Α.
Γνωρίζω πολύ καλά ότι το πρόβλημα της μαριολογίας (δηλ. τη διδασκαλία για την Υπεραγία Θεοτόκο Παρθένο Μαρία) δεν βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο των χριστιανικών μελετών. Δεν αναφέρομαι μόνο σε Ομολογίες που απορρίπτουν την πίστη στην Παρθένο Μαρία αλλά και σε Χριστιανούς που υπήρξαν κάποτε υπέρμετρα πιστοί στην Παναγία. Όταν παρευρέθηκα στη Β’ Βατικάνειο Σύνοδο ως παρατηρητής, κάποιος εκεί μου είπε: «Λοιπόν, σύντομα θα απαλλαγούμε από τη μαριολογία». Ακόμη θυμάμαι την έκπληξη που δοκίμασα τότε. Ειλικρινά, εμείς οι Ορθόδοξοι δεν είμαστε έτοιμοι «να απαλλαγούμε» από τη μαριολογία. Αντίθετα, σκέφτομαι ότι αν κατανοούμε την κρίση που περνούμε σήμερα, αν κατανοούμε το βάθος των σύγχρονων προβλημάτων και ότι η πραγματική κρίση δεν είναι στο επίπεδο της «διευθέτησης» των σχέσεων Εκκλησίας και κόσμου αλλά στον τρόπο με τον οποίο θεωρούμε τον Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο, τότε επίσης θα καταλάβουμε αυτό που εκφράστηκε για αιώνες με την τιμή στην Παναγία.
Καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο να δεχθούμε τη σχέση μεταξύ των «σύγχρονων προβλημάτων» και της Παναγίας, διότι στη Ρωμαιοκαθολική Δύση η Παναγία αποτελεί αντικείμενο μιας σχεδόν ξεχωριστής λατρείας. Στην Ανατολή, από την άλλη, δεν υπάρχει θεολογική αμφισβήτηση ή λογισμός αμφιβολίας γύρω από αυτό το θέμα. Αν θεωρήσουμε ότι με τον όρο «μαριολογία» εννοούμε μια συγκεκριμένη θεολογική διδασκαλία, μια ξεχωριστή διανοητική προβληματική, τότε πρέπει να πούμε ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει μαριολογία. Η τιμή στο πρόσωπο της Παναγίας διαπερνά ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας- έχει τις διαστάσεις του δόγματος και της ευσέβειας που έχει τόσο η χριστολογία όσο και η εκκλησιολογία. Αυτή τη «διάσταση» θέλουμε να τονίσουμε σήμερα σε συνάφεια με κάποια προβλήματα που μπορεί να φαίνονται άσχετα. Με άλλα λόγια, κάποιος θα μπορούσε να ρωτήσει: Η μαριολογία είναι μια μορφή ευσέβειας που είχε σχέση με το παρελθόν και δεν έχει καμιά άξια σήμερα; Η απάντηση μου, εκ των προτέρων, είναι όχι. Με τη μαριολογία εκφράζεται κάτι θεμελιώδες για την ίδια τη Χριστιανική πίστη, για τη Χριστιανική εμπειρία του κόσμου και της ανθρώπινης ζωής. Σε αυτό το χώρο θα κινηθώ και θα μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις.
Β.
Παρόλο που δεν θα συζητήσω την ιστορική εξέλιξη της μαριολογίας, πρέπει να τονίσω ότι η Ορθόδοξη κατανόηση της τιμής στο πρόσωπο της Παναγίας κινήθηκε πάντοτε στο πλαίσιο της χριστολογίας. Για να χρησιμοποιήσω μια κάπως παράδοξη προσέγγιση, θα μπορούσα να πω ότι κι αν δεν φανερωνόταν οτιδήποτε άλλο μέσα στο Ευαγγέλιο πέρα από το απλό γεγονός ότι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο Θεάνθρωπος, είχε μια μητέρα που λεγόταν Μαριάμ, αυτό θα ήταν αρκετό για την Εκκλησία για να την αγαπήσει, να κατανοήσει τη σχέση και το σύνδεσμο της με τον Υιό της και να καταλήξει σε θεολογικά συμπεράσματα μέσα από αύτη τη μελέτη. Συνεπώς δεν χρειαζόμαστε επιπλέον ή ειδικές αποκαλύψεις· η Παναγία είναι μια αυταπόδεικτη και ουσιώδης «διάσταση» του ίδιου του Ευαγγελίου.
Όσον άφορα στη λατρευτική τιμή της Παναγίας, αυτή αναπτύχθηκε αρχικά στο πλαίσιο των λεγομένων «συνακόλουθων εορτών». Η παλαιότερη εορτή της Παναγίας φαίνεται ότι είναι η Σύναξις προς τιμήν της στις 26 Δεκεμβρίου, αμέσως μετά τη Γέννηση του Σωτήρος. Αυτό σημαίνει ότι η λατρευτική τιμή στο πρόσωπο της Παναγίας ακολουθούσε την ανάπτυξη της χριστολογίας· αποτελούσε μέρος της διδασκαλίας της Εκκλησίας για το Μυστήριο της Ενανθρώπησης. Στην Ανατολή τουλάχιστον, διατηρήθηκε πάντοτε αυτός ο χριστολογικός χαρακτήρας της τιμής στο πρόσωπο της Παναγίας. Έχουμε, βεβαίως, και λαϊκές μορφές τιμής και προσκύνησης της Παναγίας, όμως, ακόμη κι αυτές οι μορφές παραμένουν οργανικά συνδεδεμένες με το μυστήριο του Χριστού. Το μυστήριο του Χριστού στάθηκε πάντοτε ο εσωτερικός τύπος και το κριτήριο της Ορθόδοξης μαριολογίας.
Η λειτουργία είναι ο κύριος, αν όχι ο μοναδικός, χώρος της μαριολογίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Όπως είπα προηγουμένως, η Παναγία ποτέ δεν αποτέλεσε αντικείμενο ειδικής και ξεχωριστής θεολογικής μελέτης· δύσκολα θα συναντήσει κανείς μαριολογική πραγματεία στα εγχειρίδια της δογματικής. Σίγουρα, η λειτουργική τιμή της Παναγίας εμπλουτίστηκε με πολλή ευλάβεια, συμβολισμούς και αλληγορίες και αυτό δημιουργεί ερωτηματικά ως προς το βιβλικό χαρακτήρα και την ορθότητα αυτών των μορφών. Πού υπάρχουν μέσα στην Αγία Γραφή οι διηγήσεις για τη Γέννηση της, τα Εισόδια ή την Κοίμηση της; Η Ορθόδοξη απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι ανεξάρτητα από τις ποιητικές, λειτουργικές ή υμνογραφικές «εκφράσεις», όλα αυτά τα γεγονότα είναι πραγματικά με την έννοια ότι είναι αυταπόδεικτα. Η Παναγία γεννήθηκε· όπως συνέβη και με άλλες ευλαβείς Εβραιοπούλες, κάποτε παρουσιάστηκε και αφιερώθηκε στο Ναό· στο τέλος πέθανε. Το γεγονός, λοιπόν, ότι πολλές από τις λειτουργικές εκφράσεις αυτών των εορτών είναι παρμένες από τα Απόκρυφα δεν αλλάζει, ούτε διαφοροποιεί την «πραγματικότητα» τους. Την Εκκλησία ενδιαφέρει το βαθύτερο μήνυμα αυτών των γεγονότων κι όχι η ποιητική επεξεργασία των βυζαντινών ύμνων.
Οι εορτές της Παναγίας αποτελούν μόνο μια όψη της τιμής στο πρόσωπο της. Πραγματικά, διαπερνούν ολόκληρη τη λατρεία της Εκκλησίας. Έτσι, ο τελευταίος ύμνος κάθε ωδής όλων των Κανόνων, δίκην κατάληξης ή επιλόγου, είναι αφιερωμένος στην Παναγία και ονομάζεται Θεοτοκίον. Τις Τετάρτες και Παρασκευές, ημέρες που είναι αφιερωμένες στο Σταυρό, αυτός ο ύμνος παίρνει τη μορφή του Σταυροθεοτοκίου, ενός ύμνου που αναφέρεται στην Παναγία σε συνδυασμό με το Σταυρό.
Τέλος, μια πολύ σημαντική διάσταση της μαριολογίας συναντάται στην εικονογραφία. Είναι αρκετό να κοιτάξουμε τις ωραιότατες εικόνες της Παναγίας που έχουμε στον Ορθόδοξο χώρο – όπως για παράδειγμα η Παναγία του Βλαδιμήρ – για να καταλάβουμε ότι εδώ βρίσκεται μια θαυμάσια αποκάλυψη του κεντρικού μυστηρίου της Χριστιανικής πίστης καθώς και του νοήματος του άνθρωπου, του σώματος του, της ζωής του, του προορισμού του.
Γ.
Αυτό, όμως, αμφισβητείται σήμερα. Γι’ αυτό είναι αναπόφευκτο να δοθούν κάποιες εξηγήσεις. Αρχικά πρέπει να αναφέρουμε το πολύ σημαντικό θέμα της Παναγίας ως της Νέας Εύας. Αυτό μπορεί να οριστεί ως η «κοσμολογική» όψη της μαριολογίας, διότι βάζει το πλαίσιο αυτού του μυστηρίου: της σχέσης μεταξύ Θεού και κόσμου (κοσμολογία), Θεού και εκλεκτού λαού (σωτηριολογία), Θεού και Εκκλησίας (εκκλησιολογία) και τέλος την ολοκλήρωση των πάντων εν Θεώ. Όλα αυτά εκφράζονται πρωταρχικά ως ένα μυστήριο αγάπης, όπως συμβαίνει στην γαμήλια ένωση. Το δεύτερο θέμα είναι αυτό της Παναγίας ως Ναού. Αυτό το θέμα βρίσκει την καλύτερη του έκφραση στη γιορτή των Εισοδίων. Ο Ναός είναι ο χώρος της θείας παρουσίας, της συνάντησης Θεού και άνθρωπου, της φανέρωσης της δόξας του Θεού. Σ’ αυτή τη γιορτή φανερώνεται σ’ εμάς το βαθύ μυστήριο του ανθρώπου ως Ναού του Θεού. Η Παναγία εκπροσωπεί όλους εμάς στην ολοκλήρωση της ως Ναός. Τέλος, να αναφερθούμε στο θάνατο της Παναγίας, στο μεγάλο θέμα της Κοίμησης. Στο σημείο αυτό θα μπορούσα να αναφέρω ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί ποτέ δεν θα έπρεπε να επιτρέψουν στους θεολόγους τους να «δημιουργήσουν» το δόγμα της Ανάληψης της Παναγίας, όπως επίσης και αυτό της Άσπιλης Σύλληψης. Τελικά έχασαν όλη την ουσία γιατί προσπάθησαν να ερμηνεύσουν με τη λογική και με ορολογία που δεν ταιριάζει, ένα εσχατολογικό μυστήριο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν «εξηγεί» τί συνέβη όταν πέθανε η Παναγία. Απλώς αναφέρει ότι ο θάνατος της σηματοδοτεί «την ανατολή της μυστικής ημέρας». Η Παναγία εξ αιτίας της ολοκληρωτικής της αγάπης προς το Θεό, της απόλυτης υπακοής και ταπεινοφροσύνης, γίνεται η απαρχή της κοινής ανάστασης την οποία εξήγγειλε ο Χριστός στον κόσμο.
Το καθένα από τα θέματα αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο βαθιάς και μακράς διερεύνησης. Εδώ θα ασχοληθώ με μια μόνο όψη της μαριολογίας: τη σημασία της για το δόγμα και την κατανόηση της Εκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου