Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

ΥΜΝΟΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΙΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥἘγκώμια στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου:Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός


15 Αυγούστου με το ορθόδοξο εκκλησιαστικό ημερολόγιο ,σήμερον εορτάζει ο ουρανός την σεπτή μετάσταση της υπεραγίας Θεοτόκου , και μαζί τους συνεορτάζουν και οι ορθόδοξοι χριστιανοί , τα γνήσια μέλοι της Εκκλησίας του Θεού , παρακαλώντας μετά δακρύων την υπεραγία Θεοτόκο να λυπηθεί το γένος των Ελλήνων , να μας χαρίσει μετάνοια , τους δε πεπτωκώτας από την ορθόδοξο πίστη πρώην αδελφούς μας εν Χριστώ ,  νεοημερολογήτες ,οικουμενιστές , εικονομάχους , εκκλησιομάχους , να τους φωτίσει να επιστρέψουν στην Αγία του Θεού Ορθόδοξο Εκκλησία , δια να λάμψη και πάλι η ορθόδοξος πίστη , και να γίνουμε ξανά ως Έλληνες το νέο Ισραήλ , και να μεταδώσουμε το ΦΩΣ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΙΗΣΟΥ  ΧΡΙΣΤΟΥ ,σε όλους τους λαούς της γης , ανατολής και δύσης !!

Ἐγκώμια στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου:Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ,Ἠλίας Μηνιάτης

Ύμνοι εις την Θεοτόκον Greek Orthodox Hymns to the Mother of God

  

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
Τί εἶναι αὐτὸ τὸ μυστήριο τὸ μέγα, ποὺ συντελεῖται γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό σου, ἱερὴ Μητέρα καὶ Παρθένε; «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου». Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι θὰ σὲ μακαρίζουν, γιατί μονάχα Σὺ εἶσαι ἄξια γιὰ μακαρισμό!
Καὶ νὰ ποὺ ὅλες οἱ γενιὲς Σὲ μακαρίζουν. Ἐσένα εἶδαν οἱ θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ σὲ μακάρισαν οἱ βασίλισσες, δηλαδὴ οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων, καὶ θὰ σὲ ὑμνοῦν αἰώνια. Γιατί Σὺ εἶσαι ὁ θρόνος ὁ βασιλικός, στὸν ὁποῖον παραστέκονται Ἄγγελοι κοιτάζοντας τὸν Βασιλέα καὶ Δημιουργὸ νὰ κάθεται ἐπάνω του.
Σὺ ἔγινες Ἐδὲμ νοητή, πιὸ ἱερὴ καὶ πιὸ θεϊκὴ ἀπὸ τὴν παλιά. Γιατί σὲ ἐκείνη τὴν Ἐδὲμ ἔμεινε ὁ Ἀδὰμ ὁ γήινος, ἐνῶ σ’ Ἐσένα ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ.

Ἐσένα προεικόνισε ἡ κιβωτός, γιατί Σὺ γέννησες τὸν Χριστό, τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ποὺ καταπόντισε τὴν ἁμαρτία καὶ κατασίγησε τὰ κύματά της.
Ἐσένα προεικόνισε ἡ βάτος, Ἐσένα εἶχαν ἐπιγράψει προφητικῶς οἱ θεοχάρακτες πλάκες, Ἐσένα προζωγράφισε ἡ κιβωτὸς τοῦ νόμου καὶ Σένα εἶχαν φανερὰ προτυπώσει ἡ στάμνα ἡ χρυσὴ καὶ ἡ λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών ποὺ ‘χε βλαστήσει.
Ἀπὸ Σένα προῆλθε ἡ φλόγα τῆς θεότητος, τὸ μέτρο καὶ ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, τὸ γλυκύτατο καὶ οὐράνιο μάννα, τὸ ὄνομα τὸ ἀπερίγραπτο καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ὀνόματα, τὸ φῶς τὸ αἰώνιο καὶ ἀπρόσιτο, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ οὐράνιος, ὁ καρπὸς ποὺ δὲν γεωργήθηκε, ἀλλὰ βλάστησε ἀπὸ Σένα μὲ σῶμα ἀνθρώπινο.
Ἐσένα δὲν προμηνοῦσε τὸ καμίνι ποὺ ἔβγαζε φωτιὰ καὶ ταυτόχρονα δρόσιζε ἀλλὰ καὶ ἔκαιγε κι ἦταν ἀντίτυπο τῆς θείας φωτιᾶς πού μέσα Σου κατοίκησε;
Παρὰ λίγο ὅμως θὰ ξεχνοῦσα τὴ σκάλα τοῦ Ἰακώβ. Τί δηλαδή; Δὲν εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους ὅτι Ἐσένα προεικόνιζε κι ἦταν προτύπωσή Σου; Ὅπως ὁ Ἰακὼβ εἶχε δεῖ τὶς ἄκρες της σκάλας νὰ ἑνώνουν τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ καὶ νὰ ἀνεβοκατεβαίνουν σ’ αὐτὴν Ἄγγελοι, ἔτσι κι ἐσὺ ἕνωσες αὐτὰ ποὺ ἤσαν πρὶν χωρισμένα, ἀφοῦ μπῆκες στὴ μέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων κι ἔγινες σκάλα, γιὰ νὰ κατεβεῖ σὲ μᾶς ὁ Θεός, ποὺ πῆρε τὸ ἀδύναμο προζύμι μας καὶ τὸ ἔνωσε μὲ τὸν ἑαυτό Του κι ἔκανε τὸν ἀνθρώπινο νοῦ ποὺ βλέπει τὸν Θεό.
Ποῦ θὰ ἀποδώσουμε ἀκόμη τὰ κηρύγματα τῶν Προφητῶν; Σ’ Ἐσένα, ἂν θέλουμε νὰ δείξουμε ὅτι εἶναι ἀληθινά! Γιατί, ποιὸ εἶναι τὸ Δαβιτικὸ μαλλὶ τοῦ προβάτου πού πάνω του ἔπεσε σὰν βροχὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα; Δὲν εἶσαι Σὺ ὁλοφάνερα;
Ποιὰ εἶναι ἐπίσης ἡ Παρθένος, ποὺ ὁ Ἠσαΐας προορατικῶς προφήτευσε ὅτι θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει Υἱὸν τὸν Θεό, πού εἶναι μαζί μας;
Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ βουνὸ τοῦ Δανιήλ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κόπηκε πέτρα, ἀγκωνάρι, ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ ὑποκύψει σὲ ἀνθρώπινο ἐργαλεῖο;
Ἂς ἔρθει ὁ Ἰεζεκιὴλ ὁ θεϊκότατος κι ἂς δείξει πύλη ποὺ ἔχει κλειστεῖ καὶ ποὺ πέρασε ἀπὸ μέσα της μόνο ὁ Κύριος καὶ παραμένει κλειστή.
Ἐσένα, λοιπόν, κηρύττουν οἱ Προφῆτες. Ἐσένα διακονοῦν οἱ Ἄγγελοι καὶ ὑπηρετοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Ἐσένα σήμερα, καθὼς ἀναχωροῦσες πρὸς τὸν Υἱό Σου, περιτριγύριζαν ψυχὲς Δικαίων καὶ Πατριαρχῶν καὶ τὸ ἄπειρο πλῆθος τῶν θεοφόρων Πατέρων, ποὺ συγκεντρώθηκαν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς, σὰν μέσα σὲ σύννεφο, ψάλλοντας ὕμνους ἱεροὺς σ’ Ἐσένα, τὴν πηγὴ τοῦ ζωαρχικοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, πλημμυρισμένοι ἀπὸ τὰ θεία συναισθήματα.
Ώ, πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς μεταφέρεται πρὸς τὴν ζωὴν διὰ μέσου τοῦ θανάτου! Πῶς νὰ ὀνομάσουμε τὸ μυστήριο τοῦτο πού σχετίζεται μὲ Σένα; Θάνατο; Μά, ἂν καὶ ἡ πανίερη καὶ μακαρία ψυχή Σου χωρίζεται ἀπὸ τὸ ἀμίαντο σῶμα Σου καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα Σου παραδίδεται στὴν ταφή, ὅμως δὲν παραμένει στὸ θάνατο κι οὔτε διαλύεται ἀπὸ τὴ φθορά. Ὅπως ὁ ἥλιος, ὁ ὁλόλαμπρος καὶ πάντα φωτεινός, ὅταν σκεπαστεῖ γιὰ λίγο ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς σελήνης, φαίνεται σὰν νὰ χάνεται καὶ τὸ σκοτάδι νὰ παίρνει τὴ θέση τῆς λάμψης του, μὰ αὐτὸς δὲν χάνει τὸ φῶς του, ἀλλὰ ἔχει μέσα του τὴν πηγὴ τοῦ φωτός. Ἔτσι κι Ἐσύ, ἂν καὶ καλύπτεσαι σωματικὰ ἀπὸ τὸν θάνατο γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ἐντούτοις ἀναβλύζεις πλούσια, καθαρὰ κι ἀτέλειωτα τὰ νάματα τοῦ θείου φωτὸς καὶ τῆς ἀθάνατης ζωῆς, ποταμοὺς χάριτος καὶ πηγὲς ἰαμάτων.
Ἐσὺ ἄνθισες σὰν δένδρο γλυκύτατο κι εἶναι ὁ καρπός Σου εὐλογία στὸ στόμα τῶν πιστῶν! Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ ὀνομάσω θάνατο τὴν ἱερὴ μετάστασή Σου, ἀλλὰ κοίμηση ἢ ἀποδημία ἢ ἐνδημία, γιὰ νὰ ἐκφρασθῶ καλύτερα, ἀφοῦ, φεύγοντας ἀπὸ τὴν κατοικία τοῦ σώματος, πηγαίνεις νὰ κατοικήσεις στὰ καλύτερα, στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Υἱοῦ Σου.
Ἄγγελοι μαζὶ μὲ Ἀρχαγγέλους Σὲ μεταφέρουν ἀπὸ τὴ γῆ στοὺς οὐρανούς. Καθὼς περνᾶς εὐλογεῖται ὁ ἀέρας καὶ ὁ αἰθέρας καθαγιάζεται. Χαίροντας ὑποδέχεται ὁ οὐρανὸς τὴν ψυχή Σου. Σὲ προϋπαντοῦν οἱ οὐράνιες δυνάμεις μὲ ὕμνους ἱεροὺς καὶ τελετὴ χαρμόσυνη: «τὶς αὐτὴ ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, ἐγκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος;». Εἶσαι ὡραία, λένε οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σὰν τὸ φεγγάρι κι ὅλα τὰ Χερουβὶμ ἐκπλήσσονται καὶ τὰ Σεραφεὶμ Σὲ δοξάζουν, Ἐσένα ποὺ δὲν ἀνέβηκες μονάχα ὡς τὸν οὐρανό, σὰν τὸν Προφήτη Ἠλία, οὔτε μονάχα μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό, σὰν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλὰ ἔφτασες μέχρις αὐτὸν τὸν θρόνο τοῦ Υἱοῦ Σου καὶ στέκεις κοντά Του μὲ πολλὴ κι ἀνείπωτη παρρησία.
Ἔγινες, λοιπόν, εὐλογία γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἁγιασμὸς γιὰ τὸ σύμπαν, ἄνεση γιὰ τοὺς κουρασμένους, παρηγοριὰ γιὰ τοὺς πενθοῦντες, θεραπεία γιὰ τοὺς ἀρρώστους, λιμάνι γιὰ τούς θαλασσοδαρμένους, συγχώρηση γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, παρηγοριὰ γιὰ τοὺς λυπημένους, πρόθυμη βοήθεια γιὰ ὅλους ποὺ σὲ ἐπικαλοῦνται, ἀρχὴ καὶ μέση καὶ τέλος ὅλων τῶν ἀγαθῶν ποὺ ξεπερνοῦν τὸν νοῦ μας.
Πῶς ὑποδέχθηκε ὁ οὐρανὸς αὐτὴν πού ἔγινε πλατύτερη ἀπ’ αὐτόν; Καὶ πῶς ὁ τάφος δέχθηκε Αὐτὴν πού δέχθηκε μέσα Της τὸν Θεόν; Ὢ μνῆμα ἱερὸ καὶ θαυμαστὸ καὶ σεβάσμιο καὶ προσκυνητό, ποὺ καὶ τώρα τὸ περιποιοῦνται Ἄγγελοι, παρευρισκόμενοι μὲ πολὺν σεβασμὸ καὶ φόβο, καὶ ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται σ’ αὐτὸ μὲ πίστη, τιμώντας το, προσκυνώντας το, φιλώντας το μὲ μάτια καὶ χείλια καὶ μὲ πόθο ψυχῆς ἀντλώντας πλοῦτο ἀγαθῶν.
Ἐμπρός, λοιπόν, ἂς ταξιδέψουμε νοερὰ μακριὰ ἀπ’ τὴ ζωὴ αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν Παναγία, ποὺ φεύγει ἀπ’ τὴ γῆ αὐτή.
Ἐλᾶτε ὅλοι μὲ πόθο καρδιακό, ἂς κατεβοῦμε στὸν τάφο μαζὶ μὲ τὴν Παρθένο ποὺ κατέρχεται σ’ αὐτόν. Ἂς παρασταθοῦμε ὁλόγυρα στὸ ἱερότατο κρεβάτι της.
Ἂς ψάλλουμε ὕμνους ἱερούς, τέτοια περίπου λέγοντας μελωδικὰ ἄσματα: «Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ». Χαῖρε ἀμνὰς ποὺ γέννησες τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε σὺ ποὺ εἶσαι πιὸ πάνω ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Χαῖρε ἡ δούλη καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἀμὴν

Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου

Ἠλίας Μηνιάτης
«Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου, ἐν ἰματισμῶ
διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη».
Αὐτὴ εἶναι ἡ πλέον ζωντανὴ καὶ πρεπώδης εἰκὼν τῆς μεταστάσης εἰς οὐρανὸν Θεομήτορος.ὁπού ἐζωγράφισε μὲ θεοκίνητον κάλαμον ὁ Προφητάναξ· καὶ πρὸς τὴν θεωρίαν τῆς εἰκόνος ταύτης προσκαλῶ σήμερον τὰ ὄμματα τῆς εὐλαβοῦς σας διανοίας, ὢ φιλέορτον σύστημα.
Μὴ στοχασθῆτε ἐδῶ κάτω τὰ θλιβερὰ ἐκεῖνα σύμβολα τοῦ θανάτου· ἐκεῖ, δηλαδή, ὁπού φαίνεται ἕνα σῶμα νεκρὸν ἁπλωμένον ἐπάνω εἰς ἕνα κράββατον, κηδευόμενον σεπτῶς παρὰ τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων, παραδόξως συνηγμένων ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς. Εἰς τὴν ἁγιωτάτην Παρθένον ὅλα ἐστάθησαν ὑπὲρ ἄνθρωπον· εἰς τοῦτο μόνον ἔδειξε πὼς ἦτον φύσεως ἀνθρωπίνης, διατὶ σήμερον φαίνεται, πὼς εἶναι φύσεως θνητῆς· ἀλλὰ καὶ εἰς τοῦτο ἐφάνησαν τὰ προνόμια τῆς θείας χάριτος· διατί, καθὼς ὅταν ἡ πανάμωμος Μαρία συνέλαβεν, ἡ σύλληψις ἐστάθη ἄσπορος, καὶ ὅταν ἐγέννησεν, ἡ κύησις ἐστάθη ἀδιάφθορος,ἔτζι ὅταν ἀπέθανεν, ἡ νέκρωσις ἐστάθη ἀθάνατος.
Δὲν εἶναι θάνατος, ὄχι, ἐτοῦτος, ὡσὰν ἐκεῖνος ὁ τύραννος τοῦ γένους μας, ὁ υἱὸς τῆς κατάρας καὶ πατὴρ φθορᾶς, ὁπού εἰς τὸ σκοτεινόν του βασίλειον κρατεῖ αἰχμάλωτον τοῦ Ἀδὰμ τὴν κληρονομίαν. Αὐτὸς εἶναι ἢ ἕνας γλυκὺς ὕπνος, μὲ τὸν ὁποῖον θέλησε ἡ πάναγνος Δέσποινα ὡσὰν νὰ ἀναπαυθῆ ὀλίγον εἰς τὸ πέρας τῆς ἐπικήρου ταύτης ζωῆς, διὰ νὰ ἀρχίση τὴν ὁδὸν ἐκείνης τῆς ἀκηράτου· ἢ μία θαυμαστὴ ἔκστασις θείου ἔρωτος, εἰς τὴν ὁποίαν, ἡ μὲν μακαριωτάτη ἐκείνη ψυχὴ σπεύδουσα τὸ ὀγληγορώτερον νὰ φθάση πρὸς τὸν ἠγαπημένον θεῖον Υἱόν, ἄφησε δι’ ὀλίγον τὸ ὁμοδίαιτον σῶμα· καὶ τοῦτο ὁμοίως αἱρόμενον ὑπὸ χερουβικοῦ ἅρματος ἠκολούθησε τὸν αὐτὸν δρόμον καὶ ἀνέβη δεδοξασμένον εἰς οὐρανούς.
Ἴδετε τὸν τάφον εἰς τὸ χωρίον Γεθσημανῆ καὶ θέλετε τὸν εὕρει κενόν· διατὶ τάφος δὲν δύναται νὰ χωρίση τὴν Μητέρα τῆς ζωῆς, τὸ δοχεῖον τῆς σεσωρευμένης θεότητος, τοῦ ὁποίου τόπος ἀντάξιος εἶναι ὁ θρόνος τῆς θείας δόξης. Καὶ ἐπάνω εἰς τοιοῦτον θρόνον, ἐκ δεξιῶν τοῦ Βασιλέως Θεοῦ, μεταστάσα ἡ Μήτηρ τοῦ Θεοῦ κάθεται ὡς Βασίλισσα τῶν οὐρανίων καὶ ἐπιγείων, ὑπερτέρα πάσης κτίσεως· «παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου». Βασίλισσα τῶν ἐπιγείων· εἰς αὐτὴν ἀποδίδει τὰς δευτέρας, μετὰ Θεόν, τιμητικάς λατρείας τῶν πιστῶν ἡ Ἐκκλησία εἰς τοὺς ἀχράντους αὐτῆς πόδας ρίπτουσι τὰ σκῆπτρα καὶ διαδήματα οἱ εὐσεβεῖς Βασιλεῖς. Αὐτῆς τὸν ὑψηλὸν θρόνον περικυκλώνουσι τῶν Ὀρθοδόξων τὰ συστήματα· καὶ ποῖος παρακαλεῖ ὑγείαν εἰς τὰς νόσους· τοῦτος παρηγορίαν εἰς τὰς θλίψεις· ἐκεῖνος βοήθειαν εἰς τὰς συμφοράς· ὅλοι ζητοῦσιν ἔλεος ἀπὸ τὴν πηγὴν τοῦ ἐλέους· καὶ ὁ παρακαλῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει· διατὶ ἀνεξάντλητον εἶναι τὸ πέλαγος, ἀκένωτος εἶναι ἡ πηγὴ τῶν ἀγαθῶν.
Βασίλισσα τῶν οὐρανίων· αὐτὴν σέβονται καὶ προσκυνοῦσιν ὅλα τῶν ἀσωμάτων τὰ τάγματα· οἱ Ἄγγελοι, τὸ καθαρώτατον ἔσοπτρον τῆς ἁγνείας· οἱ Ἀρχάγγελοι, τὸ πολύτιμον σημεῖον τῶν θείων ἀποκαλύψεων· αἱ Ἐξουσίαι, τὸ πανσθενὲς κράτος τῶν πιστῶν· αἱ Δυνάμεις, τὸ ἀκαταμάχητον τεῖχος τῆς Ἐκκλησίας· αἱ Ἀρχαί, τὴν σωτήριον ἀρχὴν τῆς παγκοσμίου ἀπολυτρώσεως· αἱ Κυριότητες, τὴν ὑπερτάτην Κυρίαν τοῦ παντός· οἱ Θρόνοι, τὸν ἔμψυχον θρόνον τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης· τὰ Χερουβίμ, τὴν θεοδίδακτον μυσταγωγὸν τῆς ὑψηλῆς γνώσεως· τὰ Σεραφὶμ τὴν ἄσβεστον λαμπάδα τῆς θείας καθαρωτάτης ἀγάπης. Βασίλισσα, τὴν ὁποίαν ἀσπάζεται αὐτὴ ἡ τρισήλιος Θεαρχία· τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὴν ἀνύμφευτον νύμφην· ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τὴν ἀπήρανδρον Μητέρα· ὁ Θεὸς καὶ Πατήρ, τὴν ἠγαπημένην θεόπαιδα· «παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου».
Ἀλλ’ ἡ δοξασμένη Παντάνασσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, εἶναι (λέγει), «ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη»·δηλαδὴ τὸ θεοΰφαντον ἔνδυμα τῆς μακαριότητος ὁπού τὴν στολίζει, εἶναι διάχρυσον, διὰ τὰς ὑπερκάλλους ἀγλαΐας τοῦ ἀπροσίτου φωτός. Εἶναι πεποικιλμένον, ἤγουν διακεκριμένον μὲ διάφορα χρώματα, ὁπού θέλει νὰ εἰπῆ· καθὼς εἰς τὴν Παρθένον ζῶσαν ἐπὶ τῆς γῆς, ἤσαν ὅλοι οἱ διάφοροι χαρακτῆρες τῶν ἀρετῶν,ὁπού εἰς πάντων τῶν Ἁγίων τὰς ψυχάς τυπώνει ἡ χάρις, ἔτζι εἰς τὴν Παρθένον, μεταστάσαν εἰς οὐρανούς, εἶναι ὅλα τὰ διάφορα χρώματα τῶν θείων ἐλλάμψεων, ὁπού εἰς πάντων τῶν Μακαρίων τὰ πρόσωπα ζωγραφίζει τῆς θείας δόξης τὸ τρισόλβιον φῶς.
Ὅταν ὁ Ἥλιος φθάση εἰς τὴν μέσην ἁψίδα τοῦ οὐρανοῦ, ἐξίσου χύνει εἰς ὅλα τὰ μέρη τῶν ἀκτίνων τὸ φῶς, μὰ ἐξίσου δὲν φωτίζονται πάντα τὰ φωτιζόμενα σώματα· καθὼς εἶναι, ἢ ἀραιότερα ἢ πυκνότερα, ἔτζι, ἢ περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον λαμβάνουσι τὸ προσβάλλον ἀπαύγασμα τῆς ἡλιακῆς λαμπηδόνος· τὰ μὲν καθαρὰ ἐκλάμπουσιν ὁλόφωτα, τὰ δὲ διαφανῆ διαλάμπουσιν εὔδια καὶ τὰ στερεὰ καὶ ἀντίτυπα ἀντιλάμπουσιν ὅσον μόνον γίνονται ὁρατά. Μὰ ὅταν λάχη καὶ ὁ Ἥλιος προσβάλη τὰς ἀκτίνας του εἰς ἕνα ἀκηλίδωτον καθρέπτην, ὄχι μόνον τὸν φωτίζει, ἀλλ’ αὐτὸς ὅλος ὁ ἥλιος ἐκεῖ φαίνεται νὰ εἰσεβαίνει καὶ νὰ περικλείεται εἰς τρόπον, ὅτι ἐκεῖνος δὲν φαίνεται τόσον ἕνα κρύσταλλον ὁπού φωτίζεται, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ Ἥλιος ὁπού φωτίζει. Αὐτὴ εἶναι, ἀνάμεσα τῶν ἄλλων φωτιζομένων σωμάτων καὶ τοῦ καθρέπτου ἡ διαφορά· ὅτι τὰ μὲν ἄλλα λαμβάνουσι μόνον τοῦ Ἡλίου τὸ φῶς, ὁ καθρέπτης λαμβάνει αὐτὸν ὅλον τὸν Ἥλιον καὶ ἀκτινοβολεῖ ὡσὰν Ἥλιος.
Ὁμοίως ὁ ἄδυτος ἐκεῖνος τῆς δικαιοσύνης Ἥλιος, ὁπού λάμπει ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων, ἐξίσου χύνει εἰς ὅλα τὰ πνεύματα τῶν Μακαρίων τῆς θείας δόξης τὸ ἀνέσπερον φῶς, μὰ ἐξίσου δὲν φωτίζονται πάντα· καθένας λαμβάνει τὸ ἴδιον μέτρον τῆς θείας φωτοχυσίας, ὡσὰν ἕνα μερικὸν χρῶμα μακαρίας ἐλλάμψεως· καὶ δέχεται ἢ περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον τὸ μέτρον τοῦ θείου τούτου φωτός, καθὼς εἶναι δεκτικόν, κατὰ τὸν βαθμὸν δηλαδὴ καὶ ἀναλογίαν τῆς ἰδίας του καθαρότητος. Ἔτζι ἀλλέως φωτίζονται οἱ ἅγιοι λΆγγελοι, ὁπού εἶναι ἄϋλα πνεύματα· ἀλλέως οἱ ἄνθρωποι, ὁπού εἶναι φύσεως παχυτέρας·καὶ πάλιν ἀνάμεσα καὶ εἰς τοὺς Ἀγγέλους διαφορετικὰ φωτίζονται ἀπὸ τὰς Κυριότητας οἱ Θρόνοι· ἀπὸ τοὺς θρόνους τὰ Χερουβὶμ καὶ ἀπὸ τὰ Χερουβὶμ τὰ Σεραφίμ· καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τοὺς Προφήτας οἱ Ἀπόστολοι, ἀπὸ τοὺς Ὁμολογητάς οἱ Μάρτυρες, καὶ τοὺς Ἀσκητάς αἱ Παρθένοι· ὅλοι εἶναι ἄστρα τοῦ νοητοῦ στερεώνατος, ὅθεν οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς φωστῆρες· πλὴν «ἀστὴρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξει» κατὰ τὸ ρητόν.
Ἡ Παναγία Παρθένος εἶναι ἀνάμεσα εἰς ὅλους τούς Μακαρίους ἀκηλίδωτος καθρέπτης ἁγνείας καὶ καθαρότητος· ὅλη καλή, ὅλη ἄμωμος, καθὼς τὴν ὀνομάζει εἰς τὸ Ἆσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· «ὅλη καλὴ ἡ πλησίον μου, καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοί». Καθαρωτέρα ἀσυγκρίτως καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν Ἀγγέλων.Ὅθεν ὄχι μόνον εἰς αὐτὴν χύνει τῆς μακαριότητος τὸ φῶς, ἀλλ’ εἰς αὐτὴν εἰσεβαίνει καὶ ὡσὰν περικλείεται ὅλη, ὅλη ἐκείνη ἡ πολυχεύμων πηγὴ τοῦ φωτός, ὅλος, ὅλος τῆς δόξης ὁ Ἥλιος· εἰς τρόπον, ὅτι ὡς ἄλλος δεύτερος τῆς δόξης Ἥλιος, ἀκτινοβολεῖ τῆς Παναγίας Παρθένου τὸ μακάριον πρόσωπον καὶ κάνει διπλοῦν τὸ φῶς τῆς ἀνεσπέρου ἡμέρας. Καταλάβετε δὲ τὴν διαφορὰν τῆς μακαριότητος ὁπού χαίρονται τῶν λοιπῶν δικαίων τὰ πνεύματα καὶ τῆς μακαριότητος ὁπού χαίρεται ἡ θεομήτωρ Μαρία· ὅτι ἐκεῖνοι μὲ κατὰ μέρος δέχονται τῆς θείας δόξης τὸ φῶς, αὐτὴ δὲ ὅλον δέχεται τῆς δόξης τὸν Ἥλιον. Ἐκεῖνοι μερικῶς ἔλαβον ἐδῶ τὴν χάριν καὶ κατὰ τὸ μέτρον τῆς χάριτος ἀπολαμβάνουσιν ἐκεῖ τὴν δόξαν· αὐτὴ εἶναι δοχεῖον δεκτικὸν ἐκεῖ ὅλης τῆς δόξης, καθὼς ἐδῶ ἐστάθη δοχεῖον δεκτικὸν ὅλης τῆς χάριτος. Ὅθεν ἐδῶ ἦτον, καθὼς τὴν ὠνόμασεν ὁ Ἀρχάγγελος κεχαριτωμένη, εἶχε δηλαδὴ ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς θείας χάριτος· τὸ ὁμολογεῖ καὶ ὁ Θεολόγος· «ἐκάστοις τῶν ἐκλεκτῶν ἡ χάρις κατὰ μέγεθος ἐδόθη, τῇ δὲ Παρθένῳ ἅπαν τὸ τῆς χάριτος πλήρωμα»· ἐκεῖ δὲ εἶναι δεδοξασμένη, ἔχει δηλαδὴ ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς θείας δόξης, καθὼς τὴν ἐπροεῖδεν ὁ Ἰεζεκιήλ· «καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ πλήρης δόξης ὁ οἶκος τοῦ Κυρίου». Καὶ «παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου, ἐν ἱματισμῶ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη».
Ἀδύνατον εἶναι, Χριστιανοί, ὁ νοῦς μας νὰ φαντασθῆ τὸ ὑπέρλαμπρον ἐκεῖνο φῶς, μὲ τὸ ὁποῖον ἀστράπτει ἡ μακαρία Παρθένος εἰς τὸν Παράδεισον· ἡ Σελήνη, ὁ Ἥλιος εἶναι σκοτεινὰ πράγματα παραβαλλόμενα μὲ ἐκεῖνο τὸ ἀνεκλάλητον κάλος, τὸ ὁποῖον βλέπουσι καὶ δὲν χορταίνουσιν οἱ μακάριοι· τί ὡραῖον! τί φαεινόν! τί θεοειδὲς θέαμα εἰς τὰ μάτια τῶν Σεραφίμ. Τοῦτο ἐπεθύμησε νὰ ἰδῆ ἕνας νέος πολλὰ εὐσεβής τῆς Παρθένου καὶ ἔκαμε πρὸς αὐτὴν τοιαύτην δέησιν. «Μαρία, γλυκύτατον ὄνομα, ὅπου ἐγὼ μετὰ Θεὸν σέβω καὶ προσκυνῶ μὲ ὅλον τὸν πόθον καὶ εὐλάβειαν τῆς ψυχῆς μου, διατὶ εἶσαι τῆς ψυχῆς μου ἡ παρηγορία καὶ ἡ χαρά· ἂν εὑρῆκα χάριν ἐνώπιόν σου ὁ ταπεινὸς δοῦλος σου, μίαν χάριν νὰ μοῦ κάμης σὲ παρακαλῶ· ἀνάμεσα εἰς τὰς ἄλλας εὐεργεσίας νὰ μὲ ἀξιώσης νὰ σὲ ἰδῶ καθὼς εἶσαι εἰς τὸν Παράδεισον. Ἀξίωσόν με, ἀειπάρθενε Κόρη, ἀξίωσόν με, Μῆτερ ἐλέους· ἂς σὲ ἰδῶ καὶ εὐχαριστοῦμαι νὰ χάσω ἕνα ἀπὸ τὰ μάτια μου». Εἰσήκουσεν ἡ Πάναγνος Δέσποινα τοῦ εὐλαβοῦς της δούλου τὴν προσευχή· τοῦ ἐφάνη μίαν νύκτα εἰς τὸν ὕπνον του ὁλολαμπής, μὲ ὅλον ἐκεῖνο τὸ φῶς τῆς δόξης, μὲ τὸ ὁποῖον λάμπει εἰς τὸν οὐρανόν. Ἐξύπνησεν ὁ νέος καί, ἀληθινά, ἔχασε τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ὀμμάτια του, μὰ ἀπὸ τὴν χαρὰν ὁπού εἶχεν, ὅτι ἠξιώθη νὰ ἰδῆ τὴν Βασίλισσαν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, δὲν ἐλυπᾶτο ὁλότελα, ὅτι ἐστερήθη τὸ φῶς του· μάλιστα πάλιν παρακαλεῖ νὰ τὴν ἰδῆ ἄλλην μίαν φορὰν καὶ εὐχαριστεῖται νὰ χάση καὶ τὸ ἄλλο ὀμμάτι, ὁπού τοῦ ἔμεινε· καὶ πάλιν ἠξιώθη, πάλιν τὴν εἶδε· μὰ τί λογιάζετε, Χριστιανοί; πῶς τάχα νὰ ἔμεινε τυφλὸς καὶ ἀπὸ τὰ δύο ὀμμάτια; ἡ συμπαθεστάτη Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, ὡσὰν τοῦ ἐφάνη τὴν δευτέραν φοράν, ὄχι μόνον δὲν τὸν ἐστέρησεν ἀπὸ τὸ ἕνα ὀμμάτι ὁπού τοῦ ἔμεινεν, ἀλλὰ τοῦ ἔστρεψε καὶ τὸ ἄλλο ὁπού εἶχε χαμένον. Ἐξύπνησεν ὁ νέος ἐκεῖνος καὶ μὲ τὰ δύο ὀμμάτια ὑγιῆ καὶ ὅλος ἐκστατικὸς ἀπὸ τὴν διπλὴν χαρά, μὲ πολλὰ δάκρυα εὐλαβοῦς ἀγαλλιάσεως, ἔδωκε τῇ Θεομήτορι χιλίας εὐχαριστίας.
Κεχαριτωμένη, Δεδοξασμένη, Παντάνασσα, ἀπὸ τὴν ἄφθονον ἐκείνην ἡλιοβολίαν τοῦ θείου φωτὸς ὁπού χαίρεσαι, παρισταμένη ἐκ δεξιῶν του μονογενοῦς σου Υἱοῦ, πέμψον ἐδῶ κάτω καὶ εἰς ἠμᾶς τοὺς εὐλαβεῖς δούλους σου μίαν μακαρίαν ἀκτίνα, ὁπού νὰ εἶναι καὶ φῶς εἰς τὸν ἐσκοτισμένον μας νοῦν καὶ φλόγα εἰς τὴν ψυχραμένην μας θέλησιν, διὰ νὰ βλέπωμεν νὰ περιπατοῦμεν σπουδαῖοι εἰς τὴν ὁδὸν τῶν θείων δικαιωμάτων. Ἠμεῖς, μετὰ Θεόν, εἰς ἐσὲ τοῦ Θεοῦ τὴν Μητέρα καὶ Μητέρα ἡμῶν ἔχομεν τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας· ἀπὸ σὲ ἐλπίζομεν τὰς νίκας τῆς γαληνοτάτης Αὐθεντίας, τὰ τρόπαια τῶν Εὐσεβῶν Βασιλέων· τὴν στερέωσιν τῆς Ἐκκλησίας· τὴν ἀντίληψιν τοῦ Ὀρθοδόξου γένους· τὴν σκέπην τῆς εὐλαβοῦς σου ταύτης πολιτείας, ὁπού εἶναι ἀφιερωμένη εἰς τὴν ἄμαχόν σου βοήθειαν. Ναί, Παναγία Παρθένε, ναί, Μαρία, ὄνομα ὁπού εἶναι ἡ χαρά, ἡ παρηγορία, τὸ καύχημα τῶν Χριστιανῶν· δέξου τὴν νηστείαν καὶ παράκλησιν τῶν ἁγίων τούτων ἡμερῶν, ὁπού ἐκάμαμε εἰς τιμήν σου, ὡς θυμίαμα εὐπρόσδεκτον· καὶ ἀξίωσόν μας, καθὼς ἐδῶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εὐλαβῶς ἀσπαζόμεθα τὴν ἁγίαν καὶ θαυματουργὸν ταύτην εἰκόνα, ἔτζι καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν Παράδεισον νὰ ἰδοῦμεν αὐτὸ τὸ μακάριόν σου πρόσωπον, τὸ ὁποῖον νὰ προσκυνοῦμεν σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰώνας.
Ἀμήν
πηγη:www.imaik.gr
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου