Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Γιατί ο Δεκαπενταύγουστος λέγεται «Πάσχα του καλοκαιριού»;

, , , , ,
Συχνότατα αποκαλούμε την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και τη Μετάστασή της στους ουρανούς «Πάσχα του καλοκαιριού». Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Τι σχέση έχει ο θάνατος, η κοίμηση ορθότερα, ενός ανθρώπου με την Ανάσταση του Θεανθρώπου και το πέρασμά Του από το θάνατο στη Ζωή; Στο κάτω κάτω τι σχέση έχει με την Παναγία η συνήθεια πολλών γυναικών να φορούν μαύρα κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου; Μήπως αυτό έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα της Εκκλησίας;
 
Σαφώς όχι, καθώς η Εκκλησία δεν κλείνει τα μάτια μπροστά στο θάνατο και αποδέχεται εκδηλώσεις πένθους, με την προϋπόθεση να μην είναι καρπός απελπισίας και απόγνωσης.
Αυτές τις ημέρες κάποιος πολύ αγαπητός φίλος μου έστειλε ένα κείμενο που έγραψε με την αφορμή της κοιμήσεως της μητέρας του. Μάλιστα, στην αρχική του μορφή, το έγραψε, όχι στην ησυχία ενός γραφείου, αλλά στο δωμάτιο του νοσοκομείου, όπου παρέστεκε την εγγίζουσα το τέλος της επίγειας και την αρχή της αιώνιας ζωής μητέρα του. Διαβάζοντας το, είχα διαρκώς την αίσθηση της ελπίδας, της Ανάστασης, της προσδοκίας για κάτι καλύτερο.
Στο μυαλό μου φάνηκε πιο ξεκάθαρη από ποτέ η σύνδεση ανάμεσα στην Κοίμηση της Θεοτόκου, την οποία γιορτάζουμε αύριο, με τον προσδιορισμό της εορτής ως «Πάσχα του καλοκαιριού». Στο μυαλό μου ήλθαν οι γυναίκες που μαυροφορούν, όχι από απόγνωση, αλλά από χαρά για την «από της γης εις τα άνω» μετάσταση της Μητέρας μας της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Διαβάστε κι εσείς ένα μέρος του κειμένου αυτού. Αναφέρεται στο θάνατο, αλλά αφήνει γεύση Ανάστασης:
«Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται. Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος», ακούμε στο τέλος της πασχαλινής λειτουργίας, από το στόμα του ιερού Χρυσοστόμου. «Ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με, έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν», ακούμε στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της κηδείας, από το αψευδές στόμα του Κυρίου μας.
Γι’ αυτό και το δεύτερο πρόσωπο στο οποίο σου απευθύνομαι δεν αποτελεί ρητορικό σχήμα –άλλωστε, ποτέ δεν τα κατάφερνα στα λόγια, αλλά απόρροια της πεποίθησής μου ότι εκεί έξω στο μνήμα σου δεν είναι θαμμένη μία νεκρή, αλλά εσύ που κοιμάσαι. Και θα πει κάποιος: «Έστω κι αν είναι έτσι, τι νόημα έχει να μιλά κανείς σε κάποιον που κοιμάται, αφού η ακοή δεν λειτουργεί κατά τη διάρκεια του ύπνου;» Ναι, αλλά, όπως οι μητέρες κάποιες φορές μιλούν και λένε ένα σωρό γλυκόλογα στο βλαστάρι τους που κοιμάται, γνωρίζοντας ότι τα λόγια τους δεν φτάνουν στο κέντρο της ακοής τους, όμως πιστεύουν ότι η αγάπη με την οποία είναι φορτωμένα αυτά τα λόγια ξεπερνά κάθε εμπόδιο και φτάνει στην καρδούλα του παιδιού τους, έτσι κι εγώ πιστεύω ότι τα λόγια και οι προσευχές μιας καρδιάς που φλέγεται από αγάπη είναι ικανά να ξεπεράσουν κι αυτόν ακόμη το θάνατο, να περάσουν στο επέκεινα και να φτάσουν μέχρι και το θρόνο του Θεού.
Και το μεν σώμα σου, μανούλα μας, χωρισμένο πλέον από τη ζωογόνο δύναμη της ψυχής σου –αυτό άλλωστε δεν είναι ο θάνατος;– έχει ήδη παραδοθεί στη χωμάτινη ύλη απ’την οποία προήλθε, η δε ψυχή σου, που πάντα ήταν –και ελπίζω ότι και τώρα είναι– κοντά στο Ζωοδότη Θεό, θα παραμείνει ζωντανή, περιμένοντας την κοινή ανάσταση των σωμάτων όλων μας, ώστε, σαν αναστημένη ψυχοσωματική ενότητα –αυτό άλλωστε δεν είναι ο άνθρωπος;– να απολαύσει τη μακαριότητα κοντά στο λατρεμένο μας Κύριο.
Γι’ αυτό, μιας και βρισκόμαστε στον ευλογημένο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, που δεν ονομάστηκε άδικα «Εκκλησία της Αναστάσεως», κάποιες ευχές μας, όπως «Ζωή σε σας», καλό θα ήταν ν’αντικατασταθούν με την ευχή «Ζωή και σε σας», ή, ακόμη καλύτερα, με την ευχή «Ο Θεός να την αναπαύσει», αυτό δηλαδή για το οποίο τόση ώρα προσευχόμαστε και ψέλνουμε, σε μια ακολουθία που διαρκώς μας θυμίζει την Ανάσταση. Στην κηδεία ο καλός μας ποιμενάρχης είπε ότι «η γενέθλιος ημέρα της δούλης του Θεού . . . συνέπεσε με την γενέθλιο ημέρα της Εκκλησίας μας.», δηλαδή την Πεντηκοστή. Ναι, γεννητούρια είναι ο σωματικός θάνατος για τους χριστιανούς, γι αυτό και ο άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος, όταν πλησίαζε στη Ρώμη για να κατασπαραχθεί από τα θηρία, έλεγε: «ο τοκετός μοι επίκειται», δηλαδή, «πλησιάζει η γέννα μου»! Θάνατος για το πρόσκαιρο, γέννα για το αιώνιο. Θάνατος για το φθαρτό, γέννα για το άφθαρτο.
Πολλοί θα απόρησαν για τη στάση μου κατά τη διάρκεια της κηδείας, όταν, όχι μόνο κάποιο δάκρυ λύπης δεν κύλησε απ’τα μάτια μου, αλλά αντίθετα, κάποιες στιγμές ένα γλυκό μειδίαμα διαγραφόταν στα χείλη μου –κυρίως όταν γύριζα και κοιτούσα το σκήνωμα της μανούλας μας στο φέρετρο. Ε, λοιπόν, υπήρχε λύπη!
Αλλά, δεν λυπόμουν «καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα», όπως ανέφερε ο απόστολος της ακολουθίας, γιατί, ζώντας μέσα στην Εκκλησία, δεν αγνοώ «περί των κεκοιμημένων», αντίθετα γνωρίζω ότι η απώλεια της φυσικής παρουσίας της μητέρας μας, η οποία βεβαίως και με πονά πολύ, είναι κάτι το προσωρινό, αφού, όπως αναφέρει γνωστό τροπάριο του Μεγάλου Σαββάτου: «Βασιλεύει αλλ᾿ ουκ αιωνίζει άδης του γένους των βροτών». Η τελευταία μας κατοικία δεν είναι ο τάφος, αλλά η αιωνιότητα που θ’ ακολουθήσει την κοινή ανάστασή μας.
Γνωρίζοντας, μάλιστα, τον άγιο τρόπο με τον οποίο διήγαγε την επίγεια ζωή της η μητέρα μου και έχοντας γι᾿ αυτό την ελπίδα ότι ο Πανάγαθος Θεός θα την αναπαύσει «μετά των Αγίων», θα δεχόμουν με χαρά και την ευχή «Άντε και στα δικά σας!» ή «Καλή αντάμωση να ’χετε!».
Μήπως υπερβάλλω; Μήπως παραλογίζομαι; Όχι αγαπητοί μου. Η άρνηση της Αναστάσεως είναι ο απόλυτος παραλογισμός. Γιατί, πώς είναι δυνατόν, ακόμη κι ένα μυαλό με καθαρά τετράγωνη-μαθηματική λογική, να δέχεται ότι στην εξίσωση της πείνας ο άγνωστος «χ» είναι το φαγητό, στην εξίσωση της δίψας το νερό, αλλά στην εξίσωση της αδήριτης και βασανιστικής πείνας και δίψας κάθε ανθρώπινης ύπαρξης για ζωή να μη δέχεται ότι ο άγνωστος «χ» είναι η αιωνιότητα, αλλ’αντ’ αυτής το κενό, το μηδέν, ο θάνατος; Σκεπτόμενος κάποιος έτσι, όχι μόνο χάνει τη λογική του, αλλά και ολόκληρη η επίγεια βιοτή του χάνει το νόημά της και μετατρέπεται σε μια πορεία θανάτου. Ουσιαστικά, μόνο όποιος πιστεύει στη μετά το σωματικό θάνατο ζωή ζει τη ζωή του. Οι υπόλοιποι ζουν το θάνατό τους, όσα χρόνια, πολλά ή λίγα, κρατήσει αυτή η διαδικασία. Και, σε τελική ανάλυση, ποτέ δεν πίστεψα ότι είμαι πιο ζωντανός από τον άγιο Νικόλαο, για παράδειγμα, ή οποιονδήποτε άλλον από το νέφος των μαρτύρων και ομολογητών της πίστεώς μας. Αντίθετα, αντλώ ζωή απ’τη ζωή τους και δύναμη για να συνεχίσω τον καλό αγώνα στον οποίο αυτοί αναδείχθηκαν πρωταθλητές.
          Όταν πέρυσι –έχοντας καταλάβει από τις ανησυχητικά χαμηλές τιμές της αιματολογικής σου εξέτασης ότι κάτι δεν πάει καλά– σε πήγαινα στο νοσοκομείο, κάναμε, κατά την προσφιλή σου συνήθεια, την Μικρή Παράκληση στην Παναγία μας –από στήθους, βέβαια, αφού οδηγούσα. Αφού λοιπόν αναθέσαμε «την πάσαν ελπίδα μας» για το τι μέλλει γενέσθαι στις πρεσβείες της, άρχισες να μου αφήνεις «παραγγελίες» για το τι θα κάνουμε αν τύχει και πεθάνεις: «Να προσέχετε τον πατέρα σας», «Μην τυχόν και χάσει τις διακοπές του το παιδί (για τον εγγονό σου) και το φάει η Αθήνα!». Και το αποκορύφωμα: «Δεν πιστεύω άμα πεθάνω να κλαίτε!». Εκεί δεν άντεξα και, με πειρακτικό ύφος σου είπα: «Και τι θα κάνουμε ρε μάνα; Θα γελάμε, ή θα λέμε ανέκδοτα;», για ν’ ακούσω την –με απόλυτα φυσικό και ήρεμο ύφος– απάντησή σου: «Ναι, ανέκδοτα να λέτε!» »
Καλή Παναγιά και Ανάσταση σε όλους μας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου