Ο
άγιος Νικόδημος ως ορθόδοξος χριστιανός πρώτα, και υστέρα ως μοναχός
και ιδιαίτερα αγιορείτης, έτρεφε μεγάλο σεβασμό και αγάπη στη Μητέρα του
Κυρίου μας, την Υπεραγία Θεοτόκο. Ο Άθως “το άνθος των ορέων”,
όπου είχε φθάσει ο άγιος Νικόδημος με τρόπο θαυμαστό και είχε
εγκαταβιώσει από τα εικοσιέξι του χρόνια, είναι όπως γνωρίζουμε κάτω από
τα προστατευτικά φτερά της Πάναγνης Μαρίας, της Κυρίας και Βασίλισσας
των αγγέλων. Την ιερή γη του Άθωνα η Παναγία “απέδειξεν άνωθεν και εξ αρχαίων χρόνων Παράδεισον εαυτής και οικείον περίβολον”. Η
Παναγία ήταν το αγαλλίαμα της καρδίας του αγίου Νικοδήμου, αλλά και
Εκείνη τον είχε κάτω από τη σκέπη και τη σκιά των πτερύγων της.
Θρυλείται ότι όταν έγραφε ο άγιος για την Παναγία εμφανίσθηκε Εκείνη και
του είπε· «Σε ευλογώ τέκνον μου Νικόδημε, και σε ενισχύω να γράφεις».
Ήταν Θεοτοκόφιλος άγιος και Θεοτοκόληπτος. Όταν έγραφε για την Παναγία, που δάνεισε σάρκα στον Απερίγραπτο Λόγο, κυριολεκτικά καταλαμβανόταν από ένθεο ενθουσιασμό και υπερεκχειλίζουσα αγάπη για το ιερό της Πρόσωπο και την εγκωμίαζε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Η Παναγία τον φώτιζε και τον ενίσχυε στο έργο αυτό «τη δραστική δυνάμει και φωτοφόρω αυτής χάριτι».
Στο βιβλίο του «Αόρατος Πόλεμος» ο Άγιος Νικόδημος στο ΜΘ’ κεφάλαιο έγραψε ότι η Παναγία αποτελεί «μεθόριον αναμεταξύ της ακτίστου και κτιστής φύσεως· αύτη μόνη είναι Θεός άμεσος μετά τον Θεόν και έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος, ως ούσα μήτηρ αληθώς του Θεού».
Στην υποσημείωση δε του ΜΘ’ κεφαλαίου έγραψε ένα εξαίσιο κείμενο για την Παναγία «ουκ αποφαντικώς και δογματικώς αλλά διστακτικώς και μετά υποθέσεως». Στο κείμενο αυτό ο άγιος Νικόδημος έγραφε ότι αν τα εννέα τάγματα των αγγέλων έπεφταν
από τον ουρανό, αν όλοι οι άνθρωποι γινόντουσαν κακοί, και αν τα λοιπά κτίσματα αποστατούσαν και έβγαιναν από τη φυσική τάξη που έθεσε ο Δημιουργός, αν όλα αυτά συνέβαιναν, δεν θα ήταν αρκετά να λυπήσουν τον Θεό, γιατί υπήρχε η Θεοτόκος που τον αγάπησε τόσο πολύ, υπάκουσε στο θέλημα του και έγινε χωρητική και δεκτική όλων των χαρισμάτων που διαμοίρασε στην κτίση· ένας κόσμος δεύτερος, ασύγκριτα υπέρτερος από τον αισθητό και νοητό κόσμο. Επίσης ότι ο αισθητός και νοητός κόσμος έγινε για την Παναγία, και η Παναγία για τον Χριστό «καθώς το περιβόλι γίνεται διά να φυτευθεί το δένδρον και πάλιν το δένδρον φυτεύεται διά τον καρπόν».
Το κείμενο αυτό ενόχλησε ορισμένους θεολόγους. Έτσι αναγκάσθηκε να γράψει την Απολογία του και να εκθειάσει την Παναγία Μητέρα του Κυρίου, βασισμένος και πάλι στους Πατέρες της Εκκλησίας και ιδιαίτερα στον θεοφόρο Μάξιμο Ομολογητή, στον Ανδρέα Κρήτης, και ιδιαίτερα στον φωστήρα της Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά που είχε λάβει το χάρισμα της Θεολογίας από την ίδια τη Θεομήτορα στην έρημο του Αγίου Όρους, κατά τον βιογράφο του άγιο Φιλόθεο Κόκκινο.
Στο «Εορτοδρόμιό» του, ένα έργο χαρμόσυνο και εορταστικό, που ανεβάζει στον ουρανό, ερμήνευσε τους κανόνες των δεσποτικών και θεομητορικών εορτών και του δόθηκε η ευκαιρία μαζί με τους υμνωδούς να υμνήσει κι’ αυτός με τη σειρά του την Πανάσπιλη Μητέρα του Κυρίου μας. Ερμήνευσε τον κανόνα του Ευαγγελισμού, ποίημα του Χρυσορρόα ποταμού Ιωάννη του Δαμασκηνού, αφού όπως αναφέρει στα Προλεγόμενα επικαλέσθηκε τη βοήθεια της Παναγίας· «Την βοήθειαν και χάριν της κεχαριτωμένης επικαλεσάμενος, ετόλμησα να ποιήσω κάποιαν ερμηνείαν εις αυτόν». Ερμήνευσε επίσης τους κανόνες της Κοιμήσεως που συνέθεσε «η εν Χριστώ τριπόθητος και ομόφρων δυάς των πνευματοκινήτων μουσικών» Ιωάννη Δαμάσκηνου και Κοσμά Μελωδού και έγραψε στα Προλεγόμενα ότι «ο της σοφίας χορηγός και ειρηνικός Βασιλεύς ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Υιός της Αειπαρθένου Μαρίας, ηθέλησε να παραλάβει την Παναγίαν Μητέρα του, και να μεταθέσει αυτήν εις τα εν ουρανοίς αχειροποίητα Άγια των Αγίων, καθώς τα ωνόμασεν ο Παύλος, ίνα όπου εστίν ο Υιός εκεί ευρίσκεται και η Μήτηρ, και όπου βασιλεύει ο Υιός, εκεί να συμβασιλεύη και η τούτον γεννήσασα».
Ερμηνεύοντας φράση του ειρμού της θ’ ωδής της Πεντηκοστής «και παντεχνήμονι Λόγω σάρκα δανείσασα» έγραψε ο άγιος Νικόδημος ότι ο Υιός του Θεού είναι χρεώστης στην Παναγία όχι με δάνειο εξωτερικό, αλλά εσωτερικό, αφού έλαβε την ανθρώπινη φύση «εξ αυτής της φύσεως, ήτοι εξ αυτών των φυσικών και πανάγνων αιμάτων της Θεοτόκου», και γι’ αυτό ο Υιός του Θεού «χρεώστης παντοτινός ευρίσκεται εις την Μητέρα του».
Σαν χρεώστης ο Υιός του Θεού στη Μητέρα του έπρεπε να τη δοξάσει με όλες τις θεοπρεπείς δόξες και τιμές, με όσες δεν δόξασε ποτέ άλλο κτίσμα. Κατά δεύτερο λόγο «πρέπει χρεωστικώς να εισακούει τας ικεσίας και αιτήσεις όπου τω προσφέρει η Μήτηρ του».
Ο άγιος Νικόδημος ερμήνευσε και την ένατη ωδή της Θεοτόκου, στο βιβλίο του «Κήπος χαρίτων». Την ωδή αυτή θεωρεί ως «ωδήν καινήν» και «ωδήν της νέας χάριτος του Ευαγγελίου». Η ωδή αυτή από όλες τις άλλες ωδές έχει τα πρωτεία, «διότι και ο ποιητής αυτής εστάθη μία παντοβασίλισσα και μία Μήτηρ του ποιητού των απάντων». Στην ερμηνεία λοιπόν της ενάτης ωδής έγραψε για την «Τριπάρθενο» και «Δαυίτιδα» κόρη και για το αειπάρθενον ότι «ωσπερ, προ τόκου, παρθένος ην, ούτω και εν τω τόκω, παρθένος διεφυλάχθη και μετά τόκον παρθένος διέμεινε και ην αεί Αειπάρθενος».
Η Παναγία κατά τον άγιο Νικόδημο είναι το κέντρον «εν ω στήσας τον διαβήτην του ο νοητός Ευκλείδης και αριστοτέχνης Λόγος, εγύρισε παγκάλλιστα όλην την περιφέρειαν της ένσάρκου οικονομίας του».
Η ταπείνωση της Παναγίας «έλαμπε ωσάν ήλιος».
Ο Θεός της χάρισε μεγαλεία τέτοια που ούτε οι ουράνιες, αγγελικές δυνάμεις δεν αποτολμούν όχι μόνο να τα απαριθμήσουν και να τα επαινέσουν, «αλλά ουδέ να παρακύψουν εις τα τούτων προπύλαια».
Για τα μεγαλεία αυτά που της εχάρισε ο Θεός ευχαριστούσε διαρκώς μετά την Πεντηκοστή, με προσευχές, νηστείες, γονυκλισίες· «Όθεν και άδεται λόγος, ότι από τας συχνάς γονυκλισίας όπου η Θεοτόκος εποίει, εβαθούλωσαν αι πλάκες, επάνω εις τας οποίας τα γόνατα έκλινεν».
Στην ακηλίδωτη Μητέρα του Εμμανουήλ αποδίδει ο άγιος Νικόδημος, βασισμένος βέβαια στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, την νοερά προσευχή· γράφει ότι η Παναγία «επενόησε μίαν πράξιν νοεράν» και «κατεσκεύασε μίαν καινουριαν στράταν εις τους ουρανούς, δηλαδή την νοητήν σιωπήν… ταύτην δε την νοεράν πράξιν και θεωρίαν η Θεοτόκος εφεύρε από λόγου της και ειργάσθη και εις τους μετά ταύτα παρέδωκεν».
Η Θεοτόκος, όπως «η κροκοειδής και λευκοφόρος αυγή», διώχνει το σκοτάδι της νύχτας, προμηνά τη γλυκύτατη μέρα και φέρνει στον κόσμο τον αισθητό ήλιο, είναι «η μυστική αυγή» που αφού έδιωξε «το σκότος της ειδωλολατρείας και αμαρτίας, επρομήνυσε την νοητήν ημέραν των ψυχών και έφερε εις τους ανθρώπους τον μυστικόν Ήλιον της Δικαιοσύνης».
Ο άγιος Νικόδημος συνέλεξε εξήντα δύο χειρόγραφους κανόνες προς τη Θεοτόκο είκοσι δύο μελωδικών υμνογράφων και τους εξέδωκε με τον τίτλο «Θεοτοκάριον». Δεν συμπεριέλαβε κανένα δικό του ύμνο, αν και είχε γράψει πολλούς, από σεβασμό στους παλαιότερους υμνογράφους.
Ο ίδιος έγραψε δεκατέσσερις ασματικούς κανόνες στη Θεοτόκο και Μητέρα του Φωτός. Μεταξύ αυτών οι τρεις είναι αφιερωμένοι στη θαυματουργή Γοργοϋπήκοο της Δοχειαρίου, τρεις στην Παναγία την Πορταΐτισσα των Ιβήρων, στα όρια της οποίας κατοικούσε ο άγιος Νικόδημος και ένας κανόνας στην Παναγία του Πρωτάτου. Σε τροπάριο του παρακλητικού κανόνα στην εικόνα της Θεοτόκου, την Γοργοϋπήκοο, την ονομάζει ένδοξη και ολόφωτη Σελήνη, λαμπρή άλωνα, ουράνια και πολύαστρη σφαίρα, επτάστερη άρκτο, αγλαόμορφη Παρθένα, ωραία Πλειάδα και ποικιλόχροη Ίριδα.
Για τον άγιο Νικόδημο το όνομα της Υπέραγνης Μητέρας του Χριστού της Μαρίας είναι «πανσέβαστον και παντοπόθητον και κεχαριτωμένον» και συμβολίζει το πέλαγος της θεϊκής ευσπλαχνίας.
Η κυρία Θεοτόκος, ως Μητέρα του Θεού, είναι ασύγκριτα ανώτερη όχι μόνο από τους ανθρώπους αλλά και από αυτές τις αρχαγγελικές δυνάμεις, και μοιράζει τον πλούτο των θεϊκών χαρισμάτων και ελλάμψεων σε όλους τους αγγέλους και τους ανθρώπους «καθώς όλη κοινώς η του Χριστού φρονεί Εκκλησία».
Η Παναγία εμεγάλυνε, επλάτυνε και αύξησε την κυριότητα του Θεού, γιατί όσο περισσότερους ανθρώπους επιστρέψει κανείς στο Θεό, τόσο περισσότερο μεγαλύνει και πλατύνει την κυριότητα του Θεού. Κανένα άλλο κτίσμα δεν επέστρεψε στο Θεό περισσότερους ανθρώπους από την Θεοτόκο, «η οποία διά μέσου του ασπόρου τόκου της ετράβηξεν όλα τα έθνη της γης εις την θεογνωσίαν και τα υπέταξεν εις την βασιλείαν και κυριότητα του Θεού».
Ο άγιος Νικόδημος, ο υμνητής και εγκωμιαστής της Παναγίας, προτρέπει και τους χριστιανούς να την εγκωμιάζουν «Μακάριζε συχνάκις την Παρθένον επαινώντας αυτήν και εγκωμιάζοντας με διαφόρους ύμνους και εγκώμια».
Ήταν Θεοτοκόφιλος άγιος και Θεοτοκόληπτος. Όταν έγραφε για την Παναγία, που δάνεισε σάρκα στον Απερίγραπτο Λόγο, κυριολεκτικά καταλαμβανόταν από ένθεο ενθουσιασμό και υπερεκχειλίζουσα αγάπη για το ιερό της Πρόσωπο και την εγκωμίαζε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Η Παναγία τον φώτιζε και τον ενίσχυε στο έργο αυτό «τη δραστική δυνάμει και φωτοφόρω αυτής χάριτι».
Στο βιβλίο του «Αόρατος Πόλεμος» ο Άγιος Νικόδημος στο ΜΘ’ κεφάλαιο έγραψε ότι η Παναγία αποτελεί «μεθόριον αναμεταξύ της ακτίστου και κτιστής φύσεως· αύτη μόνη είναι Θεός άμεσος μετά τον Θεόν και έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος, ως ούσα μήτηρ αληθώς του Θεού».
Στην υποσημείωση δε του ΜΘ’ κεφαλαίου έγραψε ένα εξαίσιο κείμενο για την Παναγία «ουκ αποφαντικώς και δογματικώς αλλά διστακτικώς και μετά υποθέσεως». Στο κείμενο αυτό ο άγιος Νικόδημος έγραφε ότι αν τα εννέα τάγματα των αγγέλων έπεφταν
από τον ουρανό, αν όλοι οι άνθρωποι γινόντουσαν κακοί, και αν τα λοιπά κτίσματα αποστατούσαν και έβγαιναν από τη φυσική τάξη που έθεσε ο Δημιουργός, αν όλα αυτά συνέβαιναν, δεν θα ήταν αρκετά να λυπήσουν τον Θεό, γιατί υπήρχε η Θεοτόκος που τον αγάπησε τόσο πολύ, υπάκουσε στο θέλημα του και έγινε χωρητική και δεκτική όλων των χαρισμάτων που διαμοίρασε στην κτίση· ένας κόσμος δεύτερος, ασύγκριτα υπέρτερος από τον αισθητό και νοητό κόσμο. Επίσης ότι ο αισθητός και νοητός κόσμος έγινε για την Παναγία, και η Παναγία για τον Χριστό «καθώς το περιβόλι γίνεται διά να φυτευθεί το δένδρον και πάλιν το δένδρον φυτεύεται διά τον καρπόν».
Το κείμενο αυτό ενόχλησε ορισμένους θεολόγους. Έτσι αναγκάσθηκε να γράψει την Απολογία του και να εκθειάσει την Παναγία Μητέρα του Κυρίου, βασισμένος και πάλι στους Πατέρες της Εκκλησίας και ιδιαίτερα στον θεοφόρο Μάξιμο Ομολογητή, στον Ανδρέα Κρήτης, και ιδιαίτερα στον φωστήρα της Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά που είχε λάβει το χάρισμα της Θεολογίας από την ίδια τη Θεομήτορα στην έρημο του Αγίου Όρους, κατά τον βιογράφο του άγιο Φιλόθεο Κόκκινο.
Στο «Εορτοδρόμιό» του, ένα έργο χαρμόσυνο και εορταστικό, που ανεβάζει στον ουρανό, ερμήνευσε τους κανόνες των δεσποτικών και θεομητορικών εορτών και του δόθηκε η ευκαιρία μαζί με τους υμνωδούς να υμνήσει κι’ αυτός με τη σειρά του την Πανάσπιλη Μητέρα του Κυρίου μας. Ερμήνευσε τον κανόνα του Ευαγγελισμού, ποίημα του Χρυσορρόα ποταμού Ιωάννη του Δαμασκηνού, αφού όπως αναφέρει στα Προλεγόμενα επικαλέσθηκε τη βοήθεια της Παναγίας· «Την βοήθειαν και χάριν της κεχαριτωμένης επικαλεσάμενος, ετόλμησα να ποιήσω κάποιαν ερμηνείαν εις αυτόν». Ερμήνευσε επίσης τους κανόνες της Κοιμήσεως που συνέθεσε «η εν Χριστώ τριπόθητος και ομόφρων δυάς των πνευματοκινήτων μουσικών» Ιωάννη Δαμάσκηνου και Κοσμά Μελωδού και έγραψε στα Προλεγόμενα ότι «ο της σοφίας χορηγός και ειρηνικός Βασιλεύς ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Υιός της Αειπαρθένου Μαρίας, ηθέλησε να παραλάβει την Παναγίαν Μητέρα του, και να μεταθέσει αυτήν εις τα εν ουρανοίς αχειροποίητα Άγια των Αγίων, καθώς τα ωνόμασεν ο Παύλος, ίνα όπου εστίν ο Υιός εκεί ευρίσκεται και η Μήτηρ, και όπου βασιλεύει ο Υιός, εκεί να συμβασιλεύη και η τούτον γεννήσασα».
Ερμηνεύοντας φράση του ειρμού της θ’ ωδής της Πεντηκοστής «και παντεχνήμονι Λόγω σάρκα δανείσασα» έγραψε ο άγιος Νικόδημος ότι ο Υιός του Θεού είναι χρεώστης στην Παναγία όχι με δάνειο εξωτερικό, αλλά εσωτερικό, αφού έλαβε την ανθρώπινη φύση «εξ αυτής της φύσεως, ήτοι εξ αυτών των φυσικών και πανάγνων αιμάτων της Θεοτόκου», και γι’ αυτό ο Υιός του Θεού «χρεώστης παντοτινός ευρίσκεται εις την Μητέρα του».
Σαν χρεώστης ο Υιός του Θεού στη Μητέρα του έπρεπε να τη δοξάσει με όλες τις θεοπρεπείς δόξες και τιμές, με όσες δεν δόξασε ποτέ άλλο κτίσμα. Κατά δεύτερο λόγο «πρέπει χρεωστικώς να εισακούει τας ικεσίας και αιτήσεις όπου τω προσφέρει η Μήτηρ του».
Ο άγιος Νικόδημος ερμήνευσε και την ένατη ωδή της Θεοτόκου, στο βιβλίο του «Κήπος χαρίτων». Την ωδή αυτή θεωρεί ως «ωδήν καινήν» και «ωδήν της νέας χάριτος του Ευαγγελίου». Η ωδή αυτή από όλες τις άλλες ωδές έχει τα πρωτεία, «διότι και ο ποιητής αυτής εστάθη μία παντοβασίλισσα και μία Μήτηρ του ποιητού των απάντων». Στην ερμηνεία λοιπόν της ενάτης ωδής έγραψε για την «Τριπάρθενο» και «Δαυίτιδα» κόρη και για το αειπάρθενον ότι «ωσπερ, προ τόκου, παρθένος ην, ούτω και εν τω τόκω, παρθένος διεφυλάχθη και μετά τόκον παρθένος διέμεινε και ην αεί Αειπάρθενος».
Η Παναγία κατά τον άγιο Νικόδημο είναι το κέντρον «εν ω στήσας τον διαβήτην του ο νοητός Ευκλείδης και αριστοτέχνης Λόγος, εγύρισε παγκάλλιστα όλην την περιφέρειαν της ένσάρκου οικονομίας του».
Η ταπείνωση της Παναγίας «έλαμπε ωσάν ήλιος».
Ο Θεός της χάρισε μεγαλεία τέτοια που ούτε οι ουράνιες, αγγελικές δυνάμεις δεν αποτολμούν όχι μόνο να τα απαριθμήσουν και να τα επαινέσουν, «αλλά ουδέ να παρακύψουν εις τα τούτων προπύλαια».
Για τα μεγαλεία αυτά που της εχάρισε ο Θεός ευχαριστούσε διαρκώς μετά την Πεντηκοστή, με προσευχές, νηστείες, γονυκλισίες· «Όθεν και άδεται λόγος, ότι από τας συχνάς γονυκλισίας όπου η Θεοτόκος εποίει, εβαθούλωσαν αι πλάκες, επάνω εις τας οποίας τα γόνατα έκλινεν».
Στην ακηλίδωτη Μητέρα του Εμμανουήλ αποδίδει ο άγιος Νικόδημος, βασισμένος βέβαια στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, την νοερά προσευχή· γράφει ότι η Παναγία «επενόησε μίαν πράξιν νοεράν» και «κατεσκεύασε μίαν καινουριαν στράταν εις τους ουρανούς, δηλαδή την νοητήν σιωπήν… ταύτην δε την νοεράν πράξιν και θεωρίαν η Θεοτόκος εφεύρε από λόγου της και ειργάσθη και εις τους μετά ταύτα παρέδωκεν».
Η Θεοτόκος, όπως «η κροκοειδής και λευκοφόρος αυγή», διώχνει το σκοτάδι της νύχτας, προμηνά τη γλυκύτατη μέρα και φέρνει στον κόσμο τον αισθητό ήλιο, είναι «η μυστική αυγή» που αφού έδιωξε «το σκότος της ειδωλολατρείας και αμαρτίας, επρομήνυσε την νοητήν ημέραν των ψυχών και έφερε εις τους ανθρώπους τον μυστικόν Ήλιον της Δικαιοσύνης».
Ο άγιος Νικόδημος συνέλεξε εξήντα δύο χειρόγραφους κανόνες προς τη Θεοτόκο είκοσι δύο μελωδικών υμνογράφων και τους εξέδωκε με τον τίτλο «Θεοτοκάριον». Δεν συμπεριέλαβε κανένα δικό του ύμνο, αν και είχε γράψει πολλούς, από σεβασμό στους παλαιότερους υμνογράφους.
Ο ίδιος έγραψε δεκατέσσερις ασματικούς κανόνες στη Θεοτόκο και Μητέρα του Φωτός. Μεταξύ αυτών οι τρεις είναι αφιερωμένοι στη θαυματουργή Γοργοϋπήκοο της Δοχειαρίου, τρεις στην Παναγία την Πορταΐτισσα των Ιβήρων, στα όρια της οποίας κατοικούσε ο άγιος Νικόδημος και ένας κανόνας στην Παναγία του Πρωτάτου. Σε τροπάριο του παρακλητικού κανόνα στην εικόνα της Θεοτόκου, την Γοργοϋπήκοο, την ονομάζει ένδοξη και ολόφωτη Σελήνη, λαμπρή άλωνα, ουράνια και πολύαστρη σφαίρα, επτάστερη άρκτο, αγλαόμορφη Παρθένα, ωραία Πλειάδα και ποικιλόχροη Ίριδα.
Για τον άγιο Νικόδημο το όνομα της Υπέραγνης Μητέρας του Χριστού της Μαρίας είναι «πανσέβαστον και παντοπόθητον και κεχαριτωμένον» και συμβολίζει το πέλαγος της θεϊκής ευσπλαχνίας.
Η κυρία Θεοτόκος, ως Μητέρα του Θεού, είναι ασύγκριτα ανώτερη όχι μόνο από τους ανθρώπους αλλά και από αυτές τις αρχαγγελικές δυνάμεις, και μοιράζει τον πλούτο των θεϊκών χαρισμάτων και ελλάμψεων σε όλους τους αγγέλους και τους ανθρώπους «καθώς όλη κοινώς η του Χριστού φρονεί Εκκλησία».
Η Παναγία εμεγάλυνε, επλάτυνε και αύξησε την κυριότητα του Θεού, γιατί όσο περισσότερους ανθρώπους επιστρέψει κανείς στο Θεό, τόσο περισσότερο μεγαλύνει και πλατύνει την κυριότητα του Θεού. Κανένα άλλο κτίσμα δεν επέστρεψε στο Θεό περισσότερους ανθρώπους από την Θεοτόκο, «η οποία διά μέσου του ασπόρου τόκου της ετράβηξεν όλα τα έθνη της γης εις την θεογνωσίαν και τα υπέταξεν εις την βασιλείαν και κυριότητα του Θεού».
Ο άγιος Νικόδημος, ο υμνητής και εγκωμιαστής της Παναγίας, προτρέπει και τους χριστιανούς να την εγκωμιάζουν «Μακάριζε συχνάκις την Παρθένον επαινώντας αυτήν και εγκωμιάζοντας με διαφόρους ύμνους και εγκώμια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου