«Το πρώτο ζεύγος (Εύα-Θεοτόκος) καταδεικνύει την συνεργία του ανθρώπου εις το έργον της εισόδου της Ζωής εις τον κόσμον, κατ'αντίθεσιν προς την προτέραν συνεργίαν αυτού εις την εις αυτόν είσοδον του θανάτου. «Η μεν γαρ Εύα πρόφασις γεγένηται θανάτου τοις ανθρώποις· δι'αυτής γαρ εισήλθεν ο θάνατος εις τον κόσμον· η δε Μαρία πρόφασις ζωής, δι'ής εγεννήθη ημίν ζωή» (Επιφανίου Κύπρου, Κατά αιρέσεων). Η ιδιότης, δηλαδή, της Θεοτόκου ως Νέας Εύας περιορίζεται εις την αντιπαραβολήν της Ζωής πρός τον θάνατον, του κυήματος αυτής (του Χριστού) προς το κύημα της Εύας (τον διάβολον). Εις τούτο δε ακριβώς έγκειται και ο αντιθετικός χαρακτήρ της σχέσεως Εύα-Μαρία, όστις εξ επόψεως υποκειμένου εκφράζει την έναντι του Θεού στάσιν του ανθρώπου εν τη πτώσει (δια της Εύας) και τη ανορθώσει αυτού (δια της Θεοτόκου). Το τελευταίον τούτο είναι τοιαύτης σημασίας, ώστε, εν τέλει, ο συσχετισμός Εύας και Θεοτόκου να αφορά κυρίως εις την υπακοήν της δευτέρας εις το Θείον θέλημα-απαραίτητον προϋπόθεσιν της Θείας σαρκώσεως- ως αποκαθιστώσαν την παρακοήν της πρώτης εις το Θείον θέλημα- μοναδικήν αιτία της εισόδου του θανάτου εις τον κόσμον. Εις το συμπέρασμα τούτο αγόμεθα απολύτως και εκ μόνης της αντιπαραθέσεως των σχετικών αγιογραφικών κειμένων, Γεν. 3,1-7 και Λουκ. 1,26-38. Εν αμφοτέροις τούτοις τίθεται θέμα αποδοχής του Θείου θελήματος εκ μέρους του ανθρώπου, αλλά και παρέχονται τα δύο ακραία παραδείγματα της συμπεριφοράς αυτού έναντι εκείνου, μετά των γνωστών προεκτάσεων αυτών δια την απώλειαν και την σωτηρίαν του κόσμου.
Η Εύα
δεν απεδέχθη το Θείον θέλημα, παρακούσασα την εντολήν, ενώ αντιθέτος η
Παρθένος Μαρία υπέταξεν εαυτήν πλήρως τω Θεώ, υπακούσασα. Η Θεοτόκος
Μαρία είναι απλώς η Νέα Εύα της υπακοής, η αντιπαραβαλλομένη εις την
παλαιάν Εύαν της απειθείας και ανυπακοής έναντι του Θεού, η γεννήσασα
την ζωήν, ως εκείνη τον θάνατον. Η Ζωής όμως αυτή εν συνεχεία
μεταδίδεται τοις ανθρώποις δια του μυστηρίου της Εκκλησίας, της μόνης
δεχομένης Αυτήν διηνεκώς εκ του Θεού Πατρός δι'Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Ο
Χριστός παρέχει τω αναγεγενημένω δια της Εκκλησίας την μετοχήν της
εαυτού ζωής, ήτις προσδιορίζει την αιώνιον ζωήν. Η πνευματική μητρότης
της Εκκλησίας αφορά, δηλαδή εις την εν Χριστώ υπόστασιν του ανθρώπου, ην
ούτως λαμβάνει εκ του Χριστού και της Εκκλησίας, ως μητρός, δι'ό και
δεν πρέπει να συγχέεται αυτή προς την μητρότητα της Θεοτόκου Μαρίας. Η
Εκκλησία είναι δια τον Χριστιανόν, ότι και η φυσική μήτηρ διά τον εξ
αυτής γεννώμενον, ήτοι η μητρότης αυτής είναι φύσεως οντολογικής.
Ούτω, το
δεύτερον ζεύγος (Εύα-Εκκλησία) εκφράζει την κατ'αναλογίαν πρός την
πρώτην επιτελουμένην δευτέραν γέννησιν του ανθρώπου εν τη Ζωή και την
διατήρησιν αυτού εν αυτή. Ο συσχετισμός, δηλαδή, Εύας και Εκκλησίας
αφορά κυρίως εις την αποστολήν της τελευταίας παρά τω πλευρώ του Νέου
Αδάμ-Χριστού, καθ'ομοιότητα του μυστηρίου της πρώτης, ως βοηθού του
παλαιού Αδάμ, και εις την τελείωσιν του δι'αυτών προτυπωθέντος μυστηρίου
της όλης δημιουργίας. Ως πληροφορούμεθα εκ του H. Holstein, και δια «την λατινικήν παράδοσιν», ο «παραλληλισμός Μαρίας και Εκκλησίας», ως πρός την Εύαν, υπήρξεν έως του η' αιώνος ανάλογος. Η Θεοτόκος, δηλαδή, «συνεκρίνετο πρός την Εύαν κατά την πράξιν της υπακοής αυτής εις την Θείαν ενσάρκωσιν», ενώ «η Εκκλησία συνεκρίνετο προς την Εύαν κατά την γόνιμον μητρότητα αυτής, ως "μητρός των ζώντων". [...]
Δια της
αντιθέσεως Εύα-Θεοτόκος οι Πατέρες της Εκκλησίας διαπραγματεύονται ουσία
το θέμα της συνδρομής της οικείας προαιρέσεως του ανθρώπου εις τον
έργον Χάριτι Θεία θεώσεως αυτού. Η συνδρομή αυτή αφορά εις μόνην, πλήν
απαραίτητον, την αποδοχήν του Θείου θελήματος περί αυτού, οριζομένην
απ'αρχής διά των υπό του Θεού αιτουμένων εν τω γενικώ όρω της υπακοής. Η
αντίθεσις Εύα-Θεοτόκος αποτελεί αναντιρρήτως υποδειγματικήν πατερικήν
διδασκαλίαν εν τω σχολείο της αληθείας περί της ορθής χρήσεως του
αυτεξουσίου εν τω αγώνι της αποτάξεως του Σατανά και της συντάξεως τω
Χριστώ».
Αμαλία Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Διδάκτορος Θεολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου