Τις
μέρες του Δεκαπενταυγούστου ψάλλονται, κάθε απόγευμα στις εκκλησίες
μας, οι ωραίες καὶ πολὺ κατανυκτικὲς ακολουθίες, πρὸς τιμὴ της Παναγίας,
που είναι γνωστὲς ως «Παρακλήσεις». Πρόκειται για τους δύο
Παρακλητικούς Κανόνες, τον Μικρό και τον Μεγάλο.
Ονομάζονται
«Παρακλητικοί» οι δύο κανόνες στην Υπεραγία Θεοτόκο, επειδὴ οι πιστοί,
τα αισθήματα των οποίων εκφράζουν οι κανόνες, ικετεύουν καὶ παρακαλουν
τὴν Παναγία μὲ τὶς μεσιτείες καὶ πρεσβείες της πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Θεό
καὶ Υιό της «πολλὰ γὰρ ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου» νὰ ικανοποιήσῃ καὶ νὰ εκπληρώσει τὰ φλέγοντα αιτήματα των προσευχών τους πρὸς αυτή «τάχυνον εἰς πρεσβείαν καὶ σπεῦσον εἰς ἱκεσίαν…».
Έτσι
τὸ περιεχόμενο των δύο αυτών κανόνων είναι η έκφραση και η διατύπωση,
εκ μέρους των πιστών, κραυγαλέων αιτημάτων απόγνωσης, φόβου, αγωνίας και
πόνου, επειδὴ βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης καὶ θλίψεως καὶ
περιστάσεων δυσμενών, βασάνων, πειρασμού καὶ συμφορών του βίου·
απευθύνονται δὲ τὰ αιτήματα αυτὰ προς την Υπεραγία Θεοτόκο, ἡ οποία
ειναι «σκέπη κραταιά, ὅπλον σωτηρίας», «ἐλπὶς ἀπηλπισμένων, ἀσθενῶν
συμμαχία, θλιβομένων χαρά καὶ ἀντίληψις» γιὰ νὰ εὕρουν τὴν ταχινἠν καὶ
βεβαίαν ἐκπλήρωσιν αὐτῶν.
Μὲ
άλλα λόγια, «οι δύο παρακλητικοὶ κανόνες είναι σπαραξικάρδιες προσευχές
του πονεμένου καὶ βασανισμένου λαού μας καὶ ανθρώπου κάθε εποχής, πρὸς
τὴν Πάναγνο Μητέρα του Κυρίου, τὴν μόνη ελπίδα καὶ αντίληψη καὶ«προστάτιν καὶ φρουρὰν ἀσφαλεστάτην», «σκέπην κραταιάν» καὶ «καταφύγιον πάντων τῶν χριστιανῶν»,
γιὰ νὰ βρούν παρηγορία, ἀνακούφιση στοὺς πόνους των, θεραπεία των
ψυχικών καὶ σωματικών ασθενειών των, απαλλαγὴ απὸ τοὺς ποικίλους
πειρασμοὺς της ζωής, σωτηρία καὶ έλεος εκ μέρους του Θεού».
Ο Ποιητής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα (Μ.Π.Κ)
Γιὰ
τὸν ποιητὴ του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος (Μ.Π.Κ.), έχουμε σαφείς
μαρτυρίες καὶ είναι γνωστὸ τὸ όνομά του, τὸ ὁποῖο φέρεται σὲ όλη τὴ
χειρόγραφη παράδοση καὶ σὲ όλες τὶς έντυπες εκδόσεις του.
Ο
ποιητὴς λοιπόν του μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος είναι ο Θεόδωρος Β´
Δούκας Λάσκαρις, Βασιλιάς τῆς αυτοκρατορίας τῆς Νικαίας, ποὺ ιδρύθηκε
μετὰ τὴν Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως απὸ τοὺς Φράγκους, σαν αντίσταση
στὴν Φραγκοκρατία ποὺ επεβλήθηκε απὸ τὴν Δ´ Σταυροφορία κατὰ τὰ έτη 1204
– 1261.
Ο
τίτλος του δούκα μάς δείχνει ότι συνέθεσε τον Κανόνα πριν την άνοδό του
στον θρόνο της Νικαίας τον Νοέμβριο του 1254. Ο Θεόδωρος Β” Λάσκαρις
ήταν προικισμένος υμνογράφος και υπήρξε συνθέτης πολλών Κανόνων και
άλλων ύμνων, όμως δοκιμαζόταν από κάποια ασθένεια, η οποία τον ανάγκασε
να παραιτηθεί από τον θρόνο της Νικαίας και να αποσυρθεί στην Μονή των
Σωσάνδρων, δυτικά της Νικαίας, όπου και εκάρη μοναχός λίγο πριν τον
θάνατο του. Ο Θεόδωρος συνέθεσε τον Κανόνα της Μεγάλης Παρακλήσεως, ενώ
ακόμα ήταν δούκας, μάλλον σε κάποια ύφεση της ασθενείας του που διήρκεσε
περισσότερο του συνήθους, γεγονός που αποδόθηκε σε θαύμα της Θεοτόκου
προς αυτόν. Ο Κανών γρήγορα διαδόθηκε στις Μονές της Νικαίας και κατά
πάσα πιθανότητα διαμορφώθηκε σε ακολουθία από τους μοναχούς των
Σωσάνδρων ή των πέριξ Μονών. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του
Θεοδώρου ο Κανών χρησιμοποιείται ήδη με την σημερινή του μορφή ως
Παράκλησις σαν Βασιλική Ακολουθία και διαδίδεται σε όλη την Αυτοκρατορία
της Νικαίας. Ακόμα και κατά τις τελευταίες ώρες του Θεοδώρου η Μεγάλη
Παράκλησις ετελείτο καθημερινώς προς ίασή του.
Δεν
γνωρίζουμε την ακριβή ημέρα της Κοιμήσεως τού Θεοδώρου, αλλά αφού
συνέπεσε κοντά στην Κοίμηση της Θεοτόκου είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι
οι μοναχοί των Σωσάνδρων αφιέρωσαν αυτή την ακολουθία στην μνήμη του
Θεοδώρου και κατέστη συνήθεια έκτοτε να ψάλλεται η ακολουθία κάθε
Αύγουστο εις μνήμην τού ποιητού της. Βεβαίως το όνομα της ακολουθίας δεν
ήτο ίδιο με το σημερινό της Μεγάλης Παρακλήσεως, αφού δεν υπήρχε ακόμα
Μικρή Παράκλησις. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ονομαστή ευθύς εξ αρχής
≪Παρακλητικός Κανών≫, αφού αποτελούσε επίκληση προς βοήθεια και
παρηγοριά άνωθεν.
Στις
25 Ιουλίου 1261, o Αλέξιος Στρατηγόπουλος καταλαμβάνει την
Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό του Αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η”
Παλαιολόγου τερματίζοντας έτσι την λατινική κατάληψη των Σταυροφόρων τού
1204. Η αναίμακτη ανάκτηση της Πόλης χαρακτηρίστηκε αμέσως ως
θαυματουργή παρέμβαση της Θεοτόκου. Ο Αυτοκράτωρ για να τιμήσει το θαύμα
και την Θεοτόκο αποφάσισε να ηγηθεί θρησκευτικής πομπής και να εισέλθει
στην Πόλη κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις τού δεκαπενταύγουστου. Μεταξύ
της 25ης Ιουλίου και 15 Αυγούστου πολλές ευχαριστήριες ακολουθίες
γινόντουσαν στην Κωνσταντινούπολη και μεταξύ αυτών ήταν και ο προσφάτως
εισαχθείς Παρακλητικός Κανών τού Θεοδώρου Λασκάρεως.
Η
νέα Βασιλική Αυλή του Μιχαήλ, ευρέθη προ διλήμματος. Οι δύο βασιλικές
δυναστείες τού Θεοδώρου Λασκάρεως και Μιχαήλ Παλαιολόγου ευρίσκοντο σε
μεγάλο μίσος μεταξύ τους. Ο Μιχαήλ είχε ήδη σφετερισθεί την εξουσία από
τον νόμιμο διάδοχο και γιο τού Θεοδώρου, Ιωάννη. Ήταν δύσκολο κατά
συνέπεια να δεχθεί η Βασιλική Αυλή ακολουθίες που θύμιζαν την δυναστεία
τού Θεοδώρου. Ο άγνωστος μέχρι τότε μοναχός Θεοστήρικτος έδωσε την λύση.
Χρησιμοποιώντας
τον ήδη γνωστό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο τού Θεοφάνους Γραπτού
και άλλα λειτουργικά στοιχεία, όπως βιβλικά αναγνώσματα, ευαγγέλιο,
έφτιαξε την Ακολουθία τού Μικρού Παρακλητικού Κανόνος. Ο Κανών τού
Θεοφάνους Γραπτού είχε ήδη εισαχθεί ως πρώτος κανών τού όρθρου στις
εορτές μεγάλων αγίων. Ο Θεοφάνης με την σειρά του είχε χρησιμοποιήσει,
προϋπάρχοντα στοιχεία από τον Κανόνα τού Ιωάννου Δαμασκηνού στην έγερση
τού Λαζάρου.
Συγκεκριμένα
είχε δανειστή τους ειρμούς της α”, γ”, ζ και η” ωδής, ενώ τους
υπολοίπους ή τους συνέθεσε μόνος του ή τους δανείσθηκε από προγενέστερο
λειτουργικό υλικό. Έτσι ο Μικρός Παρακλητικός Κανών πήρε ανάλογη μορφή
και σχήμα με τον ήδη υπάρχοντα Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα. Ο τελευταίος
παρέμεινε εις χρήση μόνο κατά την νηστεία του δεκαπενταύγουστου αφού
ήταν τόσο στενά συνδεδεμένος με την μνήμη τού Θεοδώρου, ενώ βαθμιαία
άρχισε να εναλλάσσεται με τον Μικρό, ο όποιος διεδόθη εξ ίσου ευρέως και
χρησιμοποιείτο πλέον καθ” όλη την διάρκεια τού χρόνου (εις πάσαν
περίστασιν).
Δεν
γνωρίζουμε πότε ακριβώς καθιερώθη η εναλλακτική χρήση των δύο
Παρακλήσεων κατά το δεκαπενταύγουστο. Είναι φυσικό να υποθέσουμε πως
αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο τον Μιχαήλ και την λησμόνηση των διαφορών
των δύο δυναστειών καθιερώθηκε η εναλλαγή των δύο Παρακλήσεων κατά το
δεκαπενταύγουστο ως εναρμόνιση των δύο παραδόσεων Νικαίας –
Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι σήμερα αποδίδουμε τιμή στην πρώτη πρέσβειρα και
μεσίτρια, μετά τον Θεάνθρωπο Χριστόν, η Παναγία μας είναι εκείνη, που
μπορεί και θέλει να μεταφέρει τις ικεσίες και τις δεήσεις μας στα πόδια
του Παμβασιλέως Θεού. Ας καταφύγουμε λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, με
πιστη, με αληθινή ταπείνωση και με αγάπη στην φυσική μας μητέρα και ας
την παρακαλούμε καθημερινά, ειλικρινά για τα προβλήματά μας, και εκείνη
Πολυεύσπλαχνη, θα μας συμπαραστέκεται στις δύσκολες ώρες και θα μας
ελεεί με τη μεγάλη χάρη της. Αμήν. Ὁ χρόνος άρα που γράφτηκε ὁ Μέγας
Παρακλητικὸς Κανόνας είναι ὁ ΙΓ´ μ.Χ. αιώνας καὶ συγκεκριμένα τὸ
διάστημα των ετών 1204 – 1258 μ.Χ.που ἔζησε ὁ ποιητής του Θεόδωρος Β´
Λάσκαρις.
Ο Επιληπτικός Αυτοκράτορας
Ο
Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης ήταν γιος του Ιωάννη Βατάτζη και της Ειρήνης
Λάσκαρη, και εγγονός του Θεοδώρου Α΄Λάσκαρη δημιουργού του κράτους της
Νικαίας. Κληρονόμησε μια πολύ δυνατή αυτοκρατορία, και το ίδιο δυνατή
την παρέδωσε στους διαδόχους του. Ήταν πολύ μορφωμένος, και είχε πλούσια
φιλοσοφική και θεολογική κατάρτιση. Δάσκαλοί του ήσαν οι Νικήφόρος
Βλεμμύδης και Θεόδωρος Ακροπολίτης.
Όταν
πάντρεψε την κόρη του με τον Νικηφόρο γιο του δεσπότη της Ηπείρου
Μιχαήλ και της Θεοδώρας, του παραχωρήθηκαν το Δυρράχιο και τα Σέρβια.
Πάσχοντας
από επιληψία βαριάς μορφής αδυνατούσε να ασκεί τακτικά τα καθήκοντά του
και με το πέρασμα του χρόνου η επιδείνωση της υγείας του, του
προκαλούσε έντονες εμμονές, στρέφοντας πολλούς υψηλόβαθμους
αξιωματούχους εναντίον του. Ειδικότερα η συναισθηματική του αστάθεια
εκφράζεται κυρίως «σαν κατάθλιψη η σαν διάχυση του συναισθήματος ».
Σε μια από το πλήθος των επιστολών του ,ιδιαίτερα αποκαλυπτικών του εσώτερου ψυχισμού του γράφει: «Ίδης τον παντάπασιν χαροπόν, κατηφή, δεινόν, συννοίας μεστόν και παντοίως τη λύπη τρωθέντα και τιτρωσκόμενον. Οίμοι
τι εν εμοί γέγονεν! Ουδέν άλλο είποιμι ή ότι πάντως κάθαρσις ψυχικλή
και ταπείνωσις σαρκική ίνα σώση ο πλάστης το συναμφότερον» (J.B.Papadopoulos)
Κάποτε
στον δρόμο της Ιστορίας, συναντήθηκε με το πρόσωπο της Θεοδώρας, της
Βασίλισσας του Δεσποτάτου της Ηπείρου και σημερινής Αγίας και πολιούχου
της Άρτας.
Η
κόρη του Μαρία παντρεύτηκε τον Νικηφόρο, τον πρωτότοκο γυιό του Μιχαήλ
και της Θεοδώρας. Ο χαρακτήρας της Θεοδώρας , που είχε αποκτήσει
«υπομονή αγίας και συνείδηση ειρηνοποιού» (D.M.Nicol), αλλά και η
Θεοτοκοφιλία της ήταν παραδειγματική και καταλυτική γι αυτόν. Και στις
δύσκολες ώρες του συλλογικού βίου και του ατομικού πόνου έμαθε από την
Θεοδώρα (που οι περιπέτειες της ζωής της έκαναν να κυλήσουν από τα μάτια
της «θρόμβοι δακρύων» και να στραφεί προσευχητικά
πολλές φορές προς το πρόσωπο της Θεοτόκου) να στρέφει τα βλέμματα στην
μορφή της Γιάτρισσας Παναγίας. Και να απευθύνει σε Αυτή κατανυκτικές
επικλήσεις, που εκφράζουν ένα έντονο ψυχικό άλγος.
Αποτέλεσμα
αυτών των διαρκών προσευχητικών επικλήσεων του Θεοδώρου προς την
Θεοτόκο είναι και ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας που αυτός συνέθεσε.
Λίγο
πρίν από τον θάνατό του ζήτησε να εξομολογηθεί. Έπεσε στα πόδια του
εξομολογητή και «δακρύων απλέτοις ρεύμασι την γήν εν ή κατέκειτο
έπλυνεν, ώστε και πηλόν γεγενήσθαι εκ τούτων… «το εγκατέλιπόν σε Χριστέ»
συνεχώς επεφώνει» (Γ.Ακροπολίτης ).
Η
ίδια αυτή κραυγή ενός έντονου ψυχικού άλγους ξεπηδά και και μέσα από
τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα, που σήμερα αντηχεί στους ναούς στα
δειλινά του ελληνικού Δεκαπενταύγουστου, συγκινώντας τους πιστούς με
τους έξοχους στίχους του, γεμάτους από βαθιά εσωτερική οδύνη και
συντριβή.
«Των
λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι την ταπεινήν μου ψυχήν και συμφορών νέφη
την εμήν καλύπτουσι καρδίαν». «Βλέψον ιλέω όμματί σου και επίσκεψαι την
κάκωσιν ήν έχω». Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις πέθανε στο Νυμφαίο σε ηλικία 36 ετών.
Το κείμενο προέρχετια από την ιστοσελίδα : Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίουhttp://talanto.forumup.gr/post-1839-talanto.html,
Η Ιστορία των Παρακλήσεων στην Υπεραγία Θεοτόκο, Π. Άγγελος
agioritikovima, Επί την πηγήν του Αγιάσματος, Ἔτος 4ο Ἀρ. Φύλλου 12
Ἰανουάριος 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου