Ἀλλὰ
τί λέγει σ’ αὐτὴν ὁ ἄγγελος; Τὴν ἄφησε ἄραγε νὰ ταράσσεται ἀπὸ τὶς
ἀντίθετες σκέψεις; Τὴν ἄφησε ἄραγε νὰ κλυδωνίζεται ἀπὸ τὰ κύματα τῶν
ἀποριῶν; Καὶ πῶς δὲν θὰ ἀποδεικνυόταν ἀνάξιος ὑπηρέτης τῆς προσταγῆς;
Καὶ πῶς δὲν θὰ τιμωροῦνταν δίκαια ἂν ἄφηνε τὴν Παρθένο ταραγμένη; Ἀλλὰ
τί τῆς λέγει; «Μὴ φοβᾶσαι, Μαριάμ»; Δὲν ἦρθα νὰ σὲ ἐξαπατήσω, ἀλλὰ νὰ
ἀναγγείλω τὴν ἀναίρεση τῆς ἀπάτης; δὲν ἦρθα γιὰ νὰ σὲ παραπλανήσω, ἀλλὰ
νὰ διαβεβαιώσω τὴ λύτρωση ἀπὸ τὴν πλάνη; δὲν ἦρθα γιὰ νὰ συλήσω τὴν
ἀσύλητη παρθενία σου, ἀλλὰ νὰ φέρω τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς ἐνοίκησης
μέσα σου τοῦ πλάστη τῆς παρθενίας καὶ φύλακά της. «Μὴ φοβᾶσαι, Μαριάμ»;
δὲν εἶμαι ὑπηρέτης τῆς πονηρίας τοῦ φιδιοῦ, ἀλλὰ ἀπεσταλμένος ἐκείνου
ποὺ καταργεῖ τὸ φίδι.
Ἐκεῖνο μὲ τὸ λόγο ἔβαλε τὸ δηλητήριό του στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἀναμιγνύοντας τὸ δηλητήριο μὲ τὸ θάνατο, ἐξάπλωσε τὴ νόσο σὲ ὅλους. Ἐγὼ μὲ διαταγὴ τοῦ Κυρίου ἔρχομαι καὶ ἐγκεντρίζω στὰ πέρατα τὴν ἀτελεύτητη ζωή, μὲ τὴν ὁποία ἔχει ἀφαιρεθεῖ τὸ ἀρρώστημα καὶ προβάλλει μὲ παρρησία ἡ μακαριότητα μέσα στὸν παράδεισο. Ἐκεῖνο μὲ τὸ ξεγέλασμα τῆς θεώσεως ἔκανε τὸν Ἀδὰμ νὰ κυλίσει στὴν παρακοὴ καὶ ἀντάλλαξε τὴ δίχως ταλαιπωρία ζωὴ μὲ τὸν γεμάτο ἀπὸ μόχθο βίο, ἐγώ σου φέρνω τὸ χαρμόσυνο μήνυμα γιὰ τὸν δημιουργό των πάντων ποὺ μέσα στοὺς παρθενικοὺς καὶ ἄχραντους κόλπους σου θεοποιεῖ ἀληθινὰ τον ἄνθρωπο καὶ διαλύει τὴν ἀπάτη τοῦ φιδιοῦ γιὰ τὴ θέωση. Ἦρθα σὰν νυμφοστόλος, καὶ ὄχι ἐπίβουλος; νὰ προσφέρω χαρά, καὶ ὄχι νὰ γίνω αἰτία λύπης; εἶμαι προάγγελος σωτηρίας, καὶ ὄχι σύμβουλος ἀπώλειας.
«Μὴ φοβᾶσαι, Μαριάμ»; ἐγὼ μὲ τὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου θὰ θεραπεύσω τοὺς διαλογισμούς σου, θὰ διαλύσω τὰ δεσμὰ τῆς ἀμφιβολίας σου. «Βρῆκες χάρη ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ»; ὁ χαιρετισμός μου εἶναι ὑπηρέτης τῆς θείας χάριτος, καὶ ὄχι τῆς ἀνθρώπινης φύσης; προέρχεται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ χάρη, καὶ ὄχι ἀπὸ ἀνθρώπινη ἐπιβουλή; εἶναι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι κοινωνίας σωματικῆς; εἶναι τῆς θείας χάριτος ποὺ ὑπερβαίνει τὸν ἀνθρώπινο λογισμό.
Ἐκεῖνο μὲ τὸ λόγο ἔβαλε τὸ δηλητήριό του στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἀναμιγνύοντας τὸ δηλητήριο μὲ τὸ θάνατο, ἐξάπλωσε τὴ νόσο σὲ ὅλους. Ἐγὼ μὲ διαταγὴ τοῦ Κυρίου ἔρχομαι καὶ ἐγκεντρίζω στὰ πέρατα τὴν ἀτελεύτητη ζωή, μὲ τὴν ὁποία ἔχει ἀφαιρεθεῖ τὸ ἀρρώστημα καὶ προβάλλει μὲ παρρησία ἡ μακαριότητα μέσα στὸν παράδεισο. Ἐκεῖνο μὲ τὸ ξεγέλασμα τῆς θεώσεως ἔκανε τὸν Ἀδὰμ νὰ κυλίσει στὴν παρακοὴ καὶ ἀντάλλαξε τὴ δίχως ταλαιπωρία ζωὴ μὲ τὸν γεμάτο ἀπὸ μόχθο βίο, ἐγώ σου φέρνω τὸ χαρμόσυνο μήνυμα γιὰ τὸν δημιουργό των πάντων ποὺ μέσα στοὺς παρθενικοὺς καὶ ἄχραντους κόλπους σου θεοποιεῖ ἀληθινὰ τον ἄνθρωπο καὶ διαλύει τὴν ἀπάτη τοῦ φιδιοῦ γιὰ τὴ θέωση. Ἦρθα σὰν νυμφοστόλος, καὶ ὄχι ἐπίβουλος; νὰ προσφέρω χαρά, καὶ ὄχι νὰ γίνω αἰτία λύπης; εἶμαι προάγγελος σωτηρίας, καὶ ὄχι σύμβουλος ἀπώλειας.
«Μὴ φοβᾶσαι, Μαριάμ»; ἐγὼ μὲ τὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου θὰ θεραπεύσω τοὺς διαλογισμούς σου, θὰ διαλύσω τὰ δεσμὰ τῆς ἀμφιβολίας σου. «Βρῆκες χάρη ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ»; ὁ χαιρετισμός μου εἶναι ὑπηρέτης τῆς θείας χάριτος, καὶ ὄχι τῆς ἀνθρώπινης φύσης; προέρχεται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ χάρη, καὶ ὄχι ἀπὸ ἀνθρώπινη ἐπιβουλή; εἶναι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι κοινωνίας σωματικῆς; εἶναι τῆς θείας χάριτος ποὺ ὑπερβαίνει τὸν ἀνθρώπινο λογισμό.
/
Ὅταν ὅμως, ἄνθρωπέ μου, ἀκοῦς χάρη, νὰ μὴ νομίσεις ὅτι τὸ χάρισμα δόθηκε μάταια στὴν Παρθένο, οὔτε νὰ θεωρήσεις κούφια τιμὴ τὸ χάρισμα. Γιατί ἡ Παρθένος βρῆκε χάρη ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ κατασκεύασε τὸν ἑαυτὸ τῆς ἄξιο γιὰ τὸν δημιουργό, ἐπειδὴ μὲ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἁγνότητας, ἀφοῦ ἐξωράϊσε τὴν ψυχή της, ἔκανε τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀξιαγάπητο κατοικητήριο γιὰ τὸ Λόγο ποὺ στερέωσε τοὺς οὐρανούς. «Βρῆκε χάρη ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ», ἐπειδὴ ὄχι μόνο διατήρησε ἀμόλυντη τὴν παρθενία, ἀλλὰ φύλαξε ἁγνὴ καὶ τὴν προαίρεσή της γιατί ἀπὸ βρέφος ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ ὡς ναὸς ἔμψυχος καὶ ἀχειροποίητος, οἰκοδομούμενος γιὰ τὸν βασιλιὰ τῆς δόξας, ἐπειδὴ καὶ τὸ σῶμα τῆς ἦταν ἀκηλίδωτο, καὶ ἡ παρθενία τῆς ὑπέρλαμπρη, καὶ ἡ ἁγνεία τῆς ἀμόλυντη, καὶ ἡ προαίρεσή της ὁλοκάθαρη, καὶ ἔλειπε ἀπὸ τὴν ψυχὴ τῆς τελείως ἡ ροπὴ πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ ἦταν σταθερὰ προσηλωμένη στὸ ἀγαθό.
Γι’ αὐτὸ «Θὰ συλλάβεις καὶ θὰ γεννήσεις Υἱό», τὸν ὁποῖο τὰ Χερουβὶμ δοξάζουν τρέμοντας; «θὰ συλλάβεις καὶ θὰ γεννήσεις Υἱό», τὸν ὁποῖο βλέπουν τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων μὲ φρίκη, τὸν ὁποῖο ἡ φύση ἀπορεῖ πῶς νὰ τὸν χωρέσει; «θὰ συλλάβεις καὶ θὰ γεννήσεις Υἱό», τὸν δημιουργό της ἄφθαρτης κοιλίας, ποὺ δὲν διαφθείρει τὴν παρθενία, ἀλλὰ σφραγίζει τὰ κλειδιὰ τῆς παρθενίας; ποὺ δὲν ἀφανίζει μὲ τὴν κύηση τὴν ἁγνότητα, ἀλλὰ ἐμφανίζει μὲ τὴ μοιχεία τὸ ἀδιάφθορο; «θὰ συλλάβεις στὰ σπλάχνα σου» αὐτὸν ποὺ εἶναι βέβαια παρὼν παντοῦ, ἀλλὰ δὲν χωράει πουθενά, τὸν ὁποῖο μόνο ἡ δική σου κοιλία πιστεύεται ὅτι τὸν ὑποδέχεται ἄνετα καὶ θὰ τὸν χωρέσει; «θὰ συλλάβεις στὴν κοιλία σου» τὸν πλάστη τοῦ προπάτορά σου. Γιατί γιὰ σένα διεκήρυξε καὶ ὁ προφήτης καὶ εἶπε; «Νὰ ἡ Παρθένος θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει Υἱὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσουν Ἐμμανουήλ», «ποὺ σημαίνει ἑρμηνευόμενο, ¨ὁ Θεὸς εἶναι μαζὶ μας¨; αὐτὸς εἶναι Θεὸς ἰσχυρός, ἀρχηγὸς τῆς εἰρήνης καὶ Πατέρας τοῦ μελλοντικοῦ αἰώνα.
Αὐτὰ ποὺ ἔχουν προκηρυχθεῖ γιὰ σένα τὰ εὐαγγελίζομαι καὶ ἐγὼ σήμερα σ’ ἐσένα, καὶ δὲν ἔρχομαι νὰ σοῦ ἀπευθύνω δικούς μου λόγους, ἀλλά σου μεταφέρω τὶς διαταγὲς ἐκείνου ποὺ μὲ ἔστειλε; ἐκεῖνος ἐνέπνευσε τὸν προφήτη Ἠσαΐα νὰ προφητεύσει γιὰ σένα, κι αὐτὸς πάλι ἐμπιστεύθηκε σήμερα ἐμένα νὰ φέρω τὸ χαρμόσυνο μήνυμα γιὰ τὴν πραγματοποίηση, ποὺ πλησιάζει ὅπου νὰ ‘ναί, τῆς παλαιᾶς προφητείας. Καὶ «Νά, θὰ συλλάβεις καὶ θὰ γεννήσεις Υἱὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσουν Ἐμμανουήλ», ποὺ σημαίνει ἑρμηνευόμενο, ¨ὁ Θεὸς εἶναι μαζὶ μας¨, ἐπειδὴ μέσω αὐτοῦ θὰ ἀπολαύσουν τὴ σωτηρία «καὶ θὰ ὀνομάσουν Ἰησοῦ» αὐτὸν ποὺ τοὺς ἔσωσε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους.
Ἡ ὀνομασία προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐεργεσία, ἡ κλήση ἀπὸ τὴ χρήση, ὁ ἔπαινος ἀπὸ τὰ ἔργα. «Θὰ ὀνομάσουν Ἰησοῦ» αὐτὸν μέσω τοῦ ὁποίου ἐπιρρέει ὁ ἀνεξάντλητος πλοῦτος τῆς σωτηρίας, μέσω τοῦ ὁποίου σπάζουν βέβαιά τα κεντριὰ τοῦ θανάτου, ἀνθεῖ ὅμως ἡ χάρη τῆς ἀθανασίας; γκρεμίζεται τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ κερδίζει τρόπαια ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔπεσε. «Αὐτὸς θὰ εἶναι μέγας καὶ θὰ ὀνομασθεῖ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου». «Θὰ εἶναι μέγας», ὅπως ἦταν, ἂν καὶ ἔχει ὑποδυθεῖ τὴ μικρότητα τῆς σάρκας, ἂν καὶ ἔχει ντυθεῖ τὴν εὐτέλεια τοῦ σώματος. «Θὰ εἶναι μέγας»; γιατί ἀσφαλῶς οὔτε ἡ πρόσληψη τῆς ἀνθρωπότητας μικραίνει τὸ μέγεθος τῆς θεότητας, ἀλλὰ μᾶλλον ἀνυψώνεται μαζὶ μὲ τὴ θεότητα ἡ ταπεινότητα τῆς ἀνθρωπότητας.
«Μέγας θὰ εἶναι» καὶ μετὰ τὴ σάρκωση, καὶ ἂν θέλεις καὶ μετὰ τὶς ταλαιπωρίες καὶ μετὰ τοὺς ἱδρῶτες ποὺ ἔσταζαν ὑπὸ μορφὴ θρόμβων, καὶ ἀναλαμβάνοντας ὅσα ἄλλα πάσχει συνήθως ἡ ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτό, κι ἂν τὸν δεῖς νὰ πεινάει, κι ἂν τὸν δεῖς νὰ χύνει ἱδρώτα, κι ἂν νὰ ταλαιπωρεῖται, κι ἂν νὰ ὑβρίζεται καὶ νὰ μαστιγώνεται, κι ἂν στὸ τέλος νὰ σταυρώνεται καὶ νὰ πεθαίνει καὶ νὰ θάπτεται, μὴ θεωρήσεις κανένα ἀπὸ αὐτὰ μικρὸ καὶ ἀνάξιο γιὰ Θεὸ σχετικὰ μὲ τὸν θεῖο Λόγο. Γιατί κι «αὐτὸς θὰ εἶναι μέγας», ὅπως ἦταν, ἂν καὶ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀνέλαβε στὴν ἴδια τοῦ τὴ σάρκα τὰ πάθη τῆς σάρκας. «Θὰ εἶναι μέγας καὶ θὰ ὀνομασθεῖ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου»; δὲν θὰ τὸν ὀνομάσεις ἐσύ, ἀλλὰ θὰ ὀνομασθεῖ ἐκεῖνος.
Καὶ ἀπὸ ποιόν θὰ ὀνομασθεῖ; Ἢ προφανῶς ἀπὸ τὸν ὁμοούσιο Πατέρα του ποῦ γνωρίζει ἀκριβῶς τὴ φύση τοῦ Υἱοῦ του; Γιατί λέγει; «Κανένας δὲν γνωρίζει τὸν Πατέρα παρὰ ὁ Υἱός». Γιατί αὐτὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε ἡ ἄρρητη καὶ ὑπεραιώνια γέννηση τοῦ Υἱοῦ, αὐτὸς κατέχει καὶ τὴν ἀληθινὴ γνώση αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ γεννήματός του, αὐτὸς εἶναι ἀξιόπιστος νὰ ὁρίσει καὶ κατάλληλη ὀνομασία. Γι’ αὐτὸ καὶ λέγει ὁ Θεὸς τῶν ὅλων καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ; «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, γιὰ τὸν ὁποῖο εὐαρεστήθηκα, αὐτὸν ν’ ἀκοῦτε». Ὑπάρχει λοιπόν, πάντοτε ἂν καὶ τώρα μόλις ἀναφέρεται τὸ ὄνομά του γιὰ νὰ τὸ μάθομε καὶ νὰ τὸ διδαχθοῦμε ἐμεῖς; γι’ αὐτὸ καὶ λέγει «θὰ κληθεῖ», ὄχι «θὰ γίνει»; γιατί ὑπῆρχε καὶ πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες σύνεδρος μὲ τὸν ὁμοούσιο Πατέρα του. Αὐτὸν θὰ συλλάβεις στὴν κοιλιά σου καὶ αὐτοῦ μητέρα θὰ ἀναδειχθεῖς. Αὐτὸν δέχονται τὰ παρθενικὰ σπλάχνα σου, αὐτὸν ποὺ δὲν τὸ χώρεσε ὁ οὐρανός, αὐτὸν ποὺ στὴ χούφτα τοῦ περιέχονται τὰ πάντα καὶ ποὺ ἔργο τῆς πρόνοιά του εἶναι ἡ συνοχὴ καὶ διαμονὴ τῶν ὄντων, αὐτὸν θὰ συλλάβεις στὴν κοιλιά σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου