Αρχιμ. Δοσιθέου
Προσκύνημα στο Μοναστήρι της Τατάρνας
[ Αρχιμανδρίτου Δοσιθέου, Προσκύνημα στο Μοναστήρι της Τατάρνας, 6η έκδοσις, 1999 (1η:1985). Δημοσιεύται με την ευγενή άδεια του συγγραφέως ]
ΤΟ ΞΑΚΟΥΣΤΟ και Θρυλικό Μοναστήρι της Παναγίας Τατάρνης ευρίσκεται σε μια γλώσσα ξηράς, που εισχωρεί μέσα στην μεγάλη τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών. Πρίν μερικά χρόνια, ακριβώς κάτω απ' το Μοναστήρι κυλούσε τα γαλάζια νερά του
ο Αχελώος, ο χιλιοτραγουδισμένος Ασπροπόταμος των δημοτικών τραγουδιών. Τώρα Άσπρος και παραπόταμα σκεπάσθηκαν απ' τα γαλήνια νερά της λίμνης. Το τοπίο έγινε ομορφότερο, το κλίμα γλυκύτερο, ήπιο. Χωρίς υπερβολές, το τοπίο είναι σπάνιας ομορφιάς. Tο βεβαιώνουν άνθρωποι που γύρισαν όλα τα πλάτη και μήκη της γης.
Το Μοναστήρι είναι χτισμένο σε μια κατωφέρεια της Αηδονόρραχης (ονομάσθηκε έτσι απ' τα πολλά της αηδόνια που κελαϊδούν και «κατακήλουν» τις ακοές την άνοιξι) με εξαίσια θέα προς την λίμνη και τα βουνά του Βάλτου. Είναι ένας χώρος καταπράσινος, χωρiς την αγριάδα του βουνού ή την ξεραΐλα του κάμπου. Το υψόμετρο είναι 380 μέτρα απ' την επιφάνεια της θαλάσσης και εκατό μέτρα περίπου- ανάλογα με την εποχή- πάνω απ' την λίμνη. Εδώ η καρδιά γαληνεύει, ο νους υψώνεται εις θεωρίας πνευματικάς και το μάτι χαίρεται τα μεγαλεία του Δημιουργού. «Εκ γαρ μεγέθους και καλλονής κτισμάτων, αναλόγως ο δημιουργός αυτών Θεός θεωρείται».
Είναι ένας τόπος ευλογημένος, ένα μικρό περιβόλι της Παναγίας. Είναι ένας τόπος φορτισμένος με μνήμεs ιστορικές, με αγώνες πνευματικούς.
Το Μοναστήρι απέχει εβδομήντα περiπου χιλιόμετρα από το Καρπενήσι και εκατό περίπου από το Αγρίνιο. Oι δύο δρόμοι σμίγουν στην Δυτική Φραγκίστα, το ωραίο και ζωντανό αυτό χωριό της Ευρυτανίας. Είναι ασφαλτοστρωμένοι. Χωματόδρομος δέν υπάρχει πιά. Απ' το 1992 η άσφαλτος φθάνει μέχρι την πόρτα του Μοναστηριού. Η ομορφιά του τοπίου, που αλλού είναι άγριο και επιβλητικό, γεμάτο έλατα και χαράδρες, ελιγμούς ατέρμονες και στροφές ατέλειωτες και αλλού είναι ήμερο, προσιτό, ευχάριστο στο μάτι, αποζημιώνει πλουσιοπάροχα τον προσκυνητή. Βρύσες με κρυστάλλινα νερά, ποτάμια με βαθύσκια πλατάνια, ρείκια και ανθισμένες κουμαριές, βουνά που καθρεφτίζονται στην ατάραχη και αρυτίδωτη λίμνη, σταχτόχρωμες εληές ανακατεμένες με γιγάντιες αριές, δεν είναι κάτι το συνηθισμένο για τον άνθρωπο των πόλεων. Και το κυριώτερο: Τόπος αμόλυντος από τουρισμό και εκβιομηχάνισι, από λύματα και καυσαέρια. Τόπος αγνός, όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού και όπως καλλιεργήθηκε από τα ροζιασμένα χέρια του ξωμάχου.
Η γερασμένη γέφυρα του Μανώλη, έργο του ΙΖ' αιώνος στέκει ακόμη περήφανη πάνω από το στένωμα του Αγραφιώτη, εις πείσμα του χρόνου και του νερού της λίμνης που κάθε άνοιξι ανεβαίνοντας και φουσκώνοντας την πνίγει ως τον λαιμό. Χλευάζει την σύγχρονη τεχνική. Πριν είκοσι πέντε χρόνια και πλέον έστησαν δίπλα νέα γέφυρα, με μπετόν και σίδηρα. 'Εγιναν εγκαίνια, εκφωνήθηκαν πανηγυρικοί, έγινε μεγάλο γλέντι. Στην πρώτη κατεβασιά του 'Αγραφιώτη η γέφυρα παρεσύρθη, εξαφανίσθηκε. 'Ακόμη ψάχνουν για να βροϋν τα ίχνη της. Όμως το γεφύρι του Μανώλη με την μεγάλη καμάρα, χτισμένο με πέτρες και κουρασάνι μένει... εις έλεγχον των δημοσίων υπηρεσιών.
Μπροστά μας τα ξακουσμένα Άγραφα, τα βουνά που έμειναν απάτητα από Τούρκου ποδάρι, διαγράφονται στον ορίζοντα περήφανα, διηγούμενα αρχαία «κλέη», περασμένα μεγαλεία και τωρινή ερήμωσι. Στο βάθος αχνοφαίνονται τα Τζουμέρκα, τραχειά, απόκρημνα, σχεδόν πάντοτε χιονισμένα, ποικιλόχρωμα απ' τα παιγνιδίσματα του ήλιου στις βουνοκορφές τους και στις βαθειές νεροφαγιές.
Απέναντι ο Βάλτος. Το Κάρλελι των Τούρκων (Καρλ-ελή: χώρα του Καρόλου Τόκκου). Βουνά πιο ήμερα αλλά με λιγώτερη βλάστησι. Δεσπόζει η «απορρώξ» Κανάλα. Το βουνό με τις κάθετες πλαγιές, που πέφτουν κοφτές μέσα στην λίμνη. Είναι βουνό αγιασμένο. Εκεί ασκήτεψεν ο όσιος Ανδρέας, ασκητής φημισμένος που έζησε στον ΙΓ' αιώνα. Η Ευρυτανία συνδεόταν στα παλαιά χρόνια με τον Βάλτο, χάρις σε ένα γεφύρι πού άφησε εποχή: το γεφύρι της Τατάρνας. Ήταν ένα θαύμα τεχνικής, της εποχής της Τουρκοκρατίας. Απορεi κανείς πώς το έχτισαν... Μια και μόνη καμάρα στηριγμένη σε δυο κατακόρυφους βράχους και από κάτω να βράζη ο Αχελώος... Τώρα αυτό το γεφύρι βρίσκεται βαθειά βυθισμένο μέσα στα νερά της λίμνης. Ένα νέο γεφύρι στην ίδια θέσι, αλλά ψηλότερα, στήθηκε λίγο πριν φθάσουν τα νερά της λίμνης. Είναι θαύμα τεχνικής. 'Εχει πάρει τρία διεθνή βραβεία. Σχεδιαστής ο Αρίσταρχος Οικονόμου. Ε! γι' αυτήν την γέφυρα δεν υπάρχει ακόμη δρόμος κατάλληλος για πρόσβασι. Τώρα διανοίγεται η μεγάλη αρτηρία που θα συνδέση Μαλιακό με Αμβρακικό και θα περάση απ' την γέφυρα της Τατάρνας. Αλλά με βήμα χελώνας. Ίσως κάποια συμφέροντα άλλων νομών παρεμβάλλονται... Λίγο παραπάνω ένας κολοσιαίος Σταυρός δείχνει το μέρος όπου ευρίσκεται η Τρύπα. 'Ενας καιάδας με πολύ θλιβερές αναμνήσεις...
Στα πόδια του γεφυριού της Τατάρνας ανέβλυζε η μεγάλη νερομάνα της Μαρδάχας. Λένε πως επικοινωνούσε με την λίμνη των Ιωαννίνων. Απ' αυτήν και μόνο ο Άσπρος άλλαζε χρώμα και κατηφόριζε γαλάζιος. Εκεί το Μοναστήρι είχε μετόχι και ναό επ' ονόματι της Αγίας Παρασκευής. Εκεί γινόταν τον Σεπτέμβριο το μεγάλο πανηγύρι τής Τατάρνας. Ήταν η μεγαλύτερη εμποροζωοπανήγυρις της Δυτικής Στερεάς. Κρατούσε επτά ημέρες. Βούϊζαν οι ρεματιές από την χλαλοή. Ακόμα κι ο Μπάρμπα-Γιώργος ο Μπλατσάρας, ο μπαρμπούλης του Καραγκιόζη, μιλάει για «του πανγκύρ' της Τατάρνας», όταν... τηλεφωνάει στήν θειά Παυλίνα. Όλα όμως αυτά τώρα είναι στον πάτο της λίμνης. Μόνον oι αναμνήσεις στους παλαιοτέρους μένουν.
Στο άκρο της χερσονήσου το Παληόκαστρο. Κορυφή γεμάτη ερείπια προχριστιανικά, τείχη πελασγικά, κυκλώπεια. Στο βάθος το φράγμα ή μάλλον το γεώφραγμα γιατί δεν είναι από μπετόν αλλ' από χώμα και χαλίκι. Για μεγαλύτερη ασφάλεια. Λίγο ψηλότερα το χωριό που μένουν oι υπάλληλοι και τεχνίτες της Δ.Ε.Η. Το Ορφανό. Απ' εκεί αρχίζει να υψώνεται το Παναιτωλικό με τα ωραία χωριά των Παρακαμπυλίων: "Άγιος Βλάσιος, Καραμανέϊκα, Χούνη, θέρετρα του Άγρινίου. Και μέσα στο κομμάτι αυτό της ξηράς που περιβάλλεται απ' τήν λίμνη, εκτός από μια στενωπό στα βόρεια, σκορπισμένο εδώ και κει το χωριό Τριπόταμος, η παλαιά Τατάρνα. Τα καλά χωράφια πνίγηκαν από το φράγμα. Oι πολλοί έφυγαν, αποκαταστάθηκαν στον κάμπο. Έμειναν λίγοι, περίπου πεντακόσιοι. Δυό σπίτια εδώ, τρία εκεi, όπου είναι τα φτωχά χωράφια, όπου είναι τα ζώα. Δύσκολη η ζωή γι' αυτούς που έμειναν. Συνδρομή από πουθενά, το μεροκάματο άγνωστο. Ενας πειραματικός σταθμός ιχθυοκαλλιέργειας στην λίμνη, κοντά στο χωριό, φαίνεται ότι πέτυχε. Αλλ' ακόμη δεν τον πήρε το χωριό στα χέρια του. Θέλει ανθρώπους νέους να πάρουν το ζήτημα στα ζεστά. Κυπρίνος, πέστροφα και χέλια είναι η πρώτη παραγωγή. Ψάρια νοστιμώτατα. Πιστοποίησις από χείλη ειδήμονος... Είχαν γίνη προκαταρκτικές ενέργειες από το Δασαρχείο Ευρυτανίας, ώστε η περιοχή να αξιοποιηθή. Θα εδημιουργείτο ελεγχομένη κυνηγετική περιοχή. Αυτό σημαίνει ανάπτυξι του τόπου, σημαίνει χρήμα για τους κατοίκους. Αντέδρασαν δυναμικά. Η προσπάθεια ματαιώθηκε. Και πάλι τέλμα και πάλι στο τίποτα.
Ίσως κάποτε έρθουν σωστότερες σκέψεις. Αλλ' oι ευκαιρίες δεν έρχονται συχνά.
Μ'ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ και με ικανοποίησι γιατί ο χωματόδρομος έγινε πλέον άσφαλτος φθάνομε στο Μοναστήρι. Σ'ένα φραγμένο τόπο διακρίνομε, ανάμεσα σε πεύκα, εληές, καρυδιές καί πολλά βάτα, ένα γέρικο κυπαρίσσι. Δίπλα του χαλάσματα. Είναι το μοναστήρι πού βούλιαξε το 1963. 'Ομως πριν καλοσκεφθούμε τι έγινε και πώς έγινε φθάνουμε στήν εξωτερική πύλη. Μια σύγχρονη ψηφιδωτή εικώναν της Παναγίας μας υποδέχεται. Μετά απ'αυτήν ένα οικοδόμημα νέο, σύγχρονο. Είναι το νέο θαλερό βλαστάρι μιας πολύ γέρικης βαλανιδιάς που λέγεται Μονή Παναγίας Τατάρνης.
ΑΣ ΠΑΡΟΥΜΕ όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η παράδοσις τοποθετεί την ίδρυσι του Μοναστηριού στις αρχές του ΙΒ' αιώνος, συγκεκριμένα στο 1111. Πολλοί το θέλουν «Βασιλικό». «Βασιλομονάστηρο» το αποκαλούσαν oι παλαιοί και πίστευαν πως το έχτισε η Αγία Θεοδώρα, Βασίλισσα της Άρτας. Όμως η Άγία αυτή Βασίλισσα έζησε αργότερα, τουλάχιστον μετά εκατό χρόνια. Επομένως δεν μπορεi να είναι κτιτόρισσα, μπορεί όμως να βοήθησε για την ανάδειξί του. Έχομε μαρτυρίες ότι βοήθησε πολλά μοναστήρια της περιοχής. Η Ευρυτανία ήταν τότε στην επικράτειά της. Γιατί να εξαιρεθή το μοναστήρι της Τατάρνας; Άλλωστε η παράδοσις είναι αρκετά ισχυρή.
Tι απέμεινε από το πρώτο εκείνο κτίσμα; Ερείπια μόνο στην θέσι «Παληομονάστηρο». Μπερδεύτηκαν τόσο με νεώτερα ερείπια και αναστατώθηκε τόσο η περιοχή με την κατολίσθησι του 1963 που είναι αδύνατον να ξεχωρισθούν τα πρώτα κτίσματα απ' τα δεύτερα. Έγινε μικρή κοσμογονία και ένας χαλασμός, που δεν ξεχωρίζει τίποτε. Υπάρχουν όγκοι ατόφιοι παλαιών κτιρίων, τοίχοι σύσσωμοι αναποδογυρισμένοι. Όλα φύρδην-μείγδην. Kαι η βλάστησις οργιάζει.
Απ' αυτό το παλαιό «Βασιλομονάστηρο» πρέπει να προέρχεται η ψηφιδωτή Ιερά Εικών της 'Ακρας Ταπεινώσεως τού ΙΒ'-ΙΓ' αιώνος, που σώζεται μέχρι σήμερα ως «θησαυρός απόθετος» στο Σκευοφυλάκειο της Μονής. Γι' αυτή την Εικόνα ομιλεί με πολύ σεβασμό η παράδοσις. Λέει σχετικά:
Απέναντι, στα βουνά του Βάλτου, πέρα απ' τον Αχελώο, κάποιος αγνός και ευλαβής βοσκός φύλαγε τα πρόβατά του. Ξαφνικά κάποιο βράδυ βλέπει έκπληκτος ένα ζωηρό φως να λάμπη στο σκοτάδι, ακριβώς απέναντι, κατά την πλευρά της Ευρυτανίας. Του έκαμε μεγάλη εντύπωσι. Ο τόπος εκεί όπου φαίνονταν το φως ήξερε ότι ήταν έρημος. Το φως εκείνο ήταν λαμπρό, δεν ήταν φωτιά που μπορούσαν να ανάψουν ποιμένες την νύχτα. Την άλλη νύχτα το φως ξαναφάνηκε. Έφεγγε όλη την νύχτα. Με το χάραμα χανόταν. Ξαναφάνηκε και την τρίτη νύχτα. Κατάλαβε ο αγαθός τσοπάνης, ότι ήταν σημάδι θεϊκό. Είχε ακούσει ότι με φως φανερώθηκαν πολλές Εικόνες. Ήταν κάλεσμα για κάτι ιερό που κρυβόταν για χρόνια και έπρεπε να φανερωθή. Πώς όμως να εντοπίση το σημείον; Την ημέρα που φαινόταν ο τόπος δεν φαινόταν το φως. Την νύχτα που φαινόταν το φως, δεν διεκρίνετο η περιοχή. Kαι ήταν αρκετά μακρυά. Ξάφνου, την τρίτη νύχτα ο νους του φωτίσθηκε. Έμπηξε στη γη μια διχάλα. Ακούμπησε πάνω σ' αυτή την ποιμενική ράβδο του. Στόχεψε με το ένα μάτι προς τα εκεί που φαινόταν το φως. Όταν μάτι, ράβδος και φως μπήκαν στην αυτή ευθεία, σταθεροποίησε την ράβδο. Περίμενε με αγωνία να ξημερώση. Σαν έφεξε καλά, ξανακοιτάζει και πάλι. Τώρα ο τόπος εντοπίσθηκε εύκολα. Ξεκινά γεμάτος λαχτάρα και χαρά. Περνά κολυμπώντας τον Άσπρο κι ανηφορίζει. Φθάνει σ' ένα τόπο γεμάτο βάτα. Κόβει και κόβεται, ματώνει, ξεσχίζεται, αλλ' αυτός συνεχίζει. Η επιμονή του αμείβεται. Ανάμεσα στα βάτα βρίσκει μια εικόνα μικρή. Αναγαλλιάζει. Απ' αυτή προέρχονταν το φως. Είναι με μικρές ψηφίδες ιστορημένη, μικρές σαν κεφάλι καρφίτσας. Παριστάνει τον Κύριο αμέσως μετά την Αποκαθήλωσι. Είναι η Άκρα Ταπείνωσις. Είναι έργο μοναδικό στον κόσμο, όπως λένε oι ειδικοί. Είναι έκτοτε παλλάδιο της Μονής, σέμνωμα και καύχημά της. Παλαιότερα την είχαν στην εκκλησία για προσκύνησι. Παρ' ολίγο να καταστραφή εντελώς. Oι ευλαβείς γυναίκες ξεκολλούσαν κρυφά ψηφίδες για φυλακτά. Σε λίγο θάμενε μόνο το σανίδι. Τώρα φυλάσσεται στο σκευοφυλάκειο. Στο 1963 ταξίδεψε στήν Αθήνα για να κοσμήση την Πανευρωπαϊκή Έκθεσι Βυζαντινής Τέχνης. Ξαναταξίδεψε για να στολίση την έκθεσι πού έγινε για τα εκατόν πενήντα χρόνια της Αθήνας, ως πρωτευούσης του Ελληνικού Κράτους.
Απ' αυτό το παλαιό Μοναστήρι απέμεινε το όνομα: Τατάρνα ή ορθότερα Τετάρνα. Τι σημαίνει; Δύσκολη η απάντησι. Ίσως έχει ρίζα βλαχική, όπως πολλά τοπωνύμια και όροι της ποιμενικής ζωής. Σημαίνει -χωρίς να είναι και βέβαιο- τόπο συγκεντρώσεως πολλών ανθρώπων ή ζώων. Σημαίνει πολλούς ή πολλά μαζί. Στά σερβοκροατικά σημαίνει τόπος με πλούσια βλάστησι. Αυτή ίσωc είναι η ορθότερη ετυμολογία.
Ήρθαν χρόνια δίσεκτα. Το Μοναστήρι αφανίστηκε. Ο τόπος έμεινεν έρημος. Μόνον Πινιανίτες βοσκοί κατέβαιναν με τα ποίμνιά τους απ' τα λειβάδια των Αγράφων για να παραχειμάσουν. Ο τόπος ήταν χειμαδιό. Ο Τούρκος πάτησε γερά το πόδι του και σε τούτα τα μέρη.
Όπου πατούσε άλογο, πατούσε και ο Τούρκος. Η κατάστασι που επικρατούσε σ' όλη τη χώρα ήταν τραγική. Η Ρωμιοσύνη ξεψυχούσε. Αλλ' ο ραγιάς, σαν από θαύμα δεν αφανίσθηκε. Ποδοπατήθηκε, πληγώθηκε, αναδιπλώθηκε, αλλά δεν ξεψύχησε. Μαζεύθηκε, έγλειψε μόνος του τις πληγές του, ξαπόστασε, συνήλθε και συνέχισε την πορεία του. Είναι το μεγάλο θαύμα που ηθελημένα λησμονούμε. Η επιβίωσις της πονεμένης Ρωμιοσύνης. Και όχι μόνον η επιβίωσις αλλά και η ανάκαμψις. Αρχίζει να γλυκοχαράζει. Από πολύ νωρίς...
ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ στά 1555. Στον έρημο αυτόν τόπο εμφανίζονται δύο πατέρες απ' την Μονή των Μεγάλων Πυλών, απ' το Μοναστήρι του Δουσίκου. Ο προηγούμενος ιερομόναχος Μεθόδιος καί ο μοναχός Δαβίδ. Τι τους τράβηξε και ήλθαν σε τούτη την ερημιά; Οπωσδήποτε η φήμη του παληού Μοναστηριου καί ο ζήλος να το ξαναχτίσουν, να του δώσουν πάλι ζωή... Εν τω μεταξύ η συνθήκη του Τσαμασιού που είχε υπογραφή λίγα χρόνια πρίν (1546) έδωσε μια σχετική ανεξαρτησία στο Αρματωλίκι των Αγράφων. Άρχισε έτσι μια πλημμυρίδα. Τα βουνά παρείχαν ασφάλεια, στους κάμπους αλώνιζε ο Τούρκος. Σιγά-σιγά τα βουνά γεμίζουν, τα χωριά αυξάνουν καινούργια μοναστήρια χτίζονται. Είκοσι τον αριθμόν. Και δεν διατηρείται κανένα... Ξεκινούν λοιπόν το έργο με αυταπάρνησι. Έργο δύσκολο ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα. Δώδεκα ώρες με τα πόδια το Καρπενήσι, δώδεκα το Βραχώρι, δώδεκα ο Κραβασαράς. Όλα κουβαλιώνται με τα μουλάρια. Αλλ' η θερμή τους πίστις εθαυματούργησε.
Oι Πινιανίτες ευχαρίστως τραβήχτηκαν και
άφησαν χώρο για την οικοδομή και για καλλιέργεια.
Σ' ένα χρόνο το Μοναστήρι στήθηκε. Μεγαλόπρεπο,
απλόχωρο, εφάμιλλο του παλαιού. Με υποστατικά, με
μετόχια, με ποίμνια. Αυτό φαίνεται καθαρά στην
διαθήκη του κτίτορος μοναχού Δαβίδ που την
έγραψε έναν χρόνο μετά την άφιξί του, δηλαδή το
1556. Είναι γραμμένη σε περγαμηνή και σώζεται μέχρι
σήμερα. Εκεί αναφέρονται λεπτομερώς τα όσα
έγιναν μέσα σ'ένα χρόνο και πώς έλαβεν αρχή αύτό
το εξαίσιον έργο. Τον ίδιο χρόνο ο Οικουμενικός
Πατριάρχης Διονύσιος, με σωζόμενο σιγίλιο
ανακηρύσσει την Μονή Σταυροπηγιακή και
Πατριαρχική. Στο σιγίλιο αυτό η Μονή ονομάζεται
Παναγία Φανερωμένη. Τεκμήριο αδιάψευστο, ότι
κάποια Εικόνα της Παναγίας βρέθηκε-φανερώθηκε.
Δεν πρόκειται βέβαια για την ψηφιδωτή Εικόνα του
Χριστού που αναφέραμε πιο πάνω. Το σιγίλιο ομιλεί
για Παναγία Φανερωμένη. Επομένως σκάβοντας για
το νέο μοναστήρι, βρήκαν στα ερείπια του παλαιού
την Εικόνα της Παναγίας. Ίσως οι δύο πατέρες να
οδηγήθηκαν εδώ κατά τρόπο θαυμαστό για να
ανεύρουν την Εικόνα τής Παναγίας, όπως συνέβη και
με τον ευλαβή εκείνον ποιμένα.
Eίναι απορίας άξιον πώς σε μια τόσο δύσκολη εποχή που oι ιστορικοί ονομάζουν «έποχή έξοντώσεως τού Ελληντσμού», κατάφεραν δύο «ρακενδύται» μοναχοί να ανοικοδομήσουν τέτοιο μοναστήρι καί σ' ένα τόπο που «ες αεί ξύντροφον έχει την πενίαν». Μάλιστα τον επόμενο χρόνο το Μοναστήρι ανεγνωρίσθη διά σιγιλίου Σταυροπηγιακο και Πατριαρχικό, επί Οίκουμενικού Πατριάρχου Διονυσίου (1556). Μοιάζει σαν την ράβδο του Ααρών που αμέσως βλάστησε, πέταξε κλαδιά και κάρπισε. Μετά από λίγα χρόνια αγιογραφήθηκε το Καθολικό (Καθολικό λέγεται ο κεντρικός ναός της Μονής, όπου γίνονται oι λατρευτικές συνάξεις και απαραιτήτως oι Θ.Λειτουργίες των Κυριακών και των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών). Ακόμη απέκτησε κειμήλια πανάκριβα και σπανίας τέχνης, όπως ο Επιτάφιος του 1584. H ίδρυσις και ανάπτυξις σε τόσο μικρό διάστημα της Μονής είναι ένα αίνιγμα που μόνο σε θαύμα μπορεί να αποδοθή. Βέβαια μετά το 1580 θα πρέπει το Μοναστήρι να βοηθήθηκε πολύ απ' τον Σκαρλάτο. Καταγόταν απ' τ' Άγραφα. «Τα αποτομώτατα όρη των Αγράφων των εδικών μας, την ρίζαν και την πηγήν του μακαρίτου και περιβοήτου Σκαρλάτου έχουν», όπως θα έγραφε αργότερα Ευγένιος ο Αιτωλός. Ξενιτεύθηκε. Πήγε στην Κων/πολι. Έγινε «σεϊτζής» δηλαδή διαχειριστής των δημοσίων φόρων. Άπέκτησε τεράστια περιουσία. Ένα εκατομμύριο χρυσά νομίσματα, εκτός της ακινήτου. Είναι ο πρόγονος των Μαυροκορδάτων και των Σκαρλάτων, ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας. Αυτός φρόντισε πολύ το Μοναστήρι που είχεν ιδρυθή «εις τας υπωρείας των Αγράφων», της πατρίδος του. Αυτός ανήγαγεν εις περιωπήν την «Ιεράν Μονήν Ιlαναγίας της Φανερωμένης τουπίκλην Τετάρνης» την εν τω Λευκοποτάμω.
Οφείλονται χάριτες στην Αρχαιολόγο Μαρία Θεοχάρη που με τις έρευνές της έφερεν εις φως αυτή την ξεχασμένη προσωπικότητα που έγινε από τους πρώτους ισχυρούς Φαναριώτες και βοήθησε τους κατατρεγμένους Ρωμιούς.
ΕΚΤΟΤΕ το Μοναστήρι διαδραματίζει σοβαρό και πρωτεύοντα ρόλο στα πράγματα της περιοχής. Η θέσις του δίπλα στο πέρασμα του γεφυριού της Τατάρνας, απ' όπου οπωσδήποτε έπρεπε να περάσουν όσοι ήθελαν να. πάνε για Βάλτο, Άγραφα ή και Θεσσαλία ακόμη, η φιλόξενη διάθεσις των πατέρων, η αγάπη τους για την ελευθερία, κάνουν το Μοναστήρι φάρο φωτεινό μέσα στην «μελαμβαφή», σκοτεινή, ασέληνη και ατέλειωτη νύχτα της σκλαβιάς. Η φιλοξενία που παρείχε έμεινε παροιμιώδης. Ακόμα και σήμερα σ' όλη σχεδδν την Ρούμελη, όταν θέλουν να επαινέσουν κάποιον για την φιλοξενία του του λένε: «Τατάρνα τόκαμε το σπίτι του». Και ήταν τότε η φιλοξενία μεγάλη παρηγοριά γιατί υπήρχε φτώχεια, κατατρεγμός και ολοήμερες οδοιπορίες. Οι οπλαρχηγοί του Αρματωλικίου των Αγράφων και του Βάλτου είχαν το Μοναστήρι «πασά-κονάκι». Σώζονται ενθυμήσεις σε παληά βιβλία για παραμονή εδώ του Κατσαντώνη (ο οποίος μάλιστα εδώρησε μια μεγάλη ασημένια κανδήλα, αρίστης τέχνης, που σώζεται μέχρι σήμερα) του Ράγκου, του Λεπενιώτη, του Ανδρούτσου, του Καραϊσκάκη.
Ήταν ακόμη ορμητήριο γι' αγώνες απελενθερωτικούς. Πολλά επαναστατικά κινήματα ξεκίνησαν απ' εδώ. Ο ηρωϊκός Μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος ο Φιλόσοφος, ο αποκαλούμενος από τους εχθρούς του Σκυλόσοφος, απ' το Μοναστήρι της Τατάρνας ξεκίνησε το 1601 την επανάστασί του. Την επανάστασι εκείνη που τόσο τραγικό τέλος εiχε. Όμως ο κατακτητής έβλεπε... κι' αν δεν έβλεπε διαισθανόταν ότι κάτι μαγειρεύεται μέσα κει. Γι' αυτό το Μοναστήρι «πατήθηκε», εδηώθη και κατεστράφη από ορδές Τουρκαλβανών τουλάχιστον ένδεκα φορές μέχρι την Επανάστασι του '21. Ξαναχτιζόταν και πάλι εις πείσμα του κατακτητή, και πάλιν γινόταν κρησφύγετο κλεφτών και αρματωλών και κέντρο συνωμοσιών. Για να καταστραφή εκ νέου...
Σώζονται δραματικές εκκλήσεις των πατέρων της Μονής προς τους ηγεμόνες Μολδαυίας και Βλαχίας για βοήθεια. Εκεί μέσα εξιστορούνται τα δεινά της Μονής και οι καταστροφές της από τους επιδρομείς. Ακόμη, μέσα στις επιστολές των Διδασκάλων του Γένους Ευγενίου του Αιτωλού και του μαθητού του Αναστασίου του Γορδίου, φαίνεται καθαρά η αγωνία του Μοναστηριού, oι θυσίες του για την ελευθερία, oι καταστροφές και oι διώξεις που υφίστατο απ' τις ορδές των υιών της Άγαρ, oι προσπάθειές του για ανάρρωσι. Πολλές φορές έφθασεν εις πέταυρα του Άδου. Αλλ' η προστάτις και έφορος Παναγία δεν αφήκε... Στο 1804 ερημώνεται εντελώς για 8 μήνες, 800 Αρβανίτες πατούν το Μοναστήρι, μένονν μέσα και ρημάζουν τα πάντα. Oι Πατέρες ξαναγύρισαν και η ζωή συνεχίσθηκε. Όταν σήμανε η ώρα της Εθνεγερσίας, oι πατέρες δεν αρκέσθηκαν μόνον σε ευχές και δοξολογίες. Άδραξαν τ' άρματα, ζώστηκαν σπάθες και ακολουθώντας τον Ηγούμενό τους Κυπριανό πολέμησαν γενναία. Πολέμησαν στο πλευρό του Ανδρούτσου στην μάχη του γεφυριού της Τατάρνας (η πρώτη της Επαναστάσεως). Πολέμησαν στο πλευρό του Καραϊσκάκη στην μάχη της Κορομηλιάς. Πολέμησαν παντού όπου το χρέος προς την πατρίδα τους καλούσε.
Όλη η περιουσία του Μοναστηριού, κινητή, ακίνητη, ποίμνια, χρήματα, διετέθη για τον αγώνα. Έφθασε να σνντηρή εξ ιδίων πόρων τέσσαρες χιλιάδες πολεμιστές σε τροφές και τζιμχανέδες (πολεμοφόδια).
Ξεκίνησαν για τον αγώνα πενήντα πατέρες και επέστρεψαν μόνο δώδεκα κι' αυτοί γυμνοί, ξυπόλυτοι, σακατεμένοι. Οι υπόλοιποι έπεσαν στα πεδία των μαχών. Αυτοί που επέζησαν γύρισαν για να συνεχίσουν τους ειρηνικούς τους πια αγώνες. Με λαχτάρα περπατούσαν μέρες ολόκληρες για να δουν ξανά το αγαπημένο τους Μοναστήρι. Όταν επί τέλους πλησίασαν, η καρδιά τους άρχισε να χτυπά γοργά. Σε λίγο θάμπαιναν στήν μάνδρα τα σκορπισμένα πρόβατα του Χριστού. Αλλ' οποία απογοήτευσις! Τό Μοναστήρι τους ήταν στάχτη!
Στο 1823 ο Κούρτ Πασάς της Σκόντρας κατεβαίνοντας με τα φουσσάτα του για να πνίξη στο αίμα τους επαναστατημένους ραγιάδες της Ρούμελης, έκαψε το Μοναστήρι, εκδικούμενος την ανταρσία των μοναχών και την βοήθειά τους στον Αγώνα... Δεν έμεινε τίποτε όρθιο. Έμεινε όμως ορθή η θέλησις για δημιουργία. Και κάτι ακόμη: σώθηκαν τα κειμήλια χάρις στην προνοητικότητα των ολίγων γερόντων μοναχών που είχαν μείνει στο Μοναστήρι φρουροί καί «προσμονάριοι» του κανδηλιού της Παναγίας.
Ας σταθούμε λίγο ακόμη σ' εκείνο το παληό Μοναστήρι. Αξίζει τον κόπο. Εξ άλλου είναι χρέος και καθήκον ιερό.
Με την ευλογία της Παναγίας έφθασε σε τέτοια ακμή, ώστε να γίνη ένα απ' τα πιο «περίπυστα», φημισμένα μοναστήρια της Ελλάδος. Με δωρεές και αγορές απέκτησε σημαντικές εκτάσεις γύρω. Η περιοχή εξημερώνεται, καλλιεργεiται. Κυρίως αμπέλια κι' εληές. Oι ακροποταμιές του Αχελώου και του Αγραφιώτη γεμίζουν μ' ελαιόδεντρα. Η αγριέλαιος μεταβάλλεται εις καλλιέλαιον. Ο τόπος ημερεύει. Oι πατέρες διαρκώς καί πληθύνονται. Λένε ότι έφθασαν τους 250 στις αρχές του ΙΖ' αιώνος, πράγμα διόλου απίθανο. Μαζεύονται και πολλοί λαϊκοί. Γίνεται μια κυψέλη πού βουΐζει απ' την εργατιά. Πολλοί κατατρεγμένοι απ' τον δυνάστη βρίσκουν καταφύγιο πίσω απ' τα τείχη της Μονής. Όλοι βρίσκουν θαλπωρή, ασφάλεια. Μένουν. Υπηρετούν στο Μοναστήρι. Άλλοι σαν κολλήγοι, άλλοι σαν βοσκοί, άλλοι σαν αγωγιάτες. Πλήθος πολύ τα ζώα και θέλουν ανθρώπους. Σιγά-σιγά ξεφυτρώνουν oι πρώτες καλύβες, τα πρώτα νοικοκυριά. Παντρεύονται, κάνουν οικογένειες. Γίνεται χωριό -η Τατάρνα. Όλοι ζουν φτωχικά, αλλ' αρμονικά κάτω απ' την προστατευτική σκιά του Μοναστηριού. Εδώ αναπνέουν ελεύθερα. Δεν φθάνει εύκολα το μολυσμένο χνώτο του κατακτητή. Και είναι γλυκό το ψωμί, όταν αισθάνεσαι ελεύθερος, όσο κι' αν δεν είναι «καθάριο».
Εν τω μεταξύ τα μετόχια πληθύνονται. Δραγαμέστο, Αιτωλικό, Βραχώρι. Εδώ ο ίδιος ο Αλή Πασάς ο Τεπελενλής δίδει στο 1810 «μπουγιουρδί», άδεια και χτίζεται ο Ιερός Μετοχιακός Ναός της Αγίας Τριάδος. Σώζεται ακόμη η άδεια με την ιδιόχειρη υπογραφή του στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Ήταν μεγάλο μετόχι που έπαιζε σπουδαίο ρόλο στην πνευματική ζωή του Αγρινίου. Το Μοναστήρι έστελνε εναρέτους πνευματικούς που πολύ ωφέλησαν τον λαό του Θεού στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Εκεί διασώθηκαν και τα κειμήλια της Μονής στις ώρες του μεγάλου ξεσηκωμού. Μαρτυρούνται ακόμη μετόχια στην Θεσσαλονίκη, στην Πόλη, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Oι πατέρες φθάνουν μέχρι την Αγία Ρωσία εκλιπαρώντας ελέη για να επουλώσουν τις συνεχείς πληγές.
Και η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, η Βενετία υπολογίζει σοβαρά το Μοναστήρι. Τα σύνορα με τις κτήσεις της είναι εδώ κοντά. Βρίσκεται σε συνεχή πόλεμο με τους Τούρκους. Άρα κάθε ανυπότακτος υπήκοος του Πατισάχ είναι σύμμαχός της. Τέτοιος ήταν και το Μοναστήρι της NUESTRA SINIORA DI TARNE, της Τατάρνας. Γίνεται κέντρο κατασκοπίας εναντίον των Τούρκων, κέντρο επαναστατικών ζυμώσεων. Η Γαληνοτάτη χαρίζει την εύνοιά της. Τέσσαρα ασημένια Άγια Ποτήρια και ένα βαρύ ασημένιο θυμιατό μαρτυρούν μέχρι σήμερα την ευγνωμοσύνη της Βενετίας. Ακόμη και χρυσό δουκάτο του δόγη Αλοΐσιο Μοντσενίγκο βρέθηκε στα ερείπια.
Και το Βασίλειο των Δύο Σικελιών δεν έμεινε ξένο από επαφές με το Μοναστήρι. Αλλά γι' αυτά γίνονται ακόμη επιστημονικές έρευνες.
Απο την μακρινή Ρωσία , έρχονται πλούσια δώρα. Ένας αδελφός της Μονής Δουσίκου ονόματι Αρσένιος γίνεται Αρχιεπίσκοπος Ελασσώνος. Συνοδεύει τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία τον Τρανό στο ταξίδι του για την Μόσχα στα 1586. Σκοπός η ανακήρυξις του Πατριαρχείου Μόσχας. Δεν επιστρέφει. Μένει για πάντα στον παγωμένο βορρά. Γίνεται Αρχιεπίσκοπος Αρχαγγέλων της Μεγάλης Ρωσσίας. Δεν ξεχνά την παλαιά του μετάνοια, ούτε την θυγατρική Μονή της Τατάρνας. Kαι απ' εκεί στέλνει πλούσια δώρα, εικόνες, εγκόλπια χειρόγραφα. Πολλά σώζονται μέχρι σήμερα.
ΖΩΗ χωρίς γράμματα, τι ζωή μπορεί να είναι; Και χρειάζονται τόσο πολύ τα γράμματα αυτή την δύσκολη εποχή... Μόνο με την παιδεία θα μάθαιναν oι ραγιάδες ποιού γένους ήσαν απόγονοι, πώς ξέπεσαν και τι τους πρέπει. Γι' αυτό καθ' όλη την διάρκεια της σκλαβιάς λειτουργεί εδώ σχολείο κοινών γραμμάτων -οχτωήχι και ψαλτήρι- για να μαθαίνουν oι πατέρες να «γινώσκουν α αναγινώσκουν», για να μαθαίνουν oι περίοικοι τα ιερά γράμματα, ώστε κάποτε η σπίθα να γίνη φλόγα.
Ο μεγάλος Διδάσκαλος του γένους Άγιος Ευγένιος ο Αιτωλός προσελκύεται απ' την αγιότητα των πατέρων της Μονής και χειροτονείται εδώ διάκονος στα 1615. Ευγνωμοσύνης ένεκα στέλνει αργότερα, το 1650, ένα ασημένιο δισκοπότηρο, θαύμα τέχνης και λεπτουργικής. Υπάρχει μέχρι σήμερα διηγούμενο την εκτίμησι και την ευλάβεια του ανδρός προς την Μονή. Και μέχρι να κοιμηθή τον «οσίοις εμπρέποντα ύπνον», στην ηλιοστερή Γούβα των Βραγγιανών, δεν παύει να ενδιαφέρεται ποικιλοτρόπως για το Μοναστήρι πού θεωρούσε δικό του. Αυτό πράττει και ο μαθητής του Αναστάσιος ο Γόρδιος, ο ιατροφιλόσοφος. Ενδιαφέρεται ακόμη και για ασθενείς πατέρες και στέλνει συνταγές και γιατρικά προς θεραπείαν των.
Η κορυφαία στιγμή ακμής της Μονής είναι όταν ο Αρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου Ανανίας γίνεται ηγούμενος. Παλαιός αδελφός της μονής, ανάγεται, ένεκα της αρετής και της μορφώσεώς του εις τον θρόνον της Αρχιεπισκοπής Φαναρίου. Κατόπιν προτροπής του διδασκάλου του Ευγενίου του Αιτωλού παραιτείται απ' τον θρόνο και αναλαμβάνει να διακονήση ως ηγούμενος την Μονή της μετανοίας του. Έμεινε γνωστός στην ιστορία σαν: «ο Δεσπότης της Τατάρνας». Σ' αυτόν το Μοναστήρι οφείλει πολλά.
ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ στην τρίτη περίοδο. Oι λίγοι πατέρες που απέμειναν αρχίζουν από το μηδέν. Γι' αρκετά χρόνια μένονν στο Μετόχι του Αγίου Γεωργίου που απεiχε μια ώρα σχεδόν. Τώρα βρίσκεται στο βυθό της λίμνης. Εκεί ήσαν oι μύλοι, oι νεροτριβές, τα μαντάνια του Μοναστηριού.
Ομως το πνεύμα της Βαυαροκρατίας ήταν φοβερά αντιμοναστηριακό. Διέλυσαν δια της βίας τετρακόσια είκοσι μοναστήρια και έδιωξαν τους πατέρες με τις κλωτσιές. Ποδοπάτησαν ιερά κειμήλια και άγια Λείψανα, κατέστρεψαν καλλιτεχνήματα ανυπολόγιστης αξίας. Θρηνεί ο Μακρυγιάννης για τον εμπαιγμό των ιερών και οσίων της φυλής. Ό,τι γλύτωσε από τους Τούρκους κατεστράφη από τους Βαυαρούς και τους ομόφρονές τους. Και είχαν πολλούς ομόφρονες, ακόμη και μεταξύ του «ανωτέρου» κλήρου. Πώς λοιπόν θα έπαιρναν άδεια γι' ανοικοδόμησι με το πνεύμα που επικρατούσε; Από κει κοντά μάθανε oι πατέρες ότι θά περνούσε περιοδεύοντας, ο βασιληάς Όθων. Τον συναντούν στη γέφυρα του Μανώλη. Ικετεύουν, εξιστορούν τις θυσίες του Μοναστηριού για τον αγώνα, του υπενθυμίζουν ότι χαρακτηρίσθηκε «διατηρούμενο». Kαι ο βασιληάς κάμπτεται. Χορηγεί την άδεια. Μάλιστα τους στέλνει και βαυαρό μηχανικό για τα σχέδια. Σώζονται ακόμη στα γενικά Αρχεία του Κράτους. Νέοι αγώνες, νέα τρεχάματα. Γίνεται έρανος καθ' άπασαν την επικράτειαν. Το Μοναστήρι προσφέρει όλη του την οικονομική ικμάδα. Τζουμερκιώτες μαστόροι αρχίζονν το 1841 να χτίζουν. Νοτιώτερα όμως απ' το παλαιό γιατί ο μηχανικός έκρινε σαν επισφαλές το έδαφος. Το Μοναστήρι αρχίζει να υψώνεται μεγαλόπρεπο, εφάμιλλο ίσως του παλαιού. Προσπάθεια εργώδης. Oι πέτρες κουβαλιώνται απ' το ποτάμι και πελεκιούνται επί τόπου. Τα μάρμαρα μεταφέρονται απ' τον Κραβασαρά. Τα σίδερα απ' την Πάτρα.
Τα ξύλα για στέγες και πατώματα κόβονται απ' τον Άη-Λιά, το πλησιέστερο βουνό.
Τα κεραμίδια ψήνονται σε κεραμαριό, λίγο πιο κάτω. Τα καρφιά τα σφυρίζουν oι γύφτοι.
Σε τρία χρόνια το Μοναστήρι ήταν έτοιμο «Ηγουμενεύοντος Γερμανού». Βρισκόμαστε στο 1843. Χαρά και αγαλλίασις!
Που όμως δεν διαρκεί για πολύ. Σ'ένα χρόνο η εκκλησία κάθισε και «σφράγισε», εράγισε. Κακή θεμελίωσις πάνω σε κούτσουρα καστανιας, σε τόπο ακατάλληλο, κούφιο, γεμάτο υπόγεια νερά. Αποτέλεσμα: η εκκλησία υφίσταται ρήγμα στον τρούλλο και στις κεραίες του σταυρού, την ανατολική και την δυτική. Αντηρίδες πού προστέθηκαν για να στηρίξουν το οικοδόμημα δεν ωφέλησαν σε τίποτε. Η εκκλησία ήταν καταδικασμένη. Ήταν όμορφη, είχε όμως σαν το άγαλμα του Ναβουχοδονόσορος, πήλινα πόδια.
Στάθηκε στα πόδια της εκατόν είκοσι χρόνια. Δεν έπαιρνε γιατριά. Και πολύ κράτησε.
Θάλεγε κανείς ότι το «σφράγισμα» της εκκλησιάς ήταν σημείο της Παναγίας. Προειδοποίησις για επερχόμενα δεινά. Η εσωτερική κατάρρευσις επηκολούθησε ραγδαία. Η ακμή πέρασεν ανεπιστρεπτί. Oι παλαιοί πατέρες έφευγαν ένας ένας για τους ουρανούς. Oι λίγοι νέοι που προσήρχοντο να κοινοβιάσουν δεν είχαν το πνευματικό ανάστημα των προηγουμένων. Τα βουνά άρχισαν να αδειάζουν. Ο τόπος απομονώθηκε και πάλι. Άρχισε η πνευματική ερήμωσις. Πολλοi φορούσαν το ράσο γιά ψωμάκι, για να ζήσουν. Ξεχάσθηκε η καλογηρική, oι πατέρες, η εκκλησία. Ξανάπεσε αγραμματωσύνη και παχυλή αμάθεια. Λησμονήθηκαν τα μετόχια. Το μεγάλο μετόχι της Αγίας Τριάδος στο Βραχώρι το άρπαξαν με το έτσι θέλω και το μετέτρεψαν σε ενοριακό ναό. Ποιος θ' αντιδρούσε; Τα υπόλοιπα μετόχια τα βρίσκουμε μόνο στα ταπιά και τα έγγραφα του Αρχείου.
Μόνη ασχολία των καλογήρων ήταν τα δικαστήρια με τους χωριανούς. Η παλιά ομοψυχία έσπασε. Δίκες για μια πιθαμή γης, για ένα αγριλίδι! Έγιναν φύλακες μιας καταδικασμένης περιουσίας. Ηλθαν μετά oι απαλλοτριώσεις. Δεν έφταιγαν για την παρακμή αυτές. Έπρεπε να γίνουν. Είχε μείνει εξ άλλου τόση περιουσία που μπορούσε να ευημερή. Oι τελευταίοι πατέρες γυμνήτευσαν και με επτά χιλιάδες ελαιόδενδρα δεν είχαν λάδι να ρίξουν στα φασούλια τους. Το Μοναστήρι ξεπουλιόταν από μέσα κι' απ' έξω. Έχει και η μακρυνή Ναύπακτος μεγάλο μέρος της ευθύνης για την κατάντια...
Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να αναλύσωμε τα αίτια της παρακμής και αυτής της Μονής και τόσων άλλων. Επιγραμματικά όμως και με πύρινα γράμματα γράφομε οτι το μεγάλο αίτιο είναι η βιαία και κακοήθης αποκοπή των Πατριαρχικών Μονών από την Μητέρα Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Διώξανε την Μητέρα και ήλθε ή μητριά. Η πνευματική ανεξαρτησία που απήλαυαν υπό τας πτέρυγας της Μεγάλης Εκκλησίας ωδήγησε τα Μοναστήρια σε ακμή. Μια συμβολική εισφορά από τέσσαρες οκάδες κερί ή 100 γρόσια το χρόνο ήταν όλη και όλη η υποχρέωσις της Μονής για κάθε χρόνο. Όταν όμως έπεσαν στα χέρια των κατά τόπους αρχιερέων, τότε δη τότε...
Μέσα σε εκατό χρόνια η πτώσις επήλθε ραγδαία. Κακοδιοίκησις, κλεψιές, πλεονεξία διαχειριστών, αρπακτικά γεράκια, δεν άφησαν τίποτε όρθιο.
Ώσπου το δράμα έληξε. Στα 1963 βίαιη κατολίσθησις υπερκειμένου όρους τάραξε συθέμελα το Μοναστήρι. Επί ένα μήνα η γή σειόταν και το Μοναστήρι χόρευε. Τά πάντα κατέρρευσαν. Χάθηκε το πολύτιμο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Καταχωνιάσθηκε η Αγία Τράπεζα. Ψάξαμε αργότερα με μπουλντόζα. Δε βρέθηκε πουθενά. Συγχρόνως χάθηκε και η επίλοιπη κτηματική περιουσία. Πνίγηκε στην νέα λίμνη.
ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ έμεινε ανάμνησις! Αλλ' όχι! 'Η Παναγία έχει τά δικά της σχέδια. Αρχίζει η τετάρτη περίοδος, η σύγχρονη. Το Μοναστήρι έχει καταστραφή. Έχει μείνει μόνον η νομική υπόστασις. Νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου, δηλαδή μόνον η
σφραγίδα. Έχουν μείνει ακόμη δύο γεροντάκια που ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες σε πρόχειρα παραπήγματα, κοντά στα χαλάσματα. Υπήρχαν προσέτι και δύο παρήγορες ακτίνες φωτός.
Είχαν διασωθή κατά ένα μεγάλο ποσοστό τα ιερά Κειμήλια και τούτο χάρις στην αυτοθυσία -πρέπει να τονισθή αυτό- του δασκάλου του χωριού και των κατοίκων, που έσπευσαν να σώσουν ό,τι ήταν δυνατόν να σωθή. Και σώθηκαν πολλά.
Υπήρχε και η αποζημίωσις απ' τα κτήματα που πνίγηκαν στή λίμνη. Καλό προζύμι για μια καλή αρχή.
Αρχίζομε -καλοκαίρι του 1968- από πιάτο και πηρούνι, στην κυριολεξία.
Στην πρώτη πανήγυρι που ξανάγινε ύστερα από διακοπή έξη ετών, στο χώρο της Μονής, κοιμηθήκαμε στο χώμα, στην ρίζα μιας αγριοροδιάς για να προστατευόμαστε απ' τον αέρα. Προσκέφαλο... τα παπούτσια μας και σκέπασμα το ράσο.
Στην αρχή υπήρξαν αντιδράσεις. Κάθε άρχή και δύσκολη. Πολλοί ήθελαν να μοιρασθούν τα χρήματα της αποζημιώσεως. 'Αλλοι -εν οις και oι εν Ναυπάκτω- να γίνη ένα μικρό εκκλησάκι, εις ανάμνησιν της πάλαι ποτε Μονής και τα υπόλοιπα χρήματα να... αξιοποιηθούν. Άλλοι, άλλα. Πάντως πολύ λίγοι πίστευαν ότι θα ξαναγίνη το Μοναστήρι.
Όμως το ήθελε η Παναγία. Tο ευλόγησε και το θαύμα, γιατί περί θαύματος έξαισίου πρόκειται, έγινε.
Η ανοικοδόμησις άρχισε το 1969. Χτίσθηκε πρώτα ο μικρός ναός του Αγίου Σάββα για τις λατρευτικές ανάγκες των νέων αδελφών. Επίσης ένα μικρό οικοδόμημα προς διαφύλαξιν των ιερών Κειμηλίων. Νοτιώτερα και σε απόστασι πεντακοσίων και πλέον μέτρων από το παλαιό αγοράσθηκε οικόπεδο κατόπιν γνωματεύσεως ειδικού γεωλόγου.
Κατεσκευάσθη το υδραγωγεiο απ' τις πηγές της Μονής. Με την ευλογία της Θεοτόκου η ανοικοδόμησις προχώρησε χωρίς προσκόμματα. Απ' τον μηχανικό μέχρι και τον τελευταίο εργάτη, όλοι εργάσθηκαν φιλότιμα και συνειδητά. Έπρεπε η Μονή να γίνη αντάξια του παρελθόντος της. Η αποζημίωσις από τα κτήματα -περίπου τέσσαρα εκατομμύρια- έφθασε μόνο για τα θεμέλια και μερικές κολώνες. Χρειάζονταν χρήματα. Τα βρήκε η Παναγία. Η πολιτεία, oι ευσεβείς χριστιανοί, oι εν αυτή μονάζοντες, έδωσαν το «παρόν» Ύστερα από λίγα χρόνια το έργο έφθασε σε σημείο που κανείς δεν το περίμενε.
Και oι εργασίες συνεχίζονται...
Δόξα εις τον Κύριο και την Παναγία Αυτού
Μητέρα. Τώρα το Μοναστήρι έχει μέσα τρείς
Εκκλησίες: Το Καθολικό, εις τιμήν της Παναγίας.
Εκτίσθη εις τύπον αγιορειτικόν τρίκογχον μετά
τρούλλου. Εκεί έχει εναποτεθή η Θαυματουργός Eικώv
της Παναγίας Ταταρνιωτίσσης. Είναι Εικών
παλαιοτάτη, φθαρμένη από την πολυκαιρία και τις
περιπέτειες, στον τύπο της Οδηγητρίας.
Ο «κάμπος» έχει καλυφθή από ασήμι και σμάλτο πολύ λεπτής τέχνης, ενώ δύο φωτοστέφανοι με πολυτίμους λίθους στεφανώνουν το μέτωπο της Παναγίας και του Ιησού.
Πολυάριθμα αναθήματα κοσμούν την Αγίαν Εικόνα. Είναι όλα σχεδόν σύγχρονα, γιατί τα παλιά έγιναν μπαρουτόβολα για τον Αγώνα. Ένα ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι πρόσφατο από ξύλο καρυδιάς, σαν θρόνος με κουβούκλιο βαστάζει την ιεράν Εικόνα και τα αναθήματα. Ασημένια κανδήλια απ' τον παλαιό ναό κοσμούν τον θρόνο και ανάβονται προς τιμήν της Θεοτόκου. Τα θαύματά της είναι άπειρα. Oι παλαιοί διηγούνται πολλά.
Εμείς όμως που ζούμε μέσα στο Μοναστήρι έχονμε δει πάμπολλα. Δοξάζομε τον Θεό γιατί μας αξίωσε να είμαστε ταπεινοί διάκονοι και υπηρέται της Παναγίας Μητρός Του. Μέσα στο Καθολικό όλα είναι καινουργια. Τέμπλο, εmσκοπικός θρόνος, προσκυνητάρια, πολυέλαιος, Άγια ποτήρια, θυμιατά, ευαγγέλια, όλα δωρεές ευσεβών χριστιανών. Μνησθείη Κύριος ο Θεός της αγάπης των. Πανηγυρίζει στις οκτώ Σεπτεμβρίου με συρροή πλήθους ευσεβών. Αφ' εσπέρας τελείται αγρυπνία εις τιμήν της Θεοτόκου και την επομένην εορτάζεται η Σύναξις της Ιεράς Εικόνος.
Κάτω ακριβώς από το Καθολικό, υπάρχει Ναός ισομεγέθης με το καθολικόν, εις τιμήν των έξ Ευρυτανίας και των ομόρων περιοχών Αγίων. Αυτοί είναι:
1. Ο όσιος Ανδρέας που ασκήτευσε τον ΙΓ' αιώνα στο απέναντι της Μονής βουνό της Κανάλας.
2. Ο Νεομάρτυς Μιχαήλ ο εκ Γρανίτσης που εμαρτύρησε το 1544 στην Θεσσαλονίκη.
3. Ο Οσιομάρτυς Δαμιανός, εκ Μυριχόβου. Ήθλησε τοδ 1568 ειίς Λάρισαν.
4. 0 Ιερομάρτυς Σεραφείμ, Αρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου. Ήθλησε το 1601 εις Φανάριον.
5. Ο Νεομάρτυς Νικόλαος ο Καρπενησιώτης. Ήθλησε το 1672 εις Κων/πολιν.
6 Ο οσιοϊερομάρτυς Κυπριανός εκ Κλειτσού. Ήθλησε το 1679 είς Κων/πολιν.
7. Ο Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός. Εκοιμήθη το 1682 εις Μονήν Αγίας Παρασκευής Γούβας Βραγγιανών.
8. Ο Οσιομάρτυς Ρωμανός έξ Αντρανόβης Εύρυτανίας. Ήθλησε το 1694 εις Κ/πολιν.
9. Ο Όσιος Ακάκιος εκ Γολίτσης. Εκοιμήθη το 1730 εις Καυσοκαλύβια Αγίου Όρους.
10. Ο Εθνομάρτυς και Ισαπόστολος Κοσμάς ο Aιτωλός. 'Ηθλησε το 1770 εις Κολικόντασι Βορείου Ηπείρου.
11. Ο Οσιομάρτυς Γεράσιμος εκ Μεγάλου Χωρίου. Ήθλησε το 1812 εις Κων/πολιν, και
12. Ο Νεομάρτυς Ιωάννης εκ Κονίτσης ο εξ Αγαρηνών. 'Ηθλησε το 1814 εις Βραχώριον.
Η εορτή των αγίων αυτών εθεσπίσθη, αδεία της Ιεράς Συνόδου το 1971. Έκτοτε εορτάζονται την τελευταίαν Κυριακήν του μηνός Αυγούστου δι' αγρυπνίας και ειδικής Ακολουθίας.
Παραπλεύρως και προς νότον του Καθολικού ανηγέρθη Ναός εις τιμήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Πρόκειται περί μονοκλίτου κεραμοσκεπούς ξυλοστέγου βασιλικής, όπου τελούνται κατά τας καθημερινάς oι Ιερές Ακολουθίες.
Πανηγυρίζει στις 3 Νοεμβρίου και στις 23 'Απριλίου. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, πλησίον των ερειπίων της Μονής του 1841 ανηγέρθη Ιερόν Κάθισμα και Ναός εις τιμήν του οσίου Πατρός ημών Σάββα του Ηγιασμένου. Είναι και ναός κοιμητηριακός γιατί εκεί θάπτονται oι κοιμώμενοι αδελφοί. Εκεί παραμένουν και oι αδελφές που διακονοϋν στην Ιερά Μονή.
Ακόμη χτίσθηκαν κελλιά διά τους μοναχούς, ξενών για τους προσκυνητές, σκευοφυλάκειο για την διαφύλαξι των Ιερών Θησαυρισμάτων, «Αρχονταρίκι», τράπεζες και όλοι oι λοιποί χώροι, oι απαραίτητοι για την ζωή της Μονής.
Ταυτοχρόνως η Μονή απέκτησε καί δύο μετόχια.
Το ένα βρίσκεται στο Καρπενήσι σε υψόμετρο 1060 μέτρων, στην «οφρύν» της πόλεως. Τιμάται επ' ονόματι του Αγίου Νεκταρίου Αρχιεπισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού. Χτίσθηκε με δωρεές των ευλαβών κατοίκων της πόλεως του Καρπενησίου. Άρχισε να οίκοδομήται το 1971 και τελείωσε μετά από τρία χρόνια. 'Αποτελεί μικρογραφία μοναστηριού με Ναό σε ρυθμό μονοκλίτου Βασιλικής, κελλιά, μικρό ξενώνα, αρχονταρίκι, τράπεζα και λοιπά χρειώδη. Έχει υπέροχη θέα προς την πόλι, την κοιλάδα της Ποταμιάς του Καρπενησιώτη και όλα τα γύρω βουνά. Πανηγυρίζει στίς 9 Νοεμβρίου. Γίνεται αγρυπνία με μεγάλη συρροή ευλαβών εκ της πόλεως και της γύρω περιοχής. Ο Άγιος τιμάται ωσαύτως και στις 3 Σεπτεμβρίου, ημέραν ανακομιδής των Ιερών αυτού Λειψάνων. Στον περίβολο του μετοχίου αυτού ανοικοδομείται τώρα (1995) ναός εις τιμήν του Αγίου Αποστόλου Παύλου. Κάτω απ' αυτόν υπάρχει κρύπτη για να εναποτεθούν εν καιρώ τα οστά του δολοφονηθέντος βουλευτού Ευρυτανίας Παύλου Μπακογιάννη.
Στα 1973 άρχισε να ανοικοδομείται στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας, μέσα σ' ένα καταπράσινο δάσος από έλατα και δρυς, το γυναικείο Ιερόν Ησυχαστήριον της Οσίας μητρός ημών Μαρίας της Αιγυπτίας. Δεν άργησε να αποπερατωθή. Oι εκεί μονάζουσες έχουν την πνευματική και διοικητική εξάρτησί τους απ' το κεντρικό Μοναστήρι της Παναγίας.
ΠΑΡ'ΟΛΕΣ τις περιπέτειες, τις δηλώσεις, τις καταστροφές, σώθηκαν πολλά Ιερά Κειμήλια, σπάνια και πολύτιμα. Το σημαντικό είναι ότι από το 1969 και εξής, αυξάνουν συνεχώς. Πολλοί που κρατούσαν κειμήλια της Μονής, σαν είδαν ότι η καρδιά του Μοναστηριού άρχισε πάλι να χτυπά, τα επέστρεψαν. Άλλοι «υπό της συνειδήσεως ελεγχόμενοι» τα έστειλαν ανωνύμως. Ακόμη έρευνες που έγιναν ανεκάλυψαν κειμήλια σκορπισμένα εδώ και κεί. Βρέθηκε το αρχείο της Μονής που εθεωρείτο απολεσθέν. Αφιερώθηκαν πολλά νέα αντικείμενα, όπως εικόνες, αρχαία νομίσματα, αρχεία επιφανών προσώπων και άλλα.
Για την Εικόνα της «Άκρας ταπεινώσεως» μιλήσαμε
διεξοδικά πιο πάνω. Υπάρχουν ακόμη:
Αργυροχρυσομεταξοκέντητος Επιτάφιος σπανίας
τέχνης του 1584, έργον Αρσενίου Μοναχού. Ωσαύτως «αήρ»
του αυτοϋ κεντητού. Επιτραχήλια, επιγονάτια,
ζώνες, επιμάνικα, όλα χρυσοκέντητα του ΙΣΤ' και ΙΖ'
αιώνος.
Εγκόλπια, σταυροί ξυλόγλυπτοι, αργυροί, σμαλτωμένοι, Άγια ποτήρια, θυμιατά, Ιερά Ευαγγέλια, αντιμίνσια, ιερές Εικόνες από τον ΙΓ' αιώνα και εξής, κανδήλια ασημένια, με πρώτο την κανδήλα που αφιέρωσε ο ήρωας Κατσαντώνης, έργο μοναδικής ομορφιάς (πολλών εξ αυτών φωτογραφίαι δημοσιεύονται εις το ανά χείρας βιβλίον).
Υπάρχουν ακόμη χειρόγραφα μεγάλης αξίας, όπως οι λόγοι Γρηγορίου του Θεολόγου επί περγαμηνής του ΙΑ' αιώνος (το αρχαιότερο κειμήλιο της Μονής), θείες Λειτουργίες, Ευαγγελιστάρια, σιγίλια και έγγραφα πατριαρχικά, φιρμάνια Τουρκικά, αρχείο ανέκδοτο καί άλλα πολλά.
Αξιόλογος είναι και η βιβλιοθήκη, το «ψυχης ιατρείον», που όλο και πλουτίζεται.
Έχει παλαιότυπα, στερεότυπες εκδόσεις, μηναία με ενθυμήσεις, βιβλία ποικίλης υλης.
Πολλά είναι δώρο του επισκόπου Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Ανθίμου (+ 1881 ). Τελευταiα ο μακαριστός Μητροπολίτης Ναυπάκτου Δαμασκηνός (+ 1984) αφήκε ως κληροδότημα στην μοναστηριακή βιβλιοθήκη, όλα του ίστορικοϋ περιεχομένου βιβλία του, συμποσούμενα σε οκτακόσιους τόμους περίπου.
Άλλος Θησαυρός ειναι τα Άγια Λείψανα. Φυλάσσονται στο Καθολικό της Μονής σε αργυρές Λειψανοθήκες. Προσκυνούμε ευλαβικά τα τεμάχια Αγίων Λειψάνων των Αγίων:
Τρύφωνος,
Χαραλάμπους,
Ταρασίον Κων/πόλεως,
Ακακίου Καυσοκαλυβίτου,
Γερασίμου του εκ Μεγάλου Χωρίου
Παντελεήμονος
Ιωάννου Θεολόγου
Ιωάννου του Ελεήμονος
Ιακώβου του Πέρσου
Ελευθερίου
Παταπίου
Ιωάννου του Κουκουζέλους
Θεοδώρου Στρατηλάτου
Πολυκάρπου Σμύρνης
Αντίπα Περγάμου
Γεωργίου Τροπαιοφόρου
Ιουλίττης
Παρασκευής
Νικολάου Καρπενησιώτου
Μηνά
Πέτρου Αλεξανδρείας
Ανδρέου του Πρωτοκλήτου
Μοδέστου Ιεροσολύμων
Αναστασίας
Φαρμακολυτρίας
Ιωάννου του εκ Κονίτσης
καί άλλων.
Εξαιρέτως τιμούμε και προσκυνούμε δύο τεμάχια Τιμίου Ξύλου του Ζωοποιού Σταυρού του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Δοξάζομε τον Άγιον Θεόν για τις πολλές του δωρεές προς ημάς τους αμαρτωλούς.
ΕΤΣΙ Η ΜΟΝΗ συνεχίζει την ιστορική πορεία της. Με την βοήθεια του εν Τριάδι προσκυνουμένου Θεού και τις μεσιτείες της Υπεραγίας Θεοτόκου, τηρεί πιστά τις παραδόσεις των Αγίων Πατέρων. Ακολουθεί στις Ιερές Ακολουθίες, τις αγρυπνίες, τις
Θείες Λειτουργίες το αρχαίο Τυπικό του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Σάββα του Ηγιασμένου. Διατηρεί την ώρα της Αγίας Γραφής. Αρχίζει δηλαδή να μετρά το ημερονύκτιο από δύσεως ηλίου. Δύσις ηλίου=12. Πράγμα που παραξενεύει τους προσκυνητές. Πολλές φορές μας γυρνούν τα ρολόγια. Νομίζουν ότι σταμάτησαν ή ότι δεν πάνε καλά. Είναι αδιανόητο γι' αυτούς, ότι υπάρχει και άλλος τρόπος μετρήσεως του χρόνου πέραν του ευρωπαϊκού. Τηρεί κατά δύναμιν τις νηστεiες του όλου ενιαυτού και απαγορεύει στους μοναχούς της την κρεωφαγία και την οινοποσία εντός και εκτός αυτής.
Αξίζει να παρακολουθήση ο προσκυνητής την τάξιν της Μονής στις Ιερές Ακολουθίες. Θα δη πόσο διαφέρουν απ' τις Ακολουθίες του κόσμου. Εδώ είναι απλές, απέριττες, σεμνές, κατανυκτικές, χωρίς θόρυβο και μεγάφωνα, χωρίς ηλεκτρικά φώτα, με μόνο το ιλαρό φως του κανδηλιου καί του καθαρού κεριού. Ο Θεός εδώ υμνεiται και δοξολογείται χωρίς άτακτες φωνές και κραυγές, χωρίς επιτήδευσι και επίδειξι λαρυγγισμών, χωρίς την κενοδοξία και την άγνοια της ψαλτικής παραδόσεως που τόσο έχει βαθεια αλλοιώσει την ορθόδοξη λατρεία μας... Oι Ιερές Ακολουθίες τελούνται όπως απαιτοϋν oι αρχαίες τυπικές διατάξεις, χωρίς συντμήσεις και κολοβώσεις χωρίς αυθαίρετες επεμβάσεις. Το τάλαντο, τα σήμαντρα, oι καμπάνες, δίνουν μιά ξεχωριστή χροιά και φέρνουν στο νου μνήμες παλαιάς δόξης και ευκλείας. Όλα έχουν το λόγο της υπάρξεώς τους. Η λατρεία στο μοναστήρι είναι «λογτκή» και «έλλογος».
Συνεχίζει ακόμη το Μοναστήρι την παράδοσι της φιλοξενίας και δέχεται τους προσκυνητές σαν αγγέλους Θεού. Βέβαια δεν έχουν όλοι oι προσκυνητές τους ίδιους σκοπούς. Πολλοί (μπορούμε να πούμε oι περισσότεροι) έρχονται με ευλάβεια να προσκυνήσουν την Παναγία, να βρουν παρηγοριά, βάλσαμο για τις πληγές τους. Άλλοι έρχονται για να αποθέσουν το βάρος των αμαρτιών τους, να εξομολογηθούν, να φύγουν ξαλαφρωμένοι, ξανανιωμένοι. Άλλοι έρχονται από αρχαιολογικά ενδιαφέροντα. Να δουν τα κειμήλια, να θαυμάσουν την τέχνη. Άλλους τους τραβά η ωραία φύσις, το μαγευτικό περιβάλλον.
Άλλοι ξεκινούν από απλή περιέργεια. Τι είδους άνθρωποι είναι oι καλόγηροι, ανήκουν άραγε στο ανθρώπινο γένος; Oι πολύ λίγοι φθάνουν εδώ με πρόθεσν να βρουν ελλείψεις, και ελλείψεις πάντοτε θά υπάρχουν. Είναι έτοιμοι να κατηγορήσουν.Ευτυχώς είναι oι ελάχιστοι.
Όμως για όλους υπάρχει απόθεμα αγάπης. Για όλους υπάρχει το ποτήριον ψυχρού ύδατος. «Ο Πατριάρχης Αβραάμ, γράφει Θεόδωρος ο Εμέσσης, την φιλοξενίαν εργασίαν κεκτημένος, προ της σκηνής εκαθέζετο, τους παριόντας προσκαλούμενος και πάσιν εξήπλου την τράπεζαν, ασεβέσι τε και βαρβάροις μη διακρινόμενος. διό δη και της θαυμαστής εκείνης εστιατορίας κατηξιώθη, ξενίσας αγγέλους και τον των όλων Δεσπότην. Kαι ημείς τοίνυν της φιλοξενίας μετά πολλής της σπουδής και της προθυμίας επιμελώμεθα, ίνα μη μόνον αγγέλους, αλλά και τον Θεόν υποδεξώμεθα»...
Σκοπός μας δεν είναι να αναπτύξωμε εδώ τι είναι μοναχισμός. Πρέπει όμως oι ευλαβείς προσκυνηταί να γνωρίζουν ότι «μοναχός εστιν ο έξωθεν του κόσμου καθήμενος και αεί δεόμενος του Θεού τυχείν των μελλόντων αγαθών» (Ισαάκ ο Σύρος). Όπως δε λέγει ο Μέγας Βασίλειος «ο ασκητικός βίος ένα σκοπόν έχει, την της ψυχής σωτηρίαν».
Oι ολίγοι μονάζοντες σ' αυτό το μοναστήρι, ένα σκοπό έχουν τάξει στην ζωή τους: να πλέκουν το τρίπλοκο σχοινί, που θα τους ανεβάση στη βασιλεία των ουρανών. Αυτό το σχοινί πλέκεται με την ολόθερμη (παρά τις πολλές τους αμαρτίες) αγάπη τους προς τον Σωτήρα Χριστόν, «υπέρ ου αποθανείν ετοίμως έχουσι», με την αγάπη για τους αδελφούς Χριστιανούς, τους ευλαβείς προσκυνητές και τον κόσμον όλο, για την σωτηρία του οποίου νυχθημερόν εύχονται, και με την αγάπη για την σωτηρία των ψυχών τους. Γι' αύτά τα τρία άφησαν κόσμον και τα του κόσμου, γι' αυτά τα τρία θανατούνται όλην την ημέραν, μ'αυτά τα τρία ελπίζουν να κληρονομήσουν βασιλείαν Ουρανών.
Παρακαλούμε βοηθήστε τους με την ευγενή και καλή συμπεριφορά σας, με την αγάπη σας να το πετύχουν. Σ'αυτό θα βοηθήση πολύ η ανάγνωσις ενός άλλου βιβλίου. Επιγράφεται «Οδηγός Ορθοδόξου προσκυνητού». Έχει πολλά να σας πη. Αξίζει τον κόπο. Και να είσθε βέβαιοι ότι η Θεοτόκος Μαρία θα πρεσβεύη πάντοτε στον Υιό και Θεό της. για σας, για την σωματική και ψυχική σας υγεία, για την οικογένειά σας, για το ευλογημένο Γένος των Ορθοδόξων.
Περί του μακαρίου κυρου Κοσμά μοναχού και επισκόπου, Μητροπολίτου Καμπανίας (+ 1992)
Όντος ο μακάριος Κοσμάς εγεννήθη εν Αδριανονπόλει της Ανατολικής Θράκης εν έτει σωτηρίω 1921. Oι γονείς αυτού ονομάζοντο Βασίλειος και Χρυσή. Εν σπαργάνοις έτι ων ευρέθη μετά των γονέων αυτού πρόσφυξ εις Αλεξάνδρειαν της Αιγύπτου. Ο Κωνσταντίνος (τούτο γαρ ην αυτού το κατά κόσμον όνομα τουπίκλην Παπαδόπουλος) ηνδρώθη εις περιβάλλον εκκλησιαστικόν. Συνεδέθη μετά του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και νέος κομιδή προσελήφθη ως δόκιμος μοναχός εις την εν Αλεξανδρεία Ιεράν Μονήν Σάββα του Ηγιασμένου, κατ' Ιανουάριον του 1939 σ.έ. Εχειροτονήθη διάκονος κατ' Αύγουστον του 1941 σ.έ. λαβών το όνομα Κοσμάς, υπηρετών άμα και ως κωδικογράφος του Πατριαρχείου. Πρεσβύτερος εχειροτονήθη κατ' Ιούλιον του 1952, λαβών και το οφίκιον του Αρχιμανδρίτου. Κατά το διάστημα των εν Αθήναις σπουδών αυτού (1953-1957) υπηρέτησεν ως εφημέριος και Ιερατικώς προϊστάμενος εις τον Ιερόν Ναόν Αγίας Τριάδος Βύρωνος αφήσας εποχήν. Από του 1957 σ.έ. υπηρέτησεν ως Ιερατικος Προϊστάμενος εις τον Ιερόν Ναόν Κων/νου και Ελένης Καΐρου και ως δικαστικός Γραμματεύς και Δικαστής εις την Πατριαρχικήν εmτροπείαν της αυτής πόλεως.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α' επισκεφθεiς το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας κατεπλάγη εκ της σεμνότητος και της ευρυμαθείας του Αρχιμανδρίτου Κοσμά. Διωρίσθη όθεν υπ' αυτού Σύνδεσμος και έξαρχος του Οικουμενικού Θρόνου παρά τω Πατριάρχη Αντιοχείας, εφημερεύων εν ταυτώ εις Βηρυττόν. Ταύτα εν έτει 1961. Προτάσει και επινεύσει του Οικουμενικού Πατριάρχου εχειροτονήθη κατ' Ιούλιον του 1965 σ.έ. επίσκοπος εις τον Πανίερον Ναόν της Αναστάσεως του Κυρίου εν Ιερουσαλήμ υπό του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων Βενεδίκτου του Α' λαβών τον τίτλον της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης επισκοπής Δέρβης. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος ο Α' εξετίμησε την πολυμάθειαν και αραβομάθειαν του ανδρός και διώρισε αυτόν Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου κατ' Ιανουάριον του 1972 σ.έ. Παρέμεινε μέχρι του Αυγούστου του 1976 σ.έ. Παραιτηθείς προήχθη εις τιτουλάριον Μητροπολίτην Καμπανίας τη αυτή ημέρα.
Ήδη η υγεία αυτού είχε σοβαρώς κλονισθή. Μετά πολλάς υποτροπάς των ασθενειών αυτού και εγχειρήσεις εισήχθη εις Αθηναϊκήν κλινικήν κατά το τέλος Ιουλίου του 1992 σ.έ. Εκεί προσεκάλεσε τον Ηγούμενον της Ιεράς Μονής Τατάρνης, μεθ' ου συνεδέετο μετά παλαιάς αδιαταράκτου φιλίας από του 1953 σ.έ., όστις και έκειρεν αυτόν επί κλίνης οδύνης και στρωμνής κακώσεως εις Μεγαλόσχημον Μοναχόν. Εκοιμήθη τον οσίοις εμπρέποντα ύπνον τη 15 Νοεμβρίου του αυτού έτους. Κατ' εκφρασθείσαν επιθυμίαν αυτου ετάφη εις την Ιεράν Μονήν Τατάρνης, όπισθεν του Αγίου Βήματος του Ιερού Ναού Σάββα του Ηγιασμένου. Επεθύμει ίνα ως Αγιοσαββαΐτης μοναχός, ταφή εις τον ημέτερον του Αγίου Σάββα Ναόν. H εξόδιος εις Μοναχούς Ακολουθία εψάλη εν τω Καθολικώ της Ιεράς ταύτης Μονής, προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καρπενησίου κ.κ. Νικολάου. Ετάφη κατά την αρχαίαν τάξιν καθήμενος και κατ' Ανατολάς ορών, ένθεν ο Κύριος ελεύσεται κρίναι ζώντας και νεκρούς, και τούτο κατ' ίδικήν του εmθυμίαν.
Καθ' όλην την διάρκειαν της τελευταίας τριμήνου και πλέον δοκιμασίας αυτού, καλός άγγελος και ανάπαυσις των κροτάφων αυτού ευρέθη ο ιερολογιώτατος Διάκονος του Καθεδρικού Ναού Αθηνών Θωμάς Χρυσικός. Μνησθείη αυτού Κύριος ο Θεός δια τας θυσίας αυτού και την πολλήν αυτού αγάπην προς τον αοίδιμον τούτον επίσκοπον, τον ζήσαντα ως ξένον επί ξένης και ως ξένον παρά των ιδίων ξενωθέντα.
Ο μακαριστός κυρός Κοσμάς έτυχεν αμφιλαφούς μορφώσεως. Ήτον άριστος της αραβικής γλώσσης γνώστης, όσον ουδείς των Ελλήνων των τε συγχρόνων του και των προ αυτού, οίμαι δε και των μετ' αυτόν. Ωμίλει ευχερώς την Γαλλικήν, την Αγγλικήν, την Ιταλικήν και την Τουρκικήν. Της Ελλάδος φωνής δε κάτοχος ην βαθύς και ανυπέρβλητος. Είχε σπουδάσει Νομικά εις τo Πανεπιστήμιον της Δαμασκού, την Ιεράν δε της Θεολογίας επιστήμην εις το εν Αθήναις Πανεπιστήμιον. Ήτο καλλιφωνότατος και κάτοχος της καθ' ημάς Εκκλησιαστικής Μουσικής, ως και της Ευρωπαϊκής, ην πάντοτε εν δευτέρω έθετο. Ήτο δε και άριστος χειριστής του λόγου και εραστής της Εκκλησιαστικής Τάξεως και ευπρεπείας. Ο σύρων τας πτωχάς γραμμάς ταύτας ηυτύχησεν ίνα γνωρίση αυτόν, νέος έτι ων και εν εφηβεία εισέτι υπάρχων. Εδιδάχθη παρ' αυτού του μακαρίου ανδρός, την άδολον προς την Εκκλησίαν αγάπην, την Εκκλησιαστικήν Τάξιν και το Τυπικόν, την αγάπην προς την Εκκλησιαστικήν Μουσικήν και το υπεροράν δοξαρίων και επαίνων, προς δε και το μη αρχολιπαρείν. O τότε Στυλιανός πολλά ώφειλεν εις αυτόν και ο νυν Δοσίθεος δέεται υπέρ αυτού.
Oι την Ελλαδικήν Εκκλησίαν ποιμαίνοντες ηγνόησαν αυτόν και ασθενούντα και κοιμηθέντα. Ίσως το πνευματικόν αυτού ύψος και η ως ογκόλιθος τεραστία και αστείρευτος αυτού μόρφωσις ηνώχλουν πολλούς ή και τους πάντας. Ίσως η περιφρόνησις του μακαριστού επισκόπου προς τα εγκόσμια και το «σύστημα» εδημιούργει άπωσιν. Oι άνθρωποι των κοσμικών συγκεντρώσεων απαναίνονται τους εκουσίως μακρύνοντας εαυτούς από επιδείξεων και κενοδόξων αυταρεσκειών. Ο συντηρητικός εις τας αρχάς αυτού, ο απλούς τους τρόπους και βαθύς την σκέψιν, ο μη κείρων (μόνος αυτός εν τω Πατριαρχείω Αλεξανδρείας) κώμην και γένειον, ο ρακενδύτης και των σηρικών απέχων, απετέλει μάλλον παραφωνίαν εις συναυλίαν κοράκων. Αλλ' αι εκπλήξεις ελεύσονται κατά την ημέραν της Κρίσεως.
Αφήκε δε ο μακάριος ούτος εις την Ιεράν ταύτην Μονήν άμφια αρχιερατικά, εγκόλπια, μίτρας και ει τι έτερον, αλλά γε και χρήματα ικανά διά τα κεκανονισμένα μνημόσυνα αυτού και τας υπέρ της ψυχής αυτού ελεημοσύνας.
Είη αυτού η μνήμη αιωνία!
ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ
Διακονούντες εις την Ιεράν Μονήν και τα Μετόχια αυτής (1999)
1.) Ιερά Μονή Παναγίας Τατάρνης
(τηλ. 0237-95400) - (360 72 ΓΡΑΝΙΤΣΑ)
α) Αρχιμ. Δοσίθεος
β) Αρχιμ. Δαμασκηνός
γ) Μοναχός Ακάκιος
2) Ιερόν Κάθισμα, Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου,
Τριποτάμου
α) Μοναχή Λυδία
β) Αφροδίτη Καρανίκα
3) Ιερόν Ησυχαστήριον Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας,
Μικρού Χωρίου Ενρυτανίας
(τηλ. 0237-41322) - (361 00 ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΝ)
α) Μοναχή Συγκλητική
β) Μοναχή Πελαγία
γ) Μοναχή Νεκταρία
δ) Μοναχή Αγάπη
4) Ιερόν Μετόχιον Αγίου Νεκταρίου Καρπενησίου Ευρυτανίας
(τηλ. 0237-22979) - (361 00 ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΝ)
α) Μοναχή Μελάνη
β) Μοναχή Ανυσία
γ) Δήμητρα Κεχριμπάρη
Προσκύνημα στο Μοναστήρι της Τατάρνας
[ Αρχιμανδρίτου Δοσιθέου, Προσκύνημα στο Μοναστήρι της Τατάρνας, 6η έκδοσις, 1999 (1η:1985). Δημοσιεύται με την ευγενή άδεια του συγγραφέως ]
ΤΟ ΞΑΚΟΥΣΤΟ και Θρυλικό Μοναστήρι της Παναγίας Τατάρνης ευρίσκεται σε μια γλώσσα ξηράς, που εισχωρεί μέσα στην μεγάλη τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών. Πρίν μερικά χρόνια, ακριβώς κάτω απ' το Μοναστήρι κυλούσε τα γαλάζια νερά του
ο Αχελώος, ο χιλιοτραγουδισμένος Ασπροπόταμος των δημοτικών τραγουδιών. Τώρα Άσπρος και παραπόταμα σκεπάσθηκαν απ' τα γαλήνια νερά της λίμνης. Το τοπίο έγινε ομορφότερο, το κλίμα γλυκύτερο, ήπιο. Χωρίς υπερβολές, το τοπίο είναι σπάνιας ομορφιάς. Tο βεβαιώνουν άνθρωποι που γύρισαν όλα τα πλάτη και μήκη της γης.
Το Μοναστήρι είναι χτισμένο σε μια κατωφέρεια της Αηδονόρραχης (ονομάσθηκε έτσι απ' τα πολλά της αηδόνια που κελαϊδούν και «κατακήλουν» τις ακοές την άνοιξι) με εξαίσια θέα προς την λίμνη και τα βουνά του Βάλτου. Είναι ένας χώρος καταπράσινος, χωρiς την αγριάδα του βουνού ή την ξεραΐλα του κάμπου. Το υψόμετρο είναι 380 μέτρα απ' την επιφάνεια της θαλάσσης και εκατό μέτρα περίπου- ανάλογα με την εποχή- πάνω απ' την λίμνη. Εδώ η καρδιά γαληνεύει, ο νους υψώνεται εις θεωρίας πνευματικάς και το μάτι χαίρεται τα μεγαλεία του Δημιουργού. «Εκ γαρ μεγέθους και καλλονής κτισμάτων, αναλόγως ο δημιουργός αυτών Θεός θεωρείται».
Είναι ένας τόπος ευλογημένος, ένα μικρό περιβόλι της Παναγίας. Είναι ένας τόπος φορτισμένος με μνήμεs ιστορικές, με αγώνες πνευματικούς.
Το Μοναστήρι απέχει εβδομήντα περiπου χιλιόμετρα από το Καρπενήσι και εκατό περίπου από το Αγρίνιο. Oι δύο δρόμοι σμίγουν στην Δυτική Φραγκίστα, το ωραίο και ζωντανό αυτό χωριό της Ευρυτανίας. Είναι ασφαλτοστρωμένοι. Χωματόδρομος δέν υπάρχει πιά. Απ' το 1992 η άσφαλτος φθάνει μέχρι την πόρτα του Μοναστηριού. Η ομορφιά του τοπίου, που αλλού είναι άγριο και επιβλητικό, γεμάτο έλατα και χαράδρες, ελιγμούς ατέρμονες και στροφές ατέλειωτες και αλλού είναι ήμερο, προσιτό, ευχάριστο στο μάτι, αποζημιώνει πλουσιοπάροχα τον προσκυνητή. Βρύσες με κρυστάλλινα νερά, ποτάμια με βαθύσκια πλατάνια, ρείκια και ανθισμένες κουμαριές, βουνά που καθρεφτίζονται στην ατάραχη και αρυτίδωτη λίμνη, σταχτόχρωμες εληές ανακατεμένες με γιγάντιες αριές, δεν είναι κάτι το συνηθισμένο για τον άνθρωπο των πόλεων. Και το κυριώτερο: Τόπος αμόλυντος από τουρισμό και εκβιομηχάνισι, από λύματα και καυσαέρια. Τόπος αγνός, όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού και όπως καλλιεργήθηκε από τα ροζιασμένα χέρια του ξωμάχου.
Η γερασμένη γέφυρα του Μανώλη, έργο του ΙΖ' αιώνος στέκει ακόμη περήφανη πάνω από το στένωμα του Αγραφιώτη, εις πείσμα του χρόνου και του νερού της λίμνης που κάθε άνοιξι ανεβαίνοντας και φουσκώνοντας την πνίγει ως τον λαιμό. Χλευάζει την σύγχρονη τεχνική. Πριν είκοσι πέντε χρόνια και πλέον έστησαν δίπλα νέα γέφυρα, με μπετόν και σίδηρα. 'Εγιναν εγκαίνια, εκφωνήθηκαν πανηγυρικοί, έγινε μεγάλο γλέντι. Στην πρώτη κατεβασιά του 'Αγραφιώτη η γέφυρα παρεσύρθη, εξαφανίσθηκε. 'Ακόμη ψάχνουν για να βροϋν τα ίχνη της. Όμως το γεφύρι του Μανώλη με την μεγάλη καμάρα, χτισμένο με πέτρες και κουρασάνι μένει... εις έλεγχον των δημοσίων υπηρεσιών.
Μπροστά μας τα ξακουσμένα Άγραφα, τα βουνά που έμειναν απάτητα από Τούρκου ποδάρι, διαγράφονται στον ορίζοντα περήφανα, διηγούμενα αρχαία «κλέη», περασμένα μεγαλεία και τωρινή ερήμωσι. Στο βάθος αχνοφαίνονται τα Τζουμέρκα, τραχειά, απόκρημνα, σχεδόν πάντοτε χιονισμένα, ποικιλόχρωμα απ' τα παιγνιδίσματα του ήλιου στις βουνοκορφές τους και στις βαθειές νεροφαγιές.
Απέναντι ο Βάλτος. Το Κάρλελι των Τούρκων (Καρλ-ελή: χώρα του Καρόλου Τόκκου). Βουνά πιο ήμερα αλλά με λιγώτερη βλάστησι. Δεσπόζει η «απορρώξ» Κανάλα. Το βουνό με τις κάθετες πλαγιές, που πέφτουν κοφτές μέσα στην λίμνη. Είναι βουνό αγιασμένο. Εκεί ασκήτεψεν ο όσιος Ανδρέας, ασκητής φημισμένος που έζησε στον ΙΓ' αιώνα. Η Ευρυτανία συνδεόταν στα παλαιά χρόνια με τον Βάλτο, χάρις σε ένα γεφύρι πού άφησε εποχή: το γεφύρι της Τατάρνας. Ήταν ένα θαύμα τεχνικής, της εποχής της Τουρκοκρατίας. Απορεi κανείς πώς το έχτισαν... Μια και μόνη καμάρα στηριγμένη σε δυο κατακόρυφους βράχους και από κάτω να βράζη ο Αχελώος... Τώρα αυτό το γεφύρι βρίσκεται βαθειά βυθισμένο μέσα στα νερά της λίμνης. Ένα νέο γεφύρι στην ίδια θέσι, αλλά ψηλότερα, στήθηκε λίγο πριν φθάσουν τα νερά της λίμνης. Είναι θαύμα τεχνικής. 'Εχει πάρει τρία διεθνή βραβεία. Σχεδιαστής ο Αρίσταρχος Οικονόμου. Ε! γι' αυτήν την γέφυρα δεν υπάρχει ακόμη δρόμος κατάλληλος για πρόσβασι. Τώρα διανοίγεται η μεγάλη αρτηρία που θα συνδέση Μαλιακό με Αμβρακικό και θα περάση απ' την γέφυρα της Τατάρνας. Αλλά με βήμα χελώνας. Ίσως κάποια συμφέροντα άλλων νομών παρεμβάλλονται... Λίγο παραπάνω ένας κολοσιαίος Σταυρός δείχνει το μέρος όπου ευρίσκεται η Τρύπα. 'Ενας καιάδας με πολύ θλιβερές αναμνήσεις...
Στα πόδια του γεφυριού της Τατάρνας ανέβλυζε η μεγάλη νερομάνα της Μαρδάχας. Λένε πως επικοινωνούσε με την λίμνη των Ιωαννίνων. Απ' αυτήν και μόνο ο Άσπρος άλλαζε χρώμα και κατηφόριζε γαλάζιος. Εκεί το Μοναστήρι είχε μετόχι και ναό επ' ονόματι της Αγίας Παρασκευής. Εκεί γινόταν τον Σεπτέμβριο το μεγάλο πανηγύρι τής Τατάρνας. Ήταν η μεγαλύτερη εμποροζωοπανήγυρις της Δυτικής Στερεάς. Κρατούσε επτά ημέρες. Βούϊζαν οι ρεματιές από την χλαλοή. Ακόμα κι ο Μπάρμπα-Γιώργος ο Μπλατσάρας, ο μπαρμπούλης του Καραγκιόζη, μιλάει για «του πανγκύρ' της Τατάρνας», όταν... τηλεφωνάει στήν θειά Παυλίνα. Όλα όμως αυτά τώρα είναι στον πάτο της λίμνης. Μόνον oι αναμνήσεις στους παλαιοτέρους μένουν.
Στο άκρο της χερσονήσου το Παληόκαστρο. Κορυφή γεμάτη ερείπια προχριστιανικά, τείχη πελασγικά, κυκλώπεια. Στο βάθος το φράγμα ή μάλλον το γεώφραγμα γιατί δεν είναι από μπετόν αλλ' από χώμα και χαλίκι. Για μεγαλύτερη ασφάλεια. Λίγο ψηλότερα το χωριό που μένουν oι υπάλληλοι και τεχνίτες της Δ.Ε.Η. Το Ορφανό. Απ' εκεί αρχίζει να υψώνεται το Παναιτωλικό με τα ωραία χωριά των Παρακαμπυλίων: "Άγιος Βλάσιος, Καραμανέϊκα, Χούνη, θέρετρα του Άγρινίου. Και μέσα στο κομμάτι αυτό της ξηράς που περιβάλλεται απ' τήν λίμνη, εκτός από μια στενωπό στα βόρεια, σκορπισμένο εδώ και κει το χωριό Τριπόταμος, η παλαιά Τατάρνα. Τα καλά χωράφια πνίγηκαν από το φράγμα. Oι πολλοί έφυγαν, αποκαταστάθηκαν στον κάμπο. Έμειναν λίγοι, περίπου πεντακόσιοι. Δυό σπίτια εδώ, τρία εκεi, όπου είναι τα φτωχά χωράφια, όπου είναι τα ζώα. Δύσκολη η ζωή γι' αυτούς που έμειναν. Συνδρομή από πουθενά, το μεροκάματο άγνωστο. Ενας πειραματικός σταθμός ιχθυοκαλλιέργειας στην λίμνη, κοντά στο χωριό, φαίνεται ότι πέτυχε. Αλλ' ακόμη δεν τον πήρε το χωριό στα χέρια του. Θέλει ανθρώπους νέους να πάρουν το ζήτημα στα ζεστά. Κυπρίνος, πέστροφα και χέλια είναι η πρώτη παραγωγή. Ψάρια νοστιμώτατα. Πιστοποίησις από χείλη ειδήμονος... Είχαν γίνη προκαταρκτικές ενέργειες από το Δασαρχείο Ευρυτανίας, ώστε η περιοχή να αξιοποιηθή. Θα εδημιουργείτο ελεγχομένη κυνηγετική περιοχή. Αυτό σημαίνει ανάπτυξι του τόπου, σημαίνει χρήμα για τους κατοίκους. Αντέδρασαν δυναμικά. Η προσπάθεια ματαιώθηκε. Και πάλι τέλμα και πάλι στο τίποτα.
Ίσως κάποτε έρθουν σωστότερες σκέψεις. Αλλ' oι ευκαιρίες δεν έρχονται συχνά.
Μ'ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ και με ικανοποίησι γιατί ο χωματόδρομος έγινε πλέον άσφαλτος φθάνομε στο Μοναστήρι. Σ'ένα φραγμένο τόπο διακρίνομε, ανάμεσα σε πεύκα, εληές, καρυδιές καί πολλά βάτα, ένα γέρικο κυπαρίσσι. Δίπλα του χαλάσματα. Είναι το μοναστήρι πού βούλιαξε το 1963. 'Ομως πριν καλοσκεφθούμε τι έγινε και πώς έγινε φθάνουμε στήν εξωτερική πύλη. Μια σύγχρονη ψηφιδωτή εικώναν της Παναγίας μας υποδέχεται. Μετά απ'αυτήν ένα οικοδόμημα νέο, σύγχρονο. Είναι το νέο θαλερό βλαστάρι μιας πολύ γέρικης βαλανιδιάς που λέγεται Μονή Παναγίας Τατάρνης.
ΑΣ ΠΑΡΟΥΜΕ όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η παράδοσις τοποθετεί την ίδρυσι του Μοναστηριού στις αρχές του ΙΒ' αιώνος, συγκεκριμένα στο 1111. Πολλοί το θέλουν «Βασιλικό». «Βασιλομονάστηρο» το αποκαλούσαν oι παλαιοί και πίστευαν πως το έχτισε η Αγία Θεοδώρα, Βασίλισσα της Άρτας. Όμως η Άγία αυτή Βασίλισσα έζησε αργότερα, τουλάχιστον μετά εκατό χρόνια. Επομένως δεν μπορεi να είναι κτιτόρισσα, μπορεί όμως να βοήθησε για την ανάδειξί του. Έχομε μαρτυρίες ότι βοήθησε πολλά μοναστήρια της περιοχής. Η Ευρυτανία ήταν τότε στην επικράτειά της. Γιατί να εξαιρεθή το μοναστήρι της Τατάρνας; Άλλωστε η παράδοσις είναι αρκετά ισχυρή.
Tι απέμεινε από το πρώτο εκείνο κτίσμα; Ερείπια μόνο στην θέσι «Παληομονάστηρο». Μπερδεύτηκαν τόσο με νεώτερα ερείπια και αναστατώθηκε τόσο η περιοχή με την κατολίσθησι του 1963 που είναι αδύνατον να ξεχωρισθούν τα πρώτα κτίσματα απ' τα δεύτερα. Έγινε μικρή κοσμογονία και ένας χαλασμός, που δεν ξεχωρίζει τίποτε. Υπάρχουν όγκοι ατόφιοι παλαιών κτιρίων, τοίχοι σύσσωμοι αναποδογυρισμένοι. Όλα φύρδην-μείγδην. Kαι η βλάστησις οργιάζει.
Απ' αυτό το παλαιό «Βασιλομονάστηρο» πρέπει να προέρχεται η ψηφιδωτή Ιερά Εικών της 'Ακρας Ταπεινώσεως τού ΙΒ'-ΙΓ' αιώνος, που σώζεται μέχρι σήμερα ως «θησαυρός απόθετος» στο Σκευοφυλάκειο της Μονής. Γι' αυτή την Εικόνα ομιλεί με πολύ σεβασμό η παράδοσις. Λέει σχετικά:
Απέναντι, στα βουνά του Βάλτου, πέρα απ' τον Αχελώο, κάποιος αγνός και ευλαβής βοσκός φύλαγε τα πρόβατά του. Ξαφνικά κάποιο βράδυ βλέπει έκπληκτος ένα ζωηρό φως να λάμπη στο σκοτάδι, ακριβώς απέναντι, κατά την πλευρά της Ευρυτανίας. Του έκαμε μεγάλη εντύπωσι. Ο τόπος εκεί όπου φαίνονταν το φως ήξερε ότι ήταν έρημος. Το φως εκείνο ήταν λαμπρό, δεν ήταν φωτιά που μπορούσαν να ανάψουν ποιμένες την νύχτα. Την άλλη νύχτα το φως ξαναφάνηκε. Έφεγγε όλη την νύχτα. Με το χάραμα χανόταν. Ξαναφάνηκε και την τρίτη νύχτα. Κατάλαβε ο αγαθός τσοπάνης, ότι ήταν σημάδι θεϊκό. Είχε ακούσει ότι με φως φανερώθηκαν πολλές Εικόνες. Ήταν κάλεσμα για κάτι ιερό που κρυβόταν για χρόνια και έπρεπε να φανερωθή. Πώς όμως να εντοπίση το σημείον; Την ημέρα που φαινόταν ο τόπος δεν φαινόταν το φως. Την νύχτα που φαινόταν το φως, δεν διεκρίνετο η περιοχή. Kαι ήταν αρκετά μακρυά. Ξάφνου, την τρίτη νύχτα ο νους του φωτίσθηκε. Έμπηξε στη γη μια διχάλα. Ακούμπησε πάνω σ' αυτή την ποιμενική ράβδο του. Στόχεψε με το ένα μάτι προς τα εκεί που φαινόταν το φως. Όταν μάτι, ράβδος και φως μπήκαν στην αυτή ευθεία, σταθεροποίησε την ράβδο. Περίμενε με αγωνία να ξημερώση. Σαν έφεξε καλά, ξανακοιτάζει και πάλι. Τώρα ο τόπος εντοπίσθηκε εύκολα. Ξεκινά γεμάτος λαχτάρα και χαρά. Περνά κολυμπώντας τον Άσπρο κι ανηφορίζει. Φθάνει σ' ένα τόπο γεμάτο βάτα. Κόβει και κόβεται, ματώνει, ξεσχίζεται, αλλ' αυτός συνεχίζει. Η επιμονή του αμείβεται. Ανάμεσα στα βάτα βρίσκει μια εικόνα μικρή. Αναγαλλιάζει. Απ' αυτή προέρχονταν το φως. Είναι με μικρές ψηφίδες ιστορημένη, μικρές σαν κεφάλι καρφίτσας. Παριστάνει τον Κύριο αμέσως μετά την Αποκαθήλωσι. Είναι η Άκρα Ταπείνωσις. Είναι έργο μοναδικό στον κόσμο, όπως λένε oι ειδικοί. Είναι έκτοτε παλλάδιο της Μονής, σέμνωμα και καύχημά της. Παλαιότερα την είχαν στην εκκλησία για προσκύνησι. Παρ' ολίγο να καταστραφή εντελώς. Oι ευλαβείς γυναίκες ξεκολλούσαν κρυφά ψηφίδες για φυλακτά. Σε λίγο θάμενε μόνο το σανίδι. Τώρα φυλάσσεται στο σκευοφυλάκειο. Στο 1963 ταξίδεψε στήν Αθήνα για να κοσμήση την Πανευρωπαϊκή Έκθεσι Βυζαντινής Τέχνης. Ξαναταξίδεψε για να στολίση την έκθεσι πού έγινε για τα εκατόν πενήντα χρόνια της Αθήνας, ως πρωτευούσης του Ελληνικού Κράτους.
Απ' αυτό το παλαιό Μοναστήρι απέμεινε το όνομα: Τατάρνα ή ορθότερα Τετάρνα. Τι σημαίνει; Δύσκολη η απάντησι. Ίσως έχει ρίζα βλαχική, όπως πολλά τοπωνύμια και όροι της ποιμενικής ζωής. Σημαίνει -χωρίς να είναι και βέβαιο- τόπο συγκεντρώσεως πολλών ανθρώπων ή ζώων. Σημαίνει πολλούς ή πολλά μαζί. Στά σερβοκροατικά σημαίνει τόπος με πλούσια βλάστησι. Αυτή ίσωc είναι η ορθότερη ετυμολογία.
Ήρθαν χρόνια δίσεκτα. Το Μοναστήρι αφανίστηκε. Ο τόπος έμεινεν έρημος. Μόνον Πινιανίτες βοσκοί κατέβαιναν με τα ποίμνιά τους απ' τα λειβάδια των Αγράφων για να παραχειμάσουν. Ο τόπος ήταν χειμαδιό. Ο Τούρκος πάτησε γερά το πόδι του και σε τούτα τα μέρη.
Όπου πατούσε άλογο, πατούσε και ο Τούρκος. Η κατάστασι που επικρατούσε σ' όλη τη χώρα ήταν τραγική. Η Ρωμιοσύνη ξεψυχούσε. Αλλ' ο ραγιάς, σαν από θαύμα δεν αφανίσθηκε. Ποδοπατήθηκε, πληγώθηκε, αναδιπλώθηκε, αλλά δεν ξεψύχησε. Μαζεύθηκε, έγλειψε μόνος του τις πληγές του, ξαπόστασε, συνήλθε και συνέχισε την πορεία του. Είναι το μεγάλο θαύμα που ηθελημένα λησμονούμε. Η επιβίωσις της πονεμένης Ρωμιοσύνης. Και όχι μόνον η επιβίωσις αλλά και η ανάκαμψις. Αρχίζει να γλυκοχαράζει. Από πολύ νωρίς...
ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ στά 1555. Στον έρημο αυτόν τόπο εμφανίζονται δύο πατέρες απ' την Μονή των Μεγάλων Πυλών, απ' το Μοναστήρι του Δουσίκου. Ο προηγούμενος ιερομόναχος Μεθόδιος καί ο μοναχός Δαβίδ. Τι τους τράβηξε και ήλθαν σε τούτη την ερημιά; Οπωσδήποτε η φήμη του παληού Μοναστηριου καί ο ζήλος να το ξαναχτίσουν, να του δώσουν πάλι ζωή... Εν τω μεταξύ η συνθήκη του Τσαμασιού που είχε υπογραφή λίγα χρόνια πρίν (1546) έδωσε μια σχετική ανεξαρτησία στο Αρματωλίκι των Αγράφων. Άρχισε έτσι μια πλημμυρίδα. Τα βουνά παρείχαν ασφάλεια, στους κάμπους αλώνιζε ο Τούρκος. Σιγά-σιγά τα βουνά γεμίζουν, τα χωριά αυξάνουν καινούργια μοναστήρια χτίζονται. Είκοσι τον αριθμόν. Και δεν διατηρείται κανένα... Ξεκινούν λοιπόν το έργο με αυταπάρνησι. Έργο δύσκολο ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα. Δώδεκα ώρες με τα πόδια το Καρπενήσι, δώδεκα το Βραχώρι, δώδεκα ο Κραβασαράς. Όλα κουβαλιώνται με τα μουλάρια. Αλλ' η θερμή τους πίστις εθαυματούργησε.
Σιγίλλιον του
Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε', 1798
|
Eίναι απορίας άξιον πώς σε μια τόσο δύσκολη εποχή που oι ιστορικοί ονομάζουν «έποχή έξοντώσεως τού Ελληντσμού», κατάφεραν δύο «ρακενδύται» μοναχοί να ανοικοδομήσουν τέτοιο μοναστήρι καί σ' ένα τόπο που «ες αεί ξύντροφον έχει την πενίαν». Μάλιστα τον επόμενο χρόνο το Μοναστήρι ανεγνωρίσθη διά σιγιλίου Σταυροπηγιακο και Πατριαρχικό, επί Οίκουμενικού Πατριάρχου Διονυσίου (1556). Μοιάζει σαν την ράβδο του Ααρών που αμέσως βλάστησε, πέταξε κλαδιά και κάρπισε. Μετά από λίγα χρόνια αγιογραφήθηκε το Καθολικό (Καθολικό λέγεται ο κεντρικός ναός της Μονής, όπου γίνονται oι λατρευτικές συνάξεις και απαραιτήτως oι Θ.Λειτουργίες των Κυριακών και των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών). Ακόμη απέκτησε κειμήλια πανάκριβα και σπανίας τέχνης, όπως ο Επιτάφιος του 1584. H ίδρυσις και ανάπτυξις σε τόσο μικρό διάστημα της Μονής είναι ένα αίνιγμα που μόνο σε θαύμα μπορεί να αποδοθή. Βέβαια μετά το 1580 θα πρέπει το Μοναστήρι να βοηθήθηκε πολύ απ' τον Σκαρλάτο. Καταγόταν απ' τ' Άγραφα. «Τα αποτομώτατα όρη των Αγράφων των εδικών μας, την ρίζαν και την πηγήν του μακαρίτου και περιβοήτου Σκαρλάτου έχουν», όπως θα έγραφε αργότερα Ευγένιος ο Αιτωλός. Ξενιτεύθηκε. Πήγε στην Κων/πολι. Έγινε «σεϊτζής» δηλαδή διαχειριστής των δημοσίων φόρων. Άπέκτησε τεράστια περιουσία. Ένα εκατομμύριο χρυσά νομίσματα, εκτός της ακινήτου. Είναι ο πρόγονος των Μαυροκορδάτων και των Σκαρλάτων, ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας. Αυτός φρόντισε πολύ το Μοναστήρι που είχεν ιδρυθή «εις τας υπωρείας των Αγράφων», της πατρίδος του. Αυτός ανήγαγεν εις περιωπήν την «Ιεράν Μονήν Ιlαναγίας της Φανερωμένης τουπίκλην Τετάρνης» την εν τω Λευκοποτάμω.
Οφείλονται χάριτες στην Αρχαιολόγο Μαρία Θεοχάρη που με τις έρευνές της έφερεν εις φως αυτή την ξεχασμένη προσωπικότητα που έγινε από τους πρώτους ισχυρούς Φαναριώτες και βοήθησε τους κατατρεγμένους Ρωμιούς.
ΕΚΤΟΤΕ το Μοναστήρι διαδραματίζει σοβαρό και πρωτεύοντα ρόλο στα πράγματα της περιοχής. Η θέσις του δίπλα στο πέρασμα του γεφυριού της Τατάρνας, απ' όπου οπωσδήποτε έπρεπε να περάσουν όσοι ήθελαν να. πάνε για Βάλτο, Άγραφα ή και Θεσσαλία ακόμη, η φιλόξενη διάθεσις των πατέρων, η αγάπη τους για την ελευθερία, κάνουν το Μοναστήρι φάρο φωτεινό μέσα στην «μελαμβαφή», σκοτεινή, ασέληνη και ατέλειωτη νύχτα της σκλαβιάς. Η φιλοξενία που παρείχε έμεινε παροιμιώδης. Ακόμα και σήμερα σ' όλη σχεδδν την Ρούμελη, όταν θέλουν να επαινέσουν κάποιον για την φιλοξενία του του λένε: «Τατάρνα τόκαμε το σπίτι του». Και ήταν τότε η φιλοξενία μεγάλη παρηγοριά γιατί υπήρχε φτώχεια, κατατρεγμός και ολοήμερες οδοιπορίες. Οι οπλαρχηγοί του Αρματωλικίου των Αγράφων και του Βάλτου είχαν το Μοναστήρι «πασά-κονάκι». Σώζονται ενθυμήσεις σε παληά βιβλία για παραμονή εδώ του Κατσαντώνη (ο οποίος μάλιστα εδώρησε μια μεγάλη ασημένια κανδήλα, αρίστης τέχνης, που σώζεται μέχρι σήμερα) του Ράγκου, του Λεπενιώτη, του Ανδρούτσου, του Καραϊσκάκη.
Ήταν ακόμη ορμητήριο γι' αγώνες απελενθερωτικούς. Πολλά επαναστατικά κινήματα ξεκίνησαν απ' εδώ. Ο ηρωϊκός Μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος ο Φιλόσοφος, ο αποκαλούμενος από τους εχθρούς του Σκυλόσοφος, απ' το Μοναστήρι της Τατάρνας ξεκίνησε το 1601 την επανάστασί του. Την επανάστασι εκείνη που τόσο τραγικό τέλος εiχε. Όμως ο κατακτητής έβλεπε... κι' αν δεν έβλεπε διαισθανόταν ότι κάτι μαγειρεύεται μέσα κει. Γι' αυτό το Μοναστήρι «πατήθηκε», εδηώθη και κατεστράφη από ορδές Τουρκαλβανών τουλάχιστον ένδεκα φορές μέχρι την Επανάστασι του '21. Ξαναχτιζόταν και πάλι εις πείσμα του κατακτητή, και πάλιν γινόταν κρησφύγετο κλεφτών και αρματωλών και κέντρο συνωμοσιών. Για να καταστραφή εκ νέου...
Σώζονται δραματικές εκκλήσεις των πατέρων της Μονής προς τους ηγεμόνες Μολδαυίας και Βλαχίας για βοήθεια. Εκεί μέσα εξιστορούνται τα δεινά της Μονής και οι καταστροφές της από τους επιδρομείς. Ακόμη, μέσα στις επιστολές των Διδασκάλων του Γένους Ευγενίου του Αιτωλού και του μαθητού του Αναστασίου του Γορδίου, φαίνεται καθαρά η αγωνία του Μοναστηριού, oι θυσίες του για την ελευθερία, oι καταστροφές και oι διώξεις που υφίστατο απ' τις ορδές των υιών της Άγαρ, oι προσπάθειές του για ανάρρωσι. Πολλές φορές έφθασεν εις πέταυρα του Άδου. Αλλ' η προστάτις και έφορος Παναγία δεν αφήκε... Στο 1804 ερημώνεται εντελώς για 8 μήνες, 800 Αρβανίτες πατούν το Μοναστήρι, μένονν μέσα και ρημάζουν τα πάντα. Oι Πατέρες ξαναγύρισαν και η ζωή συνεχίσθηκε. Όταν σήμανε η ώρα της Εθνεγερσίας, oι πατέρες δεν αρκέσθηκαν μόνον σε ευχές και δοξολογίες. Άδραξαν τ' άρματα, ζώστηκαν σπάθες και ακολουθώντας τον Ηγούμενό τους Κυπριανό πολέμησαν γενναία. Πολέμησαν στο πλευρό του Ανδρούτσου στην μάχη του γεφυριού της Τατάρνας (η πρώτη της Επαναστάσεως). Πολέμησαν στο πλευρό του Καραϊσκάκη στην μάχη της Κορομηλιάς. Πολέμησαν παντού όπου το χρέος προς την πατρίδα τους καλούσε.
Όλη η περιουσία του Μοναστηριού, κινητή, ακίνητη, ποίμνια, χρήματα, διετέθη για τον αγώνα. Έφθασε να σνντηρή εξ ιδίων πόρων τέσσαρες χιλιάδες πολεμιστές σε τροφές και τζιμχανέδες (πολεμοφόδια).
Ξεκίνησαν για τον αγώνα πενήντα πατέρες και επέστρεψαν μόνο δώδεκα κι' αυτοί γυμνοί, ξυπόλυτοι, σακατεμένοι. Οι υπόλοιποι έπεσαν στα πεδία των μαχών. Αυτοί που επέζησαν γύρισαν για να συνεχίσουν τους ειρηνικούς τους πια αγώνες. Με λαχτάρα περπατούσαν μέρες ολόκληρες για να δουν ξανά το αγαπημένο τους Μοναστήρι. Όταν επί τέλους πλησίασαν, η καρδιά τους άρχισε να χτυπά γοργά. Σε λίγο θάμπαιναν στήν μάνδρα τα σκορπισμένα πρόβατα του Χριστού. Αλλ' οποία απογοήτευσις! Τό Μοναστήρι τους ήταν στάχτη!
Στο 1823 ο Κούρτ Πασάς της Σκόντρας κατεβαίνοντας με τα φουσσάτα του για να πνίξη στο αίμα τους επαναστατημένους ραγιάδες της Ρούμελης, έκαψε το Μοναστήρι, εκδικούμενος την ανταρσία των μοναχών και την βοήθειά τους στον Αγώνα... Δεν έμεινε τίποτε όρθιο. Έμεινε όμως ορθή η θέλησις για δημιουργία. Και κάτι ακόμη: σώθηκαν τα κειμήλια χάρις στην προνοητικότητα των ολίγων γερόντων μοναχών που είχαν μείνει στο Μοναστήρι φρουροί καί «προσμονάριοι» του κανδηλιού της Παναγίας.
Ας σταθούμε λίγο ακόμη σ' εκείνο το παληό Μοναστήρι. Αξίζει τον κόπο. Εξ άλλου είναι χρέος και καθήκον ιερό.
Με την ευλογία της Παναγίας έφθασε σε τέτοια ακμή, ώστε να γίνη ένα απ' τα πιο «περίπυστα», φημισμένα μοναστήρια της Ελλάδος. Με δωρεές και αγορές απέκτησε σημαντικές εκτάσεις γύρω. Η περιοχή εξημερώνεται, καλλιεργεiται. Κυρίως αμπέλια κι' εληές. Oι ακροποταμιές του Αχελώου και του Αγραφιώτη γεμίζουν μ' ελαιόδεντρα. Η αγριέλαιος μεταβάλλεται εις καλλιέλαιον. Ο τόπος ημερεύει. Oι πατέρες διαρκώς καί πληθύνονται. Λένε ότι έφθασαν τους 250 στις αρχές του ΙΖ' αιώνος, πράγμα διόλου απίθανο. Μαζεύονται και πολλοί λαϊκοί. Γίνεται μια κυψέλη πού βουΐζει απ' την εργατιά. Πολλοί κατατρεγμένοι απ' τον δυνάστη βρίσκουν καταφύγιο πίσω απ' τα τείχη της Μονής. Όλοι βρίσκουν θαλπωρή, ασφάλεια. Μένουν. Υπηρετούν στο Μοναστήρι. Άλλοι σαν κολλήγοι, άλλοι σαν βοσκοί, άλλοι σαν αγωγιάτες. Πλήθος πολύ τα ζώα και θέλουν ανθρώπους. Σιγά-σιγά ξεφυτρώνουν oι πρώτες καλύβες, τα πρώτα νοικοκυριά. Παντρεύονται, κάνουν οικογένειες. Γίνεται χωριό -η Τατάρνα. Όλοι ζουν φτωχικά, αλλ' αρμονικά κάτω απ' την προστατευτική σκιά του Μοναστηριού. Εδώ αναπνέουν ελεύθερα. Δεν φθάνει εύκολα το μολυσμένο χνώτο του κατακτητή. Και είναι γλυκό το ψωμί, όταν αισθάνεσαι ελεύθερος, όσο κι' αν δεν είναι «καθάριο».
Εν τω μεταξύ τα μετόχια πληθύνονται. Δραγαμέστο, Αιτωλικό, Βραχώρι. Εδώ ο ίδιος ο Αλή Πασάς ο Τεπελενλής δίδει στο 1810 «μπουγιουρδί», άδεια και χτίζεται ο Ιερός Μετοχιακός Ναός της Αγίας Τριάδος. Σώζεται ακόμη η άδεια με την ιδιόχειρη υπογραφή του στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Ήταν μεγάλο μετόχι που έπαιζε σπουδαίο ρόλο στην πνευματική ζωή του Αγρινίου. Το Μοναστήρι έστελνε εναρέτους πνευματικούς που πολύ ωφέλησαν τον λαό του Θεού στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Εκεί διασώθηκαν και τα κειμήλια της Μονής στις ώρες του μεγάλου ξεσηκωμού. Μαρτυρούνται ακόμη μετόχια στην Θεσσαλονίκη, στην Πόλη, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Oι πατέρες φθάνουν μέχρι την Αγία Ρωσία εκλιπαρώντας ελέη για να επουλώσουν τις συνεχείς πληγές.
Και η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, η Βενετία υπολογίζει σοβαρά το Μοναστήρι. Τα σύνορα με τις κτήσεις της είναι εδώ κοντά. Βρίσκεται σε συνεχή πόλεμο με τους Τούρκους. Άρα κάθε ανυπότακτος υπήκοος του Πατισάχ είναι σύμμαχός της. Τέτοιος ήταν και το Μοναστήρι της NUESTRA SINIORA DI TARNE, της Τατάρνας. Γίνεται κέντρο κατασκοπίας εναντίον των Τούρκων, κέντρο επαναστατικών ζυμώσεων. Η Γαληνοτάτη χαρίζει την εύνοιά της. Τέσσαρα ασημένια Άγια Ποτήρια και ένα βαρύ ασημένιο θυμιατό μαρτυρούν μέχρι σήμερα την ευγνωμοσύνη της Βενετίας. Ακόμη και χρυσό δουκάτο του δόγη Αλοΐσιο Μοντσενίγκο βρέθηκε στα ερείπια.
Και το Βασίλειο των Δύο Σικελιών δεν έμεινε ξένο από επαφές με το Μοναστήρι. Αλλά γι' αυτά γίνονται ακόμη επιστημονικές έρευνες.
Απο την μακρινή Ρωσία , έρχονται πλούσια δώρα. Ένας αδελφός της Μονής Δουσίκου ονόματι Αρσένιος γίνεται Αρχιεπίσκοπος Ελασσώνος. Συνοδεύει τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία τον Τρανό στο ταξίδι του για την Μόσχα στα 1586. Σκοπός η ανακήρυξις του Πατριαρχείου Μόσχας. Δεν επιστρέφει. Μένει για πάντα στον παγωμένο βορρά. Γίνεται Αρχιεπίσκοπος Αρχαγγέλων της Μεγάλης Ρωσσίας. Δεν ξεχνά την παλαιά του μετάνοια, ούτε την θυγατρική Μονή της Τατάρνας. Kαι απ' εκεί στέλνει πλούσια δώρα, εικόνες, εγκόλπια χειρόγραφα. Πολλά σώζονται μέχρι σήμερα.
ΖΩΗ χωρίς γράμματα, τι ζωή μπορεί να είναι; Και χρειάζονται τόσο πολύ τα γράμματα αυτή την δύσκολη εποχή... Μόνο με την παιδεία θα μάθαιναν oι ραγιάδες ποιού γένους ήσαν απόγονοι, πώς ξέπεσαν και τι τους πρέπει. Γι' αυτό καθ' όλη την διάρκεια της σκλαβιάς λειτουργεί εδώ σχολείο κοινών γραμμάτων -οχτωήχι και ψαλτήρι- για να μαθαίνουν oι πατέρες να «γινώσκουν α αναγινώσκουν», για να μαθαίνουν oι περίοικοι τα ιερά γράμματα, ώστε κάποτε η σπίθα να γίνη φλόγα.
Ο μεγάλος Διδάσκαλος του γένους Άγιος Ευγένιος ο Αιτωλός προσελκύεται απ' την αγιότητα των πατέρων της Μονής και χειροτονείται εδώ διάκονος στα 1615. Ευγνωμοσύνης ένεκα στέλνει αργότερα, το 1650, ένα ασημένιο δισκοπότηρο, θαύμα τέχνης και λεπτουργικής. Υπάρχει μέχρι σήμερα διηγούμενο την εκτίμησι και την ευλάβεια του ανδρός προς την Μονή. Και μέχρι να κοιμηθή τον «οσίοις εμπρέποντα ύπνον», στην ηλιοστερή Γούβα των Βραγγιανών, δεν παύει να ενδιαφέρεται ποικιλοτρόπως για το Μοναστήρι πού θεωρούσε δικό του. Αυτό πράττει και ο μαθητής του Αναστάσιος ο Γόρδιος, ο ιατροφιλόσοφος. Ενδιαφέρεται ακόμη και για ασθενείς πατέρες και στέλνει συνταγές και γιατρικά προς θεραπείαν των.
Η κορυφαία στιγμή ακμής της Μονής είναι όταν ο Αρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου Ανανίας γίνεται ηγούμενος. Παλαιός αδελφός της μονής, ανάγεται, ένεκα της αρετής και της μορφώσεώς του εις τον θρόνον της Αρχιεπισκοπής Φαναρίου. Κατόπιν προτροπής του διδασκάλου του Ευγενίου του Αιτωλού παραιτείται απ' τον θρόνο και αναλαμβάνει να διακονήση ως ηγούμενος την Μονή της μετανοίας του. Έμεινε γνωστός στην ιστορία σαν: «ο Δεσπότης της Τατάρνας». Σ' αυτόν το Μοναστήρι οφείλει πολλά.
ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ στην τρίτη περίοδο. Oι λίγοι πατέρες που απέμειναν αρχίζουν από το μηδέν. Γι' αρκετά χρόνια μένονν στο Μετόχι του Αγίου Γεωργίου που απεiχε μια ώρα σχεδόν. Τώρα βρίσκεται στο βυθό της λίμνης. Εκεί ήσαν oι μύλοι, oι νεροτριβές, τα μαντάνια του Μοναστηριού.
Ομως το πνεύμα της Βαυαροκρατίας ήταν φοβερά αντιμοναστηριακό. Διέλυσαν δια της βίας τετρακόσια είκοσι μοναστήρια και έδιωξαν τους πατέρες με τις κλωτσιές. Ποδοπάτησαν ιερά κειμήλια και άγια Λείψανα, κατέστρεψαν καλλιτεχνήματα ανυπολόγιστης αξίας. Θρηνεί ο Μακρυγιάννης για τον εμπαιγμό των ιερών και οσίων της φυλής. Ό,τι γλύτωσε από τους Τούρκους κατεστράφη από τους Βαυαρούς και τους ομόφρονές τους. Και είχαν πολλούς ομόφρονες, ακόμη και μεταξύ του «ανωτέρου» κλήρου. Πώς λοιπόν θα έπαιρναν άδεια γι' ανοικοδόμησι με το πνεύμα που επικρατούσε; Από κει κοντά μάθανε oι πατέρες ότι θά περνούσε περιοδεύοντας, ο βασιληάς Όθων. Τον συναντούν στη γέφυρα του Μανώλη. Ικετεύουν, εξιστορούν τις θυσίες του Μοναστηριού για τον αγώνα, του υπενθυμίζουν ότι χαρακτηρίσθηκε «διατηρούμενο». Kαι ο βασιληάς κάμπτεται. Χορηγεί την άδεια. Μάλιστα τους στέλνει και βαυαρό μηχανικό για τα σχέδια. Σώζονται ακόμη στα γενικά Αρχεία του Κράτους. Νέοι αγώνες, νέα τρεχάματα. Γίνεται έρανος καθ' άπασαν την επικράτειαν. Το Μοναστήρι προσφέρει όλη του την οικονομική ικμάδα. Τζουμερκιώτες μαστόροι αρχίζονν το 1841 να χτίζουν. Νοτιώτερα όμως απ' το παλαιό γιατί ο μηχανικός έκρινε σαν επισφαλές το έδαφος. Το Μοναστήρι αρχίζει να υψώνεται μεγαλόπρεπο, εφάμιλλο ίσως του παλαιού. Προσπάθεια εργώδης. Oι πέτρες κουβαλιώνται απ' το ποτάμι και πελεκιούνται επί τόπου. Τα μάρμαρα μεταφέρονται απ' τον Κραβασαρά. Τα σίδερα απ' την Πάτρα.
Τα ξύλα για στέγες και πατώματα κόβονται απ' τον Άη-Λιά, το πλησιέστερο βουνό.
Τα κεραμίδια ψήνονται σε κεραμαριό, λίγο πιο κάτω. Τα καρφιά τα σφυρίζουν oι γύφτοι.
Σε τρία χρόνια το Μοναστήρι ήταν έτοιμο «Ηγουμενεύοντος Γερμανού». Βρισκόμαστε στο 1843. Χαρά και αγαλλίασις!
Που όμως δεν διαρκεί για πολύ. Σ'ένα χρόνο η εκκλησία κάθισε και «σφράγισε», εράγισε. Κακή θεμελίωσις πάνω σε κούτσουρα καστανιας, σε τόπο ακατάλληλο, κούφιο, γεμάτο υπόγεια νερά. Αποτέλεσμα: η εκκλησία υφίσταται ρήγμα στον τρούλλο και στις κεραίες του σταυρού, την ανατολική και την δυτική. Αντηρίδες πού προστέθηκαν για να στηρίξουν το οικοδόμημα δεν ωφέλησαν σε τίποτε. Η εκκλησία ήταν καταδικασμένη. Ήταν όμορφη, είχε όμως σαν το άγαλμα του Ναβουχοδονόσορος, πήλινα πόδια.
Στάθηκε στα πόδια της εκατόν είκοσι χρόνια. Δεν έπαιρνε γιατριά. Και πολύ κράτησε.
Θάλεγε κανείς ότι το «σφράγισμα» της εκκλησιάς ήταν σημείο της Παναγίας. Προειδοποίησις για επερχόμενα δεινά. Η εσωτερική κατάρρευσις επηκολούθησε ραγδαία. Η ακμή πέρασεν ανεπιστρεπτί. Oι παλαιοί πατέρες έφευγαν ένας ένας για τους ουρανούς. Oι λίγοι νέοι που προσήρχοντο να κοινοβιάσουν δεν είχαν το πνευματικό ανάστημα των προηγουμένων. Τα βουνά άρχισαν να αδειάζουν. Ο τόπος απομονώθηκε και πάλι. Άρχισε η πνευματική ερήμωσις. Πολλοi φορούσαν το ράσο γιά ψωμάκι, για να ζήσουν. Ξεχάσθηκε η καλογηρική, oι πατέρες, η εκκλησία. Ξανάπεσε αγραμματωσύνη και παχυλή αμάθεια. Λησμονήθηκαν τα μετόχια. Το μεγάλο μετόχι της Αγίας Τριάδος στο Βραχώρι το άρπαξαν με το έτσι θέλω και το μετέτρεψαν σε ενοριακό ναό. Ποιος θ' αντιδρούσε; Τα υπόλοιπα μετόχια τα βρίσκουμε μόνο στα ταπιά και τα έγγραφα του Αρχείου.
Μόνη ασχολία των καλογήρων ήταν τα δικαστήρια με τους χωριανούς. Η παλιά ομοψυχία έσπασε. Δίκες για μια πιθαμή γης, για ένα αγριλίδι! Έγιναν φύλακες μιας καταδικασμένης περιουσίας. Ηλθαν μετά oι απαλλοτριώσεις. Δεν έφταιγαν για την παρακμή αυτές. Έπρεπε να γίνουν. Είχε μείνει εξ άλλου τόση περιουσία που μπορούσε να ευημερή. Oι τελευταίοι πατέρες γυμνήτευσαν και με επτά χιλιάδες ελαιόδενδρα δεν είχαν λάδι να ρίξουν στα φασούλια τους. Το Μοναστήρι ξεπουλιόταν από μέσα κι' απ' έξω. Έχει και η μακρυνή Ναύπακτος μεγάλο μέρος της ευθύνης για την κατάντια...
Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να αναλύσωμε τα αίτια της παρακμής και αυτής της Μονής και τόσων άλλων. Επιγραμματικά όμως και με πύρινα γράμματα γράφομε οτι το μεγάλο αίτιο είναι η βιαία και κακοήθης αποκοπή των Πατριαρχικών Μονών από την Μητέρα Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Διώξανε την Μητέρα και ήλθε ή μητριά. Η πνευματική ανεξαρτησία που απήλαυαν υπό τας πτέρυγας της Μεγάλης Εκκλησίας ωδήγησε τα Μοναστήρια σε ακμή. Μια συμβολική εισφορά από τέσσαρες οκάδες κερί ή 100 γρόσια το χρόνο ήταν όλη και όλη η υποχρέωσις της Μονής για κάθε χρόνο. Όταν όμως έπεσαν στα χέρια των κατά τόπους αρχιερέων, τότε δη τότε...
Μέσα σε εκατό χρόνια η πτώσις επήλθε ραγδαία. Κακοδιοίκησις, κλεψιές, πλεονεξία διαχειριστών, αρπακτικά γεράκια, δεν άφησαν τίποτε όρθιο.
Ώσπου το δράμα έληξε. Στα 1963 βίαιη κατολίσθησις υπερκειμένου όρους τάραξε συθέμελα το Μοναστήρι. Επί ένα μήνα η γή σειόταν και το Μοναστήρι χόρευε. Τά πάντα κατέρρευσαν. Χάθηκε το πολύτιμο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Καταχωνιάσθηκε η Αγία Τράπεζα. Ψάξαμε αργότερα με μπουλντόζα. Δε βρέθηκε πουθενά. Συγχρόνως χάθηκε και η επίλοιπη κτηματική περιουσία. Πνίγηκε στην νέα λίμνη.
ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ έμεινε ανάμνησις! Αλλ' όχι! 'Η Παναγία έχει τά δικά της σχέδια. Αρχίζει η τετάρτη περίοδος, η σύγχρονη. Το Μοναστήρι έχει καταστραφή. Έχει μείνει μόνον η νομική υπόστασις. Νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου, δηλαδή μόνον η
σφραγίδα. Έχουν μείνει ακόμη δύο γεροντάκια που ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες σε πρόχειρα παραπήγματα, κοντά στα χαλάσματα. Υπήρχαν προσέτι και δύο παρήγορες ακτίνες φωτός.
Είχαν διασωθή κατά ένα μεγάλο ποσοστό τα ιερά Κειμήλια και τούτο χάρις στην αυτοθυσία -πρέπει να τονισθή αυτό- του δασκάλου του χωριού και των κατοίκων, που έσπευσαν να σώσουν ό,τι ήταν δυνατόν να σωθή. Και σώθηκαν πολλά.
Υπήρχε και η αποζημίωσις απ' τα κτήματα που πνίγηκαν στή λίμνη. Καλό προζύμι για μια καλή αρχή.
Αρχίζομε -καλοκαίρι του 1968- από πιάτο και πηρούνι, στην κυριολεξία.
Στην πρώτη πανήγυρι που ξανάγινε ύστερα από διακοπή έξη ετών, στο χώρο της Μονής, κοιμηθήκαμε στο χώμα, στην ρίζα μιας αγριοροδιάς για να προστατευόμαστε απ' τον αέρα. Προσκέφαλο... τα παπούτσια μας και σκέπασμα το ράσο.
Στην αρχή υπήρξαν αντιδράσεις. Κάθε άρχή και δύσκολη. Πολλοί ήθελαν να μοιρασθούν τα χρήματα της αποζημιώσεως. 'Αλλοι -εν οις και oι εν Ναυπάκτω- να γίνη ένα μικρό εκκλησάκι, εις ανάμνησιν της πάλαι ποτε Μονής και τα υπόλοιπα χρήματα να... αξιοποιηθούν. Άλλοι, άλλα. Πάντως πολύ λίγοι πίστευαν ότι θα ξαναγίνη το Μοναστήρι.
Όμως το ήθελε η Παναγία. Tο ευλόγησε και το θαύμα, γιατί περί θαύματος έξαισίου πρόκειται, έγινε.
Η ανοικοδόμησις άρχισε το 1969. Χτίσθηκε πρώτα ο μικρός ναός του Αγίου Σάββα για τις λατρευτικές ανάγκες των νέων αδελφών. Επίσης ένα μικρό οικοδόμημα προς διαφύλαξιν των ιερών Κειμηλίων. Νοτιώτερα και σε απόστασι πεντακοσίων και πλέον μέτρων από το παλαιό αγοράσθηκε οικόπεδο κατόπιν γνωματεύσεως ειδικού γεωλόγου.
Κατεσκευάσθη το υδραγωγεiο απ' τις πηγές της Μονής. Με την ευλογία της Θεοτόκου η ανοικοδόμησις προχώρησε χωρίς προσκόμματα. Απ' τον μηχανικό μέχρι και τον τελευταίο εργάτη, όλοι εργάσθηκαν φιλότιμα και συνειδητά. Έπρεπε η Μονή να γίνη αντάξια του παρελθόντος της. Η αποζημίωσις από τα κτήματα -περίπου τέσσαρα εκατομμύρια- έφθασε μόνο για τα θεμέλια και μερικές κολώνες. Χρειάζονταν χρήματα. Τα βρήκε η Παναγία. Η πολιτεία, oι ευσεβείς χριστιανοί, oι εν αυτή μονάζοντες, έδωσαν το «παρόν» Ύστερα από λίγα χρόνια το έργο έφθασε σε σημείο που κανείς δεν το περίμενε.
Και oι εργασίες συνεχίζονται...
Η ιερά εικών Παναγίας της
Ταταρνιωτίσσης εις το προσκυνητάριον αυτής
|
Ο «κάμπος» έχει καλυφθή από ασήμι και σμάλτο πολύ λεπτής τέχνης, ενώ δύο φωτοστέφανοι με πολυτίμους λίθους στεφανώνουν το μέτωπο της Παναγίας και του Ιησού.
Πολυάριθμα αναθήματα κοσμούν την Αγίαν Εικόνα. Είναι όλα σχεδόν σύγχρονα, γιατί τα παλιά έγιναν μπαρουτόβολα για τον Αγώνα. Ένα ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι πρόσφατο από ξύλο καρυδιάς, σαν θρόνος με κουβούκλιο βαστάζει την ιεράν Εικόνα και τα αναθήματα. Ασημένια κανδήλια απ' τον παλαιό ναό κοσμούν τον θρόνο και ανάβονται προς τιμήν της Θεοτόκου. Τα θαύματά της είναι άπειρα. Oι παλαιοί διηγούνται πολλά.
Εμείς όμως που ζούμε μέσα στο Μοναστήρι έχονμε δει πάμπολλα. Δοξάζομε τον Θεό γιατί μας αξίωσε να είμαστε ταπεινοί διάκονοι και υπηρέται της Παναγίας Μητρός Του. Μέσα στο Καθολικό όλα είναι καινουργια. Τέμπλο, εmσκοπικός θρόνος, προσκυνητάρια, πολυέλαιος, Άγια ποτήρια, θυμιατά, ευαγγέλια, όλα δωρεές ευσεβών χριστιανών. Μνησθείη Κύριος ο Θεός της αγάπης των. Πανηγυρίζει στις οκτώ Σεπτεμβρίου με συρροή πλήθους ευσεβών. Αφ' εσπέρας τελείται αγρυπνία εις τιμήν της Θεοτόκου και την επομένην εορτάζεται η Σύναξις της Ιεράς Εικόνος.
Κάτω ακριβώς από το Καθολικό, υπάρχει Ναός ισομεγέθης με το καθολικόν, εις τιμήν των έξ Ευρυτανίας και των ομόρων περιοχών Αγίων. Αυτοί είναι:
1. Ο όσιος Ανδρέας που ασκήτευσε τον ΙΓ' αιώνα στο απέναντι της Μονής βουνό της Κανάλας.
2. Ο Νεομάρτυς Μιχαήλ ο εκ Γρανίτσης που εμαρτύρησε το 1544 στην Θεσσαλονίκη.
3. Ο Οσιομάρτυς Δαμιανός, εκ Μυριχόβου. Ήθλησε τοδ 1568 ειίς Λάρισαν.
4. 0 Ιερομάρτυς Σεραφείμ, Αρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου. Ήθλησε το 1601 εις Φανάριον.
5. Ο Νεομάρτυς Νικόλαος ο Καρπενησιώτης. Ήθλησε το 1672 εις Κων/πολιν.
6 Ο οσιοϊερομάρτυς Κυπριανός εκ Κλειτσού. Ήθλησε το 1679 είς Κων/πολιν.
7. Ο Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός. Εκοιμήθη το 1682 εις Μονήν Αγίας Παρασκευής Γούβας Βραγγιανών.
8. Ο Οσιομάρτυς Ρωμανός έξ Αντρανόβης Εύρυτανίας. Ήθλησε το 1694 εις Κ/πολιν.
9. Ο Όσιος Ακάκιος εκ Γολίτσης. Εκοιμήθη το 1730 εις Καυσοκαλύβια Αγίου Όρους.
10. Ο Εθνομάρτυς και Ισαπόστολος Κοσμάς ο Aιτωλός. 'Ηθλησε το 1770 εις Κολικόντασι Βορείου Ηπείρου.
11. Ο Οσιομάρτυς Γεράσιμος εκ Μεγάλου Χωρίου. Ήθλησε το 1812 εις Κων/πολιν, και
12. Ο Νεομάρτυς Ιωάννης εκ Κονίτσης ο εξ Αγαρηνών. 'Ηθλησε το 1814 εις Βραχώριον.
Η εορτή των αγίων αυτών εθεσπίσθη, αδεία της Ιεράς Συνόδου το 1971. Έκτοτε εορτάζονται την τελευταίαν Κυριακήν του μηνός Αυγούστου δι' αγρυπνίας και ειδικής Ακολουθίας.
Παραπλεύρως και προς νότον του Καθολικού ανηγέρθη Ναός εις τιμήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Πρόκειται περί μονοκλίτου κεραμοσκεπούς ξυλοστέγου βασιλικής, όπου τελούνται κατά τας καθημερινάς oι Ιερές Ακολουθίες.
Πανηγυρίζει στις 3 Νοεμβρίου και στις 23 'Απριλίου. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, πλησίον των ερειπίων της Μονής του 1841 ανηγέρθη Ιερόν Κάθισμα και Ναός εις τιμήν του οσίου Πατρός ημών Σάββα του Ηγιασμένου. Είναι και ναός κοιμητηριακός γιατί εκεί θάπτονται oι κοιμώμενοι αδελφοί. Εκεί παραμένουν και oι αδελφές που διακονοϋν στην Ιερά Μονή.
Ακόμη χτίσθηκαν κελλιά διά τους μοναχούς, ξενών για τους προσκυνητές, σκευοφυλάκειο για την διαφύλαξι των Ιερών Θησαυρισμάτων, «Αρχονταρίκι», τράπεζες και όλοι oι λοιποί χώροι, oι απαραίτητοι για την ζωή της Μονής.
Ταυτοχρόνως η Μονή απέκτησε καί δύο μετόχια.
Το ένα βρίσκεται στο Καρπενήσι σε υψόμετρο 1060 μέτρων, στην «οφρύν» της πόλεως. Τιμάται επ' ονόματι του Αγίου Νεκταρίου Αρχιεπισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού. Χτίσθηκε με δωρεές των ευλαβών κατοίκων της πόλεως του Καρπενησίου. Άρχισε να οίκοδομήται το 1971 και τελείωσε μετά από τρία χρόνια. 'Αποτελεί μικρογραφία μοναστηριού με Ναό σε ρυθμό μονοκλίτου Βασιλικής, κελλιά, μικρό ξενώνα, αρχονταρίκι, τράπεζα και λοιπά χρειώδη. Έχει υπέροχη θέα προς την πόλι, την κοιλάδα της Ποταμιάς του Καρπενησιώτη και όλα τα γύρω βουνά. Πανηγυρίζει στίς 9 Νοεμβρίου. Γίνεται αγρυπνία με μεγάλη συρροή ευλαβών εκ της πόλεως και της γύρω περιοχής. Ο Άγιος τιμάται ωσαύτως και στις 3 Σεπτεμβρίου, ημέραν ανακομιδής των Ιερών αυτού Λειψάνων. Στον περίβολο του μετοχίου αυτού ανοικοδομείται τώρα (1995) ναός εις τιμήν του Αγίου Αποστόλου Παύλου. Κάτω απ' αυτόν υπάρχει κρύπτη για να εναποτεθούν εν καιρώ τα οστά του δολοφονηθέντος βουλευτού Ευρυτανίας Παύλου Μπακογιάννη.
Στα 1973 άρχισε να ανοικοδομείται στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας, μέσα σ' ένα καταπράσινο δάσος από έλατα και δρυς, το γυναικείο Ιερόν Ησυχαστήριον της Οσίας μητρός ημών Μαρίας της Αιγυπτίας. Δεν άργησε να αποπερατωθή. Oι εκεί μονάζουσες έχουν την πνευματική και διοικητική εξάρτησί τους απ' το κεντρικό Μοναστήρι της Παναγίας.
ΠΑΡ'ΟΛΕΣ τις περιπέτειες, τις δηλώσεις, τις καταστροφές, σώθηκαν πολλά Ιερά Κειμήλια, σπάνια και πολύτιμα. Το σημαντικό είναι ότι από το 1969 και εξής, αυξάνουν συνεχώς. Πολλοί που κρατούσαν κειμήλια της Μονής, σαν είδαν ότι η καρδιά του Μοναστηριού άρχισε πάλι να χτυπά, τα επέστρεψαν. Άλλοι «υπό της συνειδήσεως ελεγχόμενοι» τα έστειλαν ανωνύμως. Ακόμη έρευνες που έγιναν ανεκάλυψαν κειμήλια σκορπισμένα εδώ και κεί. Βρέθηκε το αρχείο της Μονής που εθεωρείτο απολεσθέν. Αφιερώθηκαν πολλά νέα αντικείμενα, όπως εικόνες, αρχαία νομίσματα, αρχεία επιφανών προσώπων και άλλα.
Το Αγιον Μανδήλιον. Εικών
εκ Ρωσίας, ιε΄αι
|
Εγκόλπια, σταυροί ξυλόγλυπτοι, αργυροί, σμαλτωμένοι, Άγια ποτήρια, θυμιατά, Ιερά Ευαγγέλια, αντιμίνσια, ιερές Εικόνες από τον ΙΓ' αιώνα και εξής, κανδήλια ασημένια, με πρώτο την κανδήλα που αφιέρωσε ο ήρωας Κατσαντώνης, έργο μοναδικής ομορφιάς (πολλών εξ αυτών φωτογραφίαι δημοσιεύονται εις το ανά χείρας βιβλίον).
Υπάρχουν ακόμη χειρόγραφα μεγάλης αξίας, όπως οι λόγοι Γρηγορίου του Θεολόγου επί περγαμηνής του ΙΑ' αιώνος (το αρχαιότερο κειμήλιο της Μονής), θείες Λειτουργίες, Ευαγγελιστάρια, σιγίλια και έγγραφα πατριαρχικά, φιρμάνια Τουρκικά, αρχείο ανέκδοτο καί άλλα πολλά.
Αξιόλογος είναι και η βιβλιοθήκη, το «ψυχης ιατρείον», που όλο και πλουτίζεται.
Έχει παλαιότυπα, στερεότυπες εκδόσεις, μηναία με ενθυμήσεις, βιβλία ποικίλης υλης.
Πολλά είναι δώρο του επισκόπου Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Ανθίμου (+ 1881 ). Τελευταiα ο μακαριστός Μητροπολίτης Ναυπάκτου Δαμασκηνός (+ 1984) αφήκε ως κληροδότημα στην μοναστηριακή βιβλιοθήκη, όλα του ίστορικοϋ περιεχομένου βιβλία του, συμποσούμενα σε οκτακόσιους τόμους περίπου.
Άλλος Θησαυρός ειναι τα Άγια Λείψανα. Φυλάσσονται στο Καθολικό της Μονής σε αργυρές Λειψανοθήκες. Προσκυνούμε ευλαβικά τα τεμάχια Αγίων Λειψάνων των Αγίων:
Τρύφωνος,
Χαραλάμπους,
Ταρασίον Κων/πόλεως,
Ακακίου Καυσοκαλυβίτου,
Γερασίμου του εκ Μεγάλου Χωρίου
Παντελεήμονος
Ιωάννου Θεολόγου
Ιωάννου του Ελεήμονος
Ιακώβου του Πέρσου
Ελευθερίου
Παταπίου
Ιωάννου του Κουκουζέλους
Θεοδώρου Στρατηλάτου
Πολυκάρπου Σμύρνης
Αντίπα Περγάμου
Γεωργίου Τροπαιοφόρου
Ιουλίττης
Παρασκευής
Νικολάου Καρπενησιώτου
Μηνά
Πέτρου Αλεξανδρείας
Ανδρέου του Πρωτοκλήτου
Μοδέστου Ιεροσολύμων
Αναστασίας
Φαρμακολυτρίας
Ιωάννου του εκ Κονίτσης
καί άλλων.
Εξαιρέτως τιμούμε και προσκυνούμε δύο τεμάχια Τιμίου Ξύλου του Ζωοποιού Σταυρού του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Δοξάζομε τον Άγιον Θεόν για τις πολλές του δωρεές προς ημάς τους αμαρτωλούς.
ΕΤΣΙ Η ΜΟΝΗ συνεχίζει την ιστορική πορεία της. Με την βοήθεια του εν Τριάδι προσκυνουμένου Θεού και τις μεσιτείες της Υπεραγίας Θεοτόκου, τηρεί πιστά τις παραδόσεις των Αγίων Πατέρων. Ακολουθεί στις Ιερές Ακολουθίες, τις αγρυπνίες, τις
Θείες Λειτουργίες το αρχαίο Τυπικό του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Σάββα του Ηγιασμένου. Διατηρεί την ώρα της Αγίας Γραφής. Αρχίζει δηλαδή να μετρά το ημερονύκτιο από δύσεως ηλίου. Δύσις ηλίου=12. Πράγμα που παραξενεύει τους προσκυνητές. Πολλές φορές μας γυρνούν τα ρολόγια. Νομίζουν ότι σταμάτησαν ή ότι δεν πάνε καλά. Είναι αδιανόητο γι' αυτούς, ότι υπάρχει και άλλος τρόπος μετρήσεως του χρόνου πέραν του ευρωπαϊκού. Τηρεί κατά δύναμιν τις νηστεiες του όλου ενιαυτού και απαγορεύει στους μοναχούς της την κρεωφαγία και την οινοποσία εντός και εκτός αυτής.
Αξίζει να παρακολουθήση ο προσκυνητής την τάξιν της Μονής στις Ιερές Ακολουθίες. Θα δη πόσο διαφέρουν απ' τις Ακολουθίες του κόσμου. Εδώ είναι απλές, απέριττες, σεμνές, κατανυκτικές, χωρίς θόρυβο και μεγάφωνα, χωρίς ηλεκτρικά φώτα, με μόνο το ιλαρό φως του κανδηλιου καί του καθαρού κεριού. Ο Θεός εδώ υμνεiται και δοξολογείται χωρίς άτακτες φωνές και κραυγές, χωρίς επιτήδευσι και επίδειξι λαρυγγισμών, χωρίς την κενοδοξία και την άγνοια της ψαλτικής παραδόσεως που τόσο έχει βαθεια αλλοιώσει την ορθόδοξη λατρεία μας... Oι Ιερές Ακολουθίες τελούνται όπως απαιτοϋν oι αρχαίες τυπικές διατάξεις, χωρίς συντμήσεις και κολοβώσεις χωρίς αυθαίρετες επεμβάσεις. Το τάλαντο, τα σήμαντρα, oι καμπάνες, δίνουν μιά ξεχωριστή χροιά και φέρνουν στο νου μνήμες παλαιάς δόξης και ευκλείας. Όλα έχουν το λόγο της υπάρξεώς τους. Η λατρεία στο μοναστήρι είναι «λογτκή» και «έλλογος».
Συνεχίζει ακόμη το Μοναστήρι την παράδοσι της φιλοξενίας και δέχεται τους προσκυνητές σαν αγγέλους Θεού. Βέβαια δεν έχουν όλοι oι προσκυνητές τους ίδιους σκοπούς. Πολλοί (μπορούμε να πούμε oι περισσότεροι) έρχονται με ευλάβεια να προσκυνήσουν την Παναγία, να βρουν παρηγοριά, βάλσαμο για τις πληγές τους. Άλλοι έρχονται για να αποθέσουν το βάρος των αμαρτιών τους, να εξομολογηθούν, να φύγουν ξαλαφρωμένοι, ξανανιωμένοι. Άλλοι έρχονται από αρχαιολογικά ενδιαφέροντα. Να δουν τα κειμήλια, να θαυμάσουν την τέχνη. Άλλους τους τραβά η ωραία φύσις, το μαγευτικό περιβάλλον.
Άλλοι ξεκινούν από απλή περιέργεια. Τι είδους άνθρωποι είναι oι καλόγηροι, ανήκουν άραγε στο ανθρώπινο γένος; Oι πολύ λίγοι φθάνουν εδώ με πρόθεσν να βρουν ελλείψεις, και ελλείψεις πάντοτε θά υπάρχουν. Είναι έτοιμοι να κατηγορήσουν.Ευτυχώς είναι oι ελάχιστοι.
Όμως για όλους υπάρχει απόθεμα αγάπης. Για όλους υπάρχει το ποτήριον ψυχρού ύδατος. «Ο Πατριάρχης Αβραάμ, γράφει Θεόδωρος ο Εμέσσης, την φιλοξενίαν εργασίαν κεκτημένος, προ της σκηνής εκαθέζετο, τους παριόντας προσκαλούμενος και πάσιν εξήπλου την τράπεζαν, ασεβέσι τε και βαρβάροις μη διακρινόμενος. διό δη και της θαυμαστής εκείνης εστιατορίας κατηξιώθη, ξενίσας αγγέλους και τον των όλων Δεσπότην. Kαι ημείς τοίνυν της φιλοξενίας μετά πολλής της σπουδής και της προθυμίας επιμελώμεθα, ίνα μη μόνον αγγέλους, αλλά και τον Θεόν υποδεξώμεθα»...
Σκοπός μας δεν είναι να αναπτύξωμε εδώ τι είναι μοναχισμός. Πρέπει όμως oι ευλαβείς προσκυνηταί να γνωρίζουν ότι «μοναχός εστιν ο έξωθεν του κόσμου καθήμενος και αεί δεόμενος του Θεού τυχείν των μελλόντων αγαθών» (Ισαάκ ο Σύρος). Όπως δε λέγει ο Μέγας Βασίλειος «ο ασκητικός βίος ένα σκοπόν έχει, την της ψυχής σωτηρίαν».
Η θεοτόκος βρεφοκρατούσα,
ξυλίνη εικών, 1810
|
Oι ολίγοι μονάζοντες σ' αυτό το μοναστήρι, ένα σκοπό έχουν τάξει στην ζωή τους: να πλέκουν το τρίπλοκο σχοινί, που θα τους ανεβάση στη βασιλεία των ουρανών. Αυτό το σχοινί πλέκεται με την ολόθερμη (παρά τις πολλές τους αμαρτίες) αγάπη τους προς τον Σωτήρα Χριστόν, «υπέρ ου αποθανείν ετοίμως έχουσι», με την αγάπη για τους αδελφούς Χριστιανούς, τους ευλαβείς προσκυνητές και τον κόσμον όλο, για την σωτηρία του οποίου νυχθημερόν εύχονται, και με την αγάπη για την σωτηρία των ψυχών τους. Γι' αύτά τα τρία άφησαν κόσμον και τα του κόσμου, γι' αυτά τα τρία θανατούνται όλην την ημέραν, μ'αυτά τα τρία ελπίζουν να κληρονομήσουν βασιλείαν Ουρανών.
Παρακαλούμε βοηθήστε τους με την ευγενή και καλή συμπεριφορά σας, με την αγάπη σας να το πετύχουν. Σ'αυτό θα βοηθήση πολύ η ανάγνωσις ενός άλλου βιβλίου. Επιγράφεται «Οδηγός Ορθοδόξου προσκυνητού». Έχει πολλά να σας πη. Αξίζει τον κόπο. Και να είσθε βέβαιοι ότι η Θεοτόκος Μαρία θα πρεσβεύη πάντοτε στον Υιό και Θεό της. για σας, για την σωματική και ψυχική σας υγεία, για την οικογένειά σας, για το ευλογημένο Γένος των Ορθοδόξων.
Περί του μακαρίου κυρου Κοσμά μοναχού και επισκόπου, Μητροπολίτου Καμπανίας (+ 1992)
Όντος ο μακάριος Κοσμάς εγεννήθη εν Αδριανονπόλει της Ανατολικής Θράκης εν έτει σωτηρίω 1921. Oι γονείς αυτού ονομάζοντο Βασίλειος και Χρυσή. Εν σπαργάνοις έτι ων ευρέθη μετά των γονέων αυτού πρόσφυξ εις Αλεξάνδρειαν της Αιγύπτου. Ο Κωνσταντίνος (τούτο γαρ ην αυτού το κατά κόσμον όνομα τουπίκλην Παπαδόπουλος) ηνδρώθη εις περιβάλλον εκκλησιαστικόν. Συνεδέθη μετά του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και νέος κομιδή προσελήφθη ως δόκιμος μοναχός εις την εν Αλεξανδρεία Ιεράν Μονήν Σάββα του Ηγιασμένου, κατ' Ιανουάριον του 1939 σ.έ. Εχειροτονήθη διάκονος κατ' Αύγουστον του 1941 σ.έ. λαβών το όνομα Κοσμάς, υπηρετών άμα και ως κωδικογράφος του Πατριαρχείου. Πρεσβύτερος εχειροτονήθη κατ' Ιούλιον του 1952, λαβών και το οφίκιον του Αρχιμανδρίτου. Κατά το διάστημα των εν Αθήναις σπουδών αυτού (1953-1957) υπηρέτησεν ως εφημέριος και Ιερατικώς προϊστάμενος εις τον Ιερόν Ναόν Αγίας Τριάδος Βύρωνος αφήσας εποχήν. Από του 1957 σ.έ. υπηρέτησεν ως Ιερατικος Προϊστάμενος εις τον Ιερόν Ναόν Κων/νου και Ελένης Καΐρου και ως δικαστικός Γραμματεύς και Δικαστής εις την Πατριαρχικήν εmτροπείαν της αυτής πόλεως.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α' επισκεφθεiς το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας κατεπλάγη εκ της σεμνότητος και της ευρυμαθείας του Αρχιμανδρίτου Κοσμά. Διωρίσθη όθεν υπ' αυτού Σύνδεσμος και έξαρχος του Οικουμενικού Θρόνου παρά τω Πατριάρχη Αντιοχείας, εφημερεύων εν ταυτώ εις Βηρυττόν. Ταύτα εν έτει 1961. Προτάσει και επινεύσει του Οικουμενικού Πατριάρχου εχειροτονήθη κατ' Ιούλιον του 1965 σ.έ. επίσκοπος εις τον Πανίερον Ναόν της Αναστάσεως του Κυρίου εν Ιερουσαλήμ υπό του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων Βενεδίκτου του Α' λαβών τον τίτλον της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης επισκοπής Δέρβης. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος ο Α' εξετίμησε την πολυμάθειαν και αραβομάθειαν του ανδρός και διώρισε αυτόν Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου κατ' Ιανουάριον του 1972 σ.έ. Παρέμεινε μέχρι του Αυγούστου του 1976 σ.έ. Παραιτηθείς προήχθη εις τιτουλάριον Μητροπολίτην Καμπανίας τη αυτή ημέρα.
Ήδη η υγεία αυτού είχε σοβαρώς κλονισθή. Μετά πολλάς υποτροπάς των ασθενειών αυτού και εγχειρήσεις εισήχθη εις Αθηναϊκήν κλινικήν κατά το τέλος Ιουλίου του 1992 σ.έ. Εκεί προσεκάλεσε τον Ηγούμενον της Ιεράς Μονής Τατάρνης, μεθ' ου συνεδέετο μετά παλαιάς αδιαταράκτου φιλίας από του 1953 σ.έ., όστις και έκειρεν αυτόν επί κλίνης οδύνης και στρωμνής κακώσεως εις Μεγαλόσχημον Μοναχόν. Εκοιμήθη τον οσίοις εμπρέποντα ύπνον τη 15 Νοεμβρίου του αυτού έτους. Κατ' εκφρασθείσαν επιθυμίαν αυτου ετάφη εις την Ιεράν Μονήν Τατάρνης, όπισθεν του Αγίου Βήματος του Ιερού Ναού Σάββα του Ηγιασμένου. Επεθύμει ίνα ως Αγιοσαββαΐτης μοναχός, ταφή εις τον ημέτερον του Αγίου Σάββα Ναόν. H εξόδιος εις Μοναχούς Ακολουθία εψάλη εν τω Καθολικώ της Ιεράς ταύτης Μονής, προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καρπενησίου κ.κ. Νικολάου. Ετάφη κατά την αρχαίαν τάξιν καθήμενος και κατ' Ανατολάς ορών, ένθεν ο Κύριος ελεύσεται κρίναι ζώντας και νεκρούς, και τούτο κατ' ίδικήν του εmθυμίαν.
Καθ' όλην την διάρκειαν της τελευταίας τριμήνου και πλέον δοκιμασίας αυτού, καλός άγγελος και ανάπαυσις των κροτάφων αυτού ευρέθη ο ιερολογιώτατος Διάκονος του Καθεδρικού Ναού Αθηνών Θωμάς Χρυσικός. Μνησθείη αυτού Κύριος ο Θεός δια τας θυσίας αυτού και την πολλήν αυτού αγάπην προς τον αοίδιμον τούτον επίσκοπον, τον ζήσαντα ως ξένον επί ξένης και ως ξένον παρά των ιδίων ξενωθέντα.
Ο μακαριστός κυρός Κοσμάς έτυχεν αμφιλαφούς μορφώσεως. Ήτον άριστος της αραβικής γλώσσης γνώστης, όσον ουδείς των Ελλήνων των τε συγχρόνων του και των προ αυτού, οίμαι δε και των μετ' αυτόν. Ωμίλει ευχερώς την Γαλλικήν, την Αγγλικήν, την Ιταλικήν και την Τουρκικήν. Της Ελλάδος φωνής δε κάτοχος ην βαθύς και ανυπέρβλητος. Είχε σπουδάσει Νομικά εις τo Πανεπιστήμιον της Δαμασκού, την Ιεράν δε της Θεολογίας επιστήμην εις το εν Αθήναις Πανεπιστήμιον. Ήτο καλλιφωνότατος και κάτοχος της καθ' ημάς Εκκλησιαστικής Μουσικής, ως και της Ευρωπαϊκής, ην πάντοτε εν δευτέρω έθετο. Ήτο δε και άριστος χειριστής του λόγου και εραστής της Εκκλησιαστικής Τάξεως και ευπρεπείας. Ο σύρων τας πτωχάς γραμμάς ταύτας ηυτύχησεν ίνα γνωρίση αυτόν, νέος έτι ων και εν εφηβεία εισέτι υπάρχων. Εδιδάχθη παρ' αυτού του μακαρίου ανδρός, την άδολον προς την Εκκλησίαν αγάπην, την Εκκλησιαστικήν Τάξιν και το Τυπικόν, την αγάπην προς την Εκκλησιαστικήν Μουσικήν και το υπεροράν δοξαρίων και επαίνων, προς δε και το μη αρχολιπαρείν. O τότε Στυλιανός πολλά ώφειλεν εις αυτόν και ο νυν Δοσίθεος δέεται υπέρ αυτού.
Oι την Ελλαδικήν Εκκλησίαν ποιμαίνοντες ηγνόησαν αυτόν και ασθενούντα και κοιμηθέντα. Ίσως το πνευματικόν αυτού ύψος και η ως ογκόλιθος τεραστία και αστείρευτος αυτού μόρφωσις ηνώχλουν πολλούς ή και τους πάντας. Ίσως η περιφρόνησις του μακαριστού επισκόπου προς τα εγκόσμια και το «σύστημα» εδημιούργει άπωσιν. Oι άνθρωποι των κοσμικών συγκεντρώσεων απαναίνονται τους εκουσίως μακρύνοντας εαυτούς από επιδείξεων και κενοδόξων αυταρεσκειών. Ο συντηρητικός εις τας αρχάς αυτού, ο απλούς τους τρόπους και βαθύς την σκέψιν, ο μη κείρων (μόνος αυτός εν τω Πατριαρχείω Αλεξανδρείας) κώμην και γένειον, ο ρακενδύτης και των σηρικών απέχων, απετέλει μάλλον παραφωνίαν εις συναυλίαν κοράκων. Αλλ' αι εκπλήξεις ελεύσονται κατά την ημέραν της Κρίσεως.
Αφήκε δε ο μακάριος ούτος εις την Ιεράν ταύτην Μονήν άμφια αρχιερατικά, εγκόλπια, μίτρας και ει τι έτερον, αλλά γε και χρήματα ικανά διά τα κεκανονισμένα μνημόσυνα αυτού και τας υπέρ της ψυχής αυτού ελεημοσύνας.
Είη αυτού η μνήμη αιωνία!
Ο Αρχιμανδρίτης Κοσμάς
και είτα Μητροπολίτης Καμπανίας. Δεξιά, ο τότε
Στυλιανός Κανέλλος και είτα Αρχιμ. Δοσίθεος,
Ηγούμενος Ι.Μ.Τατάρνης
|
Διακονούντες εις την Ιεράν Μονήν και τα Μετόχια αυτής (1999)
1.) Ιερά Μονή Παναγίας Τατάρνης
(τηλ. 0237-95400) - (360 72 ΓΡΑΝΙΤΣΑ)
α) Αρχιμ. Δοσίθεος
β) Αρχιμ. Δαμασκηνός
γ) Μοναχός Ακάκιος
2) Ιερόν Κάθισμα, Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου,
Τριποτάμου
α) Μοναχή Λυδία
β) Αφροδίτη Καρανίκα
3) Ιερόν Ησυχαστήριον Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας,
Μικρού Χωρίου Ενρυτανίας
(τηλ. 0237-41322) - (361 00 ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΝ)
α) Μοναχή Συγκλητική
β) Μοναχή Πελαγία
γ) Μοναχή Νεκταρία
δ) Μοναχή Αγάπη
4) Ιερόν Μετόχιον Αγίου Νεκταρίου Καρπενησίου Ευρυτανίας
(τηλ. 0237-22979) - (361 00 ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΝ)
α) Μοναχή Μελάνη
β) Μοναχή Ανυσία
γ) Δήμητρα Κεχριμπάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου