Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Ο άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός περί της Παναγίας Θεοτόκου Αυγούστου 2, 2011 — anaxoriti




Εισαγωγή στο: Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος. Τέσσερις θεομητορικές ομιλίες, Αθήνα 1995 γ’ έκδοση, Αποστολική Διακονία.
Από τον πνευματικόν πατέρα μου παρέλαβον ότι πρέπει να θέτωμεν «φυλακήν τω στόματι» ημών όταν ομιλώμεν περί των μυστηρίων του Χριστού. Πόσω μάλλον πρέπει να κάνωμεν τούτο όταν ομιλώμεν περί του «μυστηρίου των μυστηρίων» του Χριστού περί της Παναγίας και Υπερευλογημένης Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μητρός Του. Εάν ο θεόπτης Μωϋσής με φόβον και έντρομος «ευλαβείτο κατεμβλέψαι» ενώπιον της αφλέκτου βάτου, που ήτο μόνον η «σκιά της αληθείας», σκιά της αληθινής Βάτου, της Παναγίας Θεοτόκου, τι άλλο να κάνωμεν ημείς οι αμαρτωλοί και ανάξιοι, όταν πρόκειται να ομιλήσωμεν δια την Παναγίαν Θεοτόκον, παρά να προσευχώμεθα πρώτον ταπεινά μαζί με όλον το πλήρωμα της Εκκλησίας του Χριστού, έχοντας τους αγίους υμνωδούς μας ως κανονάρχας και τελετάρχας:
Τείχισόν μου τας φρένας, Σωτήρ μου·
το γαρ τείχος του κόσμου ανυμνήσαι τολμώ,
την άχραντον Μητέρα Σου·
εν πύργω ρημάτων ενίσχυσόν με,
και εν βάρεσιν εννοιών οχύρωσόν με·
Συ γαρ βοάς των αιτούντων πιστώς τας αιτήσεις πληρούν.
Συ ουν μοι δώρησαι γλώτταν,
προφοράν,
και λογισμόν ακαταίσχυντον·
πάσα γαρ δόσις ελλάμψεως παρά Σου καταπέμπεται,
Φωταγωγέ,
ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον»1.
Περί της Παναγίας Θεοτόκου ωμίλησαν και έγραψαν πολλοί άγιοι Πατέρες και υμνωδοί της Εκκλησίας του Χριστού. Ένας από τους πιο μεγάλους Πατέρας και υμνωδούς της Εκκλησίας, που εξύμνησε την Υπεραγίαν Θεοτόκον «όσον εφικτόν» ήτο εις τους ανθρώπους («το γαρ προς αξίαν ανέφικτον», Β΄, 14), είναι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η χρυσόρροος λύρα του Παναγίου Πνεύματος, το θεόπνευστον στόμα του Λόγου2, ο «ορθότομος λάτρης της Αγίας και Ασυγχύτου Τριάδος»3. Αλλά και προ του αγίου Δαμασκηνού και μετά τον Δαμασκηνόν έχομεν επίσης πολλούς Πατέρας οι οποίοι ωμίλησαν και έγραψαν περί της Μητρός του Σωτήρος Χριστού. Όλοι αυτοί ήσαν συγχρόνως και ποιηταί – υμνογράφοι της Εκκλησίας, γεγονός το οποίον μαρτυρεί ότι εις την Πανύμνητον Θεοτόκον αρμόζει μάλλον «θείος και ιερός ύμνος» και αίνος (Α΄, 5· Δ΄, 4), λόγος δηλαδή δοξολογικός, διότι τα μυστήριά της είναι «πάντα υπέρ έννοιαν, πάντα υπερένδοξα»4, και ουδείς απλός λόγος θα εξαρκέση προς ύμνον των «μεγαλείων» της, τα οποία «εποίησεν αυτή ο Δυνατός» (Λουκ. 1, 42). Προ του Δαμασκηνού οι άγιοι Γρηγόριος ο Θεολόγος και Εφραίμ ο Σύρος, Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως και Κύριλλος Αλεξανδρείας, Μόδεστος και Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Ανδρέας Ιεροσολυμίτης και Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, και μετά τον Δαμασκηνόν οι Θεόδωρος ο Στουδίτης, Φώτιος ο Πατριάρχης, Συμεών ο Νέος Θεολόγος και οι τρεις βυζαντινοί Παλαμάς, Θεοφάνης Νικαίας και Καβάσιλας, – όλοι αυτοί έγραψαν λόγους εις την Παναγίαν, οι οποίοι είναι ποιήματα θεόπνευστα και «ύμνοι θεοπρεπείς», μεγαλυνάρια και ωδαί πνευματικαί μιας ακαταπαύστου και διαρκούς τελετής και εορτής5 της Θεοτόκου.
Και έτσι έπρεπε ασφαλώς να γίνη, διότι εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν ζη διαρκώς μία αληθής περί Παναγίας Θεοτόκου παράδοσις, επί κεφαλής της οποίας ίσταται ως «χορίαρχος»6 και τελετάρχης ο «Άγγελος Πρωτοστάτης» (Γ, 16), ο οποίος εκ της Παναγίας Τριάδος7 «ουρανόθεν επέμφθη ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε»8. Το «Χαίρε» αυτό, που συνοψίζει ολόκληρον το χαρμόσυνον άγγελμα («ευ-αγγέλιον») της ελεύσεως του Σωτήρος Χριστού, έγινε εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν παντοτινή παράδοσις, όπως ακριβώς το επροφήτευσεν η Παναγία Θεοτόκος: «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί» (Λουκ. 1, 48· Πρβλ. Β΄, 9).
Αλλά ο μακαρισμός αυτός και η δοξολογία της Θεοτόκου εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν δεν είναι μόνον «ιερός ύμνος», είναι ταυτοχρόνως και θεολογία, δηλαδή ορθή «δόξα» και ορθός «λόγος» περί των αρρήτων μυστηρίων του Θεού μέσα εις την Οικονομίαν της σωτηρίας τα οποία επραγματοποιήθησαν δια της Παναγίας. Διότι και ο Θεός και η Παναγία δεν δοξάζεται, ει μη με την ορθο-δοξίαν. Δια τούτο εις την ποίησιν και την υμνολογίαν της Εκκλησίας και εις τους υμνολογικούς και πανηγυρικούς λόγους των αγίων Πατέρων μας ευρίσκομεν προ παντός τα ορθόδοξα δόγματα. Έτσι και οι περί Παναγίας πατερικοί λόγοι και ομιλίαι και ύμνοι αποτελούν μίαν δογματικήν παράδοσιν. Αυτό ισχύει κατ΄ εξοχήν δια τον άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, του οποίου έχομεν ενώπιόν μας τας τέσσαρας Θεομητορικάς Ομιλίας. Δι΄ αυτό, παρ΄ όλον ότι τα κείμενα των Ομιλιών αυτών έχουν μορφήν ποιητικήν, παρακαλείται ο αναγνώστης να προσέξη ιδιαιτέρως εις την θεολογίαν των. Δια να τον διευκολύνωμεν θα δώσωμεν, μετά σύντομον παρουσίασιν του Βίου το Δαμασκηνού, σύνοψιν της διδασκαλίας του περί Παναγίας Θεοτόκου βάσει των Ομιλιών αυτών και των υπολοίπων έργων του· εν συνεχεία θα σχολιάσωμεν πολλά εκ των χωρίων των Ομιλιών, δια να έλθη ακριβώς εις φως ο «Ορθόδοξος πλουτισμός» της θεολογίας9 του.

Α΄
Βίος Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού
Τον Βίον του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Ιωάννου του Δαμασκηνού συνέγραψεν το πρώτον αραβιστί ο ιερομόναχος Μιχαήλ, από την Μονήν του Αγίου Συμεών του εν Θαυμαστώ Όρει πλησίον της Αντιοχείας, κατά το έτος 1085 με την βοήθειαν πιθανώς του Πατριάρχου Αντιοχείας Ιωάννου10. Ο Βίος αυτός μετεφράσθη εις την ελληνικήν δια πρώτην φοράν υπό του Σαμουήλ, Μητροπολίτου Αδάνων (μεταξύ 1086-1100), κατόπιν δε υπό του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ιωάννου του Η΄(1106-1156)11, εις την μετάφρασιν δε αυτήν βασίζεται ο ολίγον τι εκτενέστερος Βίος του Αγίου, γραμμένος από τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Ιωάννην τον Θ΄ τον Μερκουρόπουλον (1156-1166)12.
Ο άγιος Ιωάννης εγεννήθη εις την Δαμασκόν κατά το δεύτερον ήμισυ του Ζ΄ αιώνος «εκ χριστιανών και ορθοδόξων γονέων καταγόμενος». Ο πατήρ του, ονόματι Σέργιος εκ της παλαιάς οικογενείας Μανσούρ, ήτο «ανήρ τα μάλιστα ευσεβής», αλλά και επιφανής και πλούσιος και είχε το αξίωμα του «επιτρόπου (διοικητού) των δημοσίων πραγμάτων» ή του «λογοθέτου» εις τα ανάκτορα του Χαλίφου της Δαμασκού (του Άμπδ-ελ-Μαλέκ: 685-705). Μετά το βάπτισμα του Ιωάννου η μητέρα του εκοιμήθη και ο πατέρας του υιοθέτησε ένα ορφανό παιδί, τον γνωστόν ως αδελφόν του αγίου Δαμασκηνού, τον εξ Ιεροσολύμων Κοσμάν τον Μελωδόν (μετέπειτα επίσκοπον Μαϊουμά), διότι ήτο άνθρωπος λίαν φιλόχριστος και φιλάνθρωπος και την μεγάλην περιουσίαν του «εις αιχμαλώτων λύτρον συνεχώς επεμέτρει». Είχε δε και την φροντίδα όχι μόνον δια την σωματικήν ανατροφήν των τέκνων του αλλά και δια την κατά Χριστόν παιδείαν των: «όπως αν την αλογίαν καθυποτάξαιεν και βασιλείς ορθώσι παθών και τους αγρίους θήρας, τους δαίμονας, κατατρώσαιεν». Ως διδάσκαλον των τέκνων του ο Θεός του έδωσε ένα σοφόν και άγιον μοναχόν, τον οποίον είχεν εξαγοράσει από την αιχμαλωσίαν των Σαρακηνών. Ούτος ήτο ο εκ Καλαβρίας Κοσμάς, «την τύχην μοναδικός, την φρόνησιν σταθηρός, τον βίον θεοειδής, το είδος σεμνοπρεπής». Ήτο μορφωμένος θεολογικώς, φιλοσοφικώς και ασκητικώς, ικανός να μεταδώση εις τους άλλους «όσα ψυχήν εξεικονίζειν οίδε προς το Πρωτότυπον», προς τον Θεόν. Ο Κοσμάς διδάσκει τον Ιωάννην και τον Κοσμάν την ανθρωπίνην και την θείαν σοφίαν, τ.ε. την φιλοσοφίαν (αριθμητικήν, γεωμετρίαν, αστρονομίαν, μουσικήν, ρητορικήν, διαλεκτικήν και ηθικήν) κατά Πλάτωνα και Αριστοτέλη, και την ορθόδοξον Θεολογίαν κατά τους αγίους Πατέρας. Ιδιαιτέρως τους διδάσκει την άσκησιν εις την προσευχήν και την ταπείνωσιν: «δειν γαρ έκρινε πρώτως και ψυχήν και γλώσσαν και νουν ευχαίς αγιάζεσθαι», θέτων προ πάντων ως «θεμέλιον…. την ταπείνωσιν»13. Χάρις εις την υπακοήν και την σοφίαν των οι δύο νέοι προέκοπτον ταχέως, παραμένοντες όμως πάντοτε εν ταπεινώσει, όπως λέγει ο Βίος διά τον Ιωάννην: «ουκ εφυσιούτο τη γνώσει, αλλ΄ εταπεινούτο τω έρωτι της μυστικωτέρας σοφίας». Μετά ταύτα ο διδάσκαλός των, ο μοναχός Κοσμάς, παρεκάλεσε τον πατέρα του να του επιτρέψη να αναχωρήση εις τα Ιεροσόλυμα, όπου εκατεβίωσε εις την Μονήν του Αγίου Σάββα. Μετά τον θάνατον του πατρός του Ιωάννου ο χαλίφης της Δαμασκού (Ουαλίδ ο Α΄: 705-715) τοποθετεί τον Ιωάννην εις την θέσιν του «πρωτοσυμβούλου». Από την περίοδον αυτήν αρχίζει μάλλον ο άγιος Δαμασκηνός την συγγραφικήν του δράσιν, όπως φαίνεται από το έργον του «Κατά μονοφυσιτών Ιακωβιτών εκ προσώπου Πέτρου επισκόπου Δαμασκού» κ.ά.
Εκείνον τον καιρόν εις το Βυζάντιον αυτοκράτωρ ήτο ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος (716-741), ο οποίος ήρχισε, όπως είναι γνωστόν, τον διωγμόν εναντίον των αγίων Εικόνων, ονομάζων αυτάς είδωλα και καταστρέφων αυτάς, ακόμη δε και τα άγια λείψανα των Αγίων και τους ιερούς ναούς και τα μοναστήρια. Το 726 εξέδωσε ο Λέων το πρώτον του διάταγμα εναντίον των αγίων Εικόνων και το 730 εκδίδει και το δεύτερον, εξορίσας προηγουμένως τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως άγιον Γερμανόν14. Ακούσας αυτά ο άγιος Ιωάννης και κινηθείς υπό του Αγίου Πνεύματος «τον ζήλον μιμείται του Ηλιού»15. Αμέσως μετά το πρώτον διάταγμα του εικονομάχου αυτοκράτορος γράφει τον Πρώτον του επιστολιμαίον λόγον «Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας Εικόνας» και τον αποστέλλει εις γνωστούς του χριστιανούς εις την Κωνσταντινούπολιν, υπερασπίζων «την σχετικήν των θείων εκτυπωμάτων προσκύνησιν». Το στόμα του Δαμασκηνού εξέφραζε την ορθόδοξον συνείδησιν όλης της Καθολικής Εκκλησίας:
«Πρώτον μεν ουν απάντων, οιόν τινα τρόπιν ή θεμέλιον τω λογισμώ καταπήξας, την της Εκκλησιαστικής θεσμοθεσίας συντήρησιν, δι΄ ης σωτηρία προσγίνεσθαι πέφυκε…
Μη καινοτόμει, μηδέ μέταιρε όρια αιώνια, α έθεντο οι πατέρες σου…
Ουκ ανεξόμεθα νέαν πίστιν διδάσκεσθαι…
Ουκ ανεξόμεθα άλλοτε άλλα φρονείν και καιροίς μεταβάλλεσθαι…
Ου βασιλέων εστί νομοθετείν τη Εκκλησία…»16.
Ο Δεύτερος του Δαμασκηνού λόγος, που αποτελεί μίαν απλοποιημένην σύνοψιν του Πρώτου, εγράφη κατά το έτος 1730 μετά την εξορίαν του Πατριάρχου Γερμανού. Οι δύο αυτοί λόγοι είχον μεγάλην απήχησιν εις το ορθόδοξον πλήρωμα της Βασιλευούσης και εις όλην την αυτοκρατορίαν, διότι «τάς απάντων είλκε ψυχάς προς την σχετικήν των θείων εκτυπωμάτων προσκύνησιν». Ο Βίος μας αναφέρει εν συνεχεία ότι ο αυτοκράτωρ Λέων δια να εκδικηθή τον Άγιον συκοφαντεί αυτόν εις τον χαλίφην της Δαμασκού ως προδότην και δια τούτο ο χαλίφης «ευθύς κελεύει την δεξιάν κοπήναι του Ιωάννου». Τον «ονειδισμόν του Χριστού» δέχεται ο Άγιος, αλλά μετά το θαύμα της Παναγίας, η οποία συμπαθούσα εις την θερμήν προσευχήν του Ιωάννου δια της θαυματουργικής Εικόνος της θεραπεύει την δεξιάν του, ο ομολογητής της Ορθοδοξίας αποχωρεί από τα αραβικά ανάκτορα και «Χριστόν ηκολούθησε, μείζονα πλούτον ηγησάμενος των εν Αραβία θησαυρών τον ονειδισμόν του Χριστού17. Αφού εμοίρασε τα υπάρχοντά του εις τους πτωχούς, αναχωρεί εις την Μονήν του αγίου Σάββα, μαζί με τον πνευματικόν αδελφόν του Κοσμά και τον ανεψιόν του Στέφανον τον Σαββαΐτην, συμπαραλαβών και την θαυματουργικήν Εικόνα της Παναγίας18.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητον ότι η συμβολή του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού εις την καταπολέμησιν της εικονομαχίας ήτο αποφασιστική, δια τούτο και προσεπάθει ο αυτοκράτωρ να τον πολεμήση παντοιοτρόπως19. Ο θείος Δαμασκηνός ανέπτυξε την θεολογίαν των Εικόνων και απέδειξεν σαφέστατα ότι η προσκύνησις των αγίων Εικόνων υπήρχεν ανέκαθεν εις την παράδοσιν της Εκκλησίας. Έγραψε και τον Τρίτον λόγον του υπέρ των αγίων Εικόνων, τον εκτενέστερον και συστηματικότερον, προς το τέλος του 730, και πιθανώς να συνετέλεσεν ο ίδιος εις τον κατά το αυτό έτος αναθεματισμόν του εικονομάχου Λέοντος υπό των επισκόπων της Ανατολής.
Εις την Μονήν του αγίου Σάββα ο άγιος Ιωάννης επέρασεν όλην την στενήν οδόν της μοναχικής ασκήσεως: υπακοήν, εκκοπήν θελήματος, ταπείνωσιν. Ο τότε ηγούμενος της Λαύρας Νικόδημος τον παρέδωσεν εις ένα γέροντα («ανδρί πολλά τη πείρα μαθόντι και γνώσιν έμπρακτον έχοντι»), ο οποίος «το καλόν θεμέλιον πρώτον αυτώ υποτίθησι, το μηδέν πράττειν ιδίω θελήματι», και απαγορεύει εις αυτόν να δεικνύη την γνώσιν του ή και να γράφη καθόλου, ασκών «σιωπήν μετά συνέσεως». Ο Βίος αναφέρει συγκινητικά παραδείγματα της τελείας υπακοής και ταπεινώσεως του Αγίου, «χωρίς γογγυσμών και διαλογισμών», όπως π.χ. εκείνο όταν επήγε καθ΄ υπακοήν εις την Δαμασκόν δια να πωλήση «τας σπυρίδας, ας εργόχειρον είχεν». Μίαν ημέραν η θλίψις ενός αδελφού μοναχού -λόγω του θανάτου του αδελφού του- έκαμε τον Δαμασκηνόν να παραβή την απαγόρευσιν του γέροντος. Δια να παρηγορήση τον λυπημένον μοναχόν συνέθεσε ο Άγιος και έψαλε το γνωστόν τροπάριον «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα», που ψάλλεται και μέχρι σήμερον εις την ακολουθίαν της κηδείας. Δια τούτο ο γέρων τον εξεδίωξε από το κελλί του και από το μοναστήριον, κατόπιν δε της παρακλήσεως των άλλων πατέρων τον εδέχθη πάλιν, αλλά του επέβαλεν ως επιτίμιον να καθαρίση ολόκληρον τον χώρον της Μονής και τα αποχωρητήρια, πράγμα το οποίον ο Ιωάννης έκαμε με προθυμίαν και ταπείνωσιν. Από τότε, κατά μίαν αποκάλυψιν της Παναγίας εις τον γέροντα, του επιτρέπεται να συνθέτη εκκλησιαστικά ποιήματα και να γράφη τα θεολογικά του συγγράμματα.
Ο Άγιος Δαμασκηνός εχειροτονήθη εις πρεσβύτερον από τον «τρισμακάριστον Πατριάρχην της αγίας Χριστού του Θεού ημών πόλεως Ιερουσαλήμ» Ιωάννην τον Ε΄ (706-735), και έμεινε ένα διάστημα εις τον ναόν της Αναστάσεως ως «πρεσβύτερος της αγίας Χριστού του Θεού ημών αναστάσεως»20, οπότε και εξεφώνησε τους γνωστούς Λόγους εις την Παναγίαν και άλλους. Πιθανόν να ήρχετο και συχνότερα εις τα Ιεροσόλυμα προς τον Πατριάρχην Ιωάννην21, πάντως τον περισσότερον χρόνον της ζωής του ο Άγιος επέρασεν εις την Λαύραν, ασκητεύων εις ένα μικρόν σπήλαιον και ασχολούμενος με την αγίαν υμνογραφίαν και την άνωθεν Θεολογίαν.
Εκοιμήθη ο άγιος Ιωάννης «εν ειρήνη και γήρα βαθεί» την 4ην Δεκεμβρίου, οπότε και τελείται η μνήμη αυτού22, κατά τα μέσα του Η΄ αιώνος23, πάντως προ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, εις την οποίαν εθριάμβευσεν η ορθόδοξος θεολογία του περί της τιμητικής προσκυνήσεως των αγίων Εικόνων της ενσάρκου Οικονομίας του Σωτήρος Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων. Οι Πατέρες της Ζ΄ Συνόδου τον επευφήμησαν μαζί με άλλους δύο αγίους ομολογητάς, τον Γερμανόν Κωνσταντινουπόλεως και Γεώργιον τον Κύπριον:
«Γερμανού του ορθοδόξου, αιωνία η μνήμη·
Ιωάννου και Γεωργίου, αιωνία η μνήμη·
των κηρύκων της αληθείας, αιωνία η μνήμη.
Η Τριάς τους τρεις εδόξασεν, ων ταις διαλογαίς αξιωθείημεν, οικτιρμοίς τε και χάριτι του πρώτου και μεγάλου Αρχιερέως Χριστού του Θεού ημών, πρεσβευούσης της αχράντου Δεσποίνης ημών της Αγίας Θεοτόκου και πάντων των Αγίων»24.
Ο δε Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιωάννης, τελειώνοντας τον Βίον του Δαμασκηνού λέγει: «Προς Χριστόν ανέδραμεν, ον ηγάπησε, και νυν ουκ εν εικόνι τούτον ορά, ουκ εν εκτυπώματι προσκυνεί, αλλ΄αυτόν οπτάνεται κατά πρόσωπον, ανακεκαλυμμένω προσώπω βλέπων την δόξαν της Μακαρίας Τριάδος».

Β΄
Η περί Θεοτόκου διδασκαλία του Δαμασκηνού
-«Δικαίως και αληθώς Θεοτόκον την Αγίαν Μαρίαν ονομάζομεν· τούτο γαρ το όνομα άπαν το μυστήριον της οικονομίας συνίστησιν» (Έκδ. ΙΙΙ, 12).
1. Όταν προς το τέλος της ομολογητικής ζωής του έγραφεν ο άγιος Δαμασκηνός το βασικόν βιβλίον του «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως», το ήρχισεν υπογραμμίζων την θείαν Παράδοσιν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Ό,τι γράφει περί Θεού, περί Αγίας Τριάδος, περί Χριστού, και περί Παναγίας Θεοτόκου, το γράφει αντλών από την θείαν Παράδοσιν, την οποίαν μας απεκάλυψε και παρέδωκεν ο Θεός δι΄ όλης της σωτηρίου οικονομίας του Χριστού. «Πάντα τοίνυν τα παραδεδομένα ημίν δια τε Νόμου και Προφητών και Αποστόλων και Ευαγγελιστών δεχόμεθα και γινώσκομεν και σέβομεν, ουδέν περαιτέρω τούτων επιζητούντες… Ταύτα ημείς στέρξωμεν και εν αυτοίς μείνωμεν, μη μεταίροντες όρια, μηδέ υπερβαίνοντες την θείαν Παράδοσιν» (Εκδ. Ι, 1). Το ίδιον είχε γράψει ο ιερός Πατήρ και προηγουμένως εις τους Λόγους περί των αγίων Εικόνων: «Διό, αδελφοί, στώμεν εν τη πέτρα της πίστεως και τη παραδόσει της Εκκλησίας, μη μεταίροντες όρια α έθεντο οι Άγιοι Πατέρες ημών· μη διδόντες τόπον τοις βουλομένοις καινοτομείν και καταλύειν την οικοδομήν της αγίας του Θεού Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας»25. Η θεία Παράδοσις δια τον Δαμασκηνόν είναι ολόκληρον το οικοδόμημα και το σώμα της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας26, η οποία έχει οικοδομηθεί επί του «θεμελίου Λίθου ακρογωνιαίου» του Παύλου (1 Κορ. 3, 11· Εφ. 2, 20) και «της πέτρας της θεολογίας» του Πέτρου (Ματθ. 16, 18), «ήτις εστίν ο Χριστός» (1 Κορ. 10, 4)27.
Η πιστότης του Δαμασκηνού εις την Παράδοσιν της Εκκλησίας έγκειται προ παντός εις την Χριστολογίαν του. Όπως η Γραφή και οι Πατέρες, ούτω και ο Δαμασκηνός βλέπει και ερμηνεύει τα πάντα Χριστολογικώς. Ο Σωτήρ Χριστός, ο Εις της Αγίας Τριάδος, ο εκ Παρθένου σαρκωθείς Θεός και άνθρωπος, είναι το κεντρικόν θέμα όλης της Γραφής και της Παραδόσεως28, επομένως δε και όλης της θεολογίας του Δαμασκηνού. Η Χριστολογία καταλαμβάνει το μεγαλύτερον μέρος όλων των έργων του, όχι μόνον της «Εκδόσεως Ορθοδόξου Πίστεως», από τα τέσσαρα βιβλία της οποίας τα δυόμισυ περιέχουν την Χριστολογίαν, αλλά και εις τας Θεομητορικάς του Ομιλίας κυριαρχεί η Χριστολογία, όπως θα το διαπιστώση και ο αναγνώστης. Η περί Παναγίας Θεοτόκου διδασκαλία δια τον Δαμασκηνόν υπάρχει μόνον εντός της Χριστολογίας και όχι ως μία αυτόνομος «Μαριολογία» ή ως μία «ανθρωπολογία» με κέντρον την αγίαν Παρθένον. Η ορθόδοξος θεολογία του Δαμασκηνού δεν είναι ανθρωπολογία ούτε «Μαριολογία», αλλ΄ η Χριστολογία εις την οποίαν συμπεριλαμβάνεται και η ανθρωπολογία και η περί Θεοτόκου διδασκαλία. Διότι ο Χριστός είναι ο αληθινός και τέλειος Θεός και ο πρώτος αληθινός και τέλειος άνθρωπος, αλλ΄ όμως Εις Χριστός29, και δια τον λόγον αυτόν η Παναγία η οποία Τον εγέννησε είναι αληθώς Θεοτόκος. Μόνον το όνομα και το αξίωμα του Χριστού, «Θεός σεσαρκωμένος και ενανθρωπήσας», προσδίδει εις την κατά σάρκα Μητέρα Του το όνομα Θεοτόκος· και αντιστρόφως το όνομα Θεοτόκος «άπαν το μυστήριον της οικονομίας (της ενανθρωπήσεως) συνίστησιν» (Έκδ. ΙΙΙ, 12), διότι επιβεβαιώνει ότι Εκείνος ο οποίος εξ Αυτής εγεννήθη ήτο Θεός και άνθρωπος: «Ει γαρ Θεοτόκος η γεννήσασα, πάντως Θεός ο εξ αυτής γεννηθείς, πάντως δε και άνθρωπος» (αυτόθι).
Πιστός λοιπόν εις την Παράδοσιν των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, των υπερμάχων της αγίας Θεοτόκου, ο Δαμασκηνός κηρύττει απεριφράστως την Παναγίαν ως κυρίως και αληθώς Θεοτόκον και με τον «θεολογικώτατον πατέρα» του Γρηγόριον τον Θεολόγον επαναλαμβάνει: «Ει τις ου Θεοτόκον ομολογεί την Αγίαν Παρθένον, χωρίς έστι της Θεότητος» (Α΄ 4). Παραμένων όμως πιστός εις την ιδίαν παράδοσιν των ιδίων αυτών Πατέρων30, κηρύττει επίσης: Ημίν «Θεός έστιν αληθής το λατρευόμενον», την δέ «μητέρα Θεού τιμώμεν και σέβομεν… Θεού μητέρα την Παρθένον ταύτην γινώσκοντες, ου θεάν ταύτην φημίζομεν, άπαγε· της ελληνικής τερθρείας τα τοιαύτα μυθεύματα· επεί και θάνατον αυτής καταγγέλομεν· αλλά Θεού σαρκωθέντος Θεού μητέρα γινώσκομεν» (Γ΄, 15). Διότι η Παναγία Θεοτόκος δεν είναι αυτοσκοπός, δια τούτο και λέγει ο Δαμασκηνός εις αυτήν: «Έζης γαρ ου σεαυτή· ου γαρ σεαυτής ένεκα γεγέννησαι· όθεν «έζης Θεώ, δι΄ον εις τον βίον ελήλυθας· όπως τη παγκοσμίω εξυπηρετήσης σωτηρία, όπως η αρχαία βουλή του Θεού, της του Λόγου σαρκώσεως και της ημών θεώσεως, δια σου πληρωθή» (Α΄, 9)31.
2. Η περί Παναγίας Θεοτόκου διδασκαλία του Δαμασκηνού αναφέρεται ακριβώς εις αυτήν την «αρχαίαν και αληθινήν» (Β΄, 1) του Θεού Βουλήν «της του Λόγου σαρκώσεως και της ημών θεώσεως». Εις τα «ανεξιχνίαστα πελάγη της φιλανθρωπίας» Της (Β΄, 10) η της Ζωαρχικής Τριάδος ενότης, «προς εαυτήν εκκλησιάσασα τω ενιαίω της γνώμης βουλήματι»32, έχει αποφασίσει προ πάντων των αιώνων την σάρκωσιν και ενανθρώπισιν του Θεού Λόγου και την θέωσιν του ανθρώπου. Η προαιώνιος αυτή «προωρισμένη βουλή» (Α΄, 7) του Θεού φανερώνει εις ημάς «το άπλετον και αχανές της αυτού αγαθότητος πέλαγος»33 και η φανέρωσις αύτη γίνεται δια της Παναγίας Θεοτόκου: «Αύτη την άφατον της του Θεού προς ανθρώπους αγάπης εδημοσίευσεν άβυσσον» (Γ΄, 16). Ο Θεός Πατήρ, λέγει ο Δαμασκηνός, «ο ευδοκήσας» εν τη Παναγία και εξ Αυτής «τελεσθήναι ο προώρισε προ αιώνων μυστήριον» (Α΄ 10), έχει προγνωστικώς προορίσει αυτήν ως Μητέρα του Μονογενούς Υιού Του, ο οποίος «σαρκούται, ων ανάρχως ασώματος, δι΄ ημάς και την ημετέραν σωτηρίαν» (Γ΄, 15). Ο θείος αυτός «προορισμός» της Παναγίας είναι ασφαλώς ακατανόητος δι΄ ημάς, ουχ ήττον όμως συμπίπτει εν τω Θεώ με την προαιώνιόν Του πρόγνωσιν της ελευθέρας προαιρέσεως και της αξίας και της προσωπικής αγιότητος της Παναγίας34: «Σε προγνούς ο των όλων Θεός αξίαν ηγάπησε, και αγαπήσας προώρισε και επ΄ εσχάτων των χρόνων εις το είναι παρήγαγε, και Θεοτόκον Μητέρα και τιθηνόν του οικείου Υιού και Λόγου ανέδειξε» (Α΄,7). Η λέξις «παρήγαγε» (δια των γονέων) σημαίνει εδώ ότι προέγνωσεν ο Θεός όχι μόνον της Παναγίας την αξίαν (Α΄,7) και αρετήν (Α΄,9) και την «άχραντον παρθενίαν» (Γ΄, 2· Α΄, 5), αλλά και την δικαιοσύνην (Α΄, 9) και σωφροσύνην και θεάρεστον πολιτείαν (Α΄, 5-6· Β΄, 6) των γονέων της, δια να δώση εις αυτούς ένα τόσον μεγάλον δώρον, την Κόρην η οποία θα γεννήση τον Θεόν και τοιουτοτρόπως θα γίνουν οι ίδιοι θεοπάτορες. Ο Δαμασκηνός λέγει χαρακτηριστικώς δια την Παναγίαν: «Όντως εύρες χάριν, η αξία της χάριτος» (Β΄, 8). Οι λόγοι αυτοί καθιστούν αυτόδηλον την αρχήν της συνεργασίας του Θεού και της ελευθερίας του ανθρώπου εις όλην την ιστορίαν της σωτηρίου οικονομίας. Αλλά ας αρχίσωμεν από την αρχήν.
Όταν «της ψευδούς ορεχθέντες θεώσεως» (Γ΄, 2) έπεσαν οι προπάτορές μας δια της παρακοής (Γ΄, 3) και τους «δερματίνους χιτώνας της νεκρώσεως» (Α΄, 4· Γ΄, 2) και της θνητότητος και παχύτητος ενεδύθησαν (Έκδ. ΙΙΙ, 1)35 και υπέπεσαν εις τον θάνατον και την φθοράν (Έκδ. IV, 13), και ημείς όλοι, οι απόγονοί τους, «ώσπερ γεννηθέντες εκ του Αδάμ ωμοιώθημεν αυτώ κληρονομήσαντες την κατάραν και την φθοράν» (αυτόθι) και ευρέθημεν έξω του Παραδείσου γυμνοί της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος (Γ΄,2), ο φιλάνθρωπος Θεός ήδη από τότε ήρχισεν να «οικονομή» και «παιδαγωγή» την οικονομίαν της σωτηρίας μας (Έκδ. ΙΙΙ, 1). Αλλ΄επειδή έχομεν πέσει εκουσίως και ελευθέρως και «δια το αβίαστον είναι το καλόν» (Έκδ. IV, 19) -«ουκ αρετή γαρ το βία γινόμενον» (Έκδ. ΙΙ, 12)-, έπρεπε και να δεχθώμεν ελευθέρως την υπό του Θεού οικονομουμένην θεραπείαν και σωτηρίαν και να συνεργασθώμεν εκουσίως εις αυτήν. Η έκφρασις να «συνεργασθώμεν» σημαίνει ότι δεν ήταν δυνατόν να «εργασθούν» και να δημιουργήσουν μόνοι τους οι άνθρωποι την σωτηρίαν των, διότι «πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν» (Ψαλμ. 13, 3· Ρωμ. 3,12· Β΄,6). Την σωτηρίαν των ανθρώπων ηδύνατο να εργασθή και ενεργήση μόνον ο Θεός, η «παντός αγαθού αρχή και αιτία» και ο «ενεργών τα πάντα εν πάσι» (Έκδ. ΙΙ, 30· 1 Κορ. 12, 6). Ο άνθρωπος όμως έπρεπε να συνεργασθή με τον εργαζόμενον Θεόν δια την σωτηρίαν του: «Βουλομένων γαρ η σωτηρία, ουκ αναγκαζομένων», κατά την έκφρασιν των Πατέρων»36. Και αυτό ακριβώς είναι το νόημα όλης της δια της ιστορίας οικονομίας της σωτηρίας, εις την οποίαν ο Θεός καλεί. Εις την κλήσιν Του αυτήν υπακούουν και απαντούν ελευθέρως ολίγοι ίσως άνθρωποι, οι οποίοι όμως γίνονται τοιουτοτρόπως «εκλογή» του Θεού δια της οποίας προετοιμάζει ο Θεός και την σωτηρίαν των άλλων. Η ακατάπαυστος σωστική πρόνοια του Θεού, και η ακούραστος σώζουσα χάρις Του εύρισκε ούτω πάντοτε εις την ιστορίαν της πεπτωκυίας ανθρωπότητος «σημεία στηρίξεως» – «σκεύη ελέους», κατά τον Απ. Παύλον (Ρωμ. 9, 23) – δια των οποίων οικονομείτο, βάσει πάντοτε της ελευθέρας συνεργασίας37, η ιερά ιστορία της σωτηρίας.
Η οικονομία αυτή απεκορυφώθη και συνετελέσθη εις την Παναγίαν, η οποία ως κατ΄εξοχήν «εκλελεγμένη» (Β΄,3) και «υπήκοος» εις τον Θεόν (Β΄, 8· Γ΄, 3), υπηρέτησε (Α΄, 7-9) και «ελειτούργησε τη Τριάδι» (Δ΄,5) και συνείργησε εις την οικονομίαν της σωτηρίας ως ουδείς άλλος απ΄αιώνος. Κατ΄ αυτόν τον τρόπον βλέπει ο άγιος Δαμασκηνός και γενικώς οι άγιοι Πατέρες όλην την Παλαιάν Διαθήκην, ως μίαν συνεχιζομένην δια των γενεών προετοιμαστικήν «κλήσιν» και «εκλογήν» (Ρωμ. 11, 7, 5) του Θεού38, ως μίαν δηλαδή γενεαλογίαν της Παναγίας, εκ της οποίας θα γεννηθή ο Σωτήρ του κόσμου Χριστός (Έκδ. IV, 14· B’, 3), Σωτήρ ασφαλώς πρώτον αυτών των «στελεχών» της γενεαλογίας και της ιδίας της κορυφής της, της Παναγίας39, και δι΄ αυτής και όλων των ανθρώπων.
3. Tοιουτοτρόπως η Παναγία, κατά τον άγιον Δαμασκηνόν και την Ορθόδοξον Πίστιν, είναι η κορυφή και το τέλος όλης της Π. Διαθήκης, και εις αυτήν αναφέρονται όλαι αι προεικονίσεις και προτυπώσεις και προφητείαι της Π. Διαθήκης (Β΄, 9-10). Είναι η αποκορύφωσις και ο καρπός όλης της παλαιοδιαθηκικής «παιδαγωγικής» προετοιμασίας της ανθρωπότητος δια την υποδοχήν του σαρκωθέντος Θεού Σωτήρος, και δια τούτο είναι αδύνατον να γίνη ο χωρισμός της από το ανθρώπινον γένος του Αδάμ. Δια τούτο την ονομάζει ο ιερός Πατήρ «θυγατέρα του Αδάμ» (Γ΄, 2· Α΄, 6), ενώ τον Δαβίδ ονομάζει «προπάτορα και θεοπάτορα» (Γ΄, 2), από την ρίζαν του οποίου «κατ΄ επαγγελίαν» (Β΄, 7· Έκδ. IV, 14) εγεννήθη η Παναγία, συνενούσα εν εαυτή την ιερατικήν και την βασιλικήν ρίζαν (Α΄, 6).
Η γέννησις αυτή της Παναγίας εκ της «ρίζης του Ιεσσαί» (Α΄,3) και παρά την θαυμαστήν δια της χάριτος του Θεού λύσιν της στειρώσεως της Άννης (Α΄, 2· Β΄, 6-7)40, δεν αποτελεί κατά τον Δαμασκηνόν μίαν υπερφυσικήν εξαίρεσιν της Παναγίας από το γένος της, από τους προπάτορας και θεοπάτορας («θυγάτηρ του Δαβίδ» Α΄, 9) και από τον γενάρχην Αδάμ («θυγάτηρ Αδάμ» Α΄, 6· Γ,2). Η Παναγία, κατά τον Δαμασκηνόν, είναι «θυγάτηρ του πάλαι Αδάμ» και ευρίσκεται υπό «τας πατρικάς ευθύνας» (Γ΄, 2) και ως προς την σύλληψίν της και γέννησιν από τους γονείς και ως προς τον θάνατόν της. Συνελήφθη εκ του σπέρματος του Ιωακείμ (Α΄, 2) εν τη μήτρα της Άννης, δηλαδή εκ της φυσικής συναφείας του γάμου41 Ιωακείμ και Άννης (Α΄, 2· Έκδ. IV, 14) και «εκ γης έχει την γένεσιν» (Α΄, 3), «φθαρτόν εκ του Αδάμ σώμα κληρονομήσασα» (Γ΄,8). Απέθανεν επίσης θάνατον ανθρώπινον (Γ΄,15)42 και ως «θυγάτηρ Αδάμ… δι΄ Αδάμ το σώμα παραπέμπει τη γη» (Δ΄, 4), και «φυσικώς χωρίζεται» η πανίερος και μακαρία της ψυχή του πανολβίου και ακηράτου της σώματος και το σώμα «τη νομίμω ταφή παραδίδοται» (Β΄, 10). Επομένως η αγία Παρθένος ήτο, όπως και όλοι οι άνθρωποι, κληρονόμος του προπατορικού αμαρτήματος του Αδάμ43, ούτως ώστε ο Δαμασκηνός να ομιλή συγκεκριμένως περί καθάρσεως και εξαγνισμού και εξαγιάσεώς της από το Άγιον Πνεύμα κατά την στιγμήν της εν αυτή συλλήψεως του Θεού Λόγου: «Ταύτην ο Πατήρ μεν προώρισε, προφήται δε δια του Πνεύματος προεκήρυξαν, η δε του Πνεύματος αγιαστική δύναμις επιφοιτήσασα εκάθηρέ τε και ηγίασε και οιονεί προήρδευσε» (Β΄, 4· Έκδ. ΙΙΙ, 2)44.
Αυτά όλα όμως καθόλου δεν σημαίνουν ότι ο άγιος Δαμασκηνός δεν παραδέχεται και δεν ομιλεί δια την αγιότητα της Παναγίας Θεοτόκου. Τουναντίον μαζί με όλην την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και αυτός εξαίρει και δοξάζει πολύ την προσωπικήν αγιότητα της Παναγίας, όπως θα ίδωμεν κατωτέρω, αλλά δεικνύουν μόνον το πόσον μακράν είναι ο ορθόδοξος ιερός Πατήρ από την νεωτέραν αιρετικήν δοξασίαν της Ρωμαϊκής Εκκλησίας περί της «ασπίλου συλλήψεως» της Παναγίας και της γεννήσεώς της άνευ του προπατορικού αμαρτήματος45. Η καινοτομία αυτή, προϊόν του «αλαθήτου» πάπα του Βατικανού46, όχι μόνον αποχωρίζει την Παναγίαν από τους προγόνους της, τους προπάτορας, και από την υπόλοιπον ανθρωπότητα κατά τρόπον τόσον αυθαίρετον, ώστε να αρνήται όλον το νόημα της προετοιμαστικής οικονομίας της ιστορίας της Π. Διαθήκης, αλλά και μειώνει την πραγματικήν αξίαν και προσωπικήν αγιότητα της Παναγίας Παρθένου. Και όχι μόνον τούτο, αλλά το «δόγμα» αυτό υπονομεύει και ολόκληρον την πραγματικότητα και την αλήθειαν της σωτηρίας μας, διότι αρνείται την ενότητα της φύσεως του ανθρωπίνου γένους και θέτει υπό αμφισβήτησιν την πραγματικώς σωτήριον σάρκωσιν του Χριστού από ένα γνήσιον αντιπρόσωπον της ανθρωπότητος47.
4. Ο αναμάρτητος Λόγος του Θεού, ο Χριστός, κατά τον Δαμασκηνόν, προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν, ολόκληρον τον άνθρωπον, δια να τον σώση, να τον ενώση με τον Εαυτόν του και τοιουτοτρόπως να τον θεώση: «Όλον γαρ όλος ανέλαβέ με και όλος όλω ηνώθη, ίνα όλω την σωτηρίαν χαρίσηται· το γαρ απρόσληπτον αθεράπευτον» (Έκδ. ΙΙΙ, 6). Η «πρόσληψις» αυτή του ανθρώπου εις την Υπόστασιν του Θεού Λόγου (η ασύγχυτος – αδιαίρετος ένωσις και ενυποστασίασις, Έκδ. ΙΙΙ, 2, 9, 22) εξασφαλίζει την μόνιμον και αδιάσπαστον «δευτέραν κοινωνίαν», περί της οποίας ομιλεί ο Δαμασκηνός ακολουθών Γρηγόριον τον Θεολόγον48. Η «δευτέρα κοινωνία» ήλθε μετά την διάπασιν της «πρώτης προς Θεόν κοινωνίας» (Α΄, 8) του πρώτου Αδάμ, και επομένως ο Χριστός εύρε τον άνθρωπον πεπτωκότα και τον προσέλαβε όλον (διότι «το απρόσληπτον αθεράπευτον», Β΄, 4), χωρίς όμως της αμαρτίας. Ο Δαμασκηνός τονίζει ότι ο Κύριος προσέλαβε «όλον τον Αδάμ, τον προ της παραβάσεως, τον αμαρτίας ελεύθερον» (Β΄, 4), την «πρώτην του Αδάμ γένεσιν» (Έκδ. ΙΙΙ, 1), δηλαδή την χωρίς αμαρτίας φύσιν του49.
Εξ ίσου όμως και ο Δαμασκηνός, ακολουθών τους Πατέρας και κυρίως τον άγιον Μάξιμον50, ομιλεί δια τα «αδιάβλητα πάθη» του Κυρίου: «Ομολογούμεν ότι (ο Κύριος) πάντα τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη του ανθρώπου ανέλαβεν· όλον γαρ τον άρθρωπον και πάντα τα του ανθρώπου ανέλαβε, πλην της αμαρτίας… Φυσικά δε και αδιάβλητα πάθη εισί τα ουκ εφ΄ ημίν, όσα εκ της επί τη παραβάσει κατακρίσεως εις τον ανθρώπινον εισήλθε βίον, οίον πείνα, δίψα, κόπος, πόνος, το δάκρυον, η φθορά… Πάντα τοίνυν ανέλαβεν, ίνα πάντα αγιάση» (Έκδ. ΙΙΙ, 20). Αυτήν την φύσιν, την μετά των αδυναμιών και ασθενειών και της φθοράς51, χωρίς όμως της αμαρτίας – διότι η αμαρτία ως «εν τη ημετέρα αυτεξουσίω προαιρέσει εκουσίως συνισταμένη» (Έκδ. ΙΙΙ, 20) δεν ανήκει εις την φύσιν – προσέλαβεν ο Κύριος εκουσίως και «οικονομίας λόγω» (Έκδ. ΙΙΙ, 12)52 από την Παρθένον Μαρίαν, «ην τη φύσει δούλην υπάρχουσαν, φιλανθρωπίας ανεξιχνιάστοις πελάγεσιν οικονομικώς μητέρα εποιήσατο, αληθεία σαρκωθείς, ου φενακίσας την ανθρώπησιν» (Β΄,10). Επομένως ο Λόγος του Θεού «αναλαμβάνει όλον τον άνθρωπον και το τούτου κάλλιστον, υπό αρρωστίαν πεσόν, ίνα όλω την σωτηρίαν χαρίσηται» (Έκδ. ΙΙΙ, 18· Β΄, 4)53. Η αρρωστία αυτή, αι ασθένειαι και αδυναμίαι, τα «φυσικά πάθη και αδιάβλητα της εμής κράσεως» (Β΄, 4)54 δεν είναι αμαρτία, αλλ΄επειδή εισήλθον εις την ανθρωπίνην φύσιν μετά την αμαρτίαν ως αποτελέσματά της, ως επισυμβάντα τη φύσει κατόπιν της αμαρτίας της προαιρέσεως του Αδάμ55, δια τούτο λέγεται και δια τον Κύριον ότι έγινε «αμαρτία» και «κατάρα» δι΄ημάς (Έκδ. ΙΙΙ, 25· IV, 18· 1 Kορ. 5, 21· Γαλ. 3, 13). Ο Χριστός είναι αναμάρτητος αλλά και Σωτήρ των ανθρώπων, και ως Σωτήρ, «το ημέτερον αναδεχόμενος και οικειούμενος πρόσωπον» (αυτ.), εδέχθη την ανθρωπίνην φύσιν και τα ανθρώπινα πάθη και την αμαρτίαν και την κατάραν56 γενόμενος άνθρωπος και «την του θανάτου πείραν ουκ απηνήνατο· θνήσκει γαρ σαρκί και θανάτω λύει τον θάνατον και φθορά την αφθαρσίαν χαρίζεται και την νέκρωσιν ποιεί πηγήν αναστάσεως» (Β΄,10), οικονομών τοιουτοτρόπως την ημών σωτηρίαν (Έκδ. IV, 18): «ίνα το ομοίω το όμοιον ανασώσηται» (Γ΄,15· Έκδ. ΙΙΙ, 18). Η εν τη Παναγία και εξ αυτής ενανθρώπησις του Θεού Λόγου, κατά τον ίδιον Πατέρα, «δια τούτο γέγονεν, ίνα αυτή η αμαρτήσασα και πεσούσα και φθαρείσα φύσις νικήση τον απαντήσαντα τύραννον και ούτω της φθοράς ελευθερωθή» (Έκδ. ΙΙΙ, 12)57.
Ο αναμάρτητος Κύριος προσέλαβε λοιπόν, ως Σωτήρ, και τα «αδιάβλητα πάθη» της πεπτωκυίας ανθρωπίνης φύσεως, τα οποία δεν είχεν ο Αδάμ προ του προπατορικού αμαρτήματος, και τούτο είναι η φιλάνθρωπος «συγκαταβατική σάρκωσις» (Α΄, 2), «συγκαταβατική ταπείνωσις» (Α΄, 3) και «υψοποιός κένωσις» (Γ΄, 7) του Αμνού του Θεού του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου, και δια τον λόγον αυτόν η Παναγία Θεοτόκος, ως «την του κόσμου σωτηρίαν τον Χριστόν κυήσασα (Β΄, 9), έγινε της σωτηρίας ημών εργαστήριον: «Αμνάς η τεκούσα τον Αμνόν του Θεού τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου, το της σωτηρίας ημών εργαστήριον, αγγελικών υπερτέρων δυνάμεων, δούλη και μήτηρ Θεού» Σωτήρος (Δ΄, 5).
Δια τούτο ημείς οι Ορθόδοξοι δεν παραδεχόμεθα την ρωμαϊκήν δοξασίαν περί της «ασπίλου συλλήψεως» της Θεοτόκου, περί της εξαιρέσεώς της δηλαδή από την κληρονομικότητα του προπατορικού αμαρτήματος, πράγμα που, όπως είπομεν, υπονομεύει την πραγματικότητα και το σωτήριον της σαρκώσεως του Κυρίου. Άλλωστε, αν η Παναγία δεν ευρίσκετο υπό το προπατορικόν αμάρτημα, τίθεται το ερώτημα πώς τότε απέθανεν58, εφ΄ όσον ο θάνατος έρχεται ως αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος («είπερ δια της αμαρτίας εις τον κόσμον εισήλθεν ο θάνατος» Έκδ. ΙΙΙ, 27· Ρωμ. 5, 12), ο δε Κύριος «αναμάρτητος ων» («ουχ υπέκειτο θανάτω») θνήσκει εκουσίως ως Σωτήρ και Λυτρωτής59, «τον υπέρ ημών θάνατον αναδεχόμενος» (Έκδ. ΙΙΙ, 27). Ημείς οι Ορθόδοξοι πιστεύομεν δια την Θεοτόκον όπως μας παρέδωκαν οι Πατέρες και ο άγιος Δαμασκηνός, η δε εσφαλμένη «ευσέβεια» των Δυτικών περί το πρόσωπον της Παναγίας δεν ημπορεί να είναι το μέτρον της πίστεως και της αληθείας. Η ρωμαιοκαθολική «Μαριολογία» πάσχει από τον αποχωρισμόν της και την ανεξαρτητοποίησιν από την Χριστολογίαν και την Σωτηριολογίαν.
5. Παρ΄όλον όμως ότι η Παναγία Θεοτόκος ευρίσκετο, ως εκ της συλλήψεώς της, υπό το προπατορικόν αμάρτημα ως κληρονόμος της αδαμιαίας φύσεως, η ιδία προσωπικώς, κατά τον άγιον Δαμασκηνόν, δεν είχε καμμίαν προσωπικήν αμαρτίαν. Την προσωπικήν της αγιότητα εξαίρει και τονίζει και δοξάζει όλως ιδιαιτέρως ο ιερός Πατήρ, καθώς άλλωστε και όλοι οι Πατέρες και ολόκληρος η Εκκλησία μας. Η Παρθένος Μαρία είναι όντως αγία και Παναγία, «αγγελικών υπερτέρα δυνάμεων» (Δ΄, 5), «υπεραναβάσα τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ υπεραρθείσα» (Α΄,9), «η όντως αγνή μετά Θεόν υπέρ άπαντας» (Γ΄,16).
Όπως και των μεγάλων προφητών του Θεού, του Ιερεμίου και του τιμίου Προδρόμου, των «εν κοιλία μητρός» ηγιασμένων και πεπληρωμένων Πνεύματος Αγίου (Ιερεμ. 1,5· Λουκ. 1,15), και της Παναγίας η αγιότης αρχίζει «εν κοιλία μητρός». Είναι όμως αύτη ασφαλώς ασυγκρίτως μεγαλυτέρα της αγιότητος των Προφητών, αποκορυφούται δε κατά την στιγμήν της ασπόρου συλλήψεως του Θεού Λόγου και αφθαρτοποιείται εις την Κοίμησιν και Μετάστασίν της. Και εάν η χάρις και αι δωρεαί του Θεού ήσαν μεγάλαι εις τους Προφήτας, οι οποίοι προεφήτευσαν απλώς την ενσάρκωσιν, πόσον μεγαλύτεραι ήσαν εις εκείνην, η οποία έγινε Μητέρα του σαρκωθέντος Θεού; Εάν δε πάλιν «κατά το μέτρον της προς Θεόν αγάπης αι αντιδόσεις»60, πόσον μεγάλην αρετήν και αγιότητα είχεν η Παναγία, δια να λάβη τόσον μεγάλην χάριν; Το ότι ήτο «αξία του Κτίσαντος» (Α΄, 2) μαρτυρείται από το γεγονός ότι ανάμεσα σε όλα τα κτίσματα όλων των αιώνων μόνη αυτή είχε τόσον μεγάλην αγιότητα, , ώστε να εκλεγή από τον Θεόν δια να γίνη Μήτηρ του Υπεραγίου Θεού και να υπηρετήση εις «το μόνον καινόν υπό τον ήλιον» μυστήριον (Α΄, 2), την σάρκωσιν του Θεού Λόγου. Η αγιότης αυτή στηρίζεται εις ολόκληρον την του Θεού οικονομίαν της σωτηρίας, περί της οποίας ωμιλήσαμεν ήδη προηγουμένως και η οποία προετοιμάζετο δια των διαδοχικών «εκλογών» (Νώε, Αβραάμ, Ισαάκ, Δαβίδ)61 καθ΄ όλην την ιστορίαν της Π. Διαθήκης.
Είδομεν ότι η Παρθένος Μαρία είναι «θυγάτηρ Αδάμ» ως προς την φύσιν της. Αλλά ως προς την προαίρεσίν της και την προσωπικήν αρετήν της ο άγιος Δαμασκηνός αντιπαραβάλλει αυτήν προς τους προπάτορας και δεικνύει την απόλυτον υπεροχήν της αγιότητός της (Α΄, 8· Γ΄, 2-3). Η κληρονομία του προπατορικού αμαρτήματος ήτο ανενέργητος μέσα εις Αυτήν, διότι η θέλησίς της και όλαι αι δυνάμεις της ψυχής και του σώματός της ήσαν «τω Δεσπότη Θεώ προσαναθέμεναι»62. Η Παναγία δια την αγιότητά της ήτο «εκ γενεών αρχαίων εκλελεγμένη» (Β΄, 3· Δ΄,5) και εγεννήθη «εξ ευγενεστάτης και βασιλικωτάτης ρίζης δαβιτικής» (Α΄, 6), της «ρίζης του Ιεσσαί» (Α΄,3), εκ της οποίας κατάγονται οι άγιοι και δίκαιοι γονείς της. Εις αυτούς συνέτεινε και συνεκεντρώθη η αγιότης όλων των αγίων προγόνων της Παναγίας, των «θεοπατόρων», δια της «εκλογής» και δια των διαδοχικών καθαρισμών και αγνισμών του «σπέρματος»63 των οποίων προετοίμαζε ο Θεός την Παναγίαν, η οποία υπερεπολλαπλασίασε και απεκορύφωσε και ανεκεφαλαίωσε μέσα της την αγιότητα της Π. Διαθήκης. Οι δίκαιοι και θεάρεστοι γονείς της (Α΄, 5) την γεννούν εν σωφροσύνη και εγκρατεία, ούτως ώστε ο άγιος Δαμασκηνός να ονομάζη το «σπέρμα» του Ιωακείμ «σπέρμα πανάμωμον» (Α΄, 2).
Ο ιερός Πατήρ περιγράφει την μεγάλην αγιότητα και την χάριν την οποίαν ο Θεός έδωσεν εις τον Ιωακείμ και την Άνναν (Β΄, 6)· πώς «δια λιτής (προσευχής) και επαγγελίας προς Θεού την Θεοτόκον κομίζονται» (Έκδ. IV, 14)· πώς αυτή ήδη από μικράν ηλικίαν «τω ιερώ ναώ του Θεού προσάγεται και ανατίθεται» (Β΄, 7· Έκδ. IV, 14). Eν συνεχεία ομιλεί περί του «οίαν την εν τώδε τω βίω διατριβήν πεποίηται» (Β΄, 50 η Παρθένος και οίαν την χάριν από τον Θεόν έλαβεν. Η «διατριβή» αυτή, ο ενάρετος και ένθεος βίος της Παρθένου και η μεγάλη χάρις του Θεού ήσαν τόσον μεγάλοι, ώστε ο Δαμασκηνός να λέγη δι΄Αυτήν ότι ήτο «οία ου πρότερον γέγονεν, ουδ΄αυ γενήσεται πάλιν» (Β΄, 6)· «αύτη η τω παρόντι χαρισθείσα βίω δώρον απάντων των του Θεού δωρημάτων υψηλότερον άμα και προσφιλέστατον» (Β΄, 5). Αλλ΄ ας το ίδωμεν αυτό πιο συγκεκριμένα.
Κατά την στιγμήν του Ευαγγελισμού η Παρθένος Μαρία, η θυγάτηρ της Εύας, όχι βεβαίως εις τον Παράδεισον όπως εκείνη, αλλ΄ εις ένα κόσμον ο οποίος «εν τω πονηρώ κείται» («κρίνον αναμέσον των ακανθών φυέν…, ρόδον εξ ακανθών των Ιουδαίων», Α΄, 6), αξιούται να ακούση δικαίως το «Χαίρε, Κεχαριτωμένη» και το «Μη φοβού, Μαριάμ· εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ» (Β΄, 8· Λουκ. 1, 28). Ερμηνεύων τους λόγους αυτούς του Αρχαγγέλου προς την Παναγίαν ο θείος Δαμασκηνός λέγει: «Όντως εύρες χάριν η αξία της χάριτος· εύρες χάριν η τους πόνους της χάριτος γεωργήσασα και πολύχουν δρεψαμένη τον άσταχυν της χάριτος· εύρες χάριτος άβυσσον, η σώαν την ολκάδα της διπλής παρθενίας τηρήσασα· και την ψυχήν γαρ παρθένον ετήρησεν, ου του σώματος έλαττον· όθεν και η του σώματος παρθενία τετήρητο» (Β΄, 8). Αυτοί οι τόσον χαρακτηριστικοί λόγοι του Δαμασκηνού αποδίδουν ακριβώς και αληθώς την σχέσιν της θείας χάριτος και της ελευθερίας του ανθρώπου, συγκεκριμένως δε εδώ της Παναγίας.
Η χάρις του Θεού είναι ασφαλώς δωρεά, δίδεται όμως εις εκείνους οι οποίοι δεικνύουν προαιρετικήν σπουδήν και επιτηδειότητα και καθαρότητα. Ο άνθρωπος, λέγει ο Δαμασκηνός, «λογικός και αυτεξούσιος γενόμενος, εξουσίαν είληφεν αδιαλείπτως δια της οικείας προαιρέσεως ενούσθαι τω Θεώ («ει και μη πάντες ενεργούμεν τα της φύσεως» – Έκδ. IV, 13· III, 14). O Θεός, λέγει επίσης, «πάσι μεταδίδωσι της εαυτού ενεργείας κατά την εκάστου επιτηδειότητα και δεκτικήν δύναμιν, φημί δε την τε φυσικήν και προαιρετικήν καθαρότητα» (Έκδ. Ι, 13) και «παντί τω προαιρουμένω το αγαθόν ο Θεός συνεργεί εις το αγαθόν»64. Τα λόγια αυτά του Αγίου φανερώνουν το αναγκαίον της συνεργασίας μεταξύ Θεού και ανθρώπου («τον θεανθρώπινον συνεργισμόν»), πράγμα το οποίον όπως είδομεν προηγουμένως, ισχύει δι΄ όλην την ιστορίαν της οικονομίας και επομένως και δια την Παναγίαν. Εις την «συνεργασίαν» αυτήν ο Θεός δίδει την χάριν Του, τον Εαυτόν Του, και ο άνθρωπος την προαίρεσίν του, ολόκληρον τον εαυτόν του (πρβλ. Κλ. 2, 9-10· 1 Κορ. 15, 10). Εφ΄ όσον λοιπόν η χάρις δίδεται αναλόγως προς τον ζήλον και την προς τον Θεόν αγάπην του ανθρώπου65, ποία τότε ήτο όντως «η σπουδή και αναστροφή» της θείας Παρθένου Μαρίας μέσα εις τον ιερόν ναόν του Θεού (Β΄, 7), ώστε να αξιωθή τόσον μεγάλης χάριτος; Ήτο «κρείττων και καθαρωτέρα άλλων» (Β΄, 7· Γ΄, 16), λέγει ο Δαμασκηνός, και συμπεριλαμβάνει εις τους «άλλους» και τους Αγγέλους (Β΄, 8).
Διότι μέσα εις το ανθρώπινον σώμα έδειξεν η Παναγία με την «διπλήν παρθενίαν» της66 – την οποίαν διπλήν παρθενίαν οι Άγγελοι λόγω της φύσεώς των δεν έχουν- αγιότητα υπεράνω των Χερουβίμ και των Σεραφίμ (Α΄, 9). Δια τούτο και η αγιότης της είναι αδιασπάστως συνδεδεμένη με αυτήν την πανάμωμον παρθενίαν της, την αειπαρθενίαν της (Α΄, 5-6).
Εις τον ναόν του Θεού, εις τα Άγια των Αγίων, η θεόπαις Μαρία – «η ιερωτάτη περιστερά, η ακεραία και άκακος ψυχή και τω Θείω Καθιερωμένη Πνεύματι» (Γ΄, 2)67 – ως «αγνή και φίλαγνος» (Γ΄, 19) γίνεται κατ΄ άμφω παρθένος, και παρθένος άχραντος (Γ΄, 2) «γηΐνοις μη ομιλήσασα πάθεσι, αλλ΄ουρανίοις εντραφείσα νοήμασι» (αυτ.). Διότι ως «θυγάτριον ιερώτατον, το λαθόντα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού» (Α΄,7), από τον πόθον προς την παρθενίαν («παρθένος και φιλοπάρθενος», Δ΄, 5), αλλοιούται τόσον με την βοήθειαν της χάριτος του Πνεύματος («πιανθείσα τω Πνεύματι», Έκδ. IV, 14), ώστε να λέγη ο Δαμασκηνός: «τοσούτον την παρθενίαν ποθήσασα, ως υπ΄ αυτής οιά τινος καθαρωτάτου ποιωθήναι πυρός» (Γ΄, 2), καθίσταται «πυρός θείου κατοικητήριον» και «Πνεύματος Αγίου ιερώτατον άγαλμα» (Δ΄, 5). Αι αρεταί της και η χάρις του Πνεύματος («τα του Αγίου Πνεύματος χαρισμάτων κύματα», Α΄, 9) εκόσμησαν την Παρθένον («η των αρετών περιβεβλημένη ευπρέπειαν και κεκοσμημένη τη του Πνεύματος χάριτι», Α΄, 9), ώστε να είναι αυτή «το κάλλος της ανθρωπίνης φύσεως» (Α΄,7), «εφ΄ ω ο δημιουργήσας ευφράνθη Θεός» (Α΄, 9). Και δια τούτο ως «αξιόθεος» (Α΄, 7) εκλέγεται ακριβώς «εις νύμφην Θεού και μητέρα» (Α΄, 7).
Ο Δαμασκηνός περιγράφει λεπτομερώς το ήθος και τας αρετάς της Παναγίας, όπως θα το ιδή ο αναγνώστης (Α΄, 9, 11), και γενικώς όλην την «ανεπίστροφον» ανάτασιν, αφοσίωσιν και αγάπην της Παρθένου προς τον Θεόν, αλλά και την αγάπην του Θεού προς την αγίαν Παρθένον («έως προς την ποθούσαν τον ποθούμενον είλκυσεν», «θυγάτριον θεοπόθητον», Α΄,9,7). Εις δε την «Έκδοσιν Ορθ. Πίστεως» συνοψίει ως εξής τα περί της αγιότητος της Παναγίας: «Είτα εν τω οίκω Θεού φυτευθείσά τε και πιανθείσα τω Πνεύματι, ωσεί ελαία κατάκαρπος, πάσης αρετής καταγώγιον γέγονε, πάσης βιωτικής και σαρκικής επιθυμίας τον νουν αποστήσασα και ούτω παρθένον την ψυχήν συντηρήσασα συν τω σώματι, ως έπρεπε την Θεόν εγκόλπιον υποδέχεσθαι μέλλουσαν· άγιος γαρ ων, εν αγίοις αναπαύεται· ούτω τοίνυν αγιωσύνην μετέρχεται και ναός άγιος και θαυμαστός του υψίστου Θεού αναδείκνυται άξιος» (Έκδ. IV,14). Αυτή λοιπόν είναι η αγιότης της Παναγίας προ του Ευαγγελισμού.
6. Αλλ΄όση και αν ήτο η δόξα των αρετών και της χάριτος της Παναγίας Παρθένου, η αποκορύφωσις της δόξης της, η «αρχή και μεσότης και τέλος» των υπέρ νουν αγαθών της (Β΄,12) είναι αναμφιβόλως ο Ευαγγελισμός και η Γέννησις του Χριστού, ή όπως λέγει ο Δαμασκηνός: «η άσπορος σύλληψις» (δια Πνεύματος Αγίου, του σαρκουμένου Λόγου του Πατρός, Α΄, 3) η θεία ενοίκησις (της του Υιού του Θεού Υποστάσεως Α΄, 6), και ο τόκος ο άφθορος (του Εμμανουήλ, Θεού παιδίου, του Θεανθρώπου Ιησού, Α΄, 4)» (Β,12). Διότι «η δόξα της Θεοτόκου έσωθεν, ο της κοιλίας καρπός» (Α΄, 9), ο Χριστός.
Πράγματι, μετά το τέλος της παραμονής της εις τον ναόν και μετά την παράδοσίν της από τους ιερείς εις τον δίκαιον και σώφρονα Ιωσήφ, τον φύλακα της παρθενίας της (Β΄,7· Έκδ. IV, 14), «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» η Παναγία Παρθένος δέχεται δια του Αρχαγγέλου τον Ευαγγελισμόν της Αγίας Τριάδος, «η ελειτούργησε» (Δ΄,5· Β΄,8), και αξιούται της ακατανοήτου και φιλανθρώπου συγκαταβάσεως και ενοικήσεως και σαρκώσεως του Θεού Λόγου, τον οποίον αυτή συνήντησε και απεδέχθη με άπειρον υπακοήν και ταπείνωσιν (Έκδ. ΙΙΙ, 2· Β΄. 8· Γ΄, 3· Λουκ. 1, 38, 48)68, επανορθώσουσα την παρακοήν της προμήτορος Εύας (Α΄,7) και αναδεικνυομένη αληθώς Θεοτόκος.
Όλον όμως το μυστήριον της Παναγίας Θεοτόκου, όπως μας εδίδαξαν και μας παρέδωσαν οι Απόστολοι και οι Πατέρες, συνοψίζεται εις το «μυστήριον του Χριστού» και δια τούτου εξηγείται. Εις την ερώτησιν των Ιουδαίων: «Τι μοι προσφέρεις, ότι ηδύνατο γυνή γεννήσαι Θεόν;» ο άγιος Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως απαντά: «Ου λέγω σοι ότι ηδύνατο γυνή Θεόν γεννήσαι, αλλ΄ ότι ηδύνατο Θεός σαρκωθείς γεννηθήναι υπό γυναικός· πάντα γαρ αυτώ δυνατά»69. Και το επαναλαμβάνει ο άγιος Δαμασκηνός λέγων: «Θεού βουλομένου ταύτα γεγένηται· επεί Θεού θέλοντος, δυνατά μεν άπαντα, αμήχανα δε μη θέλοντος» (Γ΄, 7). Η παντοδυναμία αυτή του Θεού συμπίπτει, κατά τον Δαμασκηνόν, με την άπειρον συγκατάβασίν Του70. Διότι μόνον ως συγκατάβασιν ημπορούμεν να εννοήσωμεν το πώς ο Θεός Λόγος «καταβάς αμεταβάτως.. επί της γης ώφθη (Α΄,3) και προς την υψοποιόν καταβέβηκε κένωσιν· πώς ο Υπερούσιος εκ γυναικείας νηδύος υπερουσίως ουσίωται· πώς ο Θεός τε έστιν και άνθρωπος γέγονεν… και ούτε της οσίας εκβέβηκε της Θεότητος και παραπλησίως ημίν κεκοινώνηκε σαρκός τε και αίματος· πώς ο τα πάντα πληρών και ων υπέρ άπαντα στενόν χωρίον κατώκησεν· πώς το υλικόν και χορτώδες σώμα της αοιδίμου ταύτης (της Παναγίας) το καταναλίσκον πυρ εδέξατο της Θεότητος… και ανάλλωτον εχρημάτισε (Γ΄, 7)· πώς η προ τόκου παρθένος και εν τω τίκτειν παρθένος και μετά τόκον παρθένος αειπάρθενος» (Α΄, 5) – όλα αυτά, δεν δύνανται να εξηγηθούν ανθρωπίνως και, κατά την έκφρασιν του Βασιλείου Σελευκείας, «γέγονε μυστήριον, όπερ μέχρι της σήμερον μένει μυστήριον, και ουδέποτε παύσεται του είναι μυστήριον»71. Όλα αυτά έγιναν «ως Αυτός (ο Θεός) μόνος οίδε», και «ούτε οφείλει άνθρωπος φυσιολογείν το ανεξιχνίαστον και ανεξερεύνητον πράγμα»72.
7. Από το ακατάληπτον τούτο μυστήριον της σαρκώσεως του Θεού Λόγου η Παναγία ονομάζεται και είναι «δικαίως και αληθώς» Θεοτόκος: «Το παιδίον Θεός και πώς ου Θεοτόκος η τεκούσα;» (Α΄, 4). Η Παρθένος Μαρία είναι όντως Θεοτόκος, διότι «ουκ άνθρωπον ψιλόν εγέννησεν, αλλά Θεόν αληθινόν· ου γυμνόν, αλλά σεσαρκωμένον» (Έκδ. ΙΙΙ, 12· Β΄, 3-4)· «ουκ άνθρωπον αποθεωθέντα, αλλά Θεόν ενανθρωπήσαντα» (Έκδ. ΙΙΙ, 2). Δεν εγέννησε δηλαδή η Θεομήτωρ ένα απλώς θεοφόρον ή θεωθέντα άνθρωπον, αλλ΄ αυτόν τούτον τον Θεόν Λόγον, τον Μονογενή Υιόν του Θεού, ο οποίος «ευδοκία του Πατρός, ουκ εκ συναφείας φυσικής, αλλ΄ εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου υπερφυώς σαρξ ατρέπτως εγένετο… (Α΄, 3), αυτής της Θεομήτορος υπερφυώς χορηγούσης το πλασθήναι τω Πλάστη και το ανθρωπισθήναι τω Θεώ και Ποιητή του παντός, θεούντι το πρόσλημμα, σωζούσης της ενώσεως τα ενωθέντα τοιαύτα οία και ήνωται» (Έκδ. ΙΙΙ, 12). Οι τελευταίοι λόγοι του Δαμασκηνού σημαίνουν ότι η Θεία Υπόστασις του Λόγου, ομοούσιος τω Πατρί κατά την Θεότητα, προσλαμβάνει εν τη μήτρα της Παναγίας την ανθρωπότητα, την πλήρη ανθρωπίνην φύσιν, και γίνεται ο Χριστός ομοούσιος τη Μητρί και ημίν, ενώνων στενώτατα τας δύο αυτάς φύσεις, την θείαν και την ανθρωπίνην, εν τη μια Υποστάσει Του, χωρίς να μεταβληθούν ή συγχυσθούν αι φύσεις αυταί ή να απολεσθούν τα ουσιαστικά των ιδιώματα (Β΄, 1· Έκδ. ΙΙΙ, 3, 6)73. Η δε ανθρωπίνη φύσις υψώνεται δια της υποστατικής αυτής ενώσεως εις την θέωσιν. Δια τούτο λέγεται ακόμη Θεοτόκος η Παναγία «ου μόνον δια την φύσιν του Λόγου, αλλά και δια την θέωσιν του ανθρώπου» (Εκδ. ΙΙΙ, 12)74. Διότι εν τη κοιλία της η ανθρωπίνη φύσις, δια της καθ΄ υπόστασιν ενώσεως με την Θεότητα του Θεού Λόγου, έλαβε «θέωσιν και λόγωσιν και υπερύψωσιν» και «τεθεώσθαι λέγεται και θεός γενέσθαι και ομόθεος τω Λόγω» (Έκδ. IV, 18· ΄, 2).
Η Παναγία είναι επίσης και Χριστοτόκος, «Χριστόν γαρ εγέννησε»75, (και θα ηδύνατο να ονομάζεται «Χριστοτόκος και Κυριοτόκος και Σωτηριοτόκος και Θεοτόκος»)76, αλλ΄ «επειδή επ΄ αναιρέσει της «Θεοτόκος» φωνής ο θεήλατος αιρετικός Νεστόριος ταύτη κατεχρήσατο, ου Χριστοτόκον, αλλ΄εκ του κρείττονος αυτήν Θεοτόκον κατονομάζομεν. Χριστοτόκοι γαρ και άλλαι των προφητών και βασιλέων μητέρες, μόνη δε Θεοτόκος η αγία Θεοτόκος Μαρία»77. Ο δε Λεόντιος ο Βυζάντιος επισφραγίζει αυτήν την Πατερικήν Παράδοσιν όταν λέγη: «Μόνον ιδικώτατον και κυριώτατον και σημαντικώτατόν εστι τη αγία αχράντω και αειδόξω Παρθένω όνομα το Θεοτόκος»78.
8. Εκ του μυστηρίου της θείας Σαρκώσεως γνωρίζομεν επίσης δια του αγίου Δαμασκηνού ότι η Παναγία Θεοτόκος, όπως προ του τόκου, έτσι και εν τω τόκω και μετά τον τόκον ήτο και παρέμεινε διαπαντός παρθένος «νω και ψυχή και σώματι αειπαρθενεύουσα» (Α΄ 5). Η αειπαρθενία της Παναγίας σημαίνει ότι αυτή, όπως εις την εκ Πνεύματος Αγίου άσπορον σύλληψιν του Υιού του Θεού ήτο «απείρανδρος» (Α΄, 6) και «απειρόγαμος» (Β΄, 14), έτσι και εις την γέννησιν ο «τεχθείς την αυτής παρθενίαν εφύλαξε άτρωτον, μόνος διελθών δι΄ αυτής και κεκλεισμένην τηρήσας αυτήν (Έκδ. IV, 14)… και διανοίγει μήτραν τα κλείθρα της παρθενίας μη λυμηνάμενος» (Β΄, 9). Κάθε άλλη παρθένος φυσικά «τω τόκω την παρθενίαν λυμαίνεται», η Παρθενομήτωρ όμως και Θεοτόκος Μαρία «και προ τόκου και τίκτουσα μένει παρθένος, και μετά γέννησιν» (Γ΄,2). Διότι η εξ αυτής γέννησις του Θεανθρώπου Χριστού ήτο ταυτοχρόνως «δι΄ ημάς, καθ΄ ημάς και υπέρ ημάς», δηλ. και σωτήριος, και φυσική και υπέρ φύσιν: «Δι΄ ημάς, ότι δια την ημετέραν σωτηρίαν· καθ΄ ημάς, ότι γέγονεν άνθρωπος εκ γυναικός και χρόνω κυήσεως· υπέρ ημάς, ότι ουκ εκ σποράς, αλλ΄ εξ Αγίου Πνεύματος και της Αγίας Παρθένου (=απειρογάμως), υπέρ νόμων κυήσεως» (Έκδ. ΙΙΙ, 7) και «ωδίνων άνευ (=ανωδύνως)» (Γ΄,13)79. Την δυνατότητα της τοιαύτης γεννήσεως έδωσε εις την Παναγίαν Παρθένον το Άγιον Πνεύμα, το «καθαίρον αυτήν και δύναμην δεκτικήν της του Λόγου Θεότητος παρέχον, άμα δε και γεννητικήν» (Έκδ. ΙΙΙ, 2), αλλά και ο ίδιος ο Μονογενής Υιός της, ο «τας της φύσεως ημών γονάς ελευθερώσας και Παρθενικήν αγιάσας μήτραν τω τόκω» Του80.
Η Παναγία Θεοτόκος, συνεχίζει ο άγιος Δαμασκηνός, «μένει και μετά τόκον παρθένος», είναι Αειπάρθενος, «ουδαμώς ανδρί μέχρι θανάτου προσομιλήσασα» (Έκδ. IV, 14). Τα έτη της επιγείου ζωής του Υιού της έζησε μαζί Του, και κατά την ώραν του σταυρικού θανάτου Του «τας ωδίνας, ας διέφυγε τίκτουσα, ταύτας εν τω του πάθους καιρώ υπέμεινε, υπό της μητρικής συμπαθείας των σπλάγχνων τον σπαραγμόν ανατλάσα» (Έκδ. IV, 14· Γ΄, 14)81, και μετά την Ανάστασιν «Θεόν τον σαρκί θανόντα κηρύττουσα» (αυτ.). Μετά δε την Ανάληψιν του Υιού της η Παναγία Θεομήτωρ έζησε μέχρι της Κοιμήσεώς της και Μεταστάσεως «εν τη θεία και περιωνύμω πόλει Δαβίδ, Σιών»: «αύτη η μήτηρ των ανά πάσαν την οικουμένην Εκκλησιών, της του Θεού Μητρός ενδιαίτημα πέφηνε» (Γ΄, 4).
9. Την πανένδοξον Κοίμησιν και θαυμαστήν Μετάστασιν της Μητρός του Κυρίου ομολογεί και κηρύττει ο άγιος Δαμασκηνός κατά την «αρχαίαν και αληθεστάτην παράδοσιν» της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων (Γ΄,4,18), και περιγράφει λεπτομερώς τα θαυμαστά γεγονότα κατά την ημέραν της Κοιμήσεως, όπως θα το ίδη ο αναγνώστης (κυρίως εις την Γ΄ Ομιλίαν), δια τούτο και δεν θα αναφερθώμεν εδώ εις όλα αυτά. Ας ίδωμεν μόνον το θέμα του θανάτου της Παναγίας, της ταφής του σώματός της και της μεταστάσεώς της εις τους ουρανούς.
Γεγονός είναι, κατά τον Δαμασκηνόν, ότι η Παναγία απέθανε θάνατον ανθρώπινον. Αν και είναι «πηγή της Ζωής», «προς την ζωήν δια μέσου του θανάτου μετάγεται», και ενώ «εν τω τόκω τους όρους υπερβάσα της φύσεως, νυν υποκύπτει τοις ταύτης θεσμοίς και θανάτω το ακήρατον καθυποβάλλεται σώμα» (Β΄, 10). Και επίσης «ως θυγάτηρ του πάλαι Αδάμ τας πατρικάς ευθύνας υπέρχεται (Γ΄,2) και «φυσικώς» η αγία της ψυχή «του ακηράτου χωρίζεται σώματος, και το σώμα τη νομίμω ταφή παραδίδοται» (Β΄,10). Η «ταφή» αυτή του σώματος γίνεται ίνα «το εκ γης συντεθέν παλινοστήση προς γην», δια να αποβάλη εκεί «το θνητόν» (Β΄,10· Δ΄,3) και να ενδυθή «το άφθαρτον», το πνευματικόν και φωτεινόν σώμα «της αφθαρσίας» (αυτ., πρβλ. Έκδ. IV, 27).
Και όμως, μολονότι αυτά γράφει ο άγιος Δαμασκηνός περί του φυσικού θανάτου της Μητρός του Κυρίου, ομολογεί ταυτοχρόνως, μαζί με τον άγιον Ανδρέαν της Κρήτης,82 ότι ο θάνατός της ήτο «υπέρ ημάς». Η «απειροδύναμος αγαθότης της θεαρχικής ασθενείας» (Γ΄, 18)83 του Υιού της «εκαινοτόμησε τας φύσεις»84 και τα πάντα όντως «εποίησε καινά». Η «ασθένειά» Του αυτή ήτο η σωτήριος και υψοποιός κένωσις, η συγκαταβατική σάρκωσις και ταπείνωσις, το σωτήριον πάθος και ο ζωοποιός θάνατός Του δι ημάς, αλλά και υπέρ ημάς. Χάρις δε ακριβώς εις αυτήν την «θεαρχικήν ασθένειάν» Του μετά την Ανάστασίν Του, δια της οποίας κατήργησε το κράτος του θανάτου, η ανθρωπίνη φύσις ενεδύθη την αθανασίαν. «Τεθέωμαι ο άνθρωπος, γράφει ο Δαμασκηνός, ο θνητός ηθανάτισμαι… την φθοράν απηφμίασμαι και αφθαρσίαν περίκειμαι τη περιβολή της Θεότητος» (Γ΄,2). Και απόδειξις τούτου είναι οι Άγιοι, τα ζώντα μέλη του αεί ζώντος Χριστού και η «Ζωαρχική Μήτηρ» Του (Β΄, 5). Πώς λοιπόν δύνανται να ονομάζωνται αυτοί «νεκροί», αφού η Κεφαλή τους και η Απαρχή, ο Χριστός, είναι ζων και ζωοποιός; Ο θάνατός τους πλέον, λέγει ο Δαμασκηνός, δεν είναι θάνατος, αλλ΄ «η καλλίστη εκδημία, η την προς Θεόν ενδημίαν χαρίζεται» (Β΄,10). Και εάν τούτο «πάσι τοις θεοφόροις θεράπουσι προς Θεού κεχάρισται· κεχάρισται γαρ και πιστεύομεν» (αυτ.), πώς όχι μάλλον εις την Μητέρα του Θεού85; Τόσον ο θάνατος της «Ζωαρχικής Μητρός» του Κυρίου υπερβαίνει την έννοιαν του «θανάτου», ώστε δεν ονομάζεται καν «θάνατος», αλλά «κοίμησις» και «θεία μετάστασις» και «εκδημία ή ενδημία προς τον Κύριον» (Β΄,10· Δ΄,1). Και εάν ακόμη λεχθή «θάνατος», όμως είναι «θάνατος ζωηφόρος» (Γ΄,2) και «αρχή δευτέρας υπάρξεως» (Δ΄,4), της αιωνίου.
Το ότι ο Θεός άφησε ακόμη να «μετάγωνται» δια του θανάτου εις αυτήν την αιωνίαν ζωήν οι Άγιοί Του και η ιδία η Μήτηρ Του, τούτο είναι κατά τα κρίματα και «θεσμοθετήματά» Του («και είκει τω του οικείου τόκου θεσμοθετήματι» – Γ΄,2), αλλ΄ ο θάνατος πλέον δεν έχει επάνω εις την Παναγίαν ούτε μέσα της καμμίαν εξουσίαν: «Σήμερον ο της ζωής θησαυρός, η της χάριτος άβυσσος, θανάτω ζωηφόρω καλύπτεται και τούτω αδειμάντως πρόσεισιν ή τον τούτου καταλύτην κυήσασα, ει και θάνατον προσαγορεύσαι χρεών την ταύτης πανίερον και ζωτικήν μεταβίωσιν. Η γαρ τοις πάσι την όντως ζωήν αναβλύσασα, πώς θανάτω γένοιτ΄ αν υποχείριος;» (Γ΄,2). Την Μητέρα της αυθυποστάτου Ζωής, την «της ενεργείας πλησθείσαν του Πνεύματος… και την Πατρικήν ευδοκίαν εγκυμονήσασαν, την του Θεού Λόγου πάντα πληρούσαν υπόστασιν… και όλην Θεώ ενωθείσαν, πώς καταπίη ο θάνατος; πώς ο άδης εισδέξεται; πώς διαφθορά του ζωοδόχου κατατολμήσειε σώματος; Αλλότρια ταύτα και πάντη ξένα της θεοφόρου ψυχής τε και σώματος. Ταύτη και προσβλέπων ο θάνατος δέδοικε· τω γαρ αυτής Υιώ προσβαλών έμαθεν αφ΄ων έπαθε και πείραν λαβών σεσωφρόνισται» (Γ΄,3)86.
Η «αντιομία» αυτή του «ζωηφόρου θανάτου» της Παναγίας δεν πρέπει να παρακάμπτεται με ανθρωπίνους συλλογισμούς ή ευσεβιστικάς δοξασίας, όπως είναι τα νέα «δόγματα» των Δυτικών περί «Immaculata Conceptio» και «Αssumptio» (άνευ θανάτου), αλλά να κρατήται η πίστις των Πατέρων και η Παράδοσις της Εκκλησίας του Χριστού. Η Παναγία Θεοτόκος δεν έχει ανάγκην από ψευδή δόξαν. Ο «μακαρισμός» της και η «δόξα» της, κατά τον άγιον Δαμασκηνόν, είναι «η άσπορος σύλληψις, η θεία ενοίκησις, ο τόκος ο άφθορος» του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος. Με αυτό δεν συγκρίνεται καμμία άλλη δόξα ή αρετή ή χάρις ή ενέργεια, είτε ανθρωπίνη είτε θεία: «Αύτη γαρ ουκ ενεργείας Θεού υπήρξε δοχείον, αλλ΄ ουσιωδώς της του Υιού και Θεού υποστάσεως» (Α΄,6). Δια τούτο και ο θάνατός της δεν είναι κάτι το άδοξον δι΄αυτήν, διότι τον δρόμον αυτόν του θανάτου ήδη έχει περάσει ο Υιός της (Δ΄, 1) και ως Θεός και Σωτήρ «τω θανάτω τον θάνατον κατέλυσε» και «πρόδρομος υπέρ ημών σωματικώς εισελήλυθεν εις το ενδότερον του καταπετάσματος», εις τα υπερουράνια «Άγια των Αγίων» (Γ΄, 12· Εβρ. 12, 9· 10, 20). Δια τούτο Αυτός ο Ίδιος, ο Υιός της και Σωτήρ, κατά την ώραν της Κοιμήσεως της Μητρός Του, έρχεται «προς την οικείαν λοχεύτριαν» (Γ΄, 10) και «δεσποτικαίς παλάμαις τη Παναγία ταύτη και θειοτάτη οία Μητρί λειτουργών, την ιεράν ψυχήν υποδέχεται» (Β΄,5), και συνοδευόμενος υπό όλων των Αγγέλων και των Αγίων την αναφέρει όχι απλώς εις τον ουρανόν, αλλ΄ «έως αυτού του βασιλικού θρόνου» Του (Β΄,11), εις τα επουράνια «Άγια των Αγίων» (Γ΄,12). Εις δε την «οσίαν ταφήν» (Β΄, 12) του «ζωαρχικού και θεοδόχου σώματος» (Δ΄, 4) της Θεοτόκου, ο Ίδιος, ως «ο νέος Σολομών ο ειρηνάρχης», όλα τα υπερκόσμια τάγματα των Αγγέλων και των Αγίων και τους Αποστόλους της Καινής Διαθήκης Του «συν παντί τω εν Ιερουσαλήμ των αγίων λαώ Του ηκκλησίασε» (Γ΄,12) και ούτω το πανάγιον και θεοδόχον σώμα «τω πανευκλεεί και υπερφυεί επιτίθεται μνήματι· καντεύθεν τριταίον (μετά τρεις ημέρας)» και άφθαρτον (Β΄, 10) «προς ουρανίους δόμους μετεωρίζεται, προς τον Μονογενή και ηγαπημένον Υιόν της και Θεόν (Γ΄,14· Δ’,2,4).
10. Θα ήτο δυνατόν να λεχθούν εδώ και πολλά άλλα από την θεολογίαν του αγίου Δαμασκηνού, τα οποία όμως δεν αναφέρομεν, διότι, όπως είπομεν εις την αρχήν της Εισαγωγής, ο πλούτος της θεοπαραδότου Ορθοδόξου Θεολογίας των Πατέρων είναι ανεξάντλητος. Ούτω θα έπρεπε να λεχθούν, μερικά έστω, δια την θέσιν της Παναγίας εις την ουράνιον «Εκκλησίαν των πρωτοτόκων» (Δ΄, 2) και την μεσιτείαν της δια την επίγειον Εκκλησίαν (Γ΄,8,16) και γενικώς δια την θέσιν της εις όλην την Εκκλησίαν, που είναι το Σώμα του Υιού της, από τον οποίον είναι πάντοτε αχώριστος («ουδέν γαρ μέσον Mητρός και Υιού», Δ΄,5), ως και επίσης δι΄ αυτήν ως «ευεργέτιδα πάσης της φύσεως» και κτίσεως (Β΄,2· Α΄,1· Γ΄,11,16), και την υπό πάσης κτίσεως προσκύνησιν αυτής ως «Βασιλίδος και Κυρίας και Δεσποίνης και Θεομήτορος και αληθούς Θεοτόκου» (Β΄, 12· Γ΄, 14). Και πόσα θα ηδύναντο να λεχθούν ακόμη περί της Παναγίας από την λατρείαν της Εκκλησίας μας, εις την οποίαν τόσοι και τόσοι ύμνοι της είναι του Δαμασκηνού87! Και πόσα ακόμη από την ζωήν της Εκκλησίας και την αιωνίαν και καθημερινήν πείραν της! Αληθώς, η τιμή και ο μακαρισμός και η δόξα και η χάρις της Παναγίας Θεοτόκου εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν δεν τελειώνουν ποτέ. Διότι «η εις αυτήν τιμή, εις τον εξ αυτής σαρκωθέντα Υιόν ανάγεται» (Έκδ. IV, 16· B΄, 14). Και όχι μόνον η τιμή, αλλά και πάντα τα άλλα, και προπαντός η ορθή πίστις και προσκύνησις. Διότι το τελικόν περί Παναγίας Θεοτόκου μυστήριον είναι το «Μυστήριον του Χριστού», «το πάντων καινών καινότατον, το μόνον καινόν υπό τον ήλιον» (Έκδ. ΙΙΙ, 1· Α΄, 2· Β΄, 9).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου