Επιμέλεια: Λίτσα Χατζηφώτη

Η Παναγία υπήρξε πάντα αντικείμενο αγάπης και τιμής από τους Έλληνες. Το μαρτυρούν οι πάμπολλοι ναοί, το πλήθος των εξωκλησιών, ο μεγάλος αριθμός των εικονογραφικών τύπων, οι πολλές παραδόσεις, η αφιέρωση σε Εκείνη του Αγίου Όρους, που και «Περιβόλι της» καλείται, καθώς και πάμπολλα κείμενα, πεζά και έμμετρα, από τη βυζαντινή περίοδο ώς τις μέρες μας που αναφέρονται στο πανάγιο πρόσωπό Της.
Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι η Παναγία αποτελεί αστείρευτη πηγή έμπνευσης και για πολλούς σύγχρονους Έλληνες ποιητές - και δεν εννοούμε τους αυτοπροσδιοριζόμενους ως «Χριστιανούς», αλλά τους δόκιμους ποιητές του καιρού μας, που Της αφιερώνουν βιβλία ολόκληρα, αυτοτελείς συνθέσεις και συχνές αναφορές. Βέβαια, και το όνομα «Μαρία» είναι ένα μοτίβο που επανέρχεται συχνά στη νεοελληνική ποίηση, αλλά πρόκειται για στοιχείο που χρειάζεται ειδική μελέτη, αφού κάποιες φορές οι ποιητές παίζουν με το όνομα και το πρόσωπο της Θεοτόκου.
Τα ποιήματα που παρουσιάζονται εδώ αποτελούν ένα ελάχιστο τμήμα της ανθολογίας «Η Παναγία στη νεοελληνική ποίηση», που είχε ετοιμάσει ο Ι.Μ. Χατζηφώτης και η οποία εκδόθηκε ατυχώς κατά ένα τμήμα μετά τον θάνατό του, με τρόπο που κατέστρεψε την ενότητα του έργου και την προοπτική του ανθολόγου.

ΑΥΓΕΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ
Να, ο λαός Σου

…Τεράστιο κύμα ο λαός μου
που μ’ ανασηκώνει
και με φέρνει όπως η αγκαλιά το βρέφος
των Ουρανών η Πλατυτέρα

 «Αντίδρομα και Παράλληλα», Αθήνα 1969, σελ. 72

ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
Η χαρά της Παναγίας

Η Παναγία χτενίζει τα χρυσά της μαλλιά
στο μικρό της παράθυρο
μια θαλασσιά πεταλούδα πετά γύρω απ’ τη μία της
πλεξούδα που κρέμεται.
Βασιλεύει ο ήλιος.
Ο Ιωσήφ ανεβαίνει πιο ψηλά, να της κόψει
ένα κόκκινο άνθος.

«Οδοιπορία», Αθήνα 1972, σελ.111

ΓΑΛΑΖΗ ΠΙΤΣΑ
Η ρωγμή του αμίλητου

…Πώς διάλεξες το Μαχαιρά να εκραγείς
και τ’ αρπαγμένο της Παναγιάς μαχαίρι
γίνηκε φόνος στο ψαχνό χτυπώντας
κατά κει που η μνήμη ευδοκιμούσε
κι ήλιος, ηλιοτρόπιο άνθισε σ’ όνειρο γυρισμένος;

… Τώρα που ο Πενταδάχτυλος καημός
περιορίζεται στα πέντε της συναλλαγής δάχτυλα,
το μέλι πικραίνοντας
ξεχασμένου Ονήσιλου
κι η πατρίδα ανήλικη Παναγιά
με λέξεις φαλλοφόρες βιάζεται…

«Υπνοπαιδεία», Αθήνα 1978, σ.σ. 28 και 88
ΕΛΥΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Η τοιχογραφία*

… Να γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό το σώμα
της φευγάτο κιόλας στην Ασία την αντικρινή
Και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μέσ’ στον ουρανό
με τα διχαλωτά πουλιά, τα κρινάκια και τους ήλιους.

Το φυλλόδεντρο και η δέκατη τετάρτη ομορφιά, «Ίκαρος», 1971, σελ. 28

Τα τζιτζίκια
Η Παναγιά το πέλαγο
κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο, την Αμοργό
και τ’ άλλα τα παιδιά της…

 «Τα ρω του Έρωτα», «Αστερίας», 1972, σελ. 27


ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΝΙΚΟΣ
Κοσμά του Ινδικοπλεύστη

Εκεί, Ταμίλες χαμηλές που εμύριζαν βαριά,
Σιγκαλινές με στήθη ορθά, τριγύρω σου λεφούσια.
Εδώ ζυγίζεις το κορμί με τ’ αχαμνά μεριά
Και προσκυνάς τη Δέσποινα τη Γαλακτοτροφούσα.
Πήγες εκεί που εδίδασκε το πράσινο πουλί,
όπου της μάγισσας ο γιος θ’ αντάμωνε το στόλο.
Έλυνε κείνος με σπαθί όσα η γραφή διαλεί.
Μα συ ξηγάς τα αινίγματα καινούργιων Αποστόλων.

«Τραβέρσο», Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1975, σ. 21

ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π.
Το Νιχώρι

… «Εάν στης Κουμαριώτισσας της Παναγιάς θελήσεις
την εκκλησιά να μπεις μ’ εμέ, φανατικός συγχώρει
αν είμ’ εκεί. Άλλην θαρρώ χάριν οι παρακλήσεις
έχουνε στο πιστό Νιχώρι…

«Ποιήματα, 1896-1918», τόμ. Α’, Αθήνα 1963, σ. 99

ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ
Τυπικάρης
(Απόσπασμα)
Παρθένα Μάνα, που σαν πνεύμα ο σπόρος έπεσε
στο ανέγγιχτο κορμί σου και σαρκώθη ο Λόγος,
το απάρθενο τρυγώντας σπλάχνο σου, σα βρέφος!
Ω, Δέσποινά μου Υποταγή, τον πόνο δέξου τον
και Συ, σαν το σταυρό, και γείρε το κεφάλι
με υπομονή, κατά γης, χαμογελώντας –
να μην πνιγεί, Κυρά, στα κλάματά Σου ο κόσμος!
Εσύ ’σαι η κιβωτός, που σαν αυγό στην άβυσσο
λαμποκοπάς και πλες στου Θεού τα σκοτεινά
νερά, τα σπέρματα όλα μέσα σου φρουρώντας.
Το πράσινο δρεπανωτό πατάς φεγγάρι
κι όλες στα χέρια σου κρατώντας τις ελπίδες μας,
στον άγριο ουρανό τρεμάμενη ανεβαίνεις
κι αχνογελώντας στέκεσαι πλάι στο γυιό Σου.
Εσύ ’σαι το ανθισμένο το κλαρί στην άβυσσο
της δύναμής Του· εσύ ’σαι ο στοχασμός ο πράος
μέσ’ στο φλεγόμενο καμίνι της οργής Του.


«Χριστός», 1928
ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΡΕΑΣ
Η μεγάλη σκιά

....Α! σκιά μου ευλογημένη της μητέρας,
ζεις μέσ’ στο χρόνο, ζεις μέσ’ στην ψυχή
από το πρώτο φως της πρώτης μέρας
ως την ώρα του χάρου, σκιά μου εσύ,
με προστατεύεις σαν ουράνιος θόλος
με ζεσταίνεις σα χάδι Παναγιάς,
γλυκός κι αγαπητός ο κόσμος όλος
γίνεται, όταν εσύ μας ευλογάς…

«Ιστορίες φαντασμάτων», Αθήνα 1972, σελ. 28

ΚΑΡΕΛΛΗ ΖΩΗ
H στενή πύλη

Μακριά δεν είναι η εκκλησία, όπου
η θεοσεβής μητέρα μου πήγαινε τακτικά,
στη Γοργοεπήκοο ή την ελπιδοφόρο Δεξιά.
Παλιά κι άλλη εκκλησία, γλυκειά η Γρηγορήτρα
«η Παναγούδα» ως την αποκαλούσαν
η μάμμη, η προμάμμη, όλες γυναίκες
φιλόθρησκες, σεμνές και σοβαρές,
στέκονταν στα στασίδια και προσεύχονταν
τις κατανυκτικές τους επικλήσεις,
αγνές, συνεσταλμένες έψαλλαν
παρακλήσεις μικρές και τις μεγάλες
δεήσεις, αγιασμούς και ωραία τροπάρια,
στις αγρυπνίες ολονύκτιες κι άνοιγαν
τα κλεισμένα παρεκκλήσια για ευχαριστίες,
υπέρ υγείας αγαπημένων προσώπων,
όταν ασθενούσαν, και διάβαζαν ευχές.
Κι όταν υπέφεραν, προσέτρεχαν, επιμελώς,
εκοίταζαν και μάθαιναν τη σοβαρότητα
της μορφής Σου, Υπεραγία, «των θλιβόμενων η χαρά»,
διδάσκονταν την εγκαρτέρηση της έκφρασής Σου,
την οδυνηρή χαρά. Τώρα, Σεπτή, είναι
μεγάλη η επιβουλή και η ευλάβεια μικρή
κι η πίστη παίρνει άλλη δύναμη.

«Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη», τ. Β’, 1955-1973
«Οι εκδόσεις των Φίλων», Αθήνα 1973

ΚΑΡΟΥΖΟΣ Ν.Δ.
Χρονικό της αταραξίας

...πικράθηκεν ο χάρος ο χαραμοφάης
καθώς η Παναγία κυλιότανε στα κιτρολέμονα
κι είχε δέσει το δαίμονα
στα θεόρατα γιασεμιά της χαρμολύπης...

«Χορταριασμένα χάσματα», Αθήνα 1974, σ.σ. 14 και 15

ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
(23 Αυγούστου 2002)

Γαλάζιο υδατογραφίας όλο και βαθαίνει
Πανσέληνος του Αυγούστου, εννηάμερα της Παναγίας
Φλουρί μου πυρωμένο στην καθαρή σου δόξα
πλήρωμα ριγηλό αρχαίας προσδοκίας
σ’ αγγίζω
υαλική της νηνεμίας σκιά.

Τώρα κοιμούνται τα νερά, τα φύλλα καίνε
τα φύλλα, πράσινα φτερά των αφανών αγγέλων.
Εκείνοι στρώνουν χρυσοπόρφυρη ώρα
για το λαγό, για το τσακάλι και το λύκο
να κοιταχτούν στης πέτρας τον καθρέφτη,
κι όταν ραγίσει το αίμα τους
να κλάψουν.

Πανσέληνος του Αυγούστου, εννηάμερα της Παναγίας
Φεγγάρι πυρωμένο μου κλαδί
που σκέπεις -
Ξέρει η Κυρά κι απλώνει, μόσχων χρώματα, το ιμάτιο –
το αλώνι των χλωρών απόντων να, και την αυλή
το δάσος δεντροφυτεμένη των φωνών - καθώς
πέφτει καυτή και σιγαλή των αστεροειδών βροχή.

Ξέρει η Κυρά που οδήγησε μ’ αλλόκοτη και σίγουρη
κοντά της ομορφιά
Τον διακαμό σου
Της ψυχής τα βήματά σου.

«Του νεκρού αδελφού», Κέδρος
(α’ έκδ. 2003, β’/κδ. 2005), σ.σ. 48-49
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ ΛΟΥΛΑ Δ.
Δεκαπενταύγουστος

…Έτσι όπως κοιμάσαι, Παναγιά της Τήνου,
μέσα στην τρυφερότητα της Άγιας Γαλήνης,
με το σάρκινό Σου φόρεμα σπαραγμένο
απ’ το ρίγος της αγωνίας στο δρόμο της εξορίας και της φυγής
απ’ τον άφατο πόνο του Σταυρωμένου Παιδιού Σου,
Μάνα Πανανθρώπινη,
ελπίδα και παρηγοριά των πονεμένων,
Μεγαλόχαρη, συγχώρεσέ μας,
«εν τη Κοιμήσει τον κόσμο ου κατέλιπας, Θεοτόκε!».

«Νέα Εστία», 15.8.1975, σ. 1101

ΛΑΖΑΝΑΣ ΚΩΣΤΑΣ
200 ΑΡΙΘ. 647/504/6 ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ
ΙΙΙ
Αν άπλωνες το χέρι θ’ άγγιζες την κάννη των μάνλιχερ
δασκάλα της Τριπολιτσάς με τ’ αχνά μάτια
και το μπρισίμι του όρθρου στα χείλια
που τραγουδώντας αντιμετώπισες τον θάνατο
καθώς στο ξεγυμνωμένο μπούστο σου
ξεπαγιασμένα ξεπεταρόνια μεταλαβαίναν το φως
-εδώ χτυπάτε, ζήτω η Λευτεριά-
και μια μικρή Παναγιά μοιρολογούσε κι ολοφυρόταν
τον ανεμάλακτο ανθό των ανετάφιων θρήνων.

«Άκτιστος Ήλιος το Φως», Εκδόσεις Φιλιππότη, 1978, σελ. 49

ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ
Βάρβαρη ωδή

…Πόσο που αγαπιόμαστε
κι αγαπιόμαστεν, ωιμένα.
κ’ ήμουνα για δαύτη ζωή,
και ζωή ’τανε για μένα,

κι ως τα ψες την έκλεινα
όλη μες στην αγκαλιά μου,
κι είχα τηνε Παναγιά
κι είχα τηνε Βασιλιά μου…

Τα Ποιήματα, «Φέξης»

ΛΥΣΙΩΤΗΣ ΞΑΝΘΟΣ

Ω, Παναγιά μου Κυπραίισσα, Κανακαριά και Μαχαιριώτισσα,
με χίλια ονόματα και άμετρες χάρες
άπλωσε τη φτερούγα σου πάνω από τις οδύνες του κόσμου
δοξαστικό απόσπασμα γαλήνης
μέσα στις ταλαιπωρημένες σπηλιές των καιρών,
κυρά Χρυσοσπηλιώτισσα και Χρυσαλινιώτισσα.
Α, Μεγαλόχαρη, Χρυσορογιάτισσα και Χρυσελαιούσα
ανάτειλε το έλεός σου να θερμαίνει
τους παγωμένους αρμούς των θρυμματισμένων πανιών
που δέρνονται μέσα στον καταποτήρα του πόντου,
άκουσε τη δέησή μου, που ανεβαίνει λατρεία και θυμίαμα
από τους γονατισμένους πρόποδες του αγαπημένου βουνού.
Είσαι η Σταυροφορούσα, ω, σήκωσε το σταυρό της Οικουμένης,
η Ιαματική, αχ άλειψε με λάδι τις σάρκες
που τις σπαράζουνε τα θηρία της γης.
Παναγιά της Ζωοπηγής και του Άρακα και της Ασίνου
ας κατέβει η χάρη σου, Παναγιά Τροοδίτισσα,
ως κατεβαίνει η δροσιά της αυγής επί το όρος Ερμών
ως κατεβαίνει στα γέρικα κλαδιά των ρουμανιών του Τροόδους
να καθαρίσει τους ρύπους και τις κηλίδες που επλήθυναν.
Α Παναγιά Στάζουσα και Παναγιά Αιματούσα
μαύρα και πηχτά αίματα σταλάζουν στα κατάλευκα κρίνα,
Παναγιά μου Γλυκιώτισσα, γεμάτη γλύκα και έλεος
κορμάκια παιδιών ζητούνε το βάλσαμο του φίλου σου,
ω Παναγιά μου Γλυκοφιλούσα!

«Αππιδάκη βουνό μου», Κύπρος 1984, σ. 26

ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΗΣ
Η Χρυσογαλούσα

Φύγαμε βιαστικά! Τα τανκς ερχόνταν
απ’ το μεγάλο δρόμο τόσο γρήγορα
που δεν προλάβαινα να τρέξω
να την πάρω. Ολιγόπιστος, ναι! Φοβήθηκα
για το σαρκίο μου, σα να μην είχα
τόσα σημάδια ιδεί της Χάρης Της.

Τώρα εγώ κάθομαι από τούτη τη σκηνή
κι εκείνη απόμεινε στα χέρια των Αγαρηνών,
σκλάβα η Χρυσογαλούσα κι η Πανύμνητη
Ίσως της βγάζαν τα πονετικά της μάτια
καθώς είχανε κάμει οι πρόγονοί τους
στους άγιους που σκεπάζουν του ναού τους τοίχους.

Ίσως και να την πούλησαν οι μεταπράτες
των θεών στη γραία πόρνη Ευρώπη
που εμπορεύεται τους λαούς και τους θεούς της.

«Τρίγλυφο», Αθήνα 1976, σ. 15

ΜΕΤΣΟΛΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Το σημείο του Σταυρού

…Μπροστά σ’ ένα φτωχό, πνιγμένο απ’ τα κυπαρίσσια ξωκλήσι
νομίζεις ώρα με την ώρα θ’ ακουστεί γλυκά το σήμαντρο
κι απ’ το βάθος που φωτάει το ’κονοστάσι μικρό τενεκεδένιο καντήλι,
θα βγει θλιμμένη με το βρέφος στην αγκαλιά η Παναγιά.
Θα βγει συλλογισμένη να καθίσει μαλακά στο πέτρινο
φρεσκοασπρισμένο πεζουλάκι.

«Η μάνα μου, η μάνα του κόσμου», Αθήνα 1966, σ. 32

ΜΟΥΝΤΕΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ
Τα οθόνια κείμενα

…Διαδόθηκε πως είδαν την Παναγιά να υφαίνει
μικρά ράσα για τα παιδιά των σκλάβων.
Κάθεται, λένε, παράμερα, κάτω από ένα σκίνο,
υφαίνει και κλαίει. Ποιος ξέρει, ίσως ν’ άκουσε
για την προδοσία.
Η Παναγιά δεν είναι μια ξένη σε τούτο τον τόπο…
…κάτι παιδιά είπαν πως την είδαν να κοιμάται
πολλές βραδιές σε κείνα τα χαλάσματα στο ρέμα.
Άραγε πληροφορήθηκε για τη λόγχη;
Τα πηγάδια –ευτυχώς– φέτος γέμισαν.
Λένε πως βοήθησαν σ’ αυτό πολύ τα δάκρυά Της…

«Η αντοχή των υλικών», Αθήνα 1971, σ. 72
ΜΠΑΡΛΑΣ ΤΑΚΗΣ
Τη Υπερμάχω

Υπέρμαχη, σου κράξαμε βαθιά μας:
«Πάλε, σαν πρώτα, τ’ άρματά σου φόρα
και του στρατού μας φλάμπουρο και πρώτα,
ατσάλι κάμε την καρδιά μας».

Κι Εσύ άστραψες κι εβρόντηξες μπροστά μας
και φαλάγγι τους πήρες τροπαιοφόρα,
τους εχθρούς μας, μα βοήθα ακόμα τώρα,
ώς να φυσήξει απ’ τ’ άγια χώματά μας

στον κόσμο όλο της λευτεριάς αγέρας!
Και μια χαρμόσυνη ώρα σαν δευτέρας
παρουσίας, από άρπες και ψαλτήρια

κάμε ν’ ακούσουμε, ν’ ακούσουμε όλοι
κι όσοι θα ζούμε κι όσοι από βόλι
θα πάμε, των λαών τα νικητήρια!...

«Ημερολόγιο της Μεγαλόχαρης», 1971, σ. 82

ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΩΣΤΗΣ
Η φλογέρα του βασιλιά  VIII

Η ζωγραφιά επιστήμη του και η σκέψη του η Παρθένο.
Και τίποτε άλλο. Βουβαμός και ανηξεριά. Και πάντα
κατάχνια του έζωνε το νου, του σφράγιζε το στόμα,
και μοναχά στα χείλια του τρεμόφεγγε και σβούσε
και σάλευε νυχτοημέρα το δίλογο τραγούδι
σ’ όλους τους ήχους του ψαλμού: Χαίρε, Χαριτωμένη,
Κι άστραφτε κι από τη χαρά κι από την περηφάνια
του λόγου και δε χαιρόταν και καύκημα δεν του ήταν.
το πλαστουργό κοντύλι του που κράταε κυβερνώντας,
νύχτες και μέρες και γιορτές κι αργατινές, μιλούσε
με κεία τα δυο ιερολόγα: Χαίρε, Χαριτωμένη!
Κ’ ήρθε καιρός που ανήμπορος και το κοντύλι ακόμα
να περπατά στον πάπυρο, της Παναγιάς ζωγράφος,
μια μπόρεση του απόμεινε: γονατιστός να πέφτει
στην άγια εικόνα της Κυράς, όπου την ξάνοιγε, όπου
με το σιγομουρμούρισμα: Χαριτωμένη, Χαίρε!
Όλα του κόσμου ανόητα κι αλλότρια όλα του ήταν,
ώσπου ήρθε η ώρα η φοβερή κι η αφεύγατη με κεί-
να τα λόγια τα μοσκόβολα κι απάνου στα φτερά του.
πάει λυτρωμένη απ’ το κορμί μακάρια κι η ψυχή της.
Το λείψανό του ευωδίασε τη γη που τόνε πήρε
κι απάνου από το μνήμα του πλήθαινε ο μόσκος και ήρθε,
πλημμύρισε η μοσχοβολιά στο μοναστήρι και ήταν
τριγύρω σα μιαν άνοιξη, πλούσια κι αλόγιστη ήταν
Κ’ έναν καιρό κάποιον Απριλίου φανταχτερού και κάποιον
σπάταλον Μάη, στα νιάμερα, γίνηκε μέγα θάμα.
Στο μνήμα το μοσκόβολο ξεφύτρωσε άσπρος κρίνος.
Απάνου στα κρινόφυλλα χρυσογραμμένα λόγια
διαβάζονταν ολόλαμπρα: Χαίρε, Χαριτωμένη!
Κ’ ήτανε κάτι αφάνταστο και η μυρουδιά του κρίνου
Τρέχει, φωνάζει ο Γούμενος: - Σκάφτε, παιδιά μου, ανοίχτε
το μνήμα, Θάμα! Κύριε, μεγάλη η δύναμή Σου!
Τάχα κι από πού να ’ρχεται, τάχα και πού να πάει
τάχα και πού η χρυσοπηγή της χάρης που ανάβει
απ’ την Κυρά Αειπάρθενο; - Και σκάψανε κι ανοίξαν·
από το στόμα του νεκρού να ο κρίνος, φουντωμένος!
Και σα ν’ αργοψιθύριζε το στόμα του και μέσα
στο μνήμα το τραγούδι του! -Χαίρε, Χαριτωμένη!-
Το πήραν ευλαβικά το λείψανο, το ψάχνουν
και βρίσκουν την κρινόριζα μέσ’ στην καρδιά του αγίου...
Και στην καρδιά καταμεσής, απίστευτα γραμμένη,
της Παναγιάς η ζωγραφιά. Χαριτωμένη, Χαίρε!

«Ανθολογία», εκλογή: Γ.Κ. Κατσίμπαλη και Ανδρέα Καραντώνη, χ.χ. σ.σ. 184-187

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ Ι.Μ.
Παγωμένο φεγγάρι

… Το πέλαγος ασπρίζει κάτου από τ’ άσπρο φεγγάρι,
ασπρίζει ζουμπούλι και γιασεμί.
Κ’ είναι η ώρα η μέγιστη που τραγουδούν και στενάζουν οι εκκλησιές
που τραγουδούν και στενάζουν τα ρημοκλήσια,
που τραγουδεί και στενάζει η Μεγαλόχαρη,
η Παναγιά του πελάγου, η Τηνιακή,
η θαλασσόχαρη Παναγίτσα…

«Τα ποιήματα», Αθήνα 1970, σ. 179

ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ Δ.Β.
Περίβλεπτος (απόσπασμα)

Η Πλατυτέρα Δέσποινα των ουρανών στ’ αγκάλια
που τον υγιόν ανακρατεί, σ’ αγγέλους αναμέσο,
προσβλέπει κάτωθε φριχτή τη θεία τραγωδία
που άγγελοι τα λειτουργικά σκεύη κρατώντας βλέπουν
και τρέμει τους ο λογισμός και οι μορφές γυρμένες
σαν σε υπερθαύμαστο μπροστά και φεγγοβόλον ήλιο
λευκόφερτες εστοιχείωσαν στο ιερό το βήμα.
Βογγεί ο μέγας άνεμος στη θεία σπηλιά μπασμένος
σαν ασκητής προσευχητής της θεϊκής Παρθένας
κι από των πεύκων τα κλώνια γύρω πυκνώνει θεία
μια μελωδία τζιτζικιών κι αγριοπουλιών φερμένη
απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα με του ήλιου το φέγγος.
Και μέσ’ στον κόσμο τ’ ουρανού, στο μυστικόν ισκιόφως,
σα ζωγραφιά και η ψυχή χορεύει αναστημένη
στου πνεύματος τον θείο ρυθμό και στου Θεού τον φθόγγο!

«Το πνεύμα της γης μου», τ. Β’, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 63
ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Κυρά των Αμπελιών

...των Αμπελιών, που σ’ είδαμε πίσω απ’ το δίχτυ του πευκόδασου
να συγυρίζεις με το χάραμα τα σπίτια των αϊτών και των τσοπάνων,
πάνου στη φούστα σου ο αυγερινός διάνευε τους πλατιούς ίσκιους των
κληματόφυλλων, δύο αγουροξυπνημένες μέλισσες κρεμόντανε στ’ αυτιά σου σκουλαρίκια
Και τα πορτοκαλάνθια σου έφεγγαν τη μαύρη, την καμένη στράτα.
Κυρά μελαχροινή, που η αντηλιά σου χρύσωσε τα χέρια σαν της Παναγιάς
το κόνισμα....

«Σπύρου Κοκκίνη: Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης», Βιβλιοπωλείο της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου και Σία Α.Ε. 2004, σ.σ. 538 και 540

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΠΥΡΟΣ
Φυλακισμένα μνήματα

Κάτω στο καλντερίμι οργίαζε η βρούβα
και θέριευε το ταπεινό χαμομήλι.
Ψηλά στα δοκάρια και στα κεραμίδια
φώλιαζαν τα σπουργίτια και τα χελιδόνια.
Σπίτια – φυτά που τα κατοικούσαμε με λατρεία.
Εκεί οι γλυκιές συμβίες, ίδιες Παναγιές,
τυλιγμένες στις κλαρωτές μαντήλες τους
ξεκούραζαν τον αποσταμένον άντρα
κι ανάσταιναν τις φαμελιές μας…

Οι πέτρες μας είναι σκληρές,
βράχοι με ξομπλιάσματα του χρόνου,
το χώμα μας είν’ αλμυρό.
Κι η Λευτεριά είν’ ακριβή κι αχόρταγη
Κι η Λευτεριά, μια Παναγιά
στο τέμπλο της καρδιάς μας…

«Ο Θρήνος του Κάιν», Λευκωσία 1974, σ. 45

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Την Παναγία την Κουνίστρα

Εις όλην την χριστιανοσύνη
μία είναι μόνη Παναγία αγνή,
Κόρη παιδίσκη, Άσμα Ασμάτων
χωρίς Χριστόν, Θείο παιδί στα χέρια,
και τρεφομένη με Αγγέλων άρτον.

Εσύ ’σαι η μόνη Παναγία Κουνίστρα,
που εφανερώθεις στης Σκιάθου το νησί
εις δένδρον πεύκου επάνω καθημένη
κι αιωρουμένη εις τερπνήν αιώραν,
όπως αι κορασίδες συνηθίζουν.

Εφανερώθεις κι όλος ο λαός
μετά θυμιαμάτων και λαμπάδων
εν θεία λιτανεία σε παρέπεμψε
κι εσήκωσεν ωραίον λευκόν ναόν,
που με πιατάκια ελληνικά σού στόλισε.

Κι όλος ο ήλιος έλαμπε εις τον ναόν σου
και φως το πλημμυρούσε μαργαρώδες
όλα τ’ αστέρια εφεγγοβολούσαν
και η σελήνη εχάιδευε γλυκά
τα απλά της εκκλησίας σου καντηλάκια.

Κι είδες η Κόρη του λαού την πίστιν
είδες την πτώχειαν κι ευσπλαγχνίσθης,
όπως το πάλαι είχε σπλαγχνισθή ο Υιός σου
τους προγόνους του ίδιου του λαού,
ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα.

Κι άρχισες να γιατρεύεις τους αρρώστους
και να γιατρεύεις τους δαιμονισμένους,
(που ήρχετο ώρα κι εις τους τοίχους εκτυπώντο
με φοβερόν συγκλονισμόν)
κι άρχισες, θεία, να θαυματουργείς.

Κι η χάρη σου ξαπλώθηκε ως τα πέρατα
του ειρηνικού νησιού της Σκιάθου,
ω, Παναγιά μου, κόρη πάναγνη, καλή.
Κι ίσως να φτάσει κι ως εμένα και ν’ απλώσει
γαλήνη στην ψυχή μου την αμαρτωλή.

«Ημερολόγιο της Μεγαλόχαρης», 1971, σ.σ. 62-65

ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ ΤΑΚΗΣ Κ.
Κατάνυξις Μεγάλης Παρασκευής

Η Παναγία με τη ρομφαία στα σωθικά εθρήνει
και τα ’βλεπε όλα σκοτεινά από την πικρήν οδύνη.

Που ο Άγγελός της στις φωτιές παράδερνεν, ο Γιος της,
των παρανόμων ταπεινός και πράος και γλυκός Σώστης.

Και εμείς, οι ευγενικοί θνητοί, φριχτά ας ταπεινωθούμε
με το φαρμάκι της Νηστείας και τέφραν ας λουσθούμε.

Και η θλίψη μας, μακριά κάθε γήινα ζιζάνια,
ας υψωθεί ως κερί λιγνό, χλωμό, προς τη μετάνοια.

«Εκλογή», Εκδόσεις Ίκαρος, 1975, τ. Α’, σ. 102

ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ-ΠΑΝΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
Κατάνυξις Μεγάλης Παρασκευής

Νοήματα παράδοξα τιμώντες, μεγαλύνομεν
την Θεοτόκον, εμείς οι τους χερουβικούς
αναμέλποντες ύμνους. Ιδού η Νύμφη Κυρίου
και ιδού ο καρπός του χειμώνος, του θέρους,
των ανοίξεων όλων, Μαρία.
Τ’ ανθοπέταλα του εύοσμου κήπου σου
ευπρεπίζουν το άσεμνο
τραγούδι της δενδροστοιχίας του κόσμου.
Κι Εσύ, η Μητέρα όλων των βλαστών,
αστερόεσσα φεγγοβολή, ιλαρότης που γέρνεις
στο Βρέφος να δώσεις των μαστών σου το γάλα.
Ο αδελφιδός μου αυλισθήσεται ανά μέσον
των δικών σου μαστών και δεν θα πεινάσει ποτέ
το παιδί της ερήμου.
Ιδού, καλή μου, οι οφθαλμοί σου:
δυο περιστέρια που κομίζουν την Ειρήνη.

«Βιβλικού Αμπελώνος οι Βότρυες», Εκδόσεις Διογένης, Αθήνα 1985, σ. 41

ΠΑΣΧΟΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ
Έγκλειστος βίος

Κάποι’ αλυσίδα δένει αθόρυβα τη μνήμη                  
με τ’ αναμμένα νυχτοκάντηλ’ αφημένα στο σκαλί
ή στο περβάζι για να βλέπουν τα παιδιά το δρόμο
τις νύχτες που έβγαιναν στα κάλαντα.
Αστέρια λιγοστά χαμήλωναν για ν’ ακουμπήσουν
στις πόρτες, όπου οι μάνες με σφιχτό μαντίλι
μας καρτερούν σαν την Παναγία ωραίες.
- Νύχτα παρισινή, με τα δαιμονισμένα φώτα σου,
πόσο παιδεύεις μες στη μνήμη τα φτωχά μου αστέρια!...

«Έγκλειστος βίος, Ο κύκλος με τις εννεάδες», Οι εκδόσεις των φίλων,
 Αθήνα 1973, σ. 37
ΠΑΥΛΕΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ
Παρακλητική αναφορά στην Πρόμαχο των Θαλασσινών Ελλήνων Θεοτόκο

…Ας μεγαλύνουμε τη Θεομήτορα όλες οι θάλασσές μας, το Αιγαίο και το Καρπάθιο και το Κρητικό και το Ιόνιο πέλαγος κι η θάλασσα των Κυθήρων και της Σάμου, την Πανύμνητη Κυρία των αγγέλων γλυκοτραγουδήστε, δέντρα, με την καρποφορία σας, τη γελαστή. Πλατυτέρα, σκύψε, ω σκύψε στον πόνο των μητέρων και των γυναικών της Γης. Θυμόμασταν πως όταν κλείναμε τους δρόμους τους δημόσιους με νάρκες ταξιδεύαμε πάνω στο Αιγαίο κι όταν ο καπετάνιος του καραβιού χαιρέτησε με τις ξαφνικές σειρήνες την αγρύπνια τη φωταγωγημένη στην Εκκλησία της Κοίμησής σου, ένα παιδάκι τρόμαξε φωλιασμένο στην αγκαλιά της μητέρας του.

«Νέα Εστία», 15 Αυγούστου 1975, σ. 1076

ΠΕΤΡΙΔΗΣ ΜΙΧΑΗΛ Γ.
Στα ξωκλήσια

Ω σπλαχνικές μου Παναγίτσες κι Άγιες μου Ελεούσες
σκαρφαλωμένες άφοβα στα κορφοβούνια του νησιού,
Σας ικετεύουν νησιοπούλες χαμηλοβλεπούσες
αρωματίζοντάς Σας σύγκαιρα με νέφη λιβανιού.
Ας γίνουν καλοπρόσδεκτες σα θύμιασμα κ’ οι ευχές τους.
Προσεύχονται για ναυτικούς οι αρραβωνιαστικές τους.

«Τα ποιήματα, εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια: Ι.Μ. Χατζηφώτη»,
 Αθήνα 1966, σ. 87

ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ
Η Κυρία των Αγγέλων

Η Παναγιά, η «Κυρία των Αγγέλων»,
θα δεχόταν σήμερα το λαό της…
Κατέβηκε από το χρυσό εικονοστάσι,
έπλυνε τα κλαμένα της μάτια
στη δρόσο από τα κρίνα του Ευαγγελισμού
κ’ έσυρε στ’ αγλύκαντα χείλη της
το αίμα απ’ τη λόγχη και τ’ αγκάθια.
Κι ανέβηκε πάλι στο θρόνο της,
λάμποντας σαν κερήθρα ατρύγητη,
σα φέγγος που πέφτει από τ’ άστρα
πάνω στα έρημα χιόνια.

Πήρανε να συνάζονται οι πιστοί της.
Προσκυνούσαν ένας-ένας, δε βλέπαν
το ανάκουστο θάμα του όρθρου.
Μα όταν ζύγωσε ο ελάχιστος
ο δούλος που την είχε ζωγραφίσει,
τα μάτια του ξεχείλισαν θάμα:
είδε την κερήθρα την ατρύγητη,
την αστροφεγγιά στα έρημα χιόνια
κι άκουσε το τραγούδι του αηδονιού
που κυλούσε από τη μέση του θόλου.

«Τα Ποιήματα 1933-1945», Αθήνα 1969, σ. 111

ΣΙΑΤΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Παναγία Γαλαξιδιώτισσα

Ω, Παναγιά Γαλαξιδιώτισσα
με τη μαντήλα την γκρενά,
που καρτερείς τον άντρα σου,
ναρθεί απ’ την άναστρη νυχτιά…
Τον άντρα και τον κύρη σου
και τον καραβοκύρη σου
ναρθεί απ’ τη μαύρη ξενιτειά…

κι απ’ τη δροσιά της θάλασσας
ναρθεί και να σου φέρει
τραγούδια χαιρετίσματα,
σινιάλο «Γειά σου», στ’ άλμπουρο,
κυρά μου καπετάνισσα,
που καρτερείς απ’ το νοτιά
ναρθεί το καλοκαίρι.

Ω, Παναγιά Γαλαξιδιώτισσα,
με το κρυφό το φυλαχτό
και το μαράζι στην καρδιά
που καρτερείς από μακριά
δύσεις κι αυγές αιμάτινες
τον άνεμο που δεν θαρθεί
κι αμορφοπικροντύνεσαι
να βγεις στο πανηγύρι…
αφού το ξέρεις πως κανείς
δε θα σ’ απλώσει τόνειρο
το μαντηλάκι στο χορό,
κι ολοχρονίς μαραίνεσαι
μπροστά στο παραθύρι…

Ω, Παναγιά Γαλαξιδιώτισσα,
με τη μαντήλα την γκρενά,
σαν αποκάμεις να κοιτάς
την μπακιρένια θάλασσα
στ’ αποσταμένο δείλι
έμπα ξανά στην κάμαρη,
κυρά μου Ρουμελιώτισσα,
κι από μια φλόγα θύμηση
άναψε το καντήλι.

«Ποιητική ανθολογία Άγκυρας», 1971, σ. 235-236

ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Δεκαπενταύγουστος του 1940

Ω, Εσύ των Ουρανών η πλατυτέρα,
που αγκάλιασες τα έθνη και τους λαούς,
των λαών και των εθνών η θεία Μητέρα,
π’ όλους της γης ξεχείλισες τους ναούς.

Μάνα, π’ αγνάντια μου είσαι ως θερισμένη
απ’ αστάχυα χλωμότατη πλαγιά,
κ’ είσαι κ’ η Ελλάδα, κ’ είσαι η Κοιμωμένη
με σταυρωτά τα χέρια Παναγιά·

Μάνα, που ο νους Σου μοναχά το ξέρει
αν, αντίκρυ στην αγία Σου εντολή,
η καρδιά μου δεν είναι ως περιστέρι
αθώα, δοκιμασμένη και καλή.

δώσε την ώρα τούτη (κ’ είναι τώρα
π’ αγγίζουμε τον ύστερο βυθό
κι αργοσημαίνει η προαιώνια ώρα)
στην άγια εντολή Σου να σταθώ

ανύσταχτος, στην άκρη γινώμενος
αγρύπνια μιαν απέραντη ματιά,
σαν ο Ιησούς Χριστός Εσταυρωμένος,
σαν οι Άγιοι Παίδες μέσα στη φωτιά!

«Λυρικός βίος», τόμ. Ε’, Αθήνα 1968, σ.σ. 123-124
ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Δ.
Η Παναγιά των λουλουδιών

Στην Παναγιά της άνοιξης είν’ η ψυχή ταμένη,
στα φρέσκα φύλλα του κήπου ριγεί η πνοή σου
κι ο Αρχάγγελος του μεγάλου κάμπου
πέρασε χτες βράδυ
(φτερουγώντας σαν άσπρο λάβαρο στον αγέρα)
να πάει μακριά το μήνυμα της νέας ζωής,
να φτάσει με την ασημένια χαραυγή
στους κήπους της Παναγιάς των Λουλουδιών.

«Ποιήματα - Δυο εποχές», Αθήνα, σ. 177

ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Χαίρε, Μαρία

Στα μάτια σου
ο γαλάζιος ουρανός του νησιού μας
στα μαλλιά σου πλέκει στεφάνι ο ήλιος
η φωνή σου γεννήθηκε με τα λουλούδια
η φωνή σου νανουρίζει τα παιδιά της γης
το πρόσωπό σου σαν την ημέρα που σβήνει στα κύματα
μάνα, που χύνεις δάκρυα για τον ήλιο
για τα δέντρα για τα πουλιά για τη θάλασσα
και για τ’ αθώα παιδιά που σταυρωθήκαν,
μάνα των ορφανών της γης
και των θλιμμένων η πορεία
η φωνή σου
Χαίρε, Μαρία!

«Ποιήματα 1938-1958», Αθήνα 1971, σ. 24

ΦΕΡΟΥΣΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Μαρία Θαλασσινή

Με την Παναγιά χέρι-χέρι
περπάτησα το Αιγαίο
Βγήκα στις ακτές του Νοτιά
και στ’ ακρωτήρια των ανέμων
πήρα βήμα βήμα
τα μελτέμια των καρδιών
κι έφαγα μαζί τους νεράτζι θαλασσινό

Αίμα και πάθος
στα περβάζια των σπιτιών
Γιρλάντες με την πίκρα κρεμασμένες
Και στα κατώφλια
αγκαλιές και χωρατά
σα βλέπαν τη Μαρία στον αγέρα
Στάθηκα σε κάθε τύψη και λυγμό
Άγγιξα τις άσπιλες πληγές
Ανέβηκα στις στέγες των ναών
κι είδα τη δίψα της μητέρας των καημών
και τον αχό του ναύτη

Αταίριαστα φεγγάρια κι αναφιλητά
Μεγάλες πέτρες στα παράθυρα του ήλιου
Ταξίδια χωρίς θύμησες
Κι ολόγυμνες σκιές
Ολάκερη ζωή ένα καρτέρι
Αμυγδαλιές τα φουσκωμένα μας πανιά
Και στα μουράγια των νησιών
δένουν τις πλώρες τ’ άστρα
Μα μες στ’ αμπάρια δάκρυ κι οιμωγές
και στα ιστία όρκοι κι αρμύρες

Με την Παναγιά χέρι χέρι
περπάτησα όλο το Αιγαίο
Στα μάτια της
είναι γραμμένα δρομολόγια και τόξα
Θαλασσινή γλαυκή Κυρά
είσ’ ο μαγνήτης κι η βελόνα της πυξίδας
Είσαι η σάρκα του αγέρα που φυσά
Χαίρε, τιμόνι της καρδιάς
και της ελπίδας.

«Η Τρίτη Ώρα», Αθήνα 1980, σ. 27

ΧΑΤΖΗΦΩΤΗΣ Ι.Μ.
Η Πορταΐτισσα λούζεται στον αρσανά της Ιβήρων

Ήτανε μεσημέρι κι η Παναγιά
βαρέθηκε να φυλάει
την πόρτα και τ’ αβγά
Έφαγε μούρα στο καλντερίμι
και κοκκίνισαν τα χείλη της
Ήπιε νερό στη φιάλη
και δρόσισαν τα χείλη της.
Άφησε το στέμμα, τα ναπολεόνια, τα φλουριά
έβγαλε τα ρολόγια, τις χάντρες, τα χαϊμαλιά
κι έπεσε να βουτηχτεί στο πέλαγο
Μα σαν την είδανε
τα μικρά καλογέρια
τ’ αναιμικά και δυστυχισμένα
τα τρία καλογέρια
που φόρτωναν χαλίκια
και σκοτωμένα όνειρα
χάθηκε στα νερά
Η Κυρά Παναγιά
με τα χρυσά και τ’ αργυρά.

«Τ’ Αγιονορείτικα», Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1993, σ. 19

ΦΛΩΡΑΚΗΣ ΑΛΕΚΟΣ
Ένα σημειωματάριο

Βλέποντας τότε ένα φως στο πέλαγο,
…εγώ μάντευα
ότι καντήλι είταν Παναγιάς…

«Ποιήματα 1966-1970», Αθήνα 1973, σ. 65