Η σταύρωση και η ταφή του Ιησού και ο πόνος της μάνας που περνάει η Παναγία μας, είναι συμβάντα τα οποία συγκλόνιζαν και συγκλονίζουν τον λαό μας. Τον πόνο ακριβώς αυτό της Παρθένου Μαρίας, τον πόνο της μάνας, που βλέπει το μοναχογιό της να βασανίζεται βάναυσα και να καταλήγει στον σταυρό και στον τάφο, ο λαός μας τον πήρε και τον έκανε δικό του, και προσπαθεί μέσα από απλές φράσεις να συμπαρασταθεί στην μάνα- Παναγία μας.
Αν ψάξει κάποιος την παράδοση μας στον ελληνικό χώρο θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν εκπληκτικής ομορφιάς ύμνοι με διάφορες παραλλαγές του θρήνου της Παναγίας, τη Μεγάλη Πέμπτη ή και τη Μ. Παρασκευή, ας δούμε μια παραλλαγή της Κύπρου.
Ο θρήνος της Παναγίας
Άρχοντες αφιγκράστε μου της Δέσποινας τον Θρήνον που κλαίει τον μονογενήν εις τον σταυρόν εκείνον.
Αδέ μαντάτον σκοτεινόν τζαι μέρα λυπημένη
που ηρτεν σήμερον σε μεν την πολλοπικραμένην.
Αδέ χαράν που δκιάβασα τζι' εγέννησα τον ήλιον
τον φόον που επέρασα στης γέννηοης τον σπήλιον
για τον Ηρώδην τον πικρόν μεν χάσει, το βασίλειον.
Γρουσόν δεντρόν εβλάστησε ο εύσπλαχνος υιός μου
Τζ’ έβκαλεν κλώνους δώδεκα για σιεπασμόν του κόσμου.
Τωρά οι κλώνοι κόπηκαν τα φύλλα μαραθήκαν
τζι η βρύση εσταμάτησεν, όλα εξερανθήκαν.
Ιούδας τον επρόδωσεν αργύρια τριάντα
τζι ενόμισεν ο μιαρός πως θα τα έσιει πάντα.
Τζι ο κωμοδρόμος άνομος απού να δκιακονήσει
μήτε ψουμίν νά ’βρει να φα, με ρούχον να φορήσει.
Είπαν του κόψε τέσσερα, τζαι τζιείνος κόφκει πέντε νήεν κοπούν τα γρόνια του να μείνουν μέρες πέντε.
Πέντε καρφκιά εβάλασιν επάνω στον υιόν μου
τζι εκάμαν τον τζι’ εφύρτηκεν το φως των οφθαλμών μου.
Ω! Πανσεβάσμιε σταυρέ ξύλον ευλογημένον
όπου βαστάζεις τον Θεόν πάνω σου κρεμασμένον.
Σκύψε Σταυρέ να δυνηθώ, να τον καταφιλήσω
τον ποιητήν μου τζαι Θεόν να τον ποσιαιρετήσω.
Όρη αναστενάξετε τζαι πέτρες ραγιστείτε
τζαι ζωντανοί τες λύπες μου κλάψετε και θρηνείτε.
Κλάψετε χήρες τζι ορφανά, όλοι την συντροφιά σας
κλάψετε τον διδάσκαλον τζαι την παρηγοριάν σας.
Τζαί που μασιέριν να σφαώ τζαι που κρεμόν να δώσω τζαι που ποτάμιν σύνθολον να μπω να παραδώσω.
Τζι’ η Δέσποινα που το ’βκαλεν προφήτισσα λοάτε
τζιείνης πρέπει η δόξασις τζ’εμέναν τ' ως πολλά ’τε.
Θρήνο της Παναγίας της Λήμνου όπως μας τον δίνει η Δέσποινα Βογδάνου- Κωνσταντινιού στο βιβλίο της Λήμνος το νησί μας.
Το τραγούδι της Παναγίας (Μ. Παρασκευή )
Σώθηκεν η Σαρακοστή,κι ήλθαν Μεγάλες Μέρες,
που τραγουδούνε το Χριστό,
στον κόσμο οι κοπέλες.
Κι η Παναγιά, η Δέσποινα,
καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε,
για τον μονογενή της.
και απ’ αρχαγγέλου στόμα.
σώνουν και οι μετάνοιες,
και τον υιό σου πιάσανε,
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά ,
οι τρισκαταραμμένοι.
σαν τι να τον επάνε;
και σαν ληστή τον πάνε,
και στου Πιλάτου τις αυλές,
εκεί τον τυραγνάνε.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε,
έπεσε και λιγώθει.
Στάμνα νερό της ρίξανε,
και δυο κανάτια μόσχο,
εφτά σταμνιά ροδόσταμο,
ώσπου να συνεφέρει.
κι αυτόν το λόγο λέγει.
Όσοι αγαπάτε το Χριστό,
Συντρέξετε μαζί μου.
Συντρέξανε και πήγανε,
πεντάγεννες γυναίκες,
η Μάρθα, η Μαγδαληνή
και του Λαζάρου η μάνα,
και του Προδρόμου, η αδελφή,
και τέσσερις αντάμα.
Έπιασαν το στρατί-στρατί,
στρατί το μονοπάτι,
και το στρατί τους έβγαλε,
στου ατσίγγανου την πόρτα.
Το μοιρολόι της Παναγίας στην Κρήτη έχει πάρα πολλές ομοιότητες με το Κύρκελέησον το κυπριακό:
Κάτω στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στοῦ Κυρίου τὸν τάφο
κάθετ᾿ ἡ Κερὰ Παναγιά, τὴν προσευχή της κάνει.
Θωρεῖ τὸν Ἰωάννη τζη κι εἶναι βαργιὰ κλαμένος.
Ἴντά ῾χῃς Ἰωάννη μου κ᾿ εἶσαι βαργιὰ κλαμένος;
Ὁ Δάσκαλός σου σ᾿ ἔδειρε γιὰ τὸ χαρτί σου χάνεις;
Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, στόμα νὰ σοῦ μιλήσω
δὲν ἔχω χεροπάλαμα τὸν τόπο νὰ σοῦ δείξω.
Θωρεῖς το ῾κεῖνο τὸ βουνό, τὸ μαυροφορεμένο;
Ἐκειὰ τὸν ἔχουν τὸ Χριστό, μπιστάγκωνα δεμένο.
Κι ἡ Παναγιὰ ὡς τ᾿ ἄκουσε ἔπεσε λιγωμένη,
ῥοδόσταμο τῆς χύσανε ὥστε νὰ συνεφέρει.
Κι ἀπήτις ἐσυνήφερε κι ἔφερεν τὰ σωστά τζη,
καλεῖ τσὶ δύο γειτόνισσες δίδει τσῆ μιᾶς λιβάνι
καὶ τσ᾿ ἄλλης δίδει θυμιατὸ νὰ πά᾿ νὰ ῾δεῖ ἴντα κάνει.
Δῶστε μου μένα θυμιατό, δῶστε μου τὸ λιβάνι
καὶ ῾γὼ ποὺ τὸν ἐγέννησα θὰ πά᾿ νὰ δῶ ἴντα κάνει.
Στὴ στράτα ποὺ πηγαίνανε, στὴ στράτα ποὺ διαβαίνουν
θωρεῖ τσὶ πόρτες σφαλιχτὲς καὶ τὰ κλειδιὰ παρμένα.
Ἄνοιξε πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καὶ πόρτα τοῦ Τζελάτη
κι ἡ πόρτα ᾿ποὺ τὸ φόβο τζη ἄνοιξε μοναχὴ τζη.
Θωρεῖ τσ᾿ Ἀγγέλους ἐκειδὰ καὶ τὸ Μονογενῆ τζη.
- Κατέβα γιέ μου ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ νὰ σὲ γλυκοφιλήσω.
- Δὲν κατεβαίνω μάνα μου, γιατὶ εἶμαι σταυρωμένος·
σέρσου μάνα στὸ σπίτι σου, σέρσου καὶ στὴ δουλειά σου,
μὰ ῾γὼ τὸ Μέγα Σάββατο, θὰ ἔρθω μὲ τσ᾿ Ἀγγέλους,
ποὺ λειτουργοῦνε οἱ ἐκκλησὲς καὶ ψάλλουν οἱ παπάδες,
ποὺ βάνουν οἱ γραμματικοὶ νερὸ στὰ καλαμάρια.
-Ποὖναι ἀγκρεμὸς νὰ γκρεμιστῶ, ποὖναι ἀγκρεμὸς νὰ δώσω·
ποὖναι μαχαίρι νὰ σφαγῶ, ν᾿ ἀδικοθανατώσω.
- Μάνα, μὴ σύρῃς στὸ σφαγμὸ νὰ σφάζουνται οἱ μανάδες,
καὶ κάμε τὴν παρηγοριὰ νὰ τήνε κάμουν κι ἄλλες.
κάθετ᾿ ἡ Κερὰ Παναγιά, τὴν προσευχή της κάνει.
Θωρεῖ τὸν Ἰωάννη τζη κι εἶναι βαργιὰ κλαμένος.
Ἴντά ῾χῃς Ἰωάννη μου κ᾿ εἶσαι βαργιὰ κλαμένος;
Ὁ Δάσκαλός σου σ᾿ ἔδειρε γιὰ τὸ χαρτί σου χάνεις;
Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, στόμα νὰ σοῦ μιλήσω
δὲν ἔχω χεροπάλαμα τὸν τόπο νὰ σοῦ δείξω.
Θωρεῖς το ῾κεῖνο τὸ βουνό, τὸ μαυροφορεμένο;
Ἐκειὰ τὸν ἔχουν τὸ Χριστό, μπιστάγκωνα δεμένο.
Κι ἡ Παναγιὰ ὡς τ᾿ ἄκουσε ἔπεσε λιγωμένη,
ῥοδόσταμο τῆς χύσανε ὥστε νὰ συνεφέρει.
Κι ἀπήτις ἐσυνήφερε κι ἔφερεν τὰ σωστά τζη,
καλεῖ τσὶ δύο γειτόνισσες δίδει τσῆ μιᾶς λιβάνι
καὶ τσ᾿ ἄλλης δίδει θυμιατὸ νὰ πά᾿ νὰ ῾δεῖ ἴντα κάνει.
Δῶστε μου μένα θυμιατό, δῶστε μου τὸ λιβάνι
καὶ ῾γὼ ποὺ τὸν ἐγέννησα θὰ πά᾿ νὰ δῶ ἴντα κάνει.
Στὴ στράτα ποὺ πηγαίνανε, στὴ στράτα ποὺ διαβαίνουν
θωρεῖ τσὶ πόρτες σφαλιχτὲς καὶ τὰ κλειδιὰ παρμένα.
Ἄνοιξε πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καὶ πόρτα τοῦ Τζελάτη
κι ἡ πόρτα ᾿ποὺ τὸ φόβο τζη ἄνοιξε μοναχὴ τζη.
Θωρεῖ τσ᾿ Ἀγγέλους ἐκειδὰ καὶ τὸ Μονογενῆ τζη.
- Κατέβα γιέ μου ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ νὰ σὲ γλυκοφιλήσω.
- Δὲν κατεβαίνω μάνα μου, γιατὶ εἶμαι σταυρωμένος·
σέρσου μάνα στὸ σπίτι σου, σέρσου καὶ στὴ δουλειά σου,
μὰ ῾γὼ τὸ Μέγα Σάββατο, θὰ ἔρθω μὲ τσ᾿ Ἀγγέλους,
ποὺ λειτουργοῦνε οἱ ἐκκλησὲς καὶ ψάλλουν οἱ παπάδες,
ποὺ βάνουν οἱ γραμματικοὶ νερὸ στὰ καλαμάρια.
-Ποὖναι ἀγκρεμὸς νὰ γκρεμιστῶ, ποὖναι ἀγκρεμὸς νὰ δώσω·
ποὖναι μαχαίρι νὰ σφαγῶ, ν᾿ ἀδικοθανατώσω.
- Μάνα, μὴ σύρῃς στὸ σφαγμὸ νὰ σφάζουνται οἱ μανάδες,
καὶ κάμε τὴν παρηγοριὰ νὰ τήνε κάμουν κι ἄλλες.
Πήγαινε μάνα σπίτι μας νὰ στρώσεις τὸν σοφρᾶ σου,
νὰ φᾶνε οἱ πεινασμένοι μας, νὰ πιοῦν οἱ διψασμένοι,
νὰ φᾶς καὶ σὺ μανούλα μου ποὔχεις καρδιὰ καμένη.
Ὅποιος τὸ λέει σώνεται, ὅποιος τ᾿ ἀκούει ἁγιάζει,
κι ὅποιος τὰ κολοφουγκράζεται, παράδεισο θὰ λάβει,
παράδεισο καὶ λίβανο ἀπὸ τὸν Ἅγιο Τάφο,
ποὺ τὸν ἀφέντη τὸν Χριστὸ κι ὅπου πονεῖ θὰ γιάνει.
Θα κλείσω με το εκπληκτικό τραγούδι της Ανάστασης της Κύπρου μας, που
ομάδα νεαρών τραγουδάει σε όλα τα σπίτια του χωριού για να πάει ο
κόσμος στην εκκλησία για την λειτουργία της Αναστάσεως του Κυρίου:νὰ φᾶνε οἱ πεινασμένοι μας, νὰ πιοῦν οἱ διψασμένοι,
νὰ φᾶς καὶ σὺ μανούλα μου ποὔχεις καρδιὰ καμένη.
Ὅποιος τὸ λέει σώνεται, ὅποιος τ᾿ ἀκούει ἁγιάζει,
κι ὅποιος τὰ κολοφουγκράζεται, παράδεισο θὰ λάβει,
παράδεισο καὶ λίβανο ἀπὸ τὸν Ἅγιο Τάφο,
ποὺ τὸν ἀφέντη τὸν Χριστὸ κι ὅπου πονεῖ θὰ γιάνει.
Το τραούδιν της Ανάστασης
Άρχοντες, αγροικήσατε, διά να σας συντύχω
και πάνω στην Ανάστασιν θέλω να σας μιλήσω.
Δράμετε όλοι γρήγορα μέσα στην εκκλησία
με πόθος και ευλάβειαν, γυναίκες και παιδία,
να φθάσετε εις την λιτήν ν’ άψετε τα κεριά σας
και να πανηγυρίσετε δια την Πασχαλιάν σας.
Ν’ ακούσετ’ Ευαγγέλιον και το Χριστός Ανέστη
πως ανεστήθην ο Χριστός κι ο ουρανός εξέστη.
Οι μυροφόροι έδραμον τον τάφον να ιδούσιν
και είδαν την Ανάστασην καθώς το μαρτυρούσιν.
Μαρία τότες έβλεψεν τον Ιησούν εστώτα
και ως κηπουρόν ενόμισεν και τούτον επηρώτα.
Διότι κείνον τον καιρόν εκεί ήτουν περιβόλιν
Πού ’τουν ο τάφος του Χριστού καθώς το ξέρουν όλοι.
Στην Γαλιλαίαν είπεν τους να παν να τον ιδούσιν
και να το πουν στους μαθητές και κείνοι να χαρούσιν.
Τρέχει Μαρία παρευθύς για να τον προσκυνήσει
και ο Ιησούς εφώναξε «Μαρία μην μου εγγίσεις ,
μόνον να πας στους μαθητές και να τους το κηρύξεις».
Ο Ιωάννης έτρεξεν στον τάφον και ο Πέτρος
και είδασιν τα σάβανα στο δεξιόν το μέρος.
Ο Ιωάννης έμπηκεν μέσα και γύρισεν το
και είδεν την αλήθειαν κι έβγην και κήρυξε το.
Δεν ηύρεν άλλον τίποτε παρά το σινδονίον
και κείνον το μανδήλιον που λέγουν σουδαρίον.
Βγαίνουν οι δυό Απόστολοι κι οι πέντε μυροφόρες
κηρύξαν την Ανάστασην τες πρωϊνές τες ώρες.
Εις την ζωήν σας, άρκοντες, στην οικογένεια σας
σας εύχομαι χρόνια πολλά σε σας και τα παιδιά σας.
Να αξιώσει ο Θεός γρόνους πολλούς να ζιήτε
και στην αιώνιον ζωήν να καταξιωθείτε,
και τον μιστόν του κόπου μας, να μεν μας τον κρατήτε.
Κι εγώ για σας παρακαλώ εμπρός εις τας εικόνας,
η δόξα και το κράτος Σου , Χριστέ μου στους αιώνας.
( Μιχάλης Τερλικκάς από το Cd του «Των Γεννών τζαί της Λαμπρής»)Ελένη Χατζηγεωργίου
Πρόεδρος Συλλόγου Κυπρίων Ξάνθης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου