το απρόσληπτov και αθεράπευτον». Αν ο άνθρωπος δεν προσλήφθηκε ολοκληρωτικά από τη θεία φύση τού Xριστoύ, αν δεν ενώθηκε με τον Θεό «ασυγχύτως και ατρέπτως» στο ένα πρόσωπο τού Xριστoύ, τότε ο Xριστός δεν έσωσε τον άνθρωπο.

Γι' αυτό τον λόγο η Εκκλησία επιμένει στον όρο Θεοτόκος.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία παραδέχεται ακόμη την Μαρία ως αειπάρθενο. Στο εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται: «Διότι και εγώ εστάθην υιός τού πατρός μου, αγαπητός και μονογενής ενώπιον της μητρός μου» (Παροιμ. δ' 3). Βέβαια εδώ δεν αναφέρεται ο Σολομών στον εαυτό του, γιατί ο ίδιος δεν ήταν μονογενής (Β' Σαμ./Β' Βασιλ. ια' 27. ιβ' 24).

Ο προφήτης Ησαΐας την ονομάζει «η παρθένος» (Ήσ. ι' 14. Ματθ. α' 23) και ο Ιεζεκιήλ «πύλη», πού ήταν και έμεινε κλειστή: «ουκ άνοιχθήσεται, και ούδείς μη διέλθει δι' αυτής, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι' αυτής, και έσται κεκλεισμένη» (Ιεζ. μδ' 1-3). Αυτό πού χρησιμοποιεί ο Xριστός το θέλει σε απoκλειστική του χρήση (πρβλ Μαρκ, ια' 2. Ιω. ιθ' 41).

Ο δίκαιος Ιωσήφ δόθηκε στην παρθένο Μαρία με σκοπό να την πρoστατεύει για να είναι «ανήρ αυτής» κατά νόμο και εκείνη να είναι «γυναίκα» του σύμφωνα με τον νόμο (Ματθ. α' 19-20), όπως ακριβώς ο Ιωσήφ ήταν σύμφωνα με τον νόμο και «πατήρ» τού Ιησού (Λουκ. β' 27.41. 48-49. Ιω. στ' 42). Όχι όμως φυσικός πατέρας (Ματθ. α' 18-20). Άλλωστε η παρθένος αναφέρεται ως «μνηστή» τού Ιωσήφ (Ματθ. α' 18. Λουκ. α' 27. β' 5). Mάλιστα μετά τη γέννηση τού Xριστoύ ο Ιωσήφ δεν ονομάζεται πλέον «άνδρας» της Μαρίας (Ματθ. β' 11-14. 19-21).

Όσοι αρνούνται την αειπαρθενία της Θεοτόκου επικαλούνται μερικά εδάφια της αγίας Γραφής, τα οποία όμως παρερμηνεύουν, δεν τα κατανοούν όπως τα ερμήνευσε η Εκκλησία (Α' Τιμ. γ' 15).

Το «δεν εγνώριζεν αυτήν, εωσού εγέννησε τον υιόν αυτής» (Ματθ. α' 25) αναφέρεται σε ότι συνέβη πριν από τη γέννηση. Η αγία Γραφή θέλει εδώ να κατοχυρώσει την γέννηση τού Xριστoύ δια Πνεύματος Αγίου, χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου για το τι επακολούθησε μετά (πρβλ Ματθ. κη' 20. Α' Τιμ. δ' 13).

Ο όρος «πρωτότοκος» δεν σημαίνει πώς ακολούθησαν και άλλα τέκνα. Σημαίνει το πρώτο παιδί, πού «διανοίγει» την μήτρα της μητέρας του, άσχετα αν ακολουθούν άλλα παιδιά ή όχι (Έξοδ. ιγ' 2. Άριθ. η' 16. ιη' 15. Α' Βασιλ. στ' 7. 10. 14 κατά τούς 0'). Ακόμη η λέξη «Πρωτότοκος» σημαίνει και Ύψιστoς (Ψαλμ. πη' 28λπθ' 27).

Οι λεγόμενοι «αδελφοί» τού Ιησού (Ματθ. ιβ' 46. ιγ' 55-56. Μάρκ. στ' 3. Λουκ. η' 19-21. Ιω. β' 12. ι' 3. 5. 10. Πράξ. α' 14. Α' Κορ. θ' 5. Γαλ. α' 19) ήσαν ασφαλώς «αδελφοί» σύμφωνα με τον νόμο, όπως και ο Ιωσήφ ήταν «πατήρ» κατά τον νόμο, όχι σαρκικοί αδελφοί του Χριστού. Άλλωστε η συμπεριφορά των έναντι του Ιησού αποδεικνύει πώς ήσαν μάλλον μεγαλύτεροι στην ηλικία, πράγμα πού αποκλείει την κατά σάρκα συγγένεια, αφού ο Χριστός αποκαλείται «πρωτότοκος».

Αλλά αν η Μαρία είχε τόσα παιδιά (τουλάχιστον έξι), θα δεχόταν να πάει στο σπίτι του μαθητή Iωάννη; (Ιω. ιθ' 26-27). Ασφαλώς ο Χριστός δεν θα επρότεινε κάτι τέτοιο. Ο Ιάκωβος και ο Ιούδας ονομάζουν τούς εαυτούς των «δούλους», όχι αδελφούς του Χριστού (Ιακ. α'1. Ιούδ. 1). Δεν ήσαν λοιπόν τέκνα της Μαρίας ήσαν «αδελφοί» του Ιησού σύμφωνα με τον νόμο. Άλλωστε η λέξη «αδελφός» στην αγία Γραφή έχει ευρύτερη έννoια (Γέν. ιβ' 5. ιγ' 8. κθ' 12. Α' Παραλ. Χρον. κγ' 21-22).

Ο άγιος Αμβρόσιος (339-397) λέγει πώς ο Ιωσήφ «ήταν αδύνατον να προσβάλει τον ναό του Αγίου Πνεύματος, την μητέρα του Κυρίου, τον κόλπο του μυστηρίου» (Άμβρ., Ύπόμν. είς Λουκ., 2, 6).

Το ίδιο υπογραμμίζει και ο Χρυσόστομος (Ύπόμν. είς Ματθ., Λόγος ε' 3).
Ο Ιερώνυμος χαρακτηρίζει την άρνηση του αειπάρθενου «ύβριν» κατά του Θεού και γράφει ιδιαίτερο σύγγραμμα κατά του αιρεσιάρχη Ελβιδίου. Ο Αυγουστίνος τονίζει πώς η παρθένος Μαρία ήταν «παρθένος κατά τη σύλληψη, παρθένος και κατά τη γέννηση, παρθένος και μέχρι θανάτου» (Κατηχ. 11, κεφ. 22,40).

Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά την παρθένο Μαρία. Ήδη από την Παλαιά Διαθήκη προφητεύτηκε η ιδιαίτερη θέση της (Παροιμ. κθ/λα' 29). Είναι «ευλογημένη εν γυναιξίν» και «εύρε χάριν παρά τω Θεώ». Επισκιάσθηκε από Πνεύμα Άγιο και από δύναμη Υψίστου, είναι «μητέρα του Κυρίου» και γι' αυτό όλοι πρέπει να την τιμούν και να την μακαρίζουν (Λουκ. α' 28-48).

Στην Αποκάλυψη του Iωάννη παρουσιάζεται μία γυναίκα ντυμένη τον ήλιο, δοξασμένη με την ύψιστη δόξα. Αυτή είναι ασφαλώς η Εκκλησία, αλλά ταυτόχρονα συμβολίζει και την παρθένο Μαρία (Άποκ. ιβ' 1-6. 13-17). Αυτή είναι η «τιμιωτέρα των χερουβείμ και ενδοξοτέρα των σεραφείμ». Γιατί η ίδια έγινε θρόνος του Κυρίου, ενώ τα Σεραφείμ «ειστήκεισαν κύκλω αυτού», δηλαδή ίσταντο γύρω από το θρόνο Του (Ήσ. στ' 2).

Δίκαια η Ορθόδοξη Εκκλησία αποκαλεί την παρθένο Μαρία Παναγία, όχι βέβαια σε σχέση με τον Θεό («εις άγιος, εις Κύριος...»), αλλά σε σύγκριση με τούς ανθρώπους και τούς αγγέλους. Η ίδια επροφήτευσε πώς όλες οι γενεές θα της απονέμουν τιμή (Λουκ. α' 48). Όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποδίδει στην παρθένο Μαρία λατρεία. Αυτή ανήκει μόνο στον Θεό.

Ο άγιος Επιφάνιος συγκαταλέγει μεταξύ των αιρετικών, εκείνους πού αρνούνται το αειπάρθενο της Μαρίας και τούς ονομάζει αντιδικομαριανίτες. Από το άλλο μέρος καταφέρεται και εναντίον εκείνων πού προσέφεραν «κολλυρίδα,, ένα είδος πίπας (κολλυριανοί) και λάτρευαν την παρθένο Μαρία, «αντί Θεού ταύτην παρεισάγειν εσπουδακότες» (Έπιφ., Κατά αντιδικομαριανιτών ιδ-κγ').

Αυτοί οι αιρετικοί, λέγει ο Επιφάνιος, επιχειρούσαν «στο όνομα της αγίας παρθένου υπέρ το μέτρον, πράγμα ανεπίτρεπτο και βλάσφημο» και ιερουργούσαν «εις το όνομά της δια γυναικών, πράγμα πού είναι εντελώς ασεβές και ανεπίτρεπτον... διαβολικόν ενέργημα και πνεύματος ακαθάρτου διδασκαλία» (Κατά άντιδ. κγ').

Οι απόψεις λοιπόν του αγίου Επιφανίου δεν είναι δυνατόν να στραφούν εναντίον της τιμής στην παρθένο Μαρία και στους αγίους. Μάλιστα ο Πολύβιος, πού ήταν βιογράφος του Επιφανίου, αναφέρει πώς συνήθιζε να επισκέπτεται την νύκτα τούς τόπους πού βρίσκονταν τα λείψανα των αγίων μαρτύρων «και να παρακαλεί τον Θεόν περί ενός εκάστου των θλιβομένων» (Βίος Επιφ., νγ'). Ο Επιφάνιος υπογραμμίζει πώς «πέρα του δέοντος ου χρή τιμάν τούς άγίους, αλλά τιμάν τον αυτών Δεσπότην» (Κατά αντιδικομ. κδ'). Ετάσσετο κατά της αντικαταστάσεως της λατρείας τού Θεού με τη λατρεία της παρθένου Μαρίας και των αγίων, αυτό έκαναν οι σύγχρονοί του αιρετικοί!

Ο λόγος τού Χριστού, πώς μητέρα και αδελφός του είναι όποιος κάνει το θέλημα τού Πατρός Του (Ματθ. ιβ' 50. Μάρκ. γ' 35) δεν είναι προσβλητικός για την παρθένο Μαρία, γιατί ήταν πιστή στο θέλημα τού Θεού. Το «μενούνγε μακάριοι οι ακούοντες τόν λόγον τού Θεού καί φυλάσσοντες αυτόν» (Λουκ. ια' 28) σημαίνει «αληθινά, βεβαίως» (Ρωμ. ι' 18). Η παρθένος Μαρία ήταν μακαρία και μ' αυτή την έννοια (Λουκ. β' 51), γιατί ήταν πιστή στο θέλημα τού Θεού. Αν η παρθένος δεν ήταν θεοσεβής, τότε ασφαλώς δεν θα ήταν μακαρία, γιατί δεν θα την ωφελούσε καθόλου το γεγονός ότι εγέννησε τον Χριστό. Το «γύναι» (Ίω. β' 4) δεν είχε εκείνη την εποχή μειωτική σημασία (Ίω. δ' 21. κ' 15).

Πολλές προτεσταντικές ομάδες ισχυρίζονται πώς ο όρος Θεοτόκος και το αειπάρθενον είναι πράγματα ασήμαντα και επουσιώδη. Όμως, όπως αναφέραμε, η Εκκλησία των πρώτων αιώνων δεν συμμερίζεται τις απόψεις αυτές. Γι' αυτό και στην Γ' Οικουμενική Σύνοδο (431 μ-Χ.) κατοχύρωσε τον όρο Θεοτόκος και χαρακτήρισε τη διδαχή τού Νεστορίου αιρετική. Δεν παρέλειψε να αναθεματίσει τον ίδιο και τους οπαδούς του.

Η ορθόδοξη Εκκλησία απορρίπτει την άσπιλη σύλληψη της Παρθένου Μαρίας, γιατί πιστεύει πώς η μόνη οδός σωτηρίας είναι ο Χριστός (Ιω.. α' 12-13, ιδ' 6. Πράξ. δ' 12. Α' Κορ. α' 30-31). Ό Χριστός έγινε η «απαρχή» (Α' Κορ. ιε' 21) και η «καινή κτίσις» πραγματoπoιείται μόνο «εν Χριστώ» (Β' Κορ. ε' 17. Τίτ. v' 4-7).

Έξω από το Σώμα τού Χριστού δεν υπάρχει σωτηρία (Έβρ. β' 14-15). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία απορρίπτει το δόγμα της άσπιλης σύλληψης της Παρθένου Μαρίας, δηλαδή τη διδασκαλία πώς η Παρθένος Μαρία από τη σύλληψή της ήταν απαλλαγμένη από τις συνέπειες της αμαρτίας τού Αδάμ. Η Εκκλησία μας μένει σταθερή στη βασική σωτηριολογική αλήθεια, πού διατυπώνεται με τη φράση: «το απρόσληπτον και αθεράπευτον».




Πηγή: impantokratoros.gr

Η Μαρία, Θεοτόκος και Παναγία. Δύο χαρακτηριστικά που ‘’σκανδαλίζουν’’ τους προτεστάντες.


Η Μαρία, Θεοτόκος και Παναγία. Δύο χαρακτηριστικά που ‘’σκανδαλίζουν’’ τους προτεστάντες.


14 Μαρ

Στο παρόν άρθρο  θα ασχοληθούμε με το χαρακτηριστικό της ως ‘’Θεοτόκος’’ και ως ‘’Παναγία’’, και με τις απορρέουσες ιδιότητες αυτών των χαρακτηρισμών. Θα παραθέσουμε ορισμένες μαρτυρίες  απ’ο την αρχαία Εκκλησία
και θα δούμε τι αναφέρει η ίδια η Αγία Γραφή.
Τι σημαίνει ‘’Θεοτόκος’’ ?

Ας δούμε τι αναφέρουν οι άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και πιο συγκεκριμένα ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Αναφέρει λοιπόν…
‘’Κηρύττουμε μάλιστα ότι η αγία Παρθένος είναι κυριολεκτικά και αληθινά
Θεοτόκος· όπως δηλαδή αυτός που γεννήθηκε απ’ αυτήν είναι αληθινός
Θεός, και αυτή που γέννησε με σάρκα τον αληθινό Θεό είναι πραγματική
Θεοτόκος. Διότι ισχυριζόμαστε ότι γέννησε το Θεό, όχι με την έννοια ότι η
θεότητα του Λόγου έχει την αρχή της απ’ αυτήν, αλλά ότι ο ίδιος ο Θεός
Λόγος, που γεννήθηκε από τον Πατέρα προαιώνια και έξω από το χρόνο και
υπάρχει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα άχρονα και αΐδια, αυτός ο ίδιος
τις έσχατες ημέρες για τη δική μας σωτηρία κατοίκησε μέσα στα σπλάγχνα της
και χωρίς μεταβολή σαρκώθηκε και γεννήθηκε απ’ αυτήν
….Διότι ο ίδιος ο Λόγος έγινε άνθρωπος, επειδή η Παρθένος τον κυοφόρησε· και προήλθε Θεός μετά την πρόσληψη, καθώς η σάρκα θεώθηκε αμέσως μόλις την προσέλαβε και δημιουργήθηκε, ώστε συγχρόνως να γίνουν και τα τρία, η πρόσληψη, η ύπαρξη και η θέωση της σάρκας από τον Λόγο. Έτσι νοείται και λέγεται Θεοτόκος η αγία Παρθένος, όχι μόνον εξαιτίας της φύσεως του Λόγου, αλλά και εξαιτίας
της θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως, που η σύλληψη και η ύπαρξή τους
έγινε με θαυμαστό τρόπο συγχρόνως’’.
(Κεφάλαιο 55, Έκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού).
Λέγεται Θεοτόκος, επειδή ακριβώς κυοφόρησε μέσα της τον Λόγο του Θεού. Δεν γέννησε βέβαια τον Λόγο σαν να μην υπήρχε πιο πριν, αλλά με την έννοια ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος μέσα στα σπλάχνα της. Ο Ιωάννης το περιγράφει πολύ όμορφα αυτό το Μυστήριο της ευσεβείας, αναφέροντας… « Εν αρχή ητο ο Λόγος, και ο Λόγος ητο παρά τω θεώ, και Θεός ητο ο Λόγος…και ο Λόγος έγινε σάρξ» (κεφ. 1, 1.14)
Εάν δεν μπορούμε να την δεχτούμε ως Θεοτόκο, μήπως δεν δεχόμαστε και την θεότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού?
Το χαρακτηριστικό της ως ‘’Θεοτόκος’’ υπήρχε πολύ πριν την Γ Οικουμενική Σύνοδο το 431.
Ο άγιος Νικόδημος στο Πηδάλιο, αναφέρει ότι ως Θεοτόκο την ονόμαζαν πολύ νωρίτερα από το 431 μ Χ όπου αποφασίστηκε και συνοδικά να καλείται Θεοτόκος η Μαρία. Συγκεκριμένα, αναφέρει τον Ωριγένη και την συμμαρτυρία του Σωκράτη του ιστορικού, την μαρτυρία του Κύριλλου Αλεξανδρείας ότι ο Μ Αθανάσιος την ονόμαζε Θεοτόκο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, κα.
Η σύνοδος της Αντιοχείας το 324/325 μ Χ στην εγκύκλια επιστολή της, αποκαλεί την Μαρία Θεοτόκο. Στην πατρολογία του Στ. Παπαδόπουλου, στον Β τόμο και σελ. 89, διαβάζουμε… «Η επιστολή, την οποία επικύρωσε η σύνοδος, αποτελεί σπουδαιότατο θεολογικό κείμενο, προετοίμασε την Α Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Νίκαια μετά από λίγους μήνες, εξηγεί  πως και γιατί ο Υιός είναι ‘’φύσει’’ και όχι ‘’θέσει’’ γέννημα του Πατέρα, ξεπερνάει την ωριγενιστική και αρειανική αντίληψη ότι ο Υιός είναι ‘’θελήσει’’ γέννημα, επιμένει στο ‘’άτρεπτον’’ του Υιού και πλήν άλλων ονομάζει την Μαρία Θεοτόκο».
Ο Στ. Παπαδόπουλος, αναφέρει ακόμα για τον Μέγα Αθανάσιο (+ 373)
τα εξής…
« Είναι απόλυτα σαφές στον Αθανάσιο ότι , για να σωθεί ο άνθρωπος, έπρεπε ο Χριστός να είναι συγχρόνως και αληθινός Θεός (γι’  αυτό ονόμαζε Θεοτόκο την Παρθένο Μαρία…». (Β τόμος σελ. 287)
Και για τον Γρηγόριο τον Θεολόγο (+390) αναφέρει τα εξής….
«Η ένωση των δύο φύσεων έγινε με την επέμβαση του Αγίου Πνεύματος (‘’θεϊκώς μεν ότι χωρίς ανδρός’’), αλλά η Παρθένος Μαρία εκύησε σύμφωνα με τους ανθρώπινους νόμους, φυσιολογικά και πραγματικά, δηλαδή αναπτύχθηκε στους κόλπους της ο Θεάνθρωπος, ώστε ορθά να θεωρείται και να ονομάζεται Θεοτόκος η Παρθένος Μαρία»
« ει τις ουν Θεοτόκον την αγίαν Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς εστί της Θεότητος…φύσεις μεν γαρ δύο, Θεός και άνθρωπος». (Επιστολή 101, 16).
(Β τόμος σελ. 509)
Επομένως, η διακήρυξη της Γ Οικουμενικής συνόδου… « τον μεν Χριστόν ένα καθ’ υπόσταση εδογμάτισεν, τέλειον θεόν τον αυτόν, τέλειον άνθρωπον τον αυτόν, ουκ άλλον, και άλλον, αλλ’ ένα Υιόν, τον αυτόν, άνω μεν εκ Πατρός αμήτορα, κάτω δε εκ μητρός απάτορα, την δε αειπάρθενον αυτού Μητέρα, κυρίως και αληθώς Θεοτόκονκαλείσθαι παρέδωκεν, ως κυρίως, και αληθώς τον Θεόν Λόγον Σαρκί γενήσασα..»(Πηδάλιο, σελ. 168), στηρίζεται και στην Αγία Γραφή αλλά και στην πρότερη παράδοση.
Τι σημαίνει Παναγία?

Οι προτεστάντες είναι ιδιαίτερα αρνητικοί ως προς αυτόν τον χαρακτηρισμό. Και αν κάποιοι από αυτούς την δέχονται ως Θεοτόκο (όχι όλοι), παρόλα αυτά δεν την δέχονται ως Παναγία. Πολλές φορές φέρουν ως επιχείρημα ότι δεν υπάρχει στην Αγία Γραφή ο όρος ‘’παναγία’’, και ότι ο ίδιος ο Θεός αποκαλεί τον εαυτό του Άγιο και όχι Πανάγιο. Το ότι δεν αναφέρεται στην Αγία Γραφή ο συγκεκριμένος όρος, αυτό δεν λέει κάτι. Ούτε ο όρος ‘’Αγία Τριάδα’’ υπάρχει στην Αγία Γραφή. Τι θα πούμε, ότι δεν ισχύει το τριαδικό δόγμα? Μη γένοιτο. Περιλαμβάνεται περιληπτικά στην Γραφή.
Εδώ πρέπει να πούμε ότι για μας τους Ορθόδοξους, παναγία σημαίνει πιο άγια από όλους τους αγίους και όχι πιο άγια από τον Θεό. Θα σας παραθέσω ορισμένα εδάφια από την Αγία Γραφή, για να δείτε ότι όταν αναφέρει η ίδια η Γραφή επίθετα στον υπερθετικό βαθμό, ακόμα και τότε μιλάει με την σχετική έννοια.
«Επτά ημέρας θέλεις κάμνει εξιλέωσιν υπέρ του θυσιαστηρίου και θέλεις αγιάζει αυτό• και θέλει είσθαι θυσιαστήριον αγιώτατον• παν το εγγίζον το θυσιαστήριον θέλει είσθαι άγιον». (Έξοδος 29. 37)
«…το θυσιαστήριον του ολοκαυτώματος μετά πάντων των σκευών αυτού και τον νιπτήρα και την βάσιν αυτού. Και θέλεις αγιάσει αυτά, διά να ήναι αγιώτατα• παν το εγγίζον αυτά θέλει είσθαι άγιον». (Έξοδος 30, 28-29)
Ενώ ο Ιεζεκιήλ, ονομάζει την γη ΑΓΙΩΤΑΤΗ…
«Και αύτη η αφιερωθείσα μερίς της γης θέλει είσθαι εις αυτούς αγιωτάτη, πλησίον του ορίου των Λευϊτών». (Κεφ. 48, 12)

Όταν αυτά τα διαβάζει ένας Προτεστάντης στην Αγία Γραφή, θα καταλάβει αμέσως ότι το ‘’αγιώτατον’’ αναφέρεται στο θυσιαστήριο και φυσικά δεν εννοεί ότι είναι αγιότερο του Αγίου Θεού. Το ‘’αγιώτατα’’ επίσης αναφέρονται σε όλα όσα θα αγιάσει ο Μωυσής κατά το τυπικό της Παλαιάς Διαθήκης. Για το  ‘’ αγιωτάτη’’, δεν θα τολμήσει ποτέ να πει ότι είναι ανώτερο του Αγίου Θεού. Όταν ακούσει τους ορθοδόξους να την αποκαλούν Παναγία, θα τους κατακρίνει.
Όλα αυτά, παρόλο που είναι στον υπερθετικό βαθμό, είναι σε σύγκριση με τα υπόλοιπα ομοειδή τους. Έτσι, και το ‘’παναγία’’, είναι σε σχέση πάντα με τους υπόλοιπους αγίους, και όχι με τον Άγιο Θεό.
Οι πατέρες της Εκκλησίας την ονομάζουν και διαφορετικά, στον υπερθετικό βαθμό!
Λχ,  ο Νυσσης και ως ‘’παγκαλλιστη’’, ‘’παμμακαιρα’’, ‘’Πασων παρθενων υπερτατη’’, ‘’Μητηρ Παναγνος’’ κτλ. Μήπως την βάζει πιο πάνω από τον Θεό? Μη γένοιτο!!
Περί Σωτηρίας

Στην ορθόδοξη εκκλησία, λέμε πολλές φορές το ‘’Υπεραγία Θεοτόκε, σώσων  ημάς’’. Και ως επιχείρημα, στην προσπάθειά τους να μας αποδείξουν λάθος. Φέρουν το χωρίο « Και δεν υπάρχει διαμέσου κανενός άλλου η σωτηρία· επειδή, ούτε άλλο όνομα είναι δοσμένο κάτω από τον ουρανό ανάμεσα στους ανθρώπους, διαμέσου τού οποίου πρέπει να σωθούμε.» Πράξεις Αποστόλων 4:12
Συμφωνούμε απόλυτα. Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ Σωτήρας, Εκείνος που πέθανε για μας, είναι μόνο ο Χριστός. Όμως, και εδώ τα λόγια έχουν σχετική σημασία. Δεν εννοούμε ότι απορρίπτουμε τον Χριστό και ζητάμε την ΑΠΟΛΥΤΗ λύτρωση από την Μαρία. Όπως ακριβώς, και ο Παύλος όταν λέει ‘’να σώσει’’, δεν εννοεί ότι παίρνει τη θέση του Χριστού. Εκεί, οι Προτεστάντες καταλαβαίνουν ότι μιλάει για ΣΧΕΤΙΚΗ σωτηρία. Όταν όμως ακούνε ότι η Παναγία σώζει, αμέσως μιλάνε για θεοποίηση της Μαρίας. Πόσο λάθος κάνουν. Διαφορετικά, ας τολμήσουν να πουν ότι και ο απ Παύλος είναι θεός επειδή…σώζει!
Γράφει ο απ Παύλος… « εις πάντας έγινα τα πάντα, δια να ΣΩΣΩ παντί τρόπω τινάς» (Α Κορινθίους θ, 22)
Εδώ μιλάει ΣΧΕΤΙΚΑ, και εννοεί να κερδίσει ψυχές για τον Χριστό. Να τις οδηγήσει στον Χριστό ώστε να σωθούν από τον Χριστό.
Ή όταν γράφει…  «ίσως κινήσω εις ζηλοτυπίαν αυτούς  οίτινες είναι σάρξ μου, καιΣΩΣΩ τινάς εξ αυτών» (Ρωμαίους, ια 14)
Πάλι μιλάει σχετικά. Επομένως, και εμείς όταν λέμε στην Παναγία ‘’σώσε μας’’, δεν εννοούμε ότι είναι Θεός, αλλά μιλάμε πάντα σχετικά.
Τι θα πούμε? Ότι ο απ Παύλος μπορούσε να πει για τον εαυτό του ότι ‘’σώζει’’ και δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και εμείς για την Παναγία, που υπηρέτησε στο σχέδιο της σωτηρίας μας ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ από τον απ Παύλο, μιας και έγινε το σκεύος δια του οποίου κυοφορήθηκε ο Λόγος του Θεού?
Αγαπητοί Προτεστάντες, να κρίνετε με τα ίδια μέτρα και τα ίδια σταθμά. Αν εμείς θεοποιούμε την Μαρία, το ίδιο έκανε και ο απ Παύλος για τον εαυτό του. Αν όμως μιλούσε ΣΧΕΤΙΚΑ, τότε και εμείς ΣΧΕΤΙΚΑ μιλάμε.
Ο Στ. Παπαδόπουλος, σχολιάζοντας απόσπασμα του Ειρηναίου, λέει…
« Στο έργο της ανακεφαλαιώσεως έχει σπουδαία θέση και η Θεοτόκος. Ο ρόλος της είναι ‘’σωτηριώδης’’, καθόσον συμβάλλει στην πνευματική αναμόρφωση του πιστού. Η Εύα παρακούσασα έγινε αρχή της πτώσεως, ενώ η Μαρία ‘’υπακούσασα’’ έγινε ‘’αιτία σωτηρίας’’ για ολόκληρη την ανθρωπότητα (Γ 22,4). Η προσφορά της Θεοτόκου είναι λοιπόν πολύ περισσότερο από παραδειγματική.
(Α Τόμος, σελ. 298)
Περί μεσιτείας.
Η Πίστη της αρχαίας Εκκλησίας είναι ότι όλοι οι άγιοι μεσιτεύουν. Οι Προτεστάντες μας φέρουν ως επιχείρημα αυτό που γράφει ο απ Παύλος στον Τιμόθεο… «Διότι είναι εις Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Ιησούς Χριστός,» Α΄Τιμοθ.2:5,
Ας προσέξουμε ότι εδώ, η μεσιτεία του Χριστού είναι μεταξύ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ. Οι μεσιτείες των αγίων είναι μεταξύ του ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.
Στην Αγία Γραφή, αναφέρονται μεσιτείες των αγίων…….
Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, λοιπόν, αναφέρεται δύο φορές η μεσιτεία των αγίων.
«Και έκραξαν μετά φωνής μεγάλης, λέγοντες· Έως πότε, ω Δέσποτα άγιε και αληθινέ, δεν κρίνεις και εκδικείς το αίμα ημών από των κατοικούντων επί της γης; Και εδόθησαν εις έκαστον στολαί λευκαί, και ερρέθη προς αυτούς να αναπαυθώσιν έτι ολίγον καιρόν, εωσού συμπληρωθώσι και οι σύνδουλοι αυτών και οι αδελφοί αυτών οι μέλλοντες να φονευθώσιν ως και αυτοί». (Αποκάλυψη 6, 10-11)
Απευθύνονται στο Δέσποτα, στον Χριστό δηλαδή. Και του ζητάνε να αποδώσει δικαιοσύνη. Και η απάντηση που παίρνουν είναι να περιμένουν μέχρι να συμπληρωθούν και οι υπόλοιποι που θα μαρτυρήσουν για τον Χριστό, που σημαίνει ότι μεσίτευαν και για αυτούς.
Ένα ακόμα σημείο είναι το σημείο όπου ο άγγελος προσφέρει ως λατρεία το θυμίαμα και τις προσευχές (μεσιτείες) των αγίων…… «Και ήλθεν άλλος άγγελος και εστάθη έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, κρατών θυμιατήριον χρυσούν, και εδόθησαν εις αυτόνθυμιάματα πολλά, διά να προσφέρη με τας προσευχάς πάντων των αγίων επί το θυσιαστήριον το χρυσούν το ενώπιον του θρόνου». (Αποκάλυψη 8, 3)
Η επίκληση των αγίων, όπως την κάνει η εκκλησία, είναι αποστολική παράδοση.
Στην εκκλησιαστική ιστορία του Β. Στεφανίδη αναφέρεται….. «Οι χριστιανοί ετίμων προς τούτοις τα λείψανα των μαρτύρων και επεκαλούντο την παρά τω θεώ μεσιτειαναυτών. Ο Ιππόλυτος επεκαλείτο τους τρείς παίδας (Εις Δανιήλ 2, 30) οι δε επισκέπται των κατακομβών κατά την εποχήν ταύτην επεκαλούντο τους εκεί ενταφιασμένους μάρτυρας δι’ εγκεχαραγμένων επί των τοίχων ευχών και δεήσεων, σωζομένων μέχρι σήμερον. Οι μάρτυρες είναι οι πρώτοι άγιοι της εκκλησίας’’. (σελ 120).
Ο απ Παύλος, σε πολλές επιστολές του, ζητάει τις προσευχές των αδερφών. Τι είναι αυτό? Δεν είναι μεσολάβηση- μεσιτεία του εκάστου αδελφού προς τον Χριστό υπέρ του απ Παύλου? Εάν μπορούν οι άγιοι στην γη, δεν μπορούν οι άγιοι που ως νικητές κάθονται στον θρόνο του Χριστού?
«Όστις νικά, θέλω δώσει εις αυτόν να καθήση μετ’ εμού εν τω θρόνω μου, καθώς και εγώ ενίκησα και εκάθησα μετά του Πατρός μου εν τω θρόνω αυτού». (Αποκάλυψη 3,21)
Σε αυτό το σημείο θα μας πουν, ότι ο απ Παύλος ζητάει τις προσευχές των ζωντανών και όχι των νεκρών. Όμως, για τον Θεό ΠΑΝΤΕΣ είναι ζώντες, κατά τα λόγια του Ιησού στην απάντησή του στους Σαδδουκαίους. Δεν λογίζονται ως νεκροί, αλλά ως ζώντες κοντά στον Θεό.
Τέλος, θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα και από τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων που αναφέρει στην  Ε Μυσταγωγική Κατήχηση… «Μετά μνημονεύουμε τους κεκοιμημένους, πρώτα τους πατριάρχες, τους προφήτες, τους αποστόλους, τους μάρτυρες, για να δεχτεί ο Θεός, με τις προσευχές και τις πρεσβείες τους, και τη δική μας δέηση. Μετά ευχόμαστε για τους κεκοιμημένους αγίους πατέρες και επισκόπους, και γενικά για όλους εκείνους από εμάς που έχουν κοιμηθεί. Το κάνουμε αυτό γιατί πιστεύουμε ότι έχουν μεγάλη ωφέλεια οι ψυχές εκείνων, για τους οποίους γίνεται η δέηση, τη στιγμή της τόσο φρικτής και αγίας θυσίας που τώρα προσφέρεται».
(Γ. Μαυρομάτη, Κατηχήσεις του αγίου Κύριλλου, Β Τόμος, σελίδα 560).
Βασίλισσα του ουρανού.

Οι Προτεστάντες, αφού δεν κατανοούν τους όρους που αποδίδονται στην Μαρίαπάντα με την σχετική έννοια, προχωρούν σε μεγαλύτερη ασέβεια, παραλληλίζοντάς την με την Αστάρτη την βασίλισσα του ουρανού, όπως αναφέρει ο Ιερεμίας.
Αν προσέξετε, ο Ιερεμίας αναφέρεται σε ΛΑΤΡΕΙΑ. Οι Ισραηλίτες είχαν απορρίψει τον αληθινό θεό και λάτρευαν άλλους ψεύτικους θεούς. Ανάμεσα σε αυτούς, ήταν και η θεά Αστάρτη, ή αλλιώς η βασίλισσα του ουρανού.
«Ούτω λέγει ο Κύριος των δυνάμεων, ο Θεός του Ισραήλ· σεις είδετε πάντα τα κακά τα οποία επέφερα επί την Ιερουσαλήμ και επί πάσας τας πόλεις του Ιούδα, και ιδού, αύται έρημοι την σήμερον και δεν υπάρχει ο κατοικών εν αυταίς,
εξ αιτίας της κακίας αυτών, την οποίαν έπραξαν διά να με παροργίσωσιν, υπάγοντες να θυμιάζωσι και να λατρεύωσιν άλλους θεούς, τους οποίους δεν εγνώρισαν αυτοί, σεις, ουδέ οι πατέρες σας…. Και πάντες οι άνδρες οι γνωρίζοντες ότι αι γυναίκες αυτών εθυμίαζον εις άλλους θεούς, και πάσαι αι γυναίκες αι παρεστώσαι, σύναξις μεγάλη, και πας ο λαός οι κατοικούντες εν τη γη της Αιγύπτου, εν Παθρώς, απεκρίθησαν προς τον Ιερεμίαν, λέγοντες, Περί του λόγου, τον οποίον ελάλησας προς ημάς εν ονόματι Κυρίου, δεν θέλομεν σου ακούσει· αλλά θέλομεν εξάπαντος κάμνει παν πράγμα εξερχόμενον εκ του στόματος ημών, διά να θυμιάζωμεν εις την βασίλισσαν του ουρανού και να κάμνωμεν σπονδάς εις αυτήν, καθώς εκάμνομεν, ημείς και οι πατέρες ημών, οι βασιλείς ημών και οι άρχοντες ημών, εν ταις πόλεσι του Ιούδα και εν ταις πλατείαις της Ιερουσαλήμ· και εχορταίνομεν άρτον και διεκείμεθα καλώς και κακόν δεν εβλέπομεν.
(Ιερεμίας μδ 2-3. 15-17).
Είναι φανερό, ότι μιλάει για ΛΑΤΡΕΙΑ. Καμία σχέση με την ΤΙΜΉ προς τους αγίουςκαι φυσικά προς το πρόσωπο που τόσο πολύ τίμησε ο Θεός, ώστε να γίνει η Πύλη που έφερε στην γη τον Βασιλιά, τον Κύριο των πάντων. « Η Πύλη αύτη θέλει είσθαι κεκλεισμένη, δεν θέλει ανοιχθεί, και άνθρωπος δεν θέλει εισέλθει δια αυτής· διότι Κύριος ο Θεός του Ισραήλ εισήλθε δι’  αυτής , δια τούτο θέλει είσθαι κεκλεισμένη» (Ιεζεκιήλ μδ 2).
Όμως, αφού οι Προτεστάντες επιμένουν να διαστρεβλώνουν τις έννοιες της Αγίας Γραφής (πχ τον παραλληλισμό της Αστάρτης με την Μαρία μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιούνται οι όροι ‘’Βασίλισσα του ουρανού’’ ασχέτως ότι σε άλλο αναφέρεται το ένα και σε τελείως διαφορετικό το άλλο- μήπως λατρεύουμε την Θεοτόκο?), θα τους δείξουμε από την Αγία Γραφή και με την απλή λογική, ότι ΟΝΤΩΣ η Μαρία είναι η Βασίλισσα του ουρανού, ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ (καθώς πάντα αναφέρεται σε σχέση με τον Ιησού Χριστό).
Έχουμε λοιπόν…..
Ο Χριστός, είναι ο Βασιλιάς των Βασιλέων και ο Κύριος των Κυρίων, όπως αναφέρεται στην Αποκάλυψη ( Κεφ. Ιθ 16).
Εκείνη που τον γέννησε, τι είναι? ‘’Βασίλισσα’’!! Εκτός, και αν δεν πιστεύουμε στο Μυστήριο της ευσεβείας κατά το οποίο « ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α Τιμοθέου, γ 16).
Μάλιστα, ο ίδιος ο Γαβριήλ κατά τον ευαγγελισμό της Παναγίας αναφέρει ότι θα γεννήσει η Μαρία Εκείνον που θα βασιλεύει ΑΙΩΝΙΑ.
«…και θέλει βασιλεύσει επι τον οίκο του Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού δεν θέλει είσθαι τέλος» (Λουκάς  α 33).
Στον Κύριο εδόθη πάσα εξουσίαεν ουρανώ και επι γης, όπως αναφέρεται στον Ματθαίο.
Επομένως, εφόσον ο Χριστός είναι ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ, και εκείνη που αξιώθηκε να τον φέρει κατά σάρκα, είναι ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ.
Παρατηρούμε, ότι ενώ για τον Κύριο είναι ΟΛΑ ΑΠΟΛΥΤΑ, για την Μαρία ΟΛΑ ΣΧΕΤΙΚΑ.
Ο Ιησούς είναι που δίνει αξία σε όλους, ακόμα και στην Μαρία.
Επίλογος.
Ας συνετιστούν οι προτεστάντες από το περιστατικό στο γάμο της Κανά, που και ενώ τέλειωσε το κρασί, και ενώ ο Κύριος είπε στην Μαρία « Τι είναι μεταξύ εμού και σού, γύναι? Δεν ήλθε ετι η ώρα μου», δείχνοντας την διαφορά που έχει από την Μαρία ως Υιός και Λόγος του Θεού που γνωρίζει κάθε ανάγκη, και ενώ της λέει καθαρά ότι δεν ήρθε ακόμα η ώρα Του, παρόλα αυτά, αμέσως μετά (και ενώ δεν ήταν η ώρα), την ακούει τελικά και της κάνει την χάρη!!
Ας συνετιστούν όμως και από τα λόγια της ίδιας της Μαρίας που καταγράφτηκαν από τον Θεόπνευστο Λουκά, « ιδού, από του νυν θέλουσι με μακαρίζει πάσαι αι γενεαί» (Λουκάς α, 48). Και ο λόγος? Επειδή επέβλεψε ο Κύριος στην ταπείνωση της δούλης του, και αποφάσισε δια αυτής να στείλει στη γη τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό.
Πόσοι στην Αγία Γραφή είπαν ότι θα τους μακαρίζουν ΠΑΣΑΙ αι γενεαί? Μόνο η Παναγία.
Άλλωστε, είναι πάλι γραμμένο στην Αγία Γραφή, κάτι που αφορά ΟΛΟΥΣ τους αγίους, και που το είπε ο Θεός δια του προφήτη στον Ηλιεί τον ιερέα… «.. τους δοξάζοντάς με θέλω δοξάσει» (Α Σαμουήλ, β 30).
Ποιοι δοξάζουν τον Θεό με την ζωή τους? Οι άγιοι. Αν ο θεός τιμάει τους αγίους Του, και τους δοξάζει μάλιστα, ποιος είσαι εσύ και εγώ που δεν θα τους τιμήσουμε? Μήπως είμαστε παραπάνω από τον Θεό?

Η Θεοτόκος ως ιστορικό πρόσωπο



Η Θεοτόκος ως ιστορικό πρόσωπο

Ο Ιωακείμ και η Άννα, γονείς της Θεοτόκου Μαρίας
Είναι αλήθεια ότι τα ίδια τα κείμενα της Καινής Διαθήκης "δεν μας αναφέρουν τίποτε σχετικό με τους γονείς της Παρθένου Μαριάμ, την παιδική της ηλικία και άλλα συναφή γεγονότα με την προσωπική της ζωή"[17]. Όπως φαίνεται από τις επιλογές των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης, προφανώς θεωρούσαν σημαντικό ν' ανταποκριθούν πρώτα στα πιο επείγοντα ζητήματα της αποστολής τους, και ήταν έτσι φυσικό, ακόμη και οι αφηγήσεις για την παιδική ηλικία του Ιησού να εμφανιστούν αργότερα[18]. Καταρχάς, ο ευαγγελιστής Μάρκος αγνοεί τις διηγήσεις αυτές, ο Ματθαίος τις εξιστορεί με επίκεντρο τον Ιωσήφ, ενώ με τις διηγήσεις του Λουκά έρχεται στο προσκήνιο η Μητέρα του Χριστού[19] όχι μόνο ως ιστορικό πρόσωπο, αλλά και ως ιστορική πηγή των σημαντικών γεγονότων της Θείας Γέννησης[20], γεγονότα τα οποία "κρατούσε όλα στην καρδιά της και τα σκεπτόταν"[21]. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Joseph Holzner:
"Πόσα ταξίδια να έκανε [ο Λουκάς] απ' την Καισαρεία στην Παλαιστίνη, στα Ιεροσόλυμα για τον Ιάκωβο, στην Βηθλεέμ και στην Ναζαρέτ για τους συγγενείς και τους ομηλίκους του Ιησού, προ πάντων όμως για την μητέρα του Ιησού, όσο ζούσε, που τώρα ήταν γερόντισσα ογδόντα ετών. Ποιος μπορούσε να του διηγηθή την θαυμαστή εκείνη ιστορία των Χριστουγέννων, με τέτοιο τρόπο, παρά η πιστή ανάμνησις μιας μητέρας που αγαπά;"[22].
Πάντως, οι αρχαιότερες μαρτυρίες της Καινής Διαθήκης για την κατά σάρκα προέλευση του Ιησού είναι του Αποστόλου Παύλου στα εδάφια Γαλ. 4,4 και Ρωμ. 9,5 όπου δεν αναφέρεται μεν το όνομα της Μαρίας, όμως ξεκαθαρίζεται η ιστορικότητα της και τονίζεται η σπουδαιότητα και βεβαιότητα της ενανθρωπήσεως με τη συμμετοχή μητέρας από το γένος των ανθρώπων[23]. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο Παύλος παρουσιάζεται να γνωρίζει γενικότερα τα της οικογένειας του Ιησού και των "αδελφών" Του (Α΄Κορ. 9,5. Γαλ. 1,19) καθιστά λογικό να γνώριζε και το όνομα της Θεοτόκου[24].
Από το εδάφιο Λουκ. 1,27, φαίνεται ότι η Μαρία "καταγόταν από το γένος του Δαυίδ"[25] (Λουκ. 1,27). Ακόμη όμως κι αν η φράση εξ οίκου Δαυίδ θεωρηθεί ότι αναφέρεται στον Ιωσήφ, υπάρχουν εδάφια τα οποία έμμεσα αναφέρονται στην καταγωγή της, όπως τα Λουκ. 1,32. 2,4-5. Ρωμ. 1,3 αλλά επίσης, υπάρχει και η βεβαιότητα της Παράδοσης, από τα μέσα του 2ου αιώνα[26]. Όπως θα μπορούσαμε ιστορικά να συμπεράνουμε, ζούσε όπως και οι άλλες κοπέλες της ηλικίας της, ασχολούμενη ή βοηθώντας στις γυναικείες καθημερινές εργασίες, τις οποίες επέβαλλαν οι συνθήκες ζωής μιας οικογένειας στη μικρή Ναζαρέτ: την οικογενειακή χειροτεχνία (όπως υφάσματα που τα έγνεθαν και τα ύφαιναν στο σπίτι), την προπαρασκευή του ψωμιού (άλεσμα σε μικρό οικιακό μύλο που είχε κάθε σπίτι), το ζύμωμα και το ψήσιμο του ή την παρασκευή άλλων φαγητών, την προμήθεια νερού από τη βρύση και άλλες παρόμοιες εργασίες του σπιτιού[27]. Επίσης όμως, είχε και τις πνευματικές ενασχολήσεις, οι οποίες απέρρεαν από το τυπικό της θρησκείας της φυλής τους: την προσευχή σε διάφορες ώρες της ημέρας, τη συμμετοχή στις λατρευτικές εκδηλώσεις της Συναγωγής, τη μελέτη των Γραφών[28], γεγονός που επιβεβαιώνει και ο ύμνος της Μαρίας (Λουκ. 1,46-56) ο οποίος δείχνει "τόσες πολλές βιβλικές θύμησες"[29].
Ο γάμος, ήταν ένας ακόμη κοινωνικός θεσμός αλλά και επιταγή του βιβλικού Νόμου, ο οποίος αποτελούσε καθήκον και ταυτόχρονα υποχρέωση για κάθε Ιουδαίο πολίτη όπως και η τεκνογονία, και γι' αυτό βλέπουμε ότι η Μαρία είχε προχωρήσει στις διαδικασίες του γάμου όντας μνηστευμένη με τον Ιωσήφ[30]. Ο έγγαμος βίος ήταν μια καταξιωμένη μορφή ζωής για κάθε άνθρωπο ενώ η αγαμία ήταν ένα σπάνιο φαινόμενο, το οποίο θα μπορούσαμε να συναντήσουμε σε ελάχιστους μόνο Ραββί[31] (βλ. και λήμμα: Ραβί). Σε κάθε εβραϊκή οικογένεια η γέννηση ενός παιδιού έφερνε μεγάλη χαρά και τότε, σύμφωνα με το παλιό έθιμο, θα καλούσαν τους συγγενείς, τους φίλους και τους γείτονες να γλεντήσουν[32]. "Ιδού, κληρονομιά παρά του Κυρίου είναι τα τέκνα μισθός αυτού, ο καρπός της κοιλίας" έλεγε για τα παιδιά ένας Ψαλμός[33] ενώ, σύμφωνα με τα λόγια της Ελισάβετ, της μητέρας του Ιωάννη του Βαπτιστή, η στειρότητα ήταν πραγματικό όνειδος[34].

Ο Ευαγγελισμός

(Επειδή πολλά στοιχεία για τον ιστορικό βίο της Μαρίας συνδέονται με τα γεγονότα του Ευαγγελισμού, περισσότερες πληροφορίες παρατίθενται στο κύριο άρθρο:
Ευαγγελισμός της Θεοτόκου
).
Γνωρίζουμε ότι το σπίτι της Μαρίας ήταν στην Ναζαρέτ και εκεί βρισκόταν, όντας αρραβωνιασμένη με τον Ιωσήφ[35], πριν ακόμη μεταφερθεί στο δικό του σπίτι[36]. Εκεί, στην άσημη και περιφρονημένη (Ιω. 1,46) Ναζαρέτ, την επισκέφτηκε ο αρχάγγελος Γαβριήλ και εκεί δέχθηκε τον Ευαγγελισμό, δηλαδή τη χαρμόσυνη είδηση της γέννησης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Μεσσία και Σωτήρα[37]. Αυτή η ευαγγελική διήγηση, συνδέεται άρρηκτα με το μέγα μυστήριο της σαρκώσεως, την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ο οποίος σκήνωσε στην κοιλία της κοσμημένης με βαθύτατη ευσέβεια, ταπεινοφροσύνη και αθωότητα Παρθένου, και έτσι προσέλαβε και θέωσε την ανθρώπινη φύση[38].

Ο μνήστωρ Ιωσήφ

Βλ. το κύριο άρθρο: Ιωσήφ

Η Μαρία επισκέπτεται την Ελισάβετ

Σύμφωνα με την διήγηση του Ευαγγελισμού, ο Γαβριήλ αποκάλυψε στην Μαρία ότι η γηραιά συγγενής της Ελισάβετ, θα γεννήσει γιο (τον Ιωάννη τον Πρόδρομο), και μάλιστα ότι βρισκόταν στον έκτο μήνα της κύησης (Λουκ. 1,36). Η Μαρία, εσπευσμένα ("μετά σπουδής"), πήγε στην ορεινή περιοχή της Ιουδαίας, στο σπίτι του Ζαχαρία και όταν χαιρέτησε την Ελισάβετ, το βρέφος στην κοιλιά της σκίρτησε, όχι κατά τον συνηθισμένο στις εγκύους τρόπο, αλλά εξαιτίας του προφητικού χαρίσματος το οποίο αξιώθηκε ο Ιωάννης από τον Θεό[39]. Κατόπιν, η Ελισάβετ, επλήσθη Πνεύματος Αγίου (Λουκ. 1,41), ονόμασε την Παρθένο ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες και κατ' αυτή τη "χαρακτηριστική διατύπωση της Ελισάβετ...η 'ευλογία'...αυτή έχει άμεση σχέση, ασφαλώς, με τον 'ευλογημένον καρπόν της κοιλίας' της"[40]. Αμέσως μετά, η Ελισάβετ ρωτά προφητικά[41]: "πως μου έγινε τέτοια μεγάλη τιμή, να έρθει σε μένα η μητέρα του Κυρίου μου;"[42]. Τότε η Μαρία, συνέθεσε την ωδή δοξολογίας προς το Θεό[43], η οποία αρχίζει με τη φράση "μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον..." (Λουκ. 1,39-56). Η φρασεολογία του ύμνου αυτού θυμίζει ψαλμικούς στίχους της Παλαιάς Διαθήκης και είναι μια "ποιητική σύνθεση" γεμάτη λυρισμό και "θεολογικά στοιχεία, ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση μιας εκκλησιολογικής κατανόησης του περιεχομένου του"[44].

Επιστροφή της Μαρίας στη Ναζαρέτ

Συνολικά, η Μαρία έμεινε κοντά στην Ελισάβετ περίπου τρεις μήνες ("ωσεί μήνας τρεις", Λουκ. 1,56), και έπειτα επέστρεψε και πάλι στη Ναζαρέτ. Δεν γνωρίζουμε αν έμεινε μέχρι να γεννήσει η Ελισάβετ. Οι Πατέρες της ανατολής, όπως ο Θεοφύλακτος και ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός, γνωρίζοντας τις επικρατούσες συνήθειες, διδάσκουν ότι η Παρθένος δεν έμεινε στην γέννηση αφήνοντας την πρωτοβουλία στους κοντινούς της Ελισάβετ ανθρώπους, σύμφωνα με το έθιμο[45]. Στην επιστροφή, την Θεοτόκο ανέμεναν τα γεγονότα που περιγράφονται στο Ματθ. 1,18 και εξής[46]. Το διάστημα απουσίας της Μαρίας στην ορεινή Ιουδαία, ήταν αρκετό ώστε να γίνουν "έκδηλα τα σημεία της εγκυμοσύνης της" και είχε ως συνέπεια να ταραχθεί ο Ιωσήφ νομίζοντας ότι ήταν αποτέλεσμα απιστίας[47]. Αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ άνδρας-σύζυγος της Μαρίας, αλλά απλά υπόλογος γι' αυτήν απέναντι του Νόμου, αποδείχτηκε ένας πολύ συνεπής προστάτης: ακόμη και όταν πληροφορήθηκε τα περί της εγκυμοσύνης της παρθένου Μαρίας, και πίστευε ότι απατήθηκε απ' αυτήν (αφού "ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον", Ματθ. 1,25), εκείνος, όντας δίκαιος, δεν θέλησε να φανερώσει το γεγονός το οποίο υποπτευόταν και να τη διαπομπεύσει για δημόσιο παραδειγματισμό, αλλά σκέφτηκε να την αφήσει κρυφά (Ματθ. 1,19) και να της δώσει μυστικά διαζύγιο[48]. Tελικά όμως, στο όνειρό του, έλαβε αποκαλύψεις μέσω αγγέλου σχετικά με την Παρθένο και το θείο βρέφος και έμαθε την αλήθεια (Ματθ. 1,20-23. 6,13.19. Λουκ. 4,4-7. 6,33)[49]. Οταν σηκώθηκε απ' τον ύπνο ο Ιωσήφ, έκανε όπως τον πρόσταξε ο άγγελος και παρέλαβε στο σπίτι του τη Μαρία και δεν ήρθε σέ συζυγική σχέση μαζί της ποτέ[50].

Ο Ιωσήφ και η Μαρία στη Βηθλεέμ για την απογραφή

Για το ζήτημα της ιστορικότητας της απογραφής, βλ. κύριο άρθρο Κυρήνιος
Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά, "κατά τις μέρες εκείνες συνέβη να βγει διάταγμα από το ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο για να γίνει απογραφή των κατοίκων όλης της οικουμένης. Η απογραφή αυτή ήταν η πρώτη που έγινε όταν ο ηγεμόνας της Συρίας ήταν ο Κυρήνιος. Και πήγαιναν όλοι να απογραφούν, ο καθένας στην πόλη του. Ανέβηκε δε και ο Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας στην Ιουδαία, στην πόλη του Δαυίδ, που ονομάζεται Βηθλεέμ επειδή καταγόταν από την οικογένεια και το γένος του Δαυίδ, για να απογραφεί μαζί με τη Μαριάμ, τη γυναίκα τη μνηστευμένη μ' αυτόν, η οποία ήταν έγκυος" (Λουκ. 2,2-5)[51]. Όπως φαίνεται από το κείμενο, μια γενική απογραφή διατάχτηκε από τον Αύγουστο Οκταβιανό, η οποία ανάγκασε τον Ιωσήφ και την οικογένεια του να πάνε στη Βηθλεέμ για να απογραφούν. Κατά τους χρόνους της ρωμαϊκής δημοκρατίας, σκοπός μιας απογραφής ήταν να πραγματοποιηθεί από τις Αρχές η εγγραφή των πολιτών σε δημόσιους καταλόγους, όπου θα αναγραφόταν το όνομα, το επάγγελμα, η ηλικία, η οικογένεια και η περιουσία του πολίτη. Με τον τρόπο αυτό μπορούσε να εξακριβωθεί ο πληθυσμός του κράτους και να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα στοιχεία για την στρατολογία και τη φορολογία[52].

Η Γέννηση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού

Καταρχάς, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η γνωστή εικόνα που θέλει τον Ιωσήφ και τη Μαρία να αναζητούν απεγνωσμένα τόπο στη Βηθλεέμ για να διαμείνουν και καταλήγουν, μη έχοντας άλλη λύση, σε ένα σταύλο, δεν βασίζεται στα ιερά κείμενα. Σύμφωνα με τον Λουκά (2,1-7), η αγία οικογένεια έφτασε στη Βηθλεέμ, έμεινε σε κάποιο κατάλυμα (στ. 7) και εκεί ήρθε η ώρα της Μαρίας να γεννήσει (στ. 6). Έχει επισημανθεί ότι ο Λουκάς όταν θέλει να αναφερθεί σε πανδοχείο, χρησιμοποιεί αυτή ακριβώς τη λέξη: "...ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον..." (Λουκ. 10,34). Κατά συνέπεια, γράφοντας κατάλυμα είναι πιθανό να αναφέρεται σε δωμάτιο φιλοξενίας κάποιας, συγγενικής ίσως, οικίας, λόγω όμως της μαζικής μετάβασης των μελών της οικογένειας του Ιωσήφ στη Βηθλεέμ για την απογραφή, όταν γεννήθηκε ο μικρός Ιησούς, είτε δεν υπήρχε πλέον χώρος για την φιλοξενία του βρέφους, είτε η Μαρία θεώρησε καλύτερο ή πιο ασφαλές για το παιδί να μεταβεί σπαργανωμένο (τυλιγμένο με λωρίδες υφάσματος[53]) στη φάτνη[54][55][56]. Εδώ, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Λουκάς δεν μιλά αόριστα για μια οποιαδήποτε φάτνη αλλά αναφέρεται στη φάτνη ("ανέκλινεν αυτόν εν τή φάτνη", Λουκ. 2,7) και ο Ιωήλ Γιαννακόπουλος, θεωρεί ότι πρόκειται για τον σταύλο του καταλύματος στο οποίο διέμεναν (διατυπώνει βέβαια την άποψη, όπως κι ο Τρεμπέλας[57], ότι το κατάλυμα ήταν πανδοχείο)[58]. Το γεγονός ότι ο Ιουστίνος και ο Ωριγένης κάνουν λόγο για σπήλαιο[59], μπορεί να συνδυαστεί με τις πληροφορίες που έχουμε για τα σπίτια της εποχής: "Στην επαρχία...το σπίτι ήταν υποτυπώδες...στο εσωτερικό είχε τις πιο πολλές φορές ένα μόνο δωμάτιο, χωρισμένο στα δύο, το μισό για τα ζωντανά και το άλλο μισό για την οικογένεια. Μερικά...χρησιμοποιούσαν για κατοικία παλιές σπηλιές χωμένες στο βράχο..."[60]. Μέσα εκεί, στο τμήμα που λειτουργούσε ως στάβλος, τα ζώα ταΐζονταν από μια φάτνη[61].
Κατόπιν, η διήγηση του Λουκά αναφέρεται στους αγίους Ποιμένες (η μνήμη τους τιμάται στις 25 Δεκεμβρίου[62]) οι οποίοι είδαν και προσκύνησαν τον Χριστό αμέσως μόλις το πληροφορήθηκαν από τον άγγελο (Λουκ. 2,8) και είδαν το πλήθος της ουράνιας στρατιάς το οποίο δοξολογούσε το Θεό (Λουκ. 2,13-14). Κινήθηκαν βιαστικά, βρήκαν το Θείο βρέφος στη φάτνη μαζί με τη Μαρία και τον Ιωσήφ και τους διηγήθηκαν τα θαυμάσια που είδαν και άκουσαν σχετικά με αυτό το παιδί. Η Μαρία, από τότε διατηρούσε έντονα στη μνήμη και την καρδιά της όλα αυτά τα λόγια των ποιμένων (Λουκ. 2,17-19).
Συνήθως, εδώ εγείρεται άλλο ένα ζήτημα ιστορικής ακρίβειας[63] το οποίο σχετίζεται με την παρουσία ποιμένων στην ύπαιθρο και μάλιστα κατά τη νύχτα (ποιμένες...αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός...", Λουκ. 2,8), δεδομένου ότι η γέννηση του Χριστού εορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου. Τα κοπάδια στις περιοχές αυτές έμεναν στην ύπαιθρο κατά το διάστημα από τον μήνα Μάρτιο μέχρι, το πολύ, τα μέσα Νοεμβρίου ή αρχές Δεκεμβρίου ενώ μετά, λόγω έναρξης και των βροχοπτώσεων, οδηγούνταν σε σταύλους. Κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατό να συνδυαστούν αυτά τα στοιχεία με την 25η Δεκεμβρίου (ασφαλώς όμως, βροχοπτώσεις και φαινόμενα μεταβολών της θερμοκρασίας δεν μπορεί να θεωρούνται απόλυτα, καθώς μπορεί κάποιο έτος να υπάρξουν και εξαιρέσεις). Γνωρίζουμε όμως ότι πιθανότατα, ο καθορισμός της 25ης Δεκεμβρίου ως ημερομηνία εορτασμού των Χριστουγέννων δεν σχετίζεται απαραίτητα με ιστορικά κριτήρια, αλλά αναφέρεται στην επιθυμία του Χριστιανισμού να εξοβελίσει σημαντικές παγανιστικές (μη χριστιανικές) γιορτές που τηρούνταν την ίδια περίοδο κατά τον 4ο αιώνα (βλ. άρθρο Χριστούγεννα).

Η Περιτομή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού

Σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, η γυναίκα που θα γεννούσε αρσενικό παιδί ήταν αυστηρά ακάθαρτη για επτά ημέρες, και μετά την περιτομή του παιδιού η οποία γινόταν την όγδοη ημέρα, παρέμενε ακάθαρτη τριάντα τρεις ακόμη ημέρες. Αυτές τις 40 ημέρες δεν επιτρεπόταν να έλθει σε επαφή με κάθε τι που θεωρούνταν άγιο, ούτε και να μπει στον Ναό[64]. Μετά τη συμπλήρωση του χρονικού αυτού διαστήματος έπρεπε να προσφέρει ως θυσία "ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών" (Λουκ. 2,24) ώστε να γίνει η ιερουργία καθαρισμού της από τον ιερέα. Ο καθαρισμός αυτός δεν ήταν σωματικός αλλά νομικός και δια μέσω αυτού γινόταν υπόμνηση της αμαρτωλότητας του ανθρώπου και "η διά της γεννήσεως μετάδοσις του προπατορικού αμαρτήματος"[65].
Ο Ιωσήφ και η Μαρία, τήρησαν κατά γράμμα τις εντολές αυτές και έτσι την όγδοη μέρα πήγαν στα Ιεροσόλυμα όπου έγινε η ονοματοδοσία του Ιησού μαζί με την Περιτομή, την οποία υπέμεινε καθώς "ώφειλε κατά πάντα τοίς αδελφοίς ομοιωθήναι" (Εβρ. 2,17)[66]. Σύμφωνα με τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό, εκτός άλλων, η διδασκαλία του Χριστού δεν θα έβρισκε ακροατές, αφού χωρίς περιτομή θα θεωρούνταν αλλόφυλος[67]. Η συνήθεια να συνδυάζεται η επίθεση του ονόματος στο νήπιο με την περιτομή, ίσως προήλθε από το γεγονός ότι ο Αβράμ μετονομάσθηκε σε Αβραάμ όταν ταυτόχρονα περιετμήθη (Γεν. 17,11.15)[68][69].
Εκεί στο Ναό, με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος πήγε και ο ενάρετος Συμεών, ο οποίος πήρε τον Ιησού στην αγκαλιά του, δόξασε τον Θεό προφητεύοντας την μεσσιανική αποστολή Του. Ο Ιωσήφ και η Μαρία θαύμαζαν για τα λόγια του Συμεών, δεχόμενοι την ευλογία του (Λουκ. 2,21-35).

Η φυγή στην Αίγυπτο και επιστροφή στη Ναζαρέτ

Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ματθαίο, τα γεγονότα της προσκύνησης των Μάγων βρίσκουν την αγία οικογένεια "εις την οικίαν" (Ματθ. 2,11). Πιθανόν, μετά τη λήξη της απογραφής και την επιστροφή των επισκεπτών στους τόπους της μόνιμης διαμονής τους, η οικογένεια του Ιωσήφ θα εγκατέλειψε τον σταύλο για ένα καταλληλότερο σπίτι[70], ή σύμφωνα με τα παραπάνω, μεταφέρθηκε ξανά στο αρχικό κατάλυμα στο οποίο ανήκε και ο σταύλος[71]. Οι Μάγοι της Ανατολής επισκέφθηκαν εκεί τον Ιησού δύο ή τρεις μήνες μετά τη γέννηση Του, όσο θα διαρκούσε το ταξίδι τους μέχρι να φτάσουν στην Παλαιστίνη από τη Μεσοποταμία[72]. Εκείνη την περίοδο βασίλευε στην Ιουδαία ο Ηρώδης, ο οποίος μαθαίνοντας ότι οι Μάγοι αναζητούν κάποιον νεογέννητο βασιλιά των Ιουδαίων ταράχτηκε, συμβουλεύτηκε τους αρχιερείς και τους Γραμματείς και αποφάσισε ότι έπρεπε να βρει το παιδί και να το θανατώσει (Ματθ. 2,1-13). Τότε, ο Ιωσήφ, για να αποφύγει τη φονική μανία του Ηρώδη, πήγε με τη Θεοτόκο και τον Ιησού στην Αίγυπτο, και σύμφωνα με τις διηγήσεις του Λουκά, ήταν αυτή μία από τις περίπτώσεις κατά τις οποίες ο Ιωσήφ έδειξε αληθινά πατρικό ενδιαφέρον για τον Χριστό (Λουκ. 2,41.48.51)[73]. Η αγία οικογένεια έμεινε στην Αίγυπτο μέχρι που πέθανε ο Ηρώδης. Τότε, άγγελος φάνηκε στο όνειρο του Ιωσήφ στην Αίγυπτο και του είπε ότι πέθαναν εκείνοι που ζητούσαν τη ζωή του παιδιού. Τελικά, λόγω και του γεγονότος ότι στην Ιουδαία βασίλευε ο γιος του Ηρώδη, ο Αρχέλαος, Ιωσήφ με τη Μαρία και το παιδί αποφάσισαν να πάνε και να κατοικήσουν στη Ναζαρέτ (Ματθ. 2,19-23).

Η Παναγία και ο Ιησούς δωδεκαετής στα Ιεροσόλυμα

Εκεί στη Ναζαρέτ όπου διέμεναν, ο μικρός Ιησούς μεγάλωνε και δυνάμωνε πνευματικά με τη χάρη του Θεού (Λουκ. 2,40). Οι γονείς του, κάθε χρόνο πήγαιναν στην Ιερουσαλήμ για την γιορτή Πάσχα. Έτσι έκαναν και όταν ο Ιησούς ήταν δώδεκα ετών. Αφού ταξίδεψαν με ένα μεγάλο πλήθος φίλων και συγγενών[74], έφτασαν στην Ιερουσαλήμ και εκεί γιόρτασαν το Πάσχα. Όμως, μετά το τέλος της γιορτής, και ενώ ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής, ο Ιωσήφ και η Μαρία δεν είχαν καταλάβει πως ο Ιησούς είχε παραμείνει στην Ιερουσαλήμ. Αυτό, όπως ερμηνεύει ο Ζιγαβηνός, έγινε με θεία επέμβαση, γιατί διαφορετικά ο Ιωσήφ και η Μαρία θα εμπόδιζαν τον Ιησού να πράξει όσα έπραξε κατόπιν[75]. Σύμφωνα με άλλους ερμηνευτές, το γεγονός ότι ο Ιησούς ξέφυγε της προσοχής τους εξηγείται από τον τρόπο με τον οποίο ταξίδευαν εκείνη την εποχή. Ήταν συνηθισμένο, οι προσκυνητές της Ιερουσαλήμ να δημιουργούν καραβάνια για την καλύτερη προστασία τους από ληστές και άλλους κινδύνους, έχοντας ως καθήκον να προσέχουν από κοινού τα παιδιά της αποστολής. Καθώς υπήρχαν μικρότερα σε ηλικία παιδιά για να έχουν στραμένη την προσοχή τους, ανέμεναν πως ο ήδη δωδεκαετής Ιησούς ήταν αρκετά μεγάλος για να γνωρίζει ότι θα πρέπει να τους ακολουθεί διαρκώς[76]. Έτσι προχώρησαν και στην πρώτη στάση του καραβανιού, ο Ιωσήφ και η Μαρία αναζήτησαν τον μικρό Ιησού[77]. Η αγωνιώδης αναζήτηση Του επί τρεις ημέρες, αμέσως μόλις αντιλήφθηκαν την απουσία του και ο τρόπος με τον οποίο ζητούν εξηγήσεις από τον μικρό Ιησού, δείχνουν ότι ο Λουκάς κάθε άλλο παρά για αδιαφορία των γονιών μιλά (Λουκ. 2,44-46.48). Η ήρεμη απάντηση του Ιησού "γιατί ανησυχούσατε; δέν ξέρατε ότι πρέπει να είμαι στα οικήματα του πατέρα μου;" και αυτά που τους είπε, τους έκαναν εντύπωση και η Μαρία, όλα τα χρόνια που το παιδί ζούσε μαζί τους στη Ναζαρέτ κάνοντας υπακοή, "διατηρούσε στην καρδιά της όλα αυτά τα λόγια"[78]. Ο Λουκάς μας λέει ότι ο Ιωσήφ και η Μαρία δεν κατάλαβαν τα λόγια του Χριστού, και πράγματι, από τα λόγια του αγγέλου κατά τον ευαγγελισμό, ότι το παιδί "θα ονομαστεί Υιός τού Υψίστου" (Λουκ. 1,32), δεν ήταν δυνατό να κατανοήσει η Μαρία την φυσική θεϊκή υιότητα του Χριστού, ενώ από τη φράση "ο Θεός θα του δώσει τον θρόνο του Δαβίδ του πατέρα του" (Λουκ. 1,32) ήταν λογικό να υποθέσουν ότι η θέση Του ήταν στα ανάκτορα και όχι μέσα στον Ναό[79].
Μετά τη μνημόνευσή του Ιωσήφ από τα Ευαγγέλια, μαζί με τη Θεοτόκο στα γεγονότα της κατά το Πάσχα επισκέψεως στο Ναό με τον Ιησού δωδεκαετή, σταματά κάθε αναφορά στο πρόσωπό του[80].

Ο γάμος στην Κανά

Η Κανά ήταν μια πόλη που βρισκόταν προφανώς σε μικρή απόσταση από τη Ναζαρέτ. Ταυτίζεται με το σημερινό χωριό Κεφρ-Κανά[81] το οποίο απέχει περίπου 5 χλμ. από τη Ναζαρέτ[82] ή με το Κιρμπέτ-Κανά[83], 14 χλμ. από τη Ναζαρέτ[84]. Επίσης, η Κανά ήταν ο τόπος καταγωγής του αποστόλου Ναθαναήλ (Ιω. 21,2).
Η κοντινή απόσταση βοήθησε ώστε αρκετός κόσμος να πάει από τη Ναζαρέτ στον γάμο, όπου οι καλεσμένοι ήπιαν πολύ κρασί, έτσι που γρήγορα έλλειψε ο οίνος. Η Θεοτόκος τότε, έμμεσα προέτρεψε τον Ιησού να αναπληρώσει την έλλειψη και μολονότι ο Ιησούς απαντά "δεν ήρθε ακόμη η ώρα μου", εντούτοις η Μαρία κατάλαβε ότι δεν ήταν αρνητικός σε κάτι τέτοιο και λέει στους υπηρέτες "ό,τι σας πει να το κάνετε"[85]. Στο σημείο αυτό, η φράση που χρησιμοποίησε ο Ιησούς "Τί εμοί και σοί, γύναι;" (Ιω. 2,4) δηλώνει το τέλος της περιόδου κατά την οποία υπερείχε το μητρικό κύρος της Μαρίας (δεν την αποκαλεί μητέρα) και εκφράζει όχι αυθάδεια ασφαλώς, όπως λέει ο Χρυσόστομος, αλλά υποδεικνύει τη νέα σχέση τους, όπου υπερτερεί η αποστολή του ως Μεσσίας[86]. Αυτό επιβεβαιώνει και με τα λεγόμενά του στο Ματθ. 12,48.
Τελικά, στο γνωστό θαύμα στην Κανά, ο Χριστός μετατρέπει τις έξι υδρίες νερού σε κρασί και στους στίχους 8-10 εισάγεται ο αρχιτρίκλινος ο οποίος "επιβεβαιώνει έκπληκτος όχι μόνο για το ότι εξευρέθηκε κρασί για να συνεχιστεί το γλέντι, αλλά, επίσης, για το ότι το δεύτερο ήταν υπέρτερης ποιότητας σε σύγκριση με το αρχικό"[87].

Η Θεοτόκος στις περιοδείες με τον Ιησού

Μετά από αρκετά μεγάλο διάστημα, οι ευαγγελιστές αναφέρονται και πάλι στην μητέρα του Ιησού η οποία είναι πιθανόν, να τον συνόδευε σε μερικές, τουλάχιστον, περιοδείες[88], όπως και άλλες ευσεβείς μαθήτριές Του (Λουκ. 8, 2-3). Η σκηνή την οποία περιγράφουν και οι τρεις Συνοπτικοί, αναφέρεται σε ένα γεγονός, όπου μαζεύτηκαν πολλοί να ακούσουν τον Ιησού, και εκεί τον ζήτησαν η Μαρία και οι "αδελφοί" του αλλά λόγω του πλήθους δεν μπορούσαν να πλησιάσουν, οπότε κάποιος είπε ότι έξω είναι οι συγγενείς Του και θέλουν να του μιλήσουν. Τότε ο Ιησούς απάντησε ότι μητέρα και αδελφοί του είναι όσοι ακούνε το λόγο του και κάνουν πράξη το θέλημα του ουράνιου Πατέρα (Ματθ. 12,46-50. Μαρκ. 3,31-35. Λουκ. 8,19-21). Πρόκειται για ένα διδακτικό συμβάν, όπου προκρίνεται η πνευματική συγγένεια έναντι της εξ αίματος[89][90][91][92].

Η Παναγία στη Σταύρωση του Χριστού

Μία από τις τελευταίες παρουσίες της Θεοτόκου στις ευαγγελικές διηγήσεις, είναι την οδυνηρή εκείνη ημέρα, όπου ευρισκόμενη κοντά στο Σταυρό, παρακολουθεί το μαρτύριο του Υιού της στον Γολγοθά. Εκεί έστεκαν ακόμα η αδελφή της Παναγίας, η Μαρία Μαγδαληνή, και η Μαρία του Κλωπά (Ιω. 19,25) και ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο μαθητής "ον ηγάπα" ο Ιησούς (Ιω. 19,26). Κάποια στιγμή, ο Χριστός, όταν είδε κοντά του την Μαρία και τον Ιωάννη, λέει στη μητέρα του "αυτός από τώρα θα είναι ο γυιός σου" και έπειτα λέει στον μαθητή του "να η μητέρα σου" αναθέτοντας στοργικά, τη φροντίδα της Θεοτόκου σε 'κείνον[93]. Αποφεύγει μάλιστα να την ονομάσει μητέρα, είτε επειδή από καιρό είχε διαχωρίσει το μεσσιανικό του ρόλο από τις εξ αίματος σχέσεις, είτε, κατ' άλλους, επειδή δεν ήθελε να αυξήσει την συγκίνησή της[94]. Σύμφωνα με τον καθηγητή Σάββα Αγουρίδη: "Ο Ιησούς, αναχωρών σωματικώς εκ του κόσμου τούτου, εμπιστεύθηκε τη μητέρα του στο μαθητή εκείνο, ο οποίος είχε εισχωρήσει βαθύτερα στο νόημα του έργου του και της διδασκαλίας του. Ο αγαπημένος μαθητής διαδέχεται τον Ιησού στη φροντίδα της μητέρας του. Μεγάλη τιμή αλλά και κύρος προσδίδεται κατά τον τρόπο αυτό στον αγαπημένο μαθητή! Αν ο Ιησούς τον αναγνώρισε ως τον κατάλληλο προστάτη της μητέρας του, ασφαλώς τον αναγνώρισε και ως τον πιο πιστό φύλακα της πίστης του"[95].

Η Θεοτόκος κατά την Πεντηκοστή

Μία ακόμη μαρτυρία για την Θεοτόκο αντλούμε από τις Πράξεις των Αποστόλων όπου οι μαθητές "κοίταζαν που αυτός ανέβαινε στον ουρανό [ενν. ο Χριστός]...γύρισαν στην Ιερουσαλήμ από το όρος που λεγόταν των Ελαιών...και όταν μπήκαν στην πόλη, ανέβηκαν στό επάνω πάτωμα του σπιτιού όπου συναντιόντουσαν...Όλοι αυτοί με μιά ψυχή προσκαρτερούσαν προσευχόμενοι και δεόμενοι στο Θεό μαζί με μερικές γυναίκες και τη Μαρία, τη μητέρα του Ιησού και τους άλλους αδελφούς του" (Πραξ. 1, 10-14)[96]. Σύμφωνα με τον Βλάσιο Φειδά, η μαρτυρία των Πράξεων Αποστόλων στο εδάφιο 1,14, δείχνει ότι η Θεοτόκος "προσκαρτερούσε με τους αποστόλους την αποστολή του αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή [και] υποδηλώνει ότι έγινε κοινωνός όλων των συγκλονιστικών γεγονότων, τα οποία συντελέστηκαν από την Ανάληψη ως την Πεντηκοστή, όπως και στη συνέχεια της αποστολικής δραστηριότητας των μαθητών του Ιησού" [97].

Οι Προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης σχετικά με την Παρθένο Μαρία

Η Ορθόδοξη ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης, συχνά αναφέρεται σε προφητείες, στις οποίες βλέπει να προτυπώνεται η συνέργεια της Θεοτόκου στο μυστήριο της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού και στην οικονομία της Σωτηρίας ως "η κατεξοχήν 'εκλελεγμένη' και 'υπήκοος' του Θεού"[98].
Από τις προφητείες της Π. Διαθήκης, τις σχετικές με την Παρθένο Μαρία, ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες είναι οι εξής[99].:
  1. Γεν. 3,15: "Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σ' εσένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της. Εκείνος θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα του πληγώσεις τη φτέρνα"[100]. Εδώ γίνεται λόγος για τη συντριβή του διαβόλου από τον Χριστό, ο οποίος θα γεννηθεί από την Παρθένο Μαρία. Πρόκειται για το γνωστό "πρωτευαγγέλιο".
  2. Ησ. 7,14: "Γι αυτό ο ίδιος ο Κύριος θα σας δώσει ένα σημείο: η παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει γιο, ο οποίος θα ονομαστεί 'Εμμανουήλ' (ο θεός μαζί μας)". Η προφητεία αναφέρεται στη γέννηση του Χριστού από την Παρθένο Μαρία.
  3. Ιεζ. 44,2: "Ο Κύριος μου είπε: 'Αυτή η πύλη θα παραμείνει κλείστη κανείς δε θα περάσει ποτέ απ' αυτήν, γιατί έχω μπεί απ' αυτήν εγώ, ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ. Γι αυτό θα μείνει κλειστή.". Η προφητεία αυτή αναφέρεται στην αειπαρθενία της Θεοτόκου και αναγινώσκεται στον εσπερινό όλων των θεομητορικών εορτών.
  4. Δανιήλ 2,34: "...ένα λιθάρι κόπηκε από κάποιο βουνό, χωρίς να το αγγίξει ανθρώπινο χέρι...". Το χωρίο αυτό αναφέρεται στο 'αλατόμητον όρος', που αποκόπηκε και έπεσε μόνο του 'άνευ χειρός'. Ο λίθος είναι ο Χριστός, που γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία χωρίς άνδρα.

Η Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία για τη Θεοτόκο

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει στην πραγματικότητα "Θεοτοκολογία" ή "Μαριολογία", ως μια ανεξάρτητη περιοχή διδασκαλίας, αφού κέντρο της πατερικής διδαχής είναι πρωτίστως η Θεολογία, η Χριστολογία και η Εκκλησιολογία, από τα οποία απορρέουν και οι υπόλοιπες θεωρήσεις[101]. Για το λόγο αυτό, σε όλες τις σχετικές αναφορές, το πρόσωπο της Μαρίας εξαίρεται σε αρραγή ενότητα με το Χριστολογικό δόγμα και όχι ως αυτόνομη προσωπικότητα όπως για παράδειγμα υφίσταται στην περίπτωση της Ρωμαιοκαθολικής θεολογίας[102].

Δογματική αξία του όρου "Θεοτόκος"

Η Θεοτόκος κρατώντας τον Υιό της. Ψηφιδωτό στο ναό της Αγίας Σοφίας
Ο όρος Θεοτόκος, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, "είναι κάτι παραπάνω από ένα όνομα ή ένα τιμητικό τίτλο. Είναι μάλλον ένας δογματικός ορισμός σε μια μονάχα λέξι" και "διακριτικό σημάδι της Ορθοδοξίας ακόμη και πριν από τη σύνοδο της Εφέσου" (431)[103]. Ήδη από τον 4ο αιώνα, ο άγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός προειδοποιεί: "Εάν ένας δεν αναγνωρίζη τη Μαρία σαν Θεοτόκο είναι αποξενωμένος απ' το Θεό"[104]. Ασφαλώς, από πλευράς Οικουμενικής επικυρώσεως, "πρώτη η εν Εφέσω Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος...κατακρίνασα το φρόνημα του Νεστορίου, κατά το οποίον η αγία Παρθένος υπήρξεν ανθρωποτόκος...ανεκήρυξε «την αγίαν Παρθένον Θεοτόκον...»" και την "ονομασίαν ταύτην της μητρός του Κυρίου επανέλαβεν...και η εν Χαλκηδόνι Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος"[105] (βλ. περισσότερα στα άρθρα: Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος και Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος).
Ο Νεστόριος, από τη στιγμή που απέρριπτε την έννοια της Θεοτοκίας, αυτομάτως θεωρούσε πως η ένωση των δύο φύσεων του Χριστού συνέβαινε σε ένα βουλητικό-ηθικό επίπεδο και όχι ουσιαστικό. Δεν πίστευε στην πλήρη ένωση της ανθρώπινης φύσης με την θεία, αλλά θεωρούσε ότι ο Λόγος πήγε και ενοίκησε σε μια ανθρώπινη υπόσταση[106]. Όμως, η διδασκαλία αυτή ουσιαστικά θα καθιστούσε "ανώφελη" την ενανθρώπηση του Λόγου, αφού κανένα εχέγγυο δε θα δινόταν για την ανάσταση καθώς δεν εξασφαλίζεται η θεραπεία της κτιστής ανθρώπινης φύσης[107]. Αντίθετα, η πρόσληψη της φθαρτής φύσης μας από τον Χριστό-Λόγο[108], η "ουσιαστική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού και η διατήρηση της ετερότητας τους σημαίνουν ότι η θεότητα παρέχει τον αγιασμό και την αφθαρσία στην κτιστή ανθρώπινη φύση"[109]. Έτσι, η Μαρία, λαμβάνει τον τίτλο της Θεοτόκου επειδή "γεννάει τον σαρκωμένο Θεό και όχι θεοφόρο άνθρωπο"[110] και λαμβάνει την υψηλότερη θέση ανάμεσα στα κτιστά όντα όχι διότι προηγείται η εξουσία κάποιας "θεάς" ή κάποιας αυτοδύναμης φυσικής θεότητας, αλλά διότι ένας άνθρωπος γίνεται το όργανο για την επιτέλεση του σχεδίου της θείας οικονομίας, που είναι η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους[111].
Στο παραπάνω πλαίσιο, εντάσσεται και η λεγόμενη περί Ανακεφαλαιώσεως διδασκαλία η οποία αναπτύχθηκε από την αρχαία εκκλησία και εξής. Πρόκειται για τον αντιθετικό παραλληλισμό ανάμεσα στην ανυπάκουη παρθένο την Εύα, και την Μαρία η οποία εξάλειψε την ανυπακοή, της «προμήτορος Εύας το σφάλμα ανορθώσασα»[112], και ανάμεσα στον Αδάμ από τον οποίο εισήλθε η φθορά στην ανθρώπινη φύση και τον Χριστό ο οποίος προσλαμβάνει και θεραπεύει την φθαρτότητα[113]. Η διδασκαλία αυτή, η οποία διατυπώνεται από τους Ιγνάτιο και Ειρηναίο, παραλαμβάνεται κατόπιν από τον Τερτυλλιανό. Παρόμοιες ιδέες αναπτύσσει και ο Επιφάνιος και αργότερα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ο οποίος παραλληλίζει πλέον την Εύα με την Εκκλησία, λέγοντας ότι από τον Αδάμ προήλθε η Εύα και από τον Χριστό η Εκκλησία[114].
Ο όρος Θεοτόκος χρησιμοποιήθηκε από τους εκπροσώπους της εκκλησιαστικής συνειδήσεως αρκετά νωρίς, μαρτυρούμενος κατά το πρώτο μισό του 3ου αιώνα "υπό του Ωριγένους και του Ιππολύτου Ρώμης ως όρος ήδη της παραδόσεως"[115]. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε "πλατειά από τους Πατέρες του τετάρτου αιώνος" όταν καταφέρονταν ενάντια στον Νεστόριο και τους οπαδούς του, οι οποίοι δίδασκαν ενάντια στην Ιερά Παράδοση[116] χρησιμοποιώντας για τη Μαρία τους όρους ανθρωποτόκος και χριστοτόκος[117]. Αν και η λέξη Θεοτόκος δεν υπάρχει μέσα στην Αγία Γραφή, αυτό δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία καινοτόμησε και επέβαλλε ένα νέο άρθρο πίστεως, αλλά αντιθέτως, εξέφρασε και προστάτευσε "μια εκ παραδόσεως πίστι και μια κοινή πεποίθησι αιώνων"[118]: μόλις τον 1ο αιώνα, ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος "ομολογεί...ότι «ο θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού»" και μιλάει "περί του Ιησού Χριστού...«εκ Μαρίας, ος αληθώς εγεννήθη...»", όπου με τη λέξη αληθώς εκφράζεται ενάντια στην αίρεση του Δοκητισμού η οποία πρέσβευε ότι ο Χριστός μόνο φαινομενικά, και όχι πραγματικά, γεννήθηκε, έπαθε κ.λπ.[119].

Ποιον γέννησε η Μαρία;

Ο όρος Θεοτόκος, τονίζει ακριβώς το γεγονός, ότι το Βρέφος που γέννησε η Μαρία δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος ("ψιλός" όπως έλεγε ο αιρετικός Νεστόριος), αλλά ο μονογενής Υιός του Θεού, ο Ένας εκ της Αγίας Τριάδας, αλλά Σαρκωθείς[120], δηλ. "άνθρωπος ενωμένος στενά με τη θεότητα ήδη από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως" ή αλλιώς "Θεάνθρωπος"[121]. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δίνει έμφαση "στην απόλυτη ταυτότητα του Προσώπου...Δεν υπάρχει παρά ένας Υιός: ο μόνος γεννηθείς εκ της Παρθένου Μαρίας είναι στην πιο πλήρη έννοια της λέξεως ο Υιός του Θεού. Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η αγία Παρθένος δεν εβάστασε «ένα κοινό άνθρωπο αλλά τον αληθινό θεό», όμως «όχι γυμνό από σάρκα αλλά σαρκωθέντα»"[122]. Για το γεγονός ότι η Μαρία υπήρξε πράγματι και αληθινά και όχι φαινομενικά[123] Μητέρα του Χριστού, μαρτυρείται σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής, είτε στα σημεία όπου την ονομάζει μητέρα του Ιησού[124], είτε όταν βεβαιώνεται ότι "συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν"[125] και στον Ιωσήφ δίνεται η πληροφορία, ότι "το γάρ εν αυτή γεννηθέν εκ πνεύματός εστιν αγίου"[126], όπως και όταν ομολογείται από την Ελισάβετ ως "μήτηρ τού Κυρίου μου"[127]. Η Πατερική υπεράσπιση της πραγματικής μητρότητας της Μαρίας σε σχέση με τον Χριστό, ξεκινά ήδη με τον Ιγνάτιο, όπως προείπαμε, και συνεχίζει με τον Ειρηναίο († 202;), τον Τερτυλλιανό († 225/240), τον Ωριγένη († 254/255), αλλά και αργότερα, με τον Μέγα Αθανάσιο († 373), τον Γρηγόριο τον Θεολόγο († 389), τον Κύριλλο Αλεξανδρείας († 444) κ.ά.[128]. Όπως σαφώς διατυπώνει ο όρος πίστεως της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η Μαρία γέννησε "κατά την ανθρωπότητα", τον "ένα και τον αυτόν Χριστόν", "τον προ αιώνων...εκ Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα", τον "υιόν, κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως γνωριζόμενον"[129]. Κατά συνέπεια, η Θεοτόκος, με τη θέλησή της προσφέρθηκε ώστε μέσα στο σώμα της να διαμορφωθεί και να δημιουργηθεί η ανθρώπινη φύση του θεανθρώπου, και έτσι να κυοφορήσει και να γεννήσει το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, όχι κατά τη θεία του φύση, αλλά κατά την ανθρώπινη. Αυτή "η ένωση των δύο φύσεων έγινε στη μήτρα της Παναγίας Παρθένου, όπου η δύναμη του Θεού εμόρφωσε το έμβρυο, με το οποίο ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς η ανθρώπινη φύση να υπάρξει στη ζωή έστω και μία χρονική στιγμή εκτός ενώσεως, ως πρόσωπο ξεχωριστό[130].

Η αειπαρθενία της Θεοτόκου

Η σημασία της Παρθενίας στην Ορθόδοξη διδασκαλία

Η σημασία της παρθενίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν σχετίζεται με κάποιον ηθικισμό ή πουριτανισμό, αλλά έχει οντολογικό περιεχόμενο[131] καθώς ο Ιωάννης Δαμασκηνός λέει ότι "η παρθενία είναι το πολίτευμα των αγγέλων, το ιδίωμα κάθε ασώματης φύσεως"[132], πράγμα που σημαίνει ότι αποτελεί "το χάρισμα εκείνο που ακεραιώνει την ανθρώπινη φύση" με αποτέλεσμα μια πραγματικά παρθενική ζωή να οδηγεί γρηγορότερα στην οντολογική ολοκλήρωση[133] αφού έτσι, ομοιάζει προς την κατάσταση της αιώνιας ζωής όπου "υπάρχει παρθενία, γιατί δεν υπάρχει θάνατος"[134]. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, αξία στην σωματική παρθενία υπάρχει με την προϋπόθεση ότι αυτή είναι αποτέλεσμα πνευματικής παρθενίας. Όπως αναφέρει ο άγ. Κασσιανός ο Ρωμαίος, "και γυναίκα δε γνωρίζω και παρθένος δεν είμαι", αφού "το δώρο της παρθενίας δεν κατορθώνεται μόνο με αποχή...όσο με την αγιοσύνη της ψυχής και την καθαρότητα"[135]. Και σημειώνει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος: "ο γαρ λέγων, Παρθένος ειμί τω σώματι, τη δε ψυχή φθονεί τω αδελφώ, ούτος ουκ εστι παρθένος· την γαρ παρθενίαν αυτού διέφθειρεν η του φθόνου μίξις"[136]. Και ο ίδιος πάλι, ερμηνεύοντας το εδάφιο της επιστολής Β΄ Κορ. 11,2, αναφέρει για την Παρθενία: "Η γαρ άφθορος ψυχήν παρθένος εστι καν άνδρα έχη·...αύτη γαρ η του σώματος, εκείνης εστίν επακολούθημα και σκιά, η δε αληθής παρθενία εκείνη εστί"[137]. Και αλλού, σημειώνει: "Παρ' ημίν η ούσα παρθένος, γαμουμένη, ουκ έστι παρθένος: παρά Χριστώ η ούσα πόρνη, γαμουμένη, παρθένος γέγονεν"[138].

Η σημασία της Παρθενίας της Θεοτόκου

Η Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα.
Μέχρι τον ερχομό του Μεσσία, "η Βίβλος δεν είχε αποδώσει θρησκευτική σημασία στην παρθενία"[139]. Στην περίπτωση όμως του Χριστού, ο θεάνθρωπος δεν "έρχεται να συμπληρώσει τη γραμμή των «υιών της απώλειας», αλλ' έρχεται ως «Υιός Θεού»...«καρπός» της «δυνάμεως του Υψίστου»...Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι καρπός και γέννημα του πρώτου Αδάμ και του πεπτωκότος ανθρώπου. Έρχεται στην ιστορία ως ο «δεύτερος και έσχατος Αδάμ» και γίνεται «γενάρχης» και «πρωτότοκος» μιας νέας ανθρωπότητας, ενός νέου εσχατολογικού «γένους», εκείνου του λαού του Θεού και της Εκκλησίας"[140]. Ταυτόχρονα, η ονομασία Αειπάρθενος "σημαίνει ασφαλώς κάτι πολύ περισσότερο από την απλή περιγραφή μιας «φυσιολογικής» καταστάσεως. Δεν αναφέρεται μόνο στην εκ Παρθένου γέννησι. Δεν συνεπάγεται μονάχα αποκλεισμό οποιασδήποτε μεταγενέστερης συζυγικής επικοινωνίας (που θα ήταν εντελώς ακατανόητη, αν πραγματικά πιστεύουμε στην εκ Παρθένου γέννησι και στη θεότητα του Ιησού). Αποκλείει πρώτ' απ' όλα κάθε «ερωτική» περιπλοκή, οποιεσδήποτε αισθησιακές και ατομικές επιθυμίες και πάθη, οποιοδήποτε περισπασμό της καρδίας και του νου...είναι η ελευθερία από τα πάθη, η αληθινή «απάθεια»...η ουσία της πνευματικής ζωής"[141]. Όπως γράφει ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός "την ψυχή της κυβερνούσε μόνο ο Θεός...εφύλασσε πάντα την παρθενία του νου, της ψυχής και του σώματος: «και νου και ψυχή και σώματι αειπαρθενεύουσαν»"[142].
Στο ζήτημα της σωματικής αειπαρθενίας της θεοτόκου (το οποίο ασφαλώς σχετίζεται και με την καθολική αειπαρθενία της, αλλά έχει και Χριστολογικές προεκτάσεις), τρεις είναι οι παράμετροι με τις οποίες ασχολήθηκε η πατερική διδασκαλία, αυτές που εύστοχα διατυπώνει ο ιερός Αυγουστίνος: η Μαρία, "virgo concepit, virgo peperit, virgo permansit (=Παρθένος συνέλαβε, Παρθένος έτεκε, Παρθένος έμεινε)"[143].

Περί της, προ του τόκου, Παρθενίας της Θεοτόκου

Στην Καινή Διαθήκη, "το γεγονός της παρθενίας της Μαρίας στη σύλληψη του Ιησού βεβαιώνεται από το Μτ 1,18-23 και το Λκ 1,26-38" όπως και από το "Ιω 1,13: «αυτόν που ούτε αίμα ούτε σάρκα, αλλά ο Θεός εγέννησε»"[144]. Ο Ματθαίος μάλιστα, βλέπει "την παρθενική σύλληψη του Ιησού ως την εκπλήρωση της προφητείας του Ησ 7,14 (σύμφωνα με τους Ο΄)"[145], ενώ ο Λουκάς "αποδίδει μεγάλη σημασία στην παρθενία της Μαρίας, όπως και σ' όλο του το έργο ενδιαφέρεται για την εγκράτεια (Λκ 2,36- 14,26. 18,29) και για την παρθενία (Πραξ 21,9)"[146]. Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνεται "η παρθενία της Μαρίας τη στιγμή του Ευαγγελισμού...από την αντίρρηση που απευθύνει στον άγγελο, όταν της αναγγέλλει ότι θα γίνει η μητέρα του Μεσσία: «Πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» (Λκ 1,34). Η έκφραση «γνωρίζω άνδρα» είναι πράγματι συνήθης στη Βίβλο προκειμένου για τις συζυγικές σχέσεις", και η κατάσταση αυτή ισχύει, παρ' όλο που "σύμφωνα με το παλαιστινιακό έθιμο, ο γάμος...πρέπει να είχε προηγηθεί αρκετά πριν από την εγκατάσταση της στο σπίτι του συζύγου της (βλ Μτ 25,1-13)"[147]. Γενικά, εκτός των αιρετικών του 2ου αιώνα Εβιωνιτών (ή Εβιωναίων)[148], του γνωστικού Κηρίνθου και του ειδωλολάτρη Κέλσου, "πάντες οι εκκλησιαστικοί συγγράφεις και Πατέρες διεκήρυξαν την προ του τόκου και κατά την σύλληψιν παρθενίαν της Θεοτόκου" η οποία συμπεριλήφθηκε σε όλα τα αρχαία σύμβολα, καθώς και στο Σύμβολο των Αποστόλων και στο Σύμβολο της Νίκαιας[149].

Περί της, κατά τον τόκο, Παρθενίας της Θεοτόκου

Επί των ζητημάτων της διατήρησης της παρθενίας κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τον θείο τοκετό, η αδιαίρετη Εκκλησία δεν προέβει "επισήμως" σε "λεπτομερείς δογματικούς καθορισμούς"[150], αν και στο λατινικό τμήμα της, η τοπική σύνοδος του Λατεράνου (649) ανακήρυξε σε δόγμα την "κατά και μετά τον θείον τόκον παρθενία" της Θεοτόκου[151]. Αυτό, αν και είναι ορθό και διακηρύσσεται σαφώς "υπό της συνειδήσεως της ορθοδόξου οικουμενικής Εκκλησίας", εντούτοις θα πρέπει να επισημανθεί η μονομερής δράση της δύσης στα σημεία αυτά, η οποία συνεχίστηκε και αργότερα[152]. Πάντως, στην περίπτωση του Ιοβινιανού, ο οποίος καταπολεμώντας τον Δοκητισμό διακήρυσσε ότι η Θεοτόκος "ουχί και παρθένος εγέννησεν"[153], έδρασε o Αμβρόσιος Μεδιολάνων και σε σύνοδο του 390 στα Μεδιόλανα, κατέκρινε τον Ιοβινιανό υπονοώντας έτσι ότι η Μαρία παρέμεινε παρθένος και κατά τη γέννα[154]. Στο ίδιο ζήτημα, προσθέτει ο Ιωάννης Δαμασκηνός: "ώσπερ δε συλληφθείς [ο Κύριος] Παρθένον την συλλαβούσαν ετήρησεν, ούτω και τεχθείς, την αυτής παρθενίαν εφύλαξεν άτρωτον, μόνος διελθών δι' αυτής και κεκλεισμένην τηρήσας αυτήν...Ου γαρ αδύνατος ην και διά της πύλης διελθείν και ταύτης μη παραβλάψαι τα σήμαντρα"[155].
Σαφής είναι όμως και η Ορθόδοξη ερμηνεία στην προφητεία του Ησαΐα (7,14), την οποία αναφέρει και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (1,23): "Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν". Κατά την έκφραση αυτή επομένως "η τίκτουσα, θα είναι παρθένος και κατά την στιγμήν, την οποίαν θα τίκτη [=γεννά]"[156]. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, σημαντική είναι η πρώιμη μαρτυρία του Ιουστίνου (†165), ο οποίος αναφερόμενος στην προφητεία του Ησαΐα (7,14) κάνει αναφορά στην παρθενία της Θεοτόκου[157] η οποία δεν αλλοιώθηκε κατά τον τόκο, και μιλά περί Χριστού "διά παρθένου γεννηθέντος"[158], λέγοντας ότι, αν ο Ιησούς είχε γεννηθεί όπως όλοι, τότε τι είδους σημείον θα ήταν αυτό;:
"Καί τό Ιδού η παρθένος εν γαστρί λήψεται καί τέξεται υιόν εις τούτον προείρητο. ει γάρ μή εκ παρθένου ούτος, περί ού Ησαίας έλεγεν, έμελλε γεννάσθαι, εις όν τό άγιον πνεύμα εβόα· Ιδού κύριος αυτός ημίν δώσει σημείον· ιδού η παρθένος εν γαστρί λήψεται καί τέξεται υιόν; ει γάρ ομοίως τοίς άλλοις άπασι πρωτοτόκοις καί ούτος γεννάσθαι εκ συνουσίας έμελλε, τί καί ο θεός σημείον, ό μή πάσι τοίς πρωτοτόκοις κοινόν εστιν, έλεγε ποιείν; αλλ' όπερ εστίν αληθώς σημείον καί πιστόν τώ γένει τών ανθρώπων έμελλε γίνεσθαι, τούτ' έστι διά παρθενικής μήτρας τόν πρωτότοκον τών πάντων ποιημάτων σαρκοποιηθέντα αληθώς παιδίον γενέσθαι"[159].
Συνεπώς, η Ιερά Παράδοση διδάσκει ότι ο Χριστός "δεν συνελήφθη με τη φυσική σύμπραξη του ανδρός, αλλά με την συνεργεία του παναγίου Πνεύματος. Με τη σύλληψη επομένως η Μαρία δεν έχασε την παρθενία της, όπως δεν την έχασε και με τη γέννηση του τόκου της"[160].
Παναγία η Παντάνασσα (βασίλισσα των πάντων). Χαραρακτηριστική επωνυμία για την αξία της Θεοτόκου μέσα στην ορθόδοξη παράδοση

Περί της, μετά τον τόκο, Παρθενίας της Θεοτόκου

Σύμφωνα με τον Βασίλειο Στεφανίδη, "το αειπάρθενον της Θεοτόκου επεκράτησε την 4ην εκ]ρίδα"[161], οπότε είχαν πλέον εκλείψει όλες οι σχετικές κακοδοξίες. Μια τέτοια περίπτωση ήταν του Τερτυλλιανού, ο οποίος οδηγήθηκε σε υπερβολές ώστε να απαντήσει στο γνωστικό περιβάλλον στο οποίο έδρασε, και προκειμένου να τονίσει την πραγματική και όχι φαινομενική γέννηση του Χριστού, υποστήριξε ότι "η Μαρία μετά τόν τόκον αυτής απώλεσε την παρθενίαν της"[162] και ναι μεν "παρθένος συνέλαβεν, αλλ' ουχί και παρθένος εγέννησεν"[163]. Αυτό ήταν "κατά τόν Τερτυλλιανό σπουδαίο επιχείρημα κατά των αντιλήψεων των Δοκητών. Ήταν επιβεβαίωση ότι ο Υιός του Θεού πέρασε από όλες τις διαδικασίες της ανθρώπινης γεννήσεως"[164]. Είναι όμως σαφές ότι πολύ πριν τον Τερτυλλιανό, στα έργα του Ιγνατίου, βρίσκουμε μαρτυρίες για την διατήρηση της παρθενίας της Θεοτόκου και κατά τον τόκο[165] και γίνεται λόγος για τον Ιησού "γεγενημένον αληθώς εκ Παρθένου"[166]. Ο Τερτυλλιανός, υποστήριξε επίσης ότι οι αδελφοί του Ιησού ήταν παιδιά της Μαρίας[167]. Για το ζήτημα όμως της γέννησης άλλων παιδιών από τη Μαρία, μετά τον Ιησού, ενδιαφέρουσα είναι η θέση που εκφράζει ο Ωριγένης, σύμφωνα με τον οποίο, καμμία απόδειξη, ούτε στήριγμα στη Γραφή έχουν όσοι το ισχυρίζονται:
"Αλλ' ουδέ έχουσιν αυτήν αποδείξαι, ότι συνουσία εχρήσατο μετά την απότεξιν του σωτήρος· οι γαρ υιοί Ιωσήφ ουκ ήσαν από της Μαρίας, ουδέ έχει τις τούτο παραστήσαι από της γραφής"[168].
Είναι γεγονός ότι στα παράλληλα χωρία των ευαγγελίων (Μτ. 13,54-58, Μκ. 6,1-6, Λκ. 4,16-30, Ιω. 4,44· 6,42), "καθώς επίσης και σε όλες τις άλλες αναφορές της Καινής Διαθήκης στους αδελφούς του Κυρίου δεν έχουμε καμία απολύτως πληροφορία για την ακριβή συγγένεια μεταξύ τους"[169].
Θα πρέπει μάλιστα, να διευκρινιστεί και η διατύπωση του Βασ. Στεφανίδη επάνω στο θέμα, ο οποίος σημειώνει:
"Περί τών αδελφών του Ιησού Χριστού διετυπώθησαν τρεις γνώμαι. α) Ήσαν πραγματικοί αδελφοί του Ιησού εκ γάμου της μητρός αυτών μετά του Ιωσήφ. Τούτο εδέχθη ο Τατιανός...ο Ηγήσιππος γράψας την ιδίαν εποχήν, δέχεται και αδελφούς και εξαδέλφους του Ιησού (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία 2,23,4. 3,19 κ.εξ. 3,32,6. 4,22,4)...και ο Τερτυλλιανός..."[170]
Εντάσσοντας εδώ ο συγγραφέας τον Ηγήσιππο στην υποκατηγορία "α)" περί πραγματικών αδελφών του Ιησού, δημιουργεί την εντύπωση ότι ο Ηγήσιππος συμφωνεί με τον Τερτυλλιανό στους αναπόδεικτους (σύμφωνα με τον Ωριγένη) ισχυρισμούς περί άλλων τέκνων της Μαρίας. Όμως, στην Εκκλησιαστική ιστορία του Ευσεβίου, ο Ηγήσιππος όχι μόνο δείχνει να διαφωνεί με τον Τερτυλλιανό, αλλά δίνει και μαρτυρία περί του αντιθέτου και μάλιστα αρκετά νωρίς, περί τα μέσα του 2ου αιώνα, μερικές δεκαετίες πριν τον Τερτυλλιανό. Συγκεκριμένα, από τα πιο πάνω εδάφια στα οποία παραπέμπει ο Β. Στεφανίδης, για "αδέλφια" του Ιησού γίνεται λόγος μόνο στα 2,23,4 και 3,19 κ.ε., ως εξής:
"Διαδέχεται την εκκλησίαν μετά των Αποστόλων ο αδελφός του Κυρίου Ιάκωβος..." (Εκκλ. Ιστορ. 2,23,4)
το οποίο σημαίνει (μτφρ. Παν. Χρήστου[171]):
"Αναλαμβάνει την διοίκησιν της Εκκλησίας μετά των αποστόλων ο αδελφός του Κυρίου Ιάκωβος...".
Η μαρτυρία όμως αυτή, θα πρέπει να συνδυαστεί με μια άλλη μαρτυρία του Ηγήσιππου, ο οποίος λέει "κατά λέξιν"[172]:
"Έτι δε περιήσαν οι από γένους του Κυρίου υιωνοί Ιούδα του κατά σάρκα λεγομένου αυτού αδελφού·" (Εκκλ. Ιστορ. 3,20,1)
το οποίο σημαίνει (μτφρ. Παν. Χρήστου[173]):
"Επέζων ακόμη από την οικογένειαν του Κυρίου οι εγγονοί του Ιούδα, του λεγομένου κατά σάρκα αδελφού αυτού...".
Η μαρτυρία αυτή είναι σημαντική γιατί σύμφωνα με τον Ηγήσιππο, ο Ιούδας απλά λεγόταν ή αλλιώς, "εθεωρείτο κατά σάρκα αδελφός του Ιησού"[174]. Σύμφωνα όμως με τα Ματθ. 13,55 και Μαρκ. 6,3, τα πλήθη έλεγαν ότι ο Ιάκωβος και ο Ιούδας είχαν την ίδια ακριβώς σχέση με τον Κύριο, και αυτή, σύμφωνα με τον Ηγήσιππο, δεν ήταν σχέση κατά σάρκα αδελφών.
Σημαντική άλλωστε είναι και η μαρτυρία του ίδιου του Ευσεβίου ο οποίος διαφωνεί με τις απόψεις περί του Ιακώβου ως πραγματικού τέκνου της Μαρίας:
"...τον κατ' αυτών όλεθρον υπερθεμένης, εν όσοις των Αποστόλων και των μαθητών πλείους Ιάκωβος τε αυτός ο τήδε πρώτος επίσκοπος, του Κυρίου χρηματίζων αδελφός, έτι τω βίω περιόντες..." (Εκκλ. Ιστορ. 3,7,8)
το οποίο σημαίνει (μτφρ. Παν. Χρήστου[175]):
"...ανεβάλετο ο όλεθρός των κατά την διάρκειαν των οποίων πολλοί από τους Αποστόλους και μαθητάς, καθώς και ο Ιάκωβος ο πρώτος εκεί επίσκοπος, ο καλούμενος αδελφός του Κυρίου, έζων...".
Η Ορθόδοξη παράδοση, ουδεμία αμφιβολία διατυπώνει και για την μετά τη γέννα διατήρηση της παρθενίας της Θεοτόκου, θεωρώντας αδιανόητη την ύπαρξη συζυγικών σχέσεων, όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία έχουν βιώσει τέτοιου μεγέθους θείες αποκαλύψεις. Πως θα ήταν δυνατό "ανδρός συνάφειαν να καταδεχθή" η Μαρία, η το "θαύμα γνωρίσασα";[176]. Συμπυκνώνοντας την ορθόδοξη αντίληψη, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει: "ως ούτε του τόκου την παρθενίαν λύσαντος, ούτε της παρθενίας τη τοιαύτη κυοφορία εμποδών γενομένης. Όπου γαρ πνεύμα σωτηρίας γεννάται...άχρηστα πάντως της σαρκός θελήματα"[177]. Μάλιστα, ενάντια στους Άραβες Aντιδικομαριανίτες, μια αίρεση του 4ου αιώνα η οποία δεν αποδεχόταν το αειπάρθενο της Θεοτόκου, καταφέρθηκαν έντονα οι Επιφάνιος, Ιερώνυμος, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος[178]. Η σειρά των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων η οποία παρουσιάζει ως κοινή συνισταμένη τη διδασκαλία για το αειπάρθενο της Μαρίας είναι μακρά: καταρχάς, οι λεγόμενοι Αποστολικοί Πατέρες "δεν εκφράζονται διά την διατήρησιν της παρθενίας της Θεοτόκου μετά τόκον, αλλ' ούτε και διά το αντίθετον γίνεται η παραμικρά νύξις" ενώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται για τη Θεοτόκο "νοείται το «Αειπάρθενος»"[179]. Από εκεί και πέρα οι Ωριγένης († 253/4), Γρηγόριος Θαυματουργός († 270), Μέγας Αθανάσιος († 373), Δίδυμος ο Τυφλός († 398), Ιωάννης ο Χρυσόστομος († 407), Επιφάνιος Σαλαμίνος († 404), Κύριλλος Αλεξανδρείας († 444) και πολλοί άλλοι, εκφράστηκαν υπέρ του μετά τόκον, αειπάρθενο της Θεοτόκου[180].
Εκτός όμως της σειράς των πατερικών διατυπώσεων, Οικουμενική επικύρωση έλαβε το αειπάρθενον:
  • α) Με την αναφορά: "ουκ αληθώς Θεοτόκον λέγει την αγίαν ένδοξον αειπάρθενον Μαρίαν" η οποία περιέχεται στον όρο πίστεως της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου (553) και συγκεκριμένα στον έκτο αναθεματισμό κατά των "Τριών κεφαλαίων", δηλ. κατά των ετεροδοξιών του Θεοδώρου Μοψουεστίας, του Θεοδωρήτου Κύρου και του Ίβα Εδέσσης[181].
  • β) Με την αναφορά: "την αυτόν ασπόρως τεκούσαν άχραντον αειπάρθενον, κυρίως και κατά αλήθειαν Θεοτόκον δοξάζοντες" την οποία βρίσκουμε στον α΄ κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (691).
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι η πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον τόκο παρθενία της Θεοτόκου, ή αλλιώς η αειπαρθενία αυτής, συστηματικά και πέρα πάσης αμφιβολίας διατυπώθηκε στην Ορθόδοξη διδασκαλία: "α) εις την Αγίαν Γραφήν, β) τους αποστολικούς Πατέρας, γ) τους μετέπειτα Πατέρας, δ) την Ορθόδοξον Υμνολογίαν και ε) τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων"[182].

Ο αλόχευτος τόκος της Θεοτόκου

Με τον όρο αλόχευτος τόκος, αναφερόμαστε στην διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία, την ανώδυνη γέννα της Θεοτόκου δεν ακολούθησε φυσική λοχεία. Τίποτε "δεν γνώρισε η Μαρία από την παλαιά φυσική γέννηση, γιατί σαν μητέρα λειτουργούσε ως απαρχή στην ανακαινισμένη ανθρωπότητα, στους καινούργιους ρυθμούς στους οποίους μπήκε η φύση των ανθρώπων με την καινοφανή γέννηση του τόκου της"[183]. Τoν αλόχευτον τόκον, τον οποίο ψάλλει η Ορθόδοξη Εκκλησία[184], βεβαιώνει η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (Καν. 79) η οποία μάλιστα ορίζει να αφορίζονται όσοι τιμούν τα λόχια της Θεοτόκου:
"Επειδή ομολογούμε ότι ο θείος Υιός της Παρθένου γεννήθηκε χωρίς λοχεία καθώς και ότι η σύλληψη του ήταν άσπορη και επειδή τα διακηρύσσουμε αυτά σ' όλο το ποίμνιο, όσους από άγνοια κάμνουν κάτι από αυτά που δεν πρέπει τους υποβάλλουμε σε διόρθωση. Γι' αυτό, επειδή κάποιοι ύστερα από τη μέρα της άγιας γέννησης του Χριστού του Θεού μας φαίνεται πως ψήνουν σιμιγδάλι και το μοιράζουν μεταξύ τους με το πρόσχημα τάχα της τιμής της λοχείας της άχραντης Παρθενομήτορος, ορίζουμε να μη γίνεται τίποτε τέτοιο από τους πιστούς. Γιατί αυτό δεν είναι τιμή για την Παρθένο, που γέννησε πάνω από τον ανθρώπινο νου και τη λογική τον αχώρητο στη σάρκα Λόγο, να ορίζουμε δηλαδή και να περιγράφουμε σε γενικές γραμμές τα σχετικά με τον ανέκφραστο τοκετό της σύμφωνα με τα κοινά και όσα συμβαίνουν σ' εμάς. Αν λοιπόν κανείς από τώρα και στο εξής συλληφθεί να κάνει κάτι τέτοιο, αν είναι κληρικός, να καθαιρείται, κι αν είναι λαϊκός, να αφορίζεται"[185].
Όπως σημειώνει ο Γρηγόριος Νύσσης: "Τούτου γαρ μόνου χωρίς λοχείας η γέννησις, ώσπερ και χωρίς γάμου η σύστασις. Ου γαρ εστιν επί της αφθόρου τε και απειρογάμου κυρίως το όνομα της λοχείας ειπείν διότι παρθενίας τε και λοχείας ασύμβατα εστι περί την αυτήν τα ονόματα"[186].

Κακοδοξίες περί του Αειπάρθενου της Θεοτόκου

Είναι γεγονός ότι "πολλές φορές...προτεσταντικές κοινότητες έδειξαν και πολεμική στάση απέναντι στους ρωμαιοκαθολικούς και τους ορθοδόξους, που τιμούν το πρόσωπο της Παναγίας, ως μητέρας του Κυρίου"[187]. Αυτό βέβαια δεν συνέβαινε πάντα διότι αρχικά "η Μεταρρύθμιση ζούσε πιο σωστά τις συνέπειες του χριστολογικού δόγματος.... [και] δεν απέρριψε την απόδοση τιμής στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Απέρριψε βέβαια και αποδοκίμασε τη μαριολατρεία με όλες τις ακρότητες, που παρουσιάστηκαν στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, υιοθέτησε όμως την πίστη της παραδόσεως και παρέμενε στη νέα Εκκλησία ζωντανή η συνήθεια να αποδίδεται η τιμή στο πρόσωπο της μητέρας του Κυρίου. Έτσι η πίστη στο πρόσωπο της Παναγίας Μαρίας, ως Θεοτόκου και Αειπαρθένου, διατηρείται, όπως καταφαίνεται στο τρίτο άρθρο της Αυγουστιαίας Ομολογίας[188] και το πρώτο μέρος των Σμαλκαλδικών άρθρων[189]. Πάντως αργότερα η απόδοση τιμής στο πρόσωπο της Θεοτόκου ατόνησε μέσα στους κόλπους του Προτεσταντισμού"[190].
Κατά την εκδήλωση της προτεσταντικής πολεμικής, χρησιμοποιούνται συγκεκριμένες βιβλικές λέξεις ή φράσεις μεμονωμένες για να προσβάλλουν τη διδασκαλία του Αειπαρθένου της Θεοτόκου[191]. Η επιμονή όμως στην κατά γράμμα ερμηνεία εδαφίων της Καινής Διαθήκης από τους πολεμίους του Αειπάρθενου παρουσιάζει προβλήματα, αφού αν γίνει συνολικά αποδεκτή θα οδηγήσει σε απαράδεκτες ερμηνείες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα εδάφια:
  • "Και επορεύοντο οι γονείς αυτού κατ' έτος εις Ιερουσαλήμ τη εορτή του Πάσχα" (Λουκ. 2,41) και,
  • "ιδού ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμέν σε" (Λουκ. 2,48).
Η Καινή Διαθήκη γράφει ότι γονέας και -με ομολογία μάλιστα της Μαρίας- πατέρας του Ιησού, είναι ο Ιωσήφ. Όμως οι τίτλοι αυτοί δεν είναι πραγματικοί, δεν αναφέρονται σε εξ αίματος πατρότητα, αλλά αφορούν την κατά Νόμο σχέση του Ιωσήφ με τον Ιησού. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι αναφορές σε αδέλφια του Ιησού δεν είναι καθόλου αναγκαίο να αναφέρονται σε εξ αίματος σχέσεις, αλλά όπως "ο Ιωσήφ...καλείται γονεύς του κατά τόν νόμο...κατά τον νόμο και τα τέκνα του Ιωσήφ καλούνται αδελφοί του Χριστού"[192]. Αυτό το επιχείρημα συνεπικουρείται από το γεγονός ότι σε κάνενα σημείο της δεν κατανομάζει η Καινή Διαθήκη τα παιδιά αυτά ως τέκνα της Μαρίας.
Σε άλλες προσπάθειες εναντίωσης στο Αειπάρθενο χρησιμοποιούνται και τα εξής:
1) "καί ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ού έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον" (Ματθ. 1,25). Βάσει του "έως ου" λέγεται ότι ο Ιωσήφ δεν είχε συζυγικές σχέσεις, μόνο μέχρι τη γέννηση του Ιησού. Στην πραγματικότητα, το "έως ου" χρησιμοποιείται για να δείξει αν κάτι συνέβη ή όχι, χωρίς να δηλώνει την οποιαδήποτε αλλαγή της καταστάσεως μετά το όριο αυτό, καταλήγοντας μάλιστα να έχει τη σημασία του "διηνεκώς". Για παράδειγμα, στο Β΄ Βασιλ. 6, 23 αναφέρεται: "τη δε Μελχάλ ουκ εγίνετο παιδίον έως της ημέρας του αποθανείν αυτήν" και φυσικά, με το σκεπτικό των αρνητών της αειπαρθενίας της Θεοτόκου η Μελχάλ θα έπρεπε να τεκνοποιήσει μετά τον θάνατον της. Επίσης, στο Ματθ. 28,20 γράφει: "ιδού εγώ μεθ' υμών ειμι πάσας τάς ημέρας έως τής συντελείας τού αιώνος". Μήπως αυτό θα σήμαινε ότι μετά, δεν θα βρίσκεται ο Κύριος μετά των μαθητών του; Παρόμοια Γραφικά χωρία υπάρχουν αρκετά.
2) Στο παραπάνω χωρίο (Ματθ. 1,25), υπάρχει η λέξη "πρωτότοκος" και υποστηρίζεται ότι ο Ιησούς υπήρξε απλώς ο πρώτος που γεννήθηκε, αλλά στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλα παιδιά. Είναι γνωστό ότι, η λέξη "πρωτότοκος" στην Αγία Γραφή λαμβάνει ποκιλία ερμηνειών και δηλώνει είτε τον πρώτο γεννηθέντα μεταξύ αδελφών όπως στο Γεν. 35,23, είτε τον μονογενή όπως στο Εβρ. 1,6 (αφού ο Θεός δεν έχει υστερότοκα παιδιά), είτε τον εκλεκτό όπως στο Εβρ. 12,6. Παρομοίως, στο Σοφ. Σολ. 7,1, ο Αδάμ καλείται πρωτόπλαστος, χωρίς να υπάρχει δευτερόπλαστος, αφού είναι ο μόνος που πλάστηκε. Σημαντικότερο όλων είναι ότι "άπασα η παράδοσις ερμηνεύει τον «πρωτότοκον» όχι ως πρώτον μεταξύ πολλών, αλλ' ως τον μόνον, τον Μονογενή"[193]. Αξίζει να θυμίσουμε και πάλι το γεγονός ότι πουθενά η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται σε παιδιά της Μαρίας, ώστε να δεχθούμε ότι ο Ιησούς ήταν πρωτότοκος μεταξύ πολλών παιδιών της.
Η Θεοτόκος (Γλυκοφιλούσα). Ένταση προκλήθηκε τον 5ο αιώνα, από τη διδασκαλία του Νεστορίου να μη θεωρείται η αειπάρθενος Μαρία, Θεοτόκος
3) Κάποτε, τα ιερά κείμενα αποκαλούν τον Ιωσήφ "άνδρα της Μαρίας" (Ματθ. 1, 16) και την Μαρία "γυναίκα του Ιωσήφ" (Ματθ. 1, 20 και 24). Το "άνδρας" και "γυναίκα", από κάποιες αιρέσεις ερμηνεύεται με την έννοια ότι η Μαρία, μετά τη γέννηση του Ιησού, γέννησε και άλλα τέκνα με τον Ιωσήφ ως άνδρα της.
Στην πραγματικότητα, όπως βλέπουμε στα χωρία Αποκ. 21,2 και Λουκ. 2,5, στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιούνται το ανήρ και γυνή ακόμη και για τον χρόνο της μνηστείας, χωρίς να αναφέρονται σε συζυγική συνάφεια, οπότε καμμία βεβαιότητα γι αυτό δεν μπορούμε να έχουμε. Επίσης, μετά τον τοκετό, είναι εμφανής στην Αγία Γραφή η απόσταση μετάξύ Ιωσήφ και Μαρίας αφού αναφέρεται ότι ο Ιωσήφ "παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού" (Ματθ. 2,14.21) και όχι τη σύζυγό του.
4) Το γνωστό πρόβλημα των αδελφών του Ιησού[194]. Από το εδάφιο Μάρκ. 6,3, φαίνεται καθαρά ότι οι «αδελφοί» του Ιησού είναι τέσσερις, ο Ιάκωβος, ο Ιωσής (Ιωσήφ), ο Ιούδας και ο Σίμων, δύο από τους οποίους είναι οι συγγραφείς των Καθολικών Επιστολών της Καινής Διαθήκης (ο Ιάκωβος και ο Ιούδας)[195]. Οι «αδελφές» του Χριστού, "πρέπει να ήταν περισσότερες από δύο και κατοικούσαν στη Ναζαρέτ, όπου είχαν παντρευτεί"[196].
Το ζήτημα αυτό έχει δύο όψεις:
  1. αν ο Ιησούς είναι όντως αδελφός, με την σημερινή έννοια, με τους άλλους από τον ίδιο πατέρα, δηλ. τον Ιωσήφ, ή
  2. αν ο Ιησούς είναι όντως αδελφός, με την σημερινή έννοια, με τους άλλους από την ίδια μητέρα, δηλ. τη Μαρία, το οποίο σημαίνει ότι η Θεοτόκος θα είχε συζυγικές σχέσεις με τον Ιωσήφ μετά τη γέννηση του θείου βρέφους.
Ως προς το πρώτο, διαφαίνεται σαφώς από την Καινή Διαθήκη ότι ο Ιωσήφ δεν ήταν ο κοινός πατέρας όλων: προτού καν συζήσουν, η Μαρία βρέθηκε έγκυος με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. 1,18) και ο Ιωσήφ δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της, ωσότου γέννησε γιο (Ματθ. 1,25, πρβλ. Λουκ. 1,34-35). Εκτός αυτού:
  • Ο Ιησούς δωδεκαετής, απέκρουσε, ότι είναι γιος του Ιωσήφ (Λουκ. 2,49).
  • Ο Ιησούς διεκήρυσσε ως πατέρα του το θεό (Ιω. 5,1-7).
  • Ο Ιωάννης μαρτυρά για τον Ιησού ότι "ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός" (Ιω. 1,14).
  • Επίσης, ο Ιωάννης, ο υιός Ζαχαρίου, μαρτυρά ότι "καγώ εώρακα και μεμαρτύρηκα ότι ούτος εστιν ο υιος του θεού" (Ιω. 1,33).
  • Ο Απόστολος Παύλος μαρτυρά για τον Χριστό ότι "ου κατά νόμον εντολής σαρκικής γέγονεν, αλλά κατά δύναμιν ζωής ακατάλυτου" (Εβρ. 7,16).
  • Ο Απόστολος Πέτρος μαρτυρά για τον Ιησού ότι "εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ' επόπται γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος...φωνής ενεχθείσης αυτώ τοιάσδε υπό της μεγαλοπρεπούς δόξης ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός...ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού..." (Β΄ Πέτρ. 1,16-18).
Ως προς το δεύτερο σκέλος, το οποίο σαφώς θίγει το αειπάρθενο της Θεοτόκου, εκτός από το γεγονός που προαναφέρθηκε, ότι δηλ. στην Καινή Διαθήκη πουθενά δεν αναφέρονται παιδιά, ως τέκνα της Μαρίας, από νωρίς τίθεται και το ερώτημα: εάν η Παρθένος είχε πράγματι και άλλα παιδιά, για ποιο λόγο ο αποθνήσκων επί του σταυρού Ιησούς να εμπιστευτεί τη μητέρα του στον Ιωάννη (Ιω. 19,26-27); Όπως αναφέρει ο Επιφάνιος "ει δε είχεν άνδρα, ει είχεν οίκον, ει είχε τέκνα, εις τα ίδια ανεχώρει, ου προς τον αλλότριον"[197]. Και βέβαια, μια σειρά από εδάφια δείχνει πως όλοι οι ευαγγελιστές γνώριζαν το δέσιμο μεταξύ των αδελφών του Ιησού και της Μαρίας: στα Ματθ. 12,46, Μαρκ. 3,31-32, Λουκ. 8,19-20, Ιωαν. 2,12, η Θεοτόκος βρίσκεται συνέχεια μαζί τους. Κατά συνέπεια, δεν είναι καθόλου πειστικό το επιχείρημα ότι ο Κύριος παρέδωσε τη μητέρα Του στον Ιωάννη λόγω αδυναμίας ή αναξιότητας των αδελφών του να την προστατέψουν.
Και βέβαια, μια σειρά άλλων αντεπιχειρημάτων έχει διατυπωθεί για το θέμα των "αδελφών του Ιησού" τους/τις οποίους/ες, "η ορθόδοξη ανατολική παράδοση δέχεται...ως παιδιά του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο"[198]:
  • Οι ίδιοι οι αδελφοί του Ιησού "ουδέ...επίστευον εις αυτόν" (Ιω. 17,3-5).
  • Ο Ιάκωβος ξεκινά την επιστολή του ως εξής: "Ιάκωβος, θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος" (Ιακ. 1,1). Αν ήταν πράγματι αδελφός του Ιησού, εκτός ότι θα ήταν ανέκαθεν πιστός, θα έγραφε ότι είναι αδελφός του Χριστού ώστε να δώσει κύρος στα λεγόμενά του.
  • Το ίδιο ισχύει και για τον Ιούδα ο οποίος ξεκινά γράφοντας: "Ιούδας, Ιησού Χριστού δούλος, αδελφός δε Ιακώβου", και για να προσδώση κύρος στον εαυτό του, επικαλείται την ιδιότητά του ως αδελφός του Ιακώβου, και δεν αναφέρει ότι είναι αδελφός του Ιησού.
  • Στην Καινή Διαθήκη, η λέξη αδελφός εκτός από την κυριολεκτική ή στενή, έχει και τις εξής έννοιες: α) την ευρύτερη, δηλ. αναφέρεται γενικά σε συγγένεια, φυσική ή νομική και β) την ευρύτατη, δηλ. μεταφορικά, όπου ως βάση θέτεται η ψυχική και πνευματική συγγένεια, με την οποία λ.χ. και οι Χριστιανοί καλούνται μεταξύ τους αδελφοί (βλ. Ματθ. 28,10 και Ιωάν. 20,17)[199].
  • Στην ορθόδοξη παράδοση γίνεται αντιληπτό ότι η αιρετική αυτή διδασκαλία των Αρειανών και των Ευνομιανών, την οποία ακολουθούν και σύγχρονοι προτεστάντες, είναι εντελώς παράδοξη: ακόμη και όταν ο Λουκάς μας λέει ότι ο Ιωσήφ και η Μαρία δεν κατάλαβαν όσα ο δωδεκαετής Ιησούς τους είπε (Λουκ. 2,48), διότι πράγματι, από τα λόγια του αγγέλου κατά τον ευαγγελισμό, ότι το παιδί "θα ονομαστεί Υιός του Υψίστου" (Λουκ. 1,32), δεν ήταν δυνατό να κατανοήσει η Μαρία την φυσική θεϊκή υιότητα του Χριστού[200], παραμένει γεγονός ότι η Παρθένος αξιώνεται μεγίστης τιμής από τον Θεό ώστε να φέρει στον κόσμο ένα παιδί με τη συνέργεια του ίδιου του Αγίου Πνεύματος, πράγμα που δημιουργεί αντίφαση με την άποψη ότι η Μαρία και ο Ιωσήφ επέστρεψαν σε μια αμέριμνη συζυγική καθημερινότητα, σαν να μην έχουν ουδεμία συναίσθηση των θαυμαστών γεγονότων[201].
5) Ως προς το ζήτημα των αδελφών του Ιησού, συχνά γίνεται επίκληση του στίχου 9, από τον 68ο Ψαλμό, ως απόδειξη για το ομομήτριο αυτών και του Κυρίου: "Αποξενώθηκα απ' τ' αδέρφια μου κι αλλοφερμένος έγινα για της μητέρας μου τους γιους"[202]. Στην πραγματικότητα όμως, αυτός ο ομόφωνα ομολογούμενος ως Μεσσιανικός ψαλμός, κατά γράμμα και ιστορικά εφαρμόζεται επί του βασιλιά Δαβίδ, ενώ εξαιτίας δυσκολιών που παρουσιάζει δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι "είναι όλος ο ψαλμός Μεσσιανικός παρά μόνο μερικοί στίχοι του"[203]. Από τα γνωστά, "προβληματικά" εδάφια, ξεχωρίζουν:
  • στ. 6: "Θεέ, ξέρεις εσύ την αφροσύνη μου· κι η ενοχή μου δε σου είναι κρυφή"[204].
  • στ. 25: "Άδειασε την οργή σου πάνω τους· κι ο άγριος θυμός σου ας τους βρει"[205] (ο ήρωας του ψαλμού εκφράζεται με οργή και επιζητεί την τιμωρία των έχθρων του, τους οποίους και καταράται, όμως ο Μεσσίας Χριστός όχι μόνο δεν καταράται, αλλά συγχωρεί τους εχθρούς του: Ματθ. 5,4. Λουκ. 23,34).
Κατά συνέπεια, ως προς τον στίχο 9, ο Δαβίδ είναι αυτός που ομολογεί ότι "αισθάνεται λύπη και πίκρα γιατί περιφρονήθηκε και από αυτά τα ομομήτρια αδέλφια του ακόμη" ενώ η εφαρμογή του στίχου στον Χριστό, μπορεί να γίνει μόνο ως προς τα δεδομένα που δεν συγκρούονται με το σύνολο της Καινής Διαθήκης, όπως αυτά περιγράφονται στα Ιωαν.1,11, Ρωμ. 9,5, Ιωαν. 7,3-5 κ.ά.[206].
6) Πάλι ως προς το ζήτημα των αδελφών του Ιησού, συχνά χρησιμοποιείται ως αντεπιχείρημα προς το Αειπάρθενο η απουσία αναφοράς στα παιδιά του Ιωσήφ κατά τη διήγηση της μετάβασης στη Βηθλεέμ για την απογραφή του Κυρηνίου (Λουκ. 2,4-5). Αυτή όμως η κατά γράμμα εξέταση του εδαφίου, λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και ενάντια σε εκείνους που μιλούν για παιδιά της Μαρίας από τον Ιωσήφ: για ποιον λόγο δεν αναφέρονται τα παιδιά που υποτίθεται γέννησε η Μαρία από τον Ιωσήφ, στη διήγηση της επιστροφής από την Αίγυπτο (Ματθ. 2,19-21), όταν σύμφωνα με τους μελετητές, το χρονικό διάστημα παραμονής εκεί μπορεί να ήταν από 2 έως και 10 χρόνια[207] και άρα υπήρχε αρκετός καιρός για να γεννηθούν ομομήτρια αδέλφια του Ιησού; Επιπλέον, με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ενάντια στον ισχυρισμό περί ομομήτριων αδελφών του Ιησού, η απουσία αναφοράς σε αυτούς στη διήγηση της μετάβασης του δωδεκαετούς Ιησού στον Ναό της Ιερουσαλήμ (Λουκ. 2,41-52).
7) Ένα ακόμη επιχείρημα με το οποίο η προτεσταντική θεολογία επιχειρεί να δείξει ότι αποτελεί πλάνη η διδασκαλία για την αειπαρθενία της Θεοτόκου σχετίζεται με την κριτική του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης[208]. Σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, το φρόνημα της εκκλησίας για την αειπαρθενία της Θεοτόκου έχει θεμελιωθεί σε μια εσφαλμένη μετάφραση του εδαφίου Ησ. 7,14 από τους Εβδομήκοντα μεταφραστές. Ισχυρίζονται ότι το εβραϊκό πρωτότυπο κείμενο του Ησαΐα έχει τη λέξη "almah"=νεάνις και όχι "Bethula"= παρθένος, που μετέφρασαν οι εβδομήκοντα. Έτσι, επηρεάστηκαν, υποτίθεται, οι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Λουκάς, οι οποίοι έδωσαν στο εδάφιο προφητικό περιεχόμενο, ενώ το Ησ. 7,14 δεν είχε κάτι τέτοιο.
Το επιχείρημα αυτό δεν είναι νέο, αλλά είναι επανάληψη της αρχαίας ιουδαϊκής αντιχριστιανικής απολογητικής στην προσπάθειά της να πλήξει το πρόσωπο του Χριστού, ότι δεν ήταν ο Μεσσίας. Για το επιχείρημα αυτό υπήρξε πολυεπίπεδη και σφαιρική αναίρεση από πλήθος Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων.
Για την αναίρεσή του θα μπορούσαν να ειπωθούν τα εξής:
  1. Το κείμενο των εβδομήκοντα είναι κατά οκτώ αιώνες αρχαιότερο του εβραϊκού, και εκτός ότι δεν είναι πάντα βέβαιο ότι το Μασοριτικό κείμενο αντιπροσωπεύει πάντα την ορθότερη γραφή, επιπλεόν, επειδή δημιουργήθηκε σε εποχή μετά Χριστόν, θα μπορούσε να αλλοιωθεί για ιουδαϊκούς, απολογητικούς σκοπούς[209]. Μάλιστα, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει ότι περισσότερη εμπιστοσύνη θα έπρεπε να έχουμε στους εβδομήκοντα ιουδαίους, επειδή απέδωσαν το εδάφιο με το παρθένος σε εποχή προ Χριστού και έτσι δεν είχαν λόγο να αλλοιώσουν το κείμενο[210].
  2. Ακόμη όμως κι αν η γραφή νεανίς είναι ορθή, σύμφωνα με το λεξικό Theological Wordbook of the Old Testament "δεν υπάρχει καμία περίπτωση όπου μπορεί να αποδειχθεί πως το almah υποδεικνύει μια νέα γυναίκα που δεν είναι παρθένος"[211]. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι "οι έννοιες των λέξεων "almah" και "bethulah" [παρθένος] δεν αντίκεινται μεταξύ τους. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Oswalt 'ήταν αξιωματικό για την εβραϊκή κοινωνία ότι η νεάνις ήταν και παρθένος'...Είναι άλλωστε γνωστό ότι η αντίθετη περίπτωση επέσειε την τιμωρία του λιθοβολισμού"[212].
  3. Παραγνωρίζεται "σκανδαλωδώς" η σημασία της λέξης "σημείον" σε σχέση με το ιστορικό πλαίσιο της προφητείας του Ησ. 7,14. Το εδάφιο αυτό δίνεται ως "σημείον" το έτος 733 στο βασιλιά Άχαζ για να μη ζητήσει τη βοήθεια των Ασσυρίων, όπως σκεπτόταν, ενάντια στους Βασιλείς Φακεέ και Ρασείν. Ως σημείο δεν μπορεί να θεωρηθεί το σύνηθες και το δεδομένο [Θεοδ. Κύρου, PG 81,276D], ότι έγκυος γυναίκα θα γεννήσει γιο. Δεν υπάρχει λόγος να ονομαστεί "σημείον" μια φυσική διαδικασία γέννησης. "Ο δε Εζεκίας, ο υιός του Άχαζ, δεν έχει επίσης κανένα από τα γνωρίσματα της συνάφειας της προφητείας Ησ. 7,14-16"[213]. Κατ' αυτόν τον τρόπο, στη λέξη "σημείον" εστιάζουν την προσοχή τους οι περισσότεροι Πατέρες της Εκκλησίας (π.χ. Ευθ. Ζιγαβηνός, Θεοφύλακτος)[214]. Επίσης, ο Αθαν. Χαστούπης στη μετάφραση του διορθωμένου εβραϊκού κειμένου διατηρεί τη λέξη παρθένος, αφού θεωρεί πως οι εβδομήκοντα ορθά ερμήνευσαν το νόημα του εβραϊκού κειμένου και μετέφρασαν "η παρθένος", "διότι μόνον αυτό ήτο δυνατόν να εννοεί ως σημείον ο θεός εις την προκειμένη προφητεία"[215].
  4. Όσον αφορά τη σχέση γεγονότος και προφητείας, θα πρέπει να ειπωθεί ότι ο Ματθαίος γνώριζε και δεχόταν ως πραγματική την υπερφυσική γέννηση του Χριστού. Έτσι, πρώτα έλαβε χώρα το γεγονός αυτό και μετά συνδέθηκε με την προφητεία του Ησ. 7,14 και όχι το αντίστροφο[216]. Και αυτό ορθά έγινε επειδή και ο Ησαΐας όπως και ο Μιχαίας (5,2-4) αναφέρονται στην ίδια περί Μεσσία πίστη[217].
  5. Οι προσπάθειες να συνδεθεί η προφητεία είτε με κάποιο παιδί του προφήτη Ησαΐα είτε με παιδί του Άχαζ πέφτουν στο κενό καθώς ουδέποτε, κανείς άλλος εκτός από τον Ιησού Χριστό δεν παρουσίασε τα χαρακτηριστικά των στίχων 14-16[218]: α) ούτε την εκ παρθένου γέννηση, σε αντίθεση με τον Χριστό που γεννήθηκε εκ της αειπαρθένου Μαρίας όπως μαρτυρά η Καινή Διαθήκη, β) ούτε την κλήση του ως Εμμανουήλ που σημαίνει "μεθ' ημών ο Θεός", εκτός από την Κύριο που "εγένετο μεθ' ημών...διά της...κοινωνίας της σαρκός και του αίματος ημών (Εβρ. β,14)"[219], γ) ούτε την αναμαρτησία, εξαιτίας της γνώσης και της προαίρεσης που θα έχει, να απορρίπτει το κακό και να επιλέγει το αγαθό, πριν ακόμη έλθει σε ηλικία να τα ξεχωρίζει. Όπως σημειώνει ο Μ. Βασίλειος: "Ο Έμμανουήλ εν τη του νηπίου καταστάσει υπάρχων, διά την ενοικούσαν αυτώ δύναμιν της αγαθότητος προ της κατά την ηλικίαν τελειώσεως απειθήσει μεν πονηρία, εκλέξεται δε το αγαθόν."[220]. Η "υπερφυσική" αναμαρτησία μάλιστα, αποτελεί μέρος του "σημείου"[221] που θα δώσει ο Θεός και ο ίδιος ο Ησαΐας αναφέρεται στο "αναμάρτητον του Μεσσίου" στο εδάφιο 53,9[222]: "ότι ανομίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τώ στόματι αυτού". Επίσης, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ο Ησαΐας νόμισε ότι η προφητεία θα εκπληρωθεί πολύ κοντά στην εποχή του, αυτό θα μπορούσε να συμβεί από την συνήθη για τους προφήτες άγνοια, του ακριβούς χρόνου εκπλήρωσης των προφητειών[223].
8) Τέλος, σε προτεσταντικές απόψεις ενάντια στο Αειπάρθενο, οι οποίες συνδέονται με το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, σχετικές απαντήσεις δίδονται στα εισαγωγικά περί των "αποκρύφων" διηγήσεων για την Θεοτόκο.

Καινοτομίες των Ρωμαιοκαθολικών για τη Θεοτόκο και η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Όπως προείπαμε, αν και σε κάποια ζητήματα που αφορούσαν την Θεοτόκο, η αδιαίρετη Εκκλησία δεν προέβει "επισήμως" σε "λεπτομερείς δογματικούς καθορισμούς"[224], στο λατινικό τμήμα της, η τοπική σύνοδος του Λατεράνου (649) ανακήρυξε σε δόγμα την "κατά και μετά τον θείον τόκον παρθενία" της Θεοτόκου[225], γεγονός το οποίο δείχνει μια προσπάθεια μονομερούς[226] ανάπτυξης Μαριολογίας από τους δυτικούς, η οποία συνεχίστηκε και αργότερα, οδηγώντας την λατινική εκκλησία σε επικύρωση διδασκαλιών χωρίς Οικουμενική μαρτυρία[227].

Το περί ασπίλου συλλήψεως δόγμα

Με απλά λόγια, το δόγμα αυτό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ("ανακηρύχτηκε ως δόγμα από τον Πάπα Πίο Θ΄ τό 1854"[228]), μολονότι μερικές φορές συγχέεται λανθασμένα με το αειπάρθενο της Θεοτόκου[229], στην πραγματικότητα υποστηρίζει τα εξής: ότι κατά τη σύλληψη της στην κοιλία της μητέρας της, η Μαρία, είχε ειδικά απαλλαγεί με θεϊκή παρέμβαση από την κληρονομιά του προπατορικού αμαρτήματος στο οποίο, ως ανθρώπινο ον, διαφορετικά θα υπέκειτο. Ήταν δηλαδή σαν, γι' αυτήν ειδικά, να μην είχε συμβεί η Πτώση. Σ' αυτή την άποψη, οι Ορθόδοξοι απαντούν "ότι παρόμοιο δόγμα δεν μπορεί να αποδειχθεί από την Γραφή ή την Παράδοση και ότι επιπλέον αντιφάσκει προς τη διδασκαλία, που διδάσκεται από ολόκληρη την Εκκλησία, ότι οι συνέπειες της Πτώσεως επηρεάζουν ολόκληρο το ανθρώπινο γένος"[230]. Όπως διατυπώνει στην απάντησή της, η "Εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του 1895 προς τον Πάπαν Λέοντα ΙΓ΄", από τα διάφορα καινοφανή διδάγματα, μεταξύ των οποίων και η διδασκαλία για "την άσπιλον σύλληψιν της αειπαρθένου...αποδεικνύεται...ότι η ανατολική και ορθόδοξος καθολική του Χριστού Εκκλησία κρατεί τα αρχαιοπαράδοτα δόγματα, κοινώς τότε εν τε τη Ανατολή και τη Δύσει ομολογούμενα, και ότι η Δυτική διέστρεψεν αυτά διά ποικίλων νεωτερισμών"[231]. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία υφίσταται η πίστη στην "άφθορον σύλληψιν" του Χριστού και όχι στην '"άσπιλον σύλληψιν" της Θεοτόκου[232].
Ασφαλώς, το δόγμα αυτό σχετίζεται, κατά ένα μέρος, με τον βαθμό αναμαρτησίας της Θεοτόκου. Πράγματι, η Μαρία υπήρξε η πρώτη η οποία πραγμάτωσε όλες τις ιδιότητες της αγιότητας[233]. Κατ' αυτό τον τρόπο αποδίδεται στη Θεοτόκο και σταθεροποιείται γι αυτήν η προσωνυμία Παναγία ή και αγιωτέρα των αγίων, όπως αναγνωρίζουν οι Πατέρες της Παραδόσεως[234]. Όσο όμως κι αν θεωρούν σημαντικό τον πλήρη εξαγνισμό της Μαρίας προκειμένου να πραγματοποιηθεί το "μυστήριον της σαρκώσεως του Λόγου", εν τούτοις, διδάσκουν ότι το Άγιο Πνεύμα "επενήργησε και το μυστήριον του κατά πάντα αγιασμού αυτής...αλλά πάντες τον εξαγνισμόν τούτον...θεωρούν γενόμενον μετά την γέννησιν αυτής και δη κατά τον Ευαγγελισμόν"[235], σε αντίθεση με τις απόψεις των δυτικών σχολαστικών και κυρίως του Θωμά Ακινάτη (13ος αι.) ο οποίος πλησίαζε προς το περιεχόμενο του δόγματος της ασπίλου συλλήψεως[236]. Στην πραγματικότητα, η δυτική θεολογική λογική "επέβαλε την άρση αυτής της ενοχής" του προπατορικού αμαρτήματος, "για να είναι η Μαρία αμέτοχη, σε τούτο το ρύπο και την ενοχή, ώστε να μπορέσει να γίνει άξιο όργανο της θείας πρόνοιας. Ωστόσο η ορθόδοξη θεολογία δεν έχει κανένα παρόμοιο πρόβλημα, μια και δεν δέχεται καμιά κληρονομική ένοχη στους απογόνους του Αδάμ, παρά μονάχα την κληρονόμηση της αρρώστιας, της φθοράς και του θανάτου"[237]. Όλοι οι αρχαίοι Πατέρες και Διδάσκαλοι, δεν έπαυαν να διδάσκουν ότι η Μαρία "συγκαταλέγεται και μεταξύ των ανθρώπων, των κληρονομησάντων ελλείψεις και αδυναμίας από της πτώσεως...από της οποίας μόνος απηλλαγμένος, επομένως δε και όλως αμέτοχος των συνεπειών ταύτης, τυγχάνει ο...σαρκωθείς και ενανθρωπήσας Κύριος, Σωτήρ πάντων των ανθρώπων"[238].

Τo δόγμα της Μεταστάσεως της Θεoτόκoυ

Η κοίμηση της Θεοτόκου
Η διδασκαλία αυτή ("θεσπίστηκε το 1950 με επίσημη διακήρυξη του πάπα Πίου IB΄"[239]) "αποτελεί νεόκοπο δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας", σύμφωνα με το οποίο, "η Θεοτόκος δεν πέθανε φυσικώς, αλλ' όταν πλησίαζε το τέλος της ζωής της, ο Θεός τη μετέστησε ένσωμη στη θεία Βασιλεία του", για την Ορθόδοξη όμως Παράδοση, η διδασκαλία αυτή "είναι σωστή στην ιδέα της ένσωμης μεταστάσεως, εσφαλμένη δε, ως προς το στοιχείο του θανάτου της Θεομήτορος, το οποίο αρνείται"[240]. Οι Ορθόδοξοι δέχονται "—αν και όχι ενιαίως— τη μετάσταση της Θεοτόκου, της οποίας όμως προηγήθη ο σωματικός θάνατος" τον οποίο εορτάζουν "ως «Κοίμησιν» αυτής στις 15 Αυγούστου"[241]. Αυτό όμως το δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για το πρόσωπο της Θεοτόκου, δηλαδή η ενσώματη μετάσταση της, "δεν έχει ουσιαστική ομοιότητα με τη σχετική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρώτα πρώτα τούτο το δόγμα είναι φυσική συνέπεια και συνέχεια της άσπιλης σύλληψης, ενώ στην ορθόδοξη πράξη δεν υπάρχει πουθενά τέτοιος δεσμός. Εφόσον, κατά τη ρωμαιοκαθολική θεολογία, η Θεοτόκος ήταν απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα, κατ' αναπότρεπτη αναγκαιότητα δεν μπορούσε ο θάνατος να ασκήσει πάνω της τη διαλυτική του δύναμη"[242]. Το στοιχείο όμως του θανάτου του σώματος της Θεοτόκου, είναι πολύ σημαντικό για την ορθόδοξη θεώρηση της μεταστάσεως: "το να δεχτεί κανείς ότι η Θεοτόκος δεν πέθανε —όπως κάνουν οι Ρωμαιοκαθολικοί— είναι σαν να την αποκόπτει από την ιστορικότητα της και τη φυσική της συνέχεια στη φύση του Αδάμ. Αυτό όμως πλήττει την αλήθεια της και την αυθεντική θέση που κατέχει στο λυτρωτικό κύκλο του αχράντου Τόκου της"[243].

Οι πληροφορίες των απόκρυφων χριστιανικών κειμένων για την Παναγία

Εισαγωγικά

Όταν στην Ορθόδοξη Εκκλησία αναφερόμαστε σε πληροφορίες οι οποίες αντλούνται από Απόκρυφα κείμενα, δεν θα πρέπει να δημιουργείται σύγχυση, ότι, δήθεν, αυτές κομίζουν ειδήσεις που μπορεί να βρίσκονται εκτός των ορίων της Παράδοσης της εκκλησιαστικής κοινότητας. Καταρχάς, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αντίθετη στην προτεσταντική εμμονή στη μοναδικότητα της Αγίας Γραφής ως πηγή Θεολογίας, από τη στιγμή που και η ίδια η Καινή Διαθήκη μας βεβαιώνει για το αντίθετο: πληθώρα εδαφίων διδάσκουν την ισοτιμία Γραφής και προφορικής Ιεράς Παραδόσεως (Β΄ Θεσ. 2:15. Α΄ Κορ. 11:2.23.15,3. Α΄ Τιμ. 6:20. Α΄ Θεσ. 4:1.2 κ.ά.). Αυτό σημαίνει ότι μια ενιαία διδασκαλία Γραφής και Παραδόσεως, διαφυλάσσεται στην καθοδηγούμενη από το Άγιο Πνεύμα Εκκλησία, και για την καθαρότητά της από αιρετικά στοιχεία μας βεβαιώνει η Ομοφωνία στην αποδοχή της (βλ. περισσότερα στο κύριο άρθρο Ιερά Παράδοση).
Κατά συνέπεια, κάθε πληροφορία η οποία βρίσκεται εκτός κοινότητας, και δεν πληροί τα παραπάνω κριτήρια, η εκκλησία την θεωρεί ύποπτη και περιέχουσα "υπερβολές, προερχόμενες από αιρετικούς κ.ά."[244]. Είναι όμως γεγονός, ότι σε απόκρυφα βιβλία είναι δυνατόν να "ανευρίσκει κανείς και αναφορές ή διηγήσεις, που κατά παράδοση ανταποκρίνονται στα ιστορικά δεδομένα προσώπων και πραγμάτων"[245] ή να "ενσωματώνουν πρωτοχριστιανικές παραδόσεις"[246] με σημαντικό "θεολογικό συμβολικό περιεχόμενο" και "βαθύτερη σωτηριολογική σημασία"[247], οι οποίες εκφράστηκαν μέσω εορτολογικών, υμνολογικών ή άλλης "διά των καλών τεχνών εκδηλώσεως της εκκλησιαστικής συνειδήσεως"[248].
Για το ορθόδοξο περιεχόμενό των επιμέρους διηγήσεων και τη γνησιότητά τους, "εχέγγυον...αποτελεί αυτή αύτη η εκκλησιαστική συνείδησις"[249] αφού, πάντα οι Πατέρες της Εκκλησίας σε Ανατολή και Δύση, συνιστούσαν επαγρύπνηση έναντι "των απόκρυφων καινοδιαθηκικών συγγραφών και...προφύλαξιν από των δι' αυτών μεταδιδομένων (Κυρίλλ. Ιεροσολ., PG 33, 496. Μεγ. Αθανασ., PG 26, 1436.1440. Ιερών., PL 23, 201. 26, 88. Ιννοκεντ. Α΄, PL 20, 502)"[250], ενώ, και ο ίδιος "ο καθορισμός (το κλείσιμο) του Κανόνα της ΚΔ" αποτελούσε εκτός άλλων, και "αντίδραση της Εκκλησίας στην πληθωρική απόκρυφη γραμματεία"[251]. Είναι δεδομένο ότι, ακόμη κι αν περιείχε διηγήσεις που επηρέασαν την εικονογραφία και υμνολογία της εκκλησίας[252], τελικά, καμία αναγνώριση κανονικότητας δεν καθιερώθηκε, για κανένα απόκρυφο βιβλίο, και είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα το Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου, το οποίο βρίσκουμε στους καταλόγους των αρχαίων αιρεσιολόγων να μνημονεύεται σαφώς ως απόκρυφο[253].

Οι σημαντικότερες διηγήσεις

Τα απόκρυφα που περιέχουν τις περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα παιδικά χρόνια, τη ζωή και την κοίμηση της Θεοτόκου είναι[254]:
Το κείμενο αυτό είναι το "αρχαιότερο και σημαντικότερο [και] προέρχεται από το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα, πιθανώς από την Αίγυπτο"[255]. Σκοπός του βιβλίου είναι η διακήρυξη της ηθικής υπεροχής της Θεοτόκου, και στο κείμενο περιγράφεται η γέννηση και ο βίος της Μαρίας μέχρι την παραλαβή της από τον Ιωσήφ, και η γέννηση του Χριστού βάσει των κανονικών ευαγγελίων με πολλές προσθήκες, αλλά και με "προφανή επιδίωξιν την καταπολέμησιν των άρνητών αυτής, ως ήσαν τότε οι ανήκοντες εις μίαν των μερίδων των Εβιωναίων"[256].
Μερικές από τις υμνογραφικές, εικονογραφικές και συναξαρικές παραδόσεις σχετικά με τη ζωή της Παναγίας που περιέχει το κείμενο αυτό, είναι[257]:
  • Η ατεκνία των γονέων της Μαρίας, του Ιωακείμ και της Άννας (από εδώ παραλήφθηκαν τα ονόματα των γονέων της Θεοτόκου)[258].
  • Η πληροφορία από άγγελο Κυρίου ότι θα αποκτήσουν παιδί.
  • Η γέννηση της Μαρίας.
  • Τα πρώτα βήματα της Παναγίας σε ηλικία έξι μηνών που ενέπνευσαν την παράσταση της "Επταβηματίζουσας".
  • Η προσφορά της Παναγίας από τους γονείς της στο Ναό ("Εισόδια της Θεοτόκου").
  • Διηγήσεις σχετικές με τη μνηστεία της Παναγίας.
  • Άγγελος Κυρίου ευαγγελίζεται τη Μαρία, ενώ βρίσκεται στο φρέαρ με το σταμνί της ("Ευαγγελισμός παρά το φρέαρ").
κ.ά.
Ένα άλλο απόκρυφο κείμενο που μας πληροφορεί για τη ζωή της Παναγίας είναι το Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου, που πιθανόν συντάχθηκε κατά τον 8° ή 9° αιώνα στα λατινικά, αντλεί όμως στοιχεία από το Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου και από άλλα προγενέστερα του απόκρυφα κείμενα[259].
Από το κείμενο αυτό προέρχονται:
  • Διηγήσεις σχετικές με την προσήλωση της Παναγίας στην προσευχή κατά την παιδική της ηλικία.
  • Εγκώμια σχετικά με τον χαρακτήρα της.
  • Διηγήσεις σχετικά με τη γέννηση του Χριστού.
  • Διηγήσεις σχετικά με τη φυγή στην Αίγυπτο.
Εκτός αυτών, ένα πλήθος χειρογράφων σε διάφορες αρχαίες γλώσσες, εξιστορούν το επίγειο τέλος της Παναγίας, την κοίμηση και μετάσταση της και συχνά η εικονογραφία αντλεί από τα κείμενα αυτά.
Οι σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις κανονικές και τις απόκρυφες διηγήσεις είναι:
  1. Στα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης το πρόσωπο της Παναγίας μνημονεύεται πάντα σε σχέση με τον Ιησού Χριστό, ενώ στα απόκρυφα παρέχονται πληροφορίες για τη ζωή της Παναγίας, όχι κατ' ανάγκη σε σχέση με τον Υιό της.
  2. Οι διηγήσεις των Ευαγγελίων διακρίνονται για τη λιτότητα τους ενώ οι διηγήσεις των απόκρυφων καταφεύγουν συχνά σε εντυπωσιακές περιγραφές και λυρικές εξάρσεις.
  3. Τα απόκρυφα, συγκρινόμενα προς τα Καινοδιαθηκικά κείμενα, υπολείπονται σαφώς από πλευράς θεολογικής εμβάθυνσης.

Αγιολογία

Γενικά

Εφόσον με την ανθρώπινη φύση του Υιού του θεού μεταδίδεται η θεία χάρη στους Χριστιανούς, η Θεοτόκος γίνεται η Παναγία μητέρα τους και η γέφυρα η "μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν"[260]. Αυτή μιμούνται πνευματικά οι Χριστιανοί, όταν με την πίστη τους και τη θεία χάρη, γεννιέται στις ψυχές τους μυστικά ο Χριστός, και με τον τρόπο αυτό, διά της Θεοτόκου συμμετέχουν βιωματικά στην εν Χριστώ σωτηρία τους, αφού παίρνουν, πνευματικά, τη θέση της Παναγίας και προσφέρονται για να γεννηθεί και να μορφωθεί στην ύπαρξη τους ο Χριστός[261].
Η Θεοτόκος, έχοντας θνητή φύση, κοιμήθηκε εν Χριστώ, τάφηκε και μετέβη με το σώμα της στη Βασιλεία του θεού. Από εκεί προσεύχεται προς τον Χριστό, τον μόνο μεσίτη μεταξύ θεού και ανθρώπων, για τη σωτηρία του πληρώματος της Εκκλησίας. Η Παναγία είναι η Δέσποινα του κόσμου[262], και εξαιτίας της υπεροχής της από τους αγγέλους, χαιρετίζεται ως "τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξότερα ασυγκρίτως των Σεραφείμ"[263].
Η Εκκλησία, ως έκφραση ευχαριστίας αποδίδει στη Θεοτόκο τιμητική προσκύνηση και μέσω αυτής λατρεύει τον χορηγό της σωτηρίας Θεό, δεδομένου ότι τα ιδιώματα και χαρίσματα της Παναγίας αποδίδονται σ' αυτήν ως θεομήτορα και πάντοτε σε σχέση με τον απ' αυτήν γεννηθέντα κατά σάρκα Θεό και Σωτήρα Χριστό. Γι' αυτό στις εικονογραφικές παραστάσεις σχεδόν πάντα εικονίζεται με τον Υιό της, από τον οποίον είναι αδιαχώριστη, και εκφράζει την υπέρλογη ενανθρώπηση του θείου Λόγου. Όμως, μόνο στην Αγία Τριάδα οφείλεται λατρεία, ενώ στη Θεοτόκο αποδίδεται μόνο τιμή και σεβασμός. Οι Πατέρες είναι σαφείς σε αυτό. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο άγιος Επιφάνιος Σαλαμίνας:
"Εν τιμή έστω Μαρία, ο δε Πατήρ και Υιός και άγιον Πνεύμα προσκυνείσθω, την Μαρίαν μηδείς προσκυνείτω"[264].
Επίσης, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός ξεκαθαρίζει:
"Θεός έστι το λατρευόμενον...[την δε] μητέρα θεού τιμώμεν και σέβομεν...ου θεάν ταύτην φημίζοντες άπαγε, της ελληνικής τερθρείας τα τοιαύτα μηθεύματα"[265].
Η Παναγία ασφαλώς, δεν έχει ανάγκη από τα δικά μας εγκώμια, αλλά με το τρόπο αυτό, βοηθείται η δική μας πρόθεση, αγάπη και αγαθή προαίρεση. Αφότου ο άγγελος αποκάλεσε τη Μαρία "κεχαριτωμένη" και στη συνέχεια η Ελισάβετ "ευλογημένη εν γυναιξί", υμνήθηκε ως η "σωτηρίας ημίν πρόξενος" και ως "τον του κόσμου Λυτρωτήν Λόγον γεννήσασα"[266].
Όπως σημειώνει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός:
"Τι μπορεί να 'ναι πιο γλυκό από τη Μητέρα του Θεού;"[267].
Αυτή η ευλάβεια των ορθοδόξων προς τη Θεοτόκο δεν φαίνεται μόνο από την επίκληση της για βοήθεια και συμπαράσταση, αλλά και από το πλήθος των εκκλησιαστικών ύμνων για τις πολλές εορτές και πανηγύρεις προς τιμή της που αφορούν θαύματα, εύρεση εικόνων και εγκαινισμούς ναών[268].

Εορτές