Το σημαντικό στη ζωή μιας μητέρας είναι η περίοδος της
εγκυμοσύνης της. Την περίοδο αυτή μητέρα και βρέφος είναι
ένα. Υπάρχουν δύο οργανισμοί, δύο σώματα, δύο ψυχές, αλλά σε
μία τέλεια αλληλοπεριχώρηση και αλληλεξάρτηση.
Πολλές λειτουργίες του βρέφους δεν υφίστανται, αλλά τις
αναπληρώνει ο οργανισμός της μητέρας. Λήψη και επεξεργασία
τροφής, αποβολή των υπολοίπων των τροφών, κίνηση, ένδυση,
ενέργεια, δράση, φωνή δεν υφίστανται. Το μωρό είναι πλήρως
ένα σωματικό εξάρτημα της μητέρας του.
Μετά τη γέννηση πάλι το μωρό λαμβάνει την τροφή του μόνο από
το μητρικό γάλα, για μεγάλο διάστημα. Είναι και πάλι ένα
σωματικό εξάρτημα της μητέρας,
εξωτερικό αυτή τη φορά.
Κάποτε το μωρό απογαλακτίζεται και αρχίζει χειραφετείται
σιγά-σιγά και ν’ αναπτύσσει τη δικιά του προσωπικότητα. Η
μητέρα όμως δεν παύει να είναι ταυτισμένη με το παιδί της
ψυχικά και συναισθηματικά και δεν παύει να το θεωρεί
σπλάχνο της και επέκταση του
εαυτού της.
Γι’ αυτό είναι μια
συνεχής συνοδοιπόρος του στη ζωή του, ακόμη κι αν απέχει
τοπικά και ουσιαστικά από το παιδί της.
Ας
δούμε την περίπτωση της Παναγίας, μητέρας του Χριστού μας,
και πως υπήρξε συνεχής συνοδοιπόρος του, όχι μόνο σαρκικά
και συναισθηματικά αλλά και πνευματικά, θεολογικά. Και πως
είναι όχι μόνο συνοδοιπόρος του Χριστού αλλά και
συνοδοιπόρος δικιά μας. Η Παναγία μας λοιπόν υπήρξε·
Α΄. Συνοδοιπόρος στη
ζωή του Χριστού.
Η
Παναγία βρισκόταν σε τέλεια και συνεχή κοινωνία με τον υιό
της· παντού και πάντοτε. Από τη στιγμή της ενσαρκώσεως έως
τη στιγμή του θανάτου του. Δεν τον γέννησε μόνο, ούτε τον
μεγάλωσε και τον ανέθρεψε, αλλά
συνεχώς ήταν κοντά του.
Τα ευαγγέλια δεν μας λένε λεπτομέρειες πολλές, γιατί
ιστορούν κυρίως το πρόσωπο του Χριστού και τις ενέργειες
του. Αλλά το ότι η Παναγία βρέθηκε μαζί του στον σταυρό,
όταν ακόμη και οι μαθητές του τον είχαν εγκαταλείψει –εκτός
του Ιωάννη του θεολόγου βεβαίως–, αυτό δείχνει ότι πορευόταν
συνεχώς κοντά του. Συνώδινε και συνέπασχε μαζί του. Αυτό που
έκανε την ημέρα της Υπαπαντής, που αφιέρωσε τον Χριστό ως
άνθρωπο στον Θεό, το ολοκλήρωσε την ημέρα της σταυρώσεως.
Ακόμα και όταν ήταν απούσα
σωματικά απ’
αυτόν, ήταν κοντά του με τη σκέψη της, την προσευχή
της, το ενδιαφέρον της, την έννοια της γι’ αυτόν.
Ο Χριστός ήταν το κέντρο της ζωής της. Τα πάντα έσβηναν
μπροστά στη θύμηση του. Αυτό που είπε ο Χριστός στο
δεκάλογο, στην πρώτη εντολή, «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεό σου
εξ’ όλης της ψυχής σου και εξ’ όλης ισχύος σου και εξ’ όλης
της διανοίας σου» (Λουκ. 10,27), ίσχυε πλήρως για την
Παναγία. Αυτό που δεν μπορούσε να κάνει ο πλούσιος νεανίσκος
(Ματθ. 19,16-27) και άλλοι πολλοί, το έκανε η Παναγία. Και ο
Ιωάννης ο Θεολόγος βέβαια. Αυτοί ήταν που αγάπησαν πλήρως
τον Χριστό και δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. Γι’αυτό ο Χριστός
εμπιστεύθηκε την μητέρα του στον Ιωάννη αλλά και τον Ιωάννη
στην μητέρα του.
Τα πρόσωπα που τον στήριξαν πλήρως, τώρα, έπρεπε να
στηρίζονται μεταξύ τους.
Β΄. Συνοδοιπόρος στο φρόνημα του
Χριστού.
Η Παναγία δεν ήταν μόνο συνοδοιπόρος του Χριστού στη
ζωή του και στα προβλήματά του αλλά και συνοδοιπόρος στη
σκέψη του, στο φρόνημά του, στη θέληση του να θυσιασθεί για
τη σωτηρία του κόσμου. Η Παναγία ήθελε ότι ήθελε ο Χριστός,
όπως και ο Χριστός ως άνθρωπος ήθελε ό,τι ήθελε ο ουράνιος
πατέρας του.
Δεν φαίνεται πουθενά η Παναγία
να εμποδίζει τον
Χριστό να σταυρωθεί, όπως ο Πέτρος.
Πράγμα που θα ήταν πολύ φυσικό για μια μητέρα. Δεν φαίνεται
πουθενά να φρονεί τα των ανθρώπων και όχι τα του Θεού (Ματθ.
16,24). Αντιθέτως
συμπορεύεται μαζί του. Απαρνείται τον εαυτό της,
αίρει τον σταυρό της και τον ακολουθεί. Δεν τον
εγκαταλείπει, μαζί με το Ιωάννη βέβαια, όπως ο Πέτρος και οι
άλλοι μαθητές. Το περίεργο είναι ότι ο Πέτρος και ο Ιάκωβος
είδαν τη μεταμόρφωση του Χριστού και έπρεπε να μην
κλονισθούν. Η Παναγία δεν την είδε -είχε δει βέβαια άλλα
θαύματα- κι όμως δεν κλονίσθηκε. Πέρασε η ρομφαία μέσα στην
ψυχή της, όπως προείπε ο Συμεών ο πρεσβύτης την ημέρα της
Υπαπαντής, αλλά δεν λύγισε και δεν κάμφθηκε ούτε στιγμή. Το
ίδιο και ο Ιωάννης.
Αυτοί που αγαπούν πολύ δεν κάμπτονται ποτέ.
Γι’αυτό λέγει ο άγιος Αυγουστίνος·
«Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις». Όταν αγαπάς τελείως τον
Θεό, ούτε κάμπτεσαι ούτε τον αρνείσαι ούτε τον προδίδεις
ούτε αμαρτάνεις. Γι’αυτό η πρώτη εντολή του δεκάλογου αυτό
επιζητεί. Αγάπη τέλεια στον Θεό και αγάπη στον συνάνθρωπο.
Γ΄. Συνοδοιπόρος των ανθρώπων.
Η
Παναγία και ο Ιωάννης αγάπησαν τέλεια το Χριστό αλλά και
τους συνανθρώπους τους.
Ακόμη και τους
σταυρωτές. Όπως ο Χριστός τους συγχώρεσε και είπε·
«πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ.
23,34), έτσι και αυτοί δεν στρέφονται εναντίον τους. Το ίδιο
κάνουν όλοι οι άγιοι μετά την πεντηκοστή. Δεν φαίνεται
πουθενά η Παναγία να καταριέται τους σταυρωτές του υιού της,
πράγμα πολύ συνηθισμένο για μια μητέρα, όταν το παιδί της
άδικα βασανίζεται. Ακολουθούν τον Χριστό στο πάθος αλλά
και στο φρόνημα. Η Παναγία και ο Ιωάννης συμπάσχουν με
τον Χριστό αλλά και συμπνευματίζονται με αυτόν. Αφήνουν τον
Χριστό να άρει το σταυρό του, εφ’ όσο ο ίδιος θέλει και το
επιθυμεί, και αυτοί μένουν κοντά του· συμπαραστάτες του και
συσταυρούμενοι μ’ αυτόν. Η Παναγία και ο Ιωάννης
συσταυρώθηκαν μαζί με τον Χριστό. Τόσο ενεργά συμμετείχαν
στο πάθος του. Ίσως γι’ αυτό δεν μαρτύρησαν σωματικώς στο
τέλος της ζωής τους. Γιατί ήδη είχαν μαρτυρήσει. Ο
Πέτρος έκοψε το αυτί του υπηρέτη κι όμως αρνήθηκε τον
Χριστό. Ο Ιωάννης και η Παναγία δεν έκαναν καμμία βίαια
πράξη εναντίων των σταυρωτών του Χριστού και δεν αρνήθηκαν
το Χριστό.
Η αγάπη
μας κάνει ένα με το αντικείμενο της αγάπης μας. Μας κάνει να
κοινωνούμε ανεπιφύλακτα όχι μόνο στο πάθος του αγαπημένου
προσώπου μας, αλλά και στους τρόπους που αντιμετωπίζει το
πρόσωπο αυτό το πάθος των δημίων του. Όπως αντιμετώπισε ο
Χριστός το πάθος των σταυρωτών του, έτσι το αντιμετωπίζουν η
Παναγία και ο Ιωάννης και όλοι οι μάρτυρες ανά τους αιώνες.
Οι μάρτυρες βοηθούσαν ο ένας τον άλλο. Συμπαραστεκόταν με
σιωπηλή ηρεμία και θάρρος και χαρά και αισιοδοξία. Δεν
εξαντλούσαν τον δυναμισμό τους σε κατάρες και βρισιές και
απειλές εναντίον των δημίων τους.
«Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» (Πραξ. 7,60),
προσευχόταν ο πρωτομάρτυρας Στέφανος την ώρα του μαρτυρίου
του. Η μόνη
αντίδραση εναντίων των διωκτών ήταν η προσευχή· να
φωτισθούν και οι κακούργοι δήμιοι και να σωθούν, όπως σώθηκε
ο ληστής πάνω στο σταυρό. Όπως σώθηκε κι ο Παύλος με την
προσευχή του αγίου Στεφάνου. Ο άγιος Στέφανος πήρε την
εκδίκησή του, κάνοντας των αρχηγό των λιθοβολούντων Ιουδαίων
μέγιστο απόστολο των εθνών, με τη χάρη του Θεού βέβαια. Η
μέγιστη εκδίκηση των χριστιανών είναι η προσευχή υπερ των
διωκτών τους.
«Κύριε, μη στήσης
αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Έτσι προσεύχεται σίγουρα η
Παναγία μας και ο Ιωάννης ο θεολόγος και όλοι οι άγιοι που
συμπορεύτηκαν με τον Χριστό και συμπνευματίστηκαν μ’ αυτόν
και απόκτησαν «νούν Χριστού». Βάσει αυτής της συμπορεύσεως
και του συμπνευματισμού τους με τον Χριστό, δέονται και
πρεσβεύουν υπέρ ημών των αμαρτωλών. Εφ’όσον ο Χριστός είναι
«ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτία του κόσμου» (Ιω.
1,29), η Παναγία και
οι άγιοι πρεσβεύουν να εξακολουθήσει να τη σηκώνει και
να συγχωρεί τους αμαρτωλούς και να τους φωτίζει προς
μετάνοια. Και ο Χριστός δεν μπορεί να παραβλέψει αυτές τις
πρεσβείες, αυτές τις ικεσίες, αφού αυτός τις δίδαξε και τις
ενέπνευσε.
Ας γίνουμε συνοδοιπόροι του
Χριστού κι εμείς κι ας αποκτήσουμε νου Χριστού και ζωή
Χριστού, όπως η Παναγία και όλοι οι άγιοι. Αμήν.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου