Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

ΜΝΗΜΗ ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΩΤΙΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΚΩΝ/ΛΕΩΣ


Ὁ Μέγας Φώτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους ποὺ βασίλευσαν οἱ αὐτοκράτορες Μιχαὴλ (842 – 867 μ.Χ.), υἱὸς τοῦ Θεοφίλου, Βασίλειος Α’ ὁ Μακεδὼν (867 – 886 μ.Χ.) καὶ ὁ Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφὸς (886 – 912 μ.Χ.), υἱὸς τοῦ Βασιλείου. Γεννήθηκε περὶ τὸ 810 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ εὐσεβὴ καὶ ἐπιφανὴ οἰκογένεια, ποὺ ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν τιμὴ καὶ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Σέργιος καὶ Εἰρήνη καὶ καταδιώχθηκαν ἐπὶ τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.).


Ὁ Ἅγιος Σέργιος, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 13 Μαΐου, ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου (784 – 806 μ.Χ.) καὶ περιπομπεύθηκε δέσμιος ἀπὸ τὸ λαιμὸ ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε τὴν περιουσία του καὶ ἐξορίσθηκε μετὰ τῆς συζύγου του καὶ τῶν παιδιῶν του σὲ τόπο ἄνυδρο, ὅπου ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες πέθανε ὡς Ὁμολογητής. 



Ὁ ἱερὸς Φώτιος διέπρεψε πρῶτα στὰ ἀνώτατα πολιτικὰ ἀξιώματα. Ὅταν μὲ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα ἀπομακρύνθηκε βιαίως ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος, ἀνῆλθε σὲ αὐτόν, τὸ ἔτος 858 μ.Χ., ὁ ἱερὸς Φώτιος, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν τεράστια μόρφωσή του. Ἡ χειροτονία του εἰς Ἐπίσκοπο ἔγινε τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 858 μ.Χ. ὑπὸ τῶν Ἐπισκόπων Συρακουσῶν Γρηγορίου τοῦ Ἀσβεστᾶ, Γορτύνης Βασιλείου καὶ Ἀπαμείας Εὐλαμπίου. Προηγουμένως βέβαια ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀκολούθως ἔλαβε κατὰ τάξη τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱεροσύνης. Ὁ ἱερὸς Φώτιος μὲ συνοδικὰ γράμματα ἀνακοίνωσε, κατὰ τὰ καθιερωμένα, τὰ τῆς ἐκλογῆς του στοὺς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς καὶ τόνισε τὴν ἀποκατάσταση τῆς εἰρήνης στὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλὰ πρὶν ἀκόμα προλάβει νὰ τὴν παγιώσει ἐπῆλθε ρήξη μεταξὺ τῶν ἀκραίων πολιτικῶν καὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πατριάρχη Ἰγνατίου, τῶν «Ἰγνατιανῶν». Οἱ «Ἰγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, ἀφόρισαν τὸν ἱερὸ Φώτιο καὶ ἀνακήρυξαν Πατριάρχη τὸν Ἰγνάτιο. Ὁ Ἅγιος Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ ἀνακύψαντος ζητήματος. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε ὡς ἀντικανονικὲς τὶς ἐνέργειες τῶν «Ἰγνατιανῶν» καὶ τόνισε ὅτι ὁ Ἰγνάτιος, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο, δὲν ἦταν πλέον Πατριάρχης καὶ ὅτι ἐὰν διεκδικοῦσε καὶ πάλι τὴν ἐπιστροφή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, τότε αὐτόματα θὰ ὑφίστατο τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως καὶ τοῦ ἀφορισμοῦ. Ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἱερούργησε, ὡς ἄλλος Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἀναζωπύρωση τῆς ἱεραποστολικῆς συνειδήσεως, ποὺ περιφρουρεῖ τὴν πνευματικὴ ἀνεξαρτησία καὶ αὐτονομία τῶν ὀρθοδόξων λαῶν ἀπὸ εἰσαγωγὲς ἐθίμων ξένων πρὸς τὴν ἰδιοσυγκρασία τους, μὲ σκοπὸ τὴν ἀλλοίωση τῆς ταυτότητος καὶ τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς. Διότι γνώριζε ὅτι ὁ μέγιστος ἐχθρὸς ἐνὸς λαοῦ εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς αὐτοσυνειδησίας του, ἡ φθορὰ τῆς πολιτισμικῆς του ἰδιοπροσωπίας καὶ ἡ ἀλλοίωση τοῦ ἤθους του. Ὁ ἱερὸς Φώτιος γνώριζε τὴν ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἀφοῦ ἀναφέρεται πολλὲς φορὲς στὸ ἔργο αὐτὸ καὶ μάλιστα ἐπηρεάστηκε ἀπὸ αὐτὴ στὸ θέμα τῆς χρήσεως τῶν ἐπιτόπιων γλωσσῶν καὶ τῶν μοναχῶν ὡς ἱεραποστόλων. Ἐπὶ ἡμερῶν του ἐκχριστιανίσθηκε τὸ ἔθνος τῶν Βουλγάρων, τὸ ὁποῖο μυσταγώγησε πρὸς τὴν ἀμώμητη πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἀναγέννησε μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ θείου Βαπτίσματος. Ὁ ἱερὸς Φώτιος διεξήγαγε μεγάλους καὶ ἐπιτυχεῖς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἐναντίων τῶν Μανιχαίων, τῶν Εἰκονομάχων καὶ ἄλλων αἱρετικῶν καὶ ἐπανέφερε στοὺς κόλπους τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πολλοὺς ἀπὸ αὐτούς. «Ἅπαντα μὲν τὰ ἀνθρώπινα συγκαταρρεῖ τῷ χρόνῳ καὶ ἀφανίζεται. Ἀρετὴ δέ… καὶ χρόνου καὶ παθῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου περιγίνεται· εἰ δὲ ἀκριβέστερον ἴδοις, τῷ χρόνῳ καὶ τῷ θανάτῳ μᾶλλον ἀναζῇ καὶ θάλλει καὶ τὸ οἰκεῖον κλέος καὶ τὴν εὐπρέπειαν, ἐναποσβεσθέντος αὐτοὶς τοῦ φθόνου, λαμπρότερόν τε καὶ θαυμασιώτερον ἀναδείκνυται». Ὁ λόγος αὐτός, ἀπόσταγμα τῆς βαθιᾶς πίστεως καὶ τῆς κατὰ Θεόν σοφίας τοῦ Ἰσαποστόλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ, «μυρίαις ἀρεταῖς ἐξανθήσαντος καὶ πάσῃ γνώσει διαλάμψαντος», πληρέστατα ἐφαρμόζεται σὲ αὐτὸν τὸν εἰπόντα, τὸν ὁποῖο ἡ ἀδιάφθορη συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους, ὁμολόγησαν αὐτὸν Ἅγιο καὶ Ἰσαπόστολο «τοῖς οὐρανίοις ἀδύτοις ἀγκατοικιζόμενον», ὡς «ἀοίδιμον μὲν τοῖς διωγμοῖς, δεδοξασμένον δὲ τοῖς θανάτοις». Τὸ θεολογικό του ἔργο δικαίωνε τοὺς ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας, βεβαίωνε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐνέπνεε τὴν Ἐκκλησιαστική συνείδηση γιὰ τὴν συνεχὴ ἐγρήγορση τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ ἐκκλησιαστική συνείδηση διέκρινε στὸ πρόσωπό του τὸν ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὸν ἐκφραστὴ τοῦ αὐθεντικοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ οἱονδήποτε στάδιο τοῦ βίου καὶ ἂν παρακολουθήσουμε τὸν ἱερό Φώτιο, εἴτε στὴν βιβλιοθήκη, ἐπιδιδόμενο σὲ μελέτες, εἴτε ὡς καθηγητὴ τῆς φιλοσοφίας στὸ πρῶτο Πανεπιστήμιο τῆς Μεσαιωνικῆς Εὐρώπης τῆς Μαγναύρας σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἡ Δύση ἦταν ἀκόμη βυθισμένη στὸ τέλμα τῶν σκοτεινῶν αἰώνων, εἴτε ὑπουργούντα σὲ ἀξιώματα μεγάλα καὶ περιφανὴ τῆς Πολιτείας, εἴτε κοσμοῦντα τὸν ἁγιότατο Πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας, εἴτε ἐξασκούμενο στὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία, εἴτε ὑφιστάμενο τὴν παραγνώριση τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς σκληρὲς στερήσεις δυὸ ἐξοριῶν, παντοῦ ἀναγνωρίζουμε τὸν μαχόμενο ὑπὲρ τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδόξου πίστεως, τῆς «ἀποστολικῆς τε καὶ πατρικῆς παραδόσεως» καὶ «τῆς προγονικῆς εὐσεβείας», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς πατερικῆς διδασκαλίας αὐτοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Βασίλειος καταθέτοντας τὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς πρώιμης ἁγιοποιήσεως τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου, γράφει: «Φώτιος γὰρ ἦν ὁ μακάριος, ὁ φωτός ἀκτῖσι φερωνύμος τοῦ ὀνόματος πλήθει διδασκαλιῶν καταλάμψας τὰ πέρατα, ὁ ἐξ αὐτῶν σπαργάνων ἀφιερωθεὶς τῷ Χριστῷ, ὡς ὑπὲρ τῆς αὐτοῦ εἰκόνος δημεύσει καὶ ἐξορίᾳ, τούτοις δὴ τοῖς ἀθλητικοῖς ἐκ προοιμίου ἀγῶσι συγκοινωνήσας τῷ γεννήτορι, οὗ καὶ ἡ ζωὴ θαυμαστὴ καὶ τὸ τέλος ἐπέραστον, ὑπὸ Θεοῦ τοῖς θαύμασι μαρτυρουμένη». Ἡ ζωντανὴ Ὀρθόδοξη πίστη, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, ἡ πίστη τῆς ἀληθείας, εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς Χριστιανικῆς μας υποστάσεως καὶ ἐπιβάλλει τὴν συνεχὴ προσπάθεια γιὰ τὸ «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς «καινῆς κτίσεως», ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ δυναμικὴ γεφύρωση, σύνδεση καὶ ἀλληλοπεριχώρηση τοῦ θείου καὶ ἀνθρώπινου στοιχείου. Ὁ Χριστός ἑνώνει στὸ πρόσωπό Του τὴ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ θεότητα καὶ ἡ ἀνθρωπότητα ἔχουν ἐν Χριστῷ ἕνα κοινὸ τρόπο ὑπάρξεως καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος εἶναι ἡ ἑνότητα, ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων, ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης. Ἡ ἕνωση τῆς θείας μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία ἀφηρημένη ἀρχή. Φανερώνεται σὲ ἐμᾶς, ὅπως φανερώνεται πάντοτε ἡ φύση: μόνο ὡς τρόπος ὑπάρξεως, δηλαδὴ ὡς δυνατότητα ζωῆς. Εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ ζήσουμε, νὰ πληρωθεῖ ἡ ἀπύθμενη δίψα γιὰ ζωὴ ποὺ βασανίζει τὴν ὕπαρξή μας, νὰ ζήσουμε ὅλες τὶς δυνατότητες τῆς ζωῆς νικώντας τὴν ἀναπηρία καὶ τὸν θάνατο τῆς τεμαχισμένης ὑπάρξεως. Ἀρκεῖ νὰ ἀποδεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία του καὶ νὰ ζήσει τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ, τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀληθινὴ Χριστιανική ζωὴ εἶναι ἡ γέφυρα ποὺ συνδέει τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν γῆ, ἡ συνεχὴς πηδαλιούχηση τοῦ πορθμείου ἐκείνου, τὸ ὁποῖο, ὅπως λέγει ὁ ἱερός Φώτιος, ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ «διαπορθμεύει ἡμῖν τὴν ἐκεῖθεν ἀγαθοειδὴ καὶ θείαν εὐμένειαν» καὶ Χάρη. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἀληθινὸ ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας: ἡ ἀναγέννηση, ἕνωση, μετοχὴ καὶ κοινωνία μὲ τὸν Χριστό διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ὀρθόδοξο, λοιπόν, ἦθος, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ προσώπου μὲ τὸν Θεό Πατέρα ἐν Χριστῷ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὁ ἁγιασμός τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὴν ὁδό τῆς θεώσεως ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει μόνο ὅταν ἔχουμε ὡς προϋπόθεση τὴν ὀρθή πίστη, τὴν ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτὸ οὐδέποτε ὁ Ἅγιος ἀνέχθηκε ὁποιαδήποτε παρασιώπηση ἢ παραφθορὰ τῆς ἀλήθειας. Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερός Φώτιος πρός τόν Πάπα Νικόλαο: «τὰ οἰκουμενικαῖς καὶ κοιναῖς τυπωθέντα ψήφοις πᾶσι προσήκει φυλάττεσθαι». Διότι, διὰ τῆς ἐπιμελοῦς φυλάξεως τῆς διδασκαλίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, «πᾶσα καινοτομία καὶ αἵρεσις ἀπελαύνεται· τὸ δὲ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀκήρατον καὶ ἀρχαιοπαράδοτον φρόνημα ταῖς εὐσεβούντων ψυχαῖς εἰς ἀδίστακτον σεβασμιότητα καθιδρύνεται». Ἔτσι ἡ μία γενεά, μετὰ φόβου Θεοῦ, παραδίδει στὴν ἐπερχόμενη τά τῆς πίστεως πολύτιμα κεφάλαια ποὺ ἔλαβε, μὲ πλήρη συναίσθηση ὅτι καὶ ἡ ἐπερχόμενη θὰ διατηρήσει ἀλώβητη τήν πίστη. Σὲ μία ὁμιλία του ὁ Ἅγιος ἐξαίρει τὴ σπουδαιότητα τῆς συνεχιζόμενης ἀνελλειπῶς διαδοχῆς: «Πρὸ τῆς ἑβδόμης Συνόδου, ἔσχε πρό ταύτης ἡ Πρώτη πολλῶν ἐν μέρει τάς πράξεις μιμήσασθαι. Ἡ Δευτέρα τήν Πρώτην ὑπογραμμὸν καὶ τύπον ἐδέξατο, τῆς δὲ Τρίτης αὐτή μετὰ τὴν πρώτην ὑπῆρξε παράδειγμα, ναὶ δὴ καὶ Τετάρτην ταυταῖς ἐπλούτει μιμήσασθαι καί ταῖς ἐφεξῆς ὑπῆρχον αἱ προλαβοῦσαι διδάσκαλοι». Ἡ ἀπαρίθμηση ἐδῶ τῶν Συνόδων δὲν εἶναι συμπτωματική. Γιὰ τὸν Ἅγιο, τὸν τῆς ἀπλανοῦς γνώσεως κανόνα, τὸ παρελθόν, ἡ παράδοση, τὰ γενόμενα στὸ ἅγιο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀποτελοῦν ἁπλὰ ἱστορικὰ γεγονότα. Μᾶλλον ἀποτελοῦν ὑπόδειγμα, τύπο γιὰ τὸ μέλλον τοῦ Κυριακοῦ Σώματος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιμένει μόνο στὴν ἱστορικὴ παράδοση ἢ μετάδοση, οὔτε μόνο γιὰ τὸν κληρονομικὸ χαρακτῆρα τῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ πρὸ παντὸς γιὰ τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας, γιὰ τὴν ταυτότητα καὶ τὴν συνέχεια τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴ ζωή της μέσα στὴ χάρη, γιὰ τὸ παρὸν μέσα στὸ ὁποῖο κατοικεῖ ἤδη τὸ μέλλον, γιὰ τὸ μυστήριο τῆς πίστεως. Ἡ ἑνότητα, ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας συμπληρώνονται καὶ καταξιώνονται μὲ τὴν ἀποστολικότητά της. Στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ καθολικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν ἀποστολικότητα: «Ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ, ὅτι Σύ με ἀπέστειλας». Ἔτσι ἡ ἀποστολικότητα γίνεται ὀντολογικὸ γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκφράζει καὶ τὰ ἄλλα γνωρίσματά της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, γιατί συνεχίζει τὴν ἀποστολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων Του μέσα στὸν κόσμο. Ὁ ἱστορικὸς σύνδεσμός της μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἡ βεβαίωση τοῦ συνδέσμου αὐτοῦ μὲ τὴν ἀναγωγὴ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν Ἐπισκόπων στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους ἀποτελοῦν τὰ ἐξωτερικὰ τεκμήρια τῆς ἀποστολικῆς ἰδιότητας καὶ διαδοχῆς. Τὸ ἠθικὸ δὲ αἴτημα τῆς ἀποστολικότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ὑποχρέωση γιὰ πιστότητα στὴν ἀποστολικὴ παράδοσή της, ἡ ὁποία ἐξασφαλίζει τὴν ταυτότητα καὶ ἑνότητα τοῦ ζῶντος Σώματος. «Τοῦτο γὰρ τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τοῦτο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὸ φρόνημα». Ἀγωνιζόμενος ὁ Ἅγιος Φώτιος ὑπὲρ «τῆς πίστεως ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν..., τῆς ἀχράντου καὶ εἰλικρινοῦς λατρείας, καὶ τῶν περὶ αὐτὴν μυστηρίων», στὴν ἐγκύκλιο ἐπιστολή του, τὸ 867 μ.Χ., ποῦ ἀπευθυνόταν πρὸς τοὺς κατὰ Ἀνατολὰς Ἐπισκόπους καὶ Πατριάρχες, στρέφεται στὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως, «κατὰ πάσης αἱρέσεως», ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ συγχρόνως καλεῖ ὅλους νὰ εἶναι ἄγρυπνοι ἐναντίων κάθε δυσέβειας. Ὁ Μέγας Φώτιος, γνωρίζοντας ὅτι κάθε ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἀληθὴ πίστη ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴν πνευματικότητα, κατακρίνει «τὸ τῆς γνώμης ἠρρωστηκὸς καὶ ἀστήρικτον» καὶ καταδικάζει, ὡς «ἁμαρτίαν πρὸς θάνατον», κάθε ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν «τῶν παραδοθέντων ἀθέτησιν» ἢ «καταφρόνησιν» ἀπὸ ἐκείνους ποὺ «κατὰ τῶν ἰδίων ποιμένων ὑπερήφανον ἀναλαμβάνουν φρόνημα, ἐκεῖθεν δέ κατά τοῦ κοινοῦ Ποιμένος καὶ Δεσπότου παρατείνουν τήν ἀπόνοιαν». Ἐπὶ τῆς βάσεως αὐτῆς ἀντέκρουσε ὄχι μόνο τοὺς εἰκονομάχους, ἀλλὰ καὶ τὶς παπικὲς ἀξιώσεις καὶ τὸ γερμανοφραγκικὸ δόγμα τοῦ filioque, τὸ ὁποῖο διασαλεύει τὴν κοινωνία τῶν ἁγιοπνευματικῶν προϋποθέσεων καὶ ἐνεργειῶν καὶ δὲν ἔχει θέση μέσα στὴν κοινωνία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς κοινότητος τῶν ἀδελφῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸν Ἰούλιο ἢ Αὔγουστο τοῦ 867 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, καθαίρεσε τὸν Πάπα Νικόλαο γιὰ τὶς ἀντικανονικές του ἐνέργειες, ἐνῶ ἀποδοκίμασε τὴ διδασκαλία τοῦ filioque καὶ τὰ ρωμαϊκὰ ἔθιμα. Μάλιστα ἡ ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ τοῦ ἱεροῦ Φωτίου γιὰ τὰ θέματα αὐτά, μετὰ τὴ συνοδικὴ κατοχύρωση τοῦ περιεχομένου της, κατέστη ἕνα σταθερὸ πλέον κριτήριο γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῶν σχέσεων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Ἡ δολοφονία τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τοῦ Γ’, στὶς 24 Σεπτεμβρίου 867 μ.Χ., ἀπὸ τὸν Βασίλειο Α’ τὸν Μακεδόνα, συνοδεύτηκε καὶ μὲ κρίση στὴν Ἐκκλησία. Ὁ νέος αὐτοκράτορας τάχθηκε ὑπὲρ τῆς προσεγγίσεως Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ρώμης καὶ ἀναζήτησε ἐρείσματα στούς «Ἰγνατιανούς». Ὁ ἱερὸς Φώτιος ὑπῆρξε τὸ θῦμα αὐτῆς τῆς νέας πολιτικῆς σκοπιμότητας τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἐκθρόνισε τὸν Ἅγιο Φώτιο καὶ ἀποκατέστησε στὸν θρόνο τὸν Πατριάρχη Ἰγνάτιο, στὶς 23 Νοεμβρίου 867 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 869 μ.Χ., ποὺ συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἀναθεμάτισε τὸν Ἅγιο Φώτιο, ὅσοι δὲ Ἐπίσκοποι χειροτονήθηκαν ἀπὸ αὐτὸν ἢ παρέμεναν πιστοὶ σὲ αὐτὸν καθαιρέθηκαν καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ἢ λαϊκοὺς παρέμειναν ὀπαδοί του ἀφορίσθηκαν. Ὁ ἱερός Φώτιος καθ’ ὅλη τὴν διαδικασία καὶ παρὰ τὴν προκλητικὴ στάση τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Πάπα τήρησε σιγή, τοὺς ὑπέδειξε νὰ μετανοήσουν καὶ ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὴν ἀντικανονικὴ ποινή. Στὴ συνέχεια ἐξορίστηκε καὶ ὑποβλήθηκε σὲ ποικίλες καὶ πολλαπλὲς στερήσεις καὶ κακουχίες.

Ἐπακολούθησε βέβαια ἡ συμφιλίωση τῶν δύο Πατριαρχῶν, Φωτίου καὶ Ἰγνατίου, ἀλλὰ ὁ θάνατος τοῦ Ἰγνατίου, στὶς 23 Ὀκτωβρίου τοῦ 877 μ.Χ., ἐπέτρεψε τὴν ἀποκατάσταση τοῦ ἱεροῦ Φωτίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο μέχρι τὸ ἔτος 886 μ.Χ. κατὰ τὸν ὁποῖο ἐξαναγκάστηκε σὲ παραίτηση ἀπὸ τὸ διαδεχθέντα τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο δευτερότοκο υἱὸ τοῦ Λέοντα ΣΤ’ τὸν Σοφό. Ὁ Ἅγιος Φώτιος κοιμήθηκε ὁσίως τὸ ἔτος 891 μ.Χ. ὄντας ἐξόριστος στήν ἱερά μονή τῶν Ἀρμενιανῶν, ὅπως ἄλλοτε ὁ θεῖος καί ἱερός Χρυσόστομος στά Κόμανα τοῦ Πόντου. Τὸ ἱερό καί πάντιμο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Φωτίου ἐναποτέθηκε στήν λεγόμενη μονή τῆς Ἐρημίας ἢ Ἠρεμίας, πού ἦταν κοντά στήν Χαλκηδόνα. Παλιότερα ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στό Προφητεῖο, δηλαδὴ στὸ ναό τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, ποὺ βρισκόταν στή μονή τῆς Ἐρημίας, ἐνῶ τώρα τελεῖται στήν ἱερά πατριαρχική μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴ νῆσο Χάλκη, ὅπου ἱδρύθηκε καὶ ἡ Θεολογική Σχολή τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. 


Άγιος Φώτιος Πατριάρχης Κων/λεως


ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ,ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ



Μὲ τὸ μικρὸ βενζινόπλοιο ποὺ κάνει τὴν τακτικὴ συγκοινωνία ἀπὸ τὴ Μεγίστη Λαύρα ὥς τὴ Δάφνη, παραπλέουμε τὸ νότιο ἄκρο τοῦ Ἄθω. Στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ χερσόνησος ἀπότομα ἀλλάζει σχῆμα. Ἡ ἤπια, καταπράσινη βουνοσειρά της ξεπετιέται στὰ ὕψη, σχηματίζοντας ἕνα θεώρατο λίθινο κῶνο ποὺ πλησιάζει τὶς δυὸ χιλ. μέτρα. Πρὸς τὴ θάλασσα, τὸ ἔδαφος γίνεται ἀπόκρημνο, αἰχμηρό, ἐπικίνδυνο καὶ γιὰ τοὺς πεζοπόρους καὶ γιὰ τὰ πλοιάρια, ἂν ὁ καιρὸς εἶναι κακός. Εἶναι μιὰ διαδοχὴ ἀπὸ ἄβατες, σχεδὸν κάθετες πλαγιὲς καὶ ἀπὸ σκισμάδες βράχων ποὺ κρύβουν σπήλαια ἀπλησίαστα. 



Τὴν τελευταία ἥμερη εἰκόνα ποὺ ἀντικρύζουμε μᾶς τὴ δίνουν τὰ ὀνομαστὰ Καυσοκαλύβια, χτισμένα σ' ἕνα φυσικὸ ἀμφιθέατρο, ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα. Τὴ μεγάλη αὐτὴ σκήτη τὴν ἀποτελοῦν καμιὰ σαρανταριὰ οἰκήματα, τριγυρισμένα ἀπὸ περιβόλια, ποὺ ζώνουν τὸν κεντρικό της ναό. Ἡ περιοχὴ ἔχει νερὸ καὶ ἀρκετὴ πρασινάδα ποὺ τῆς δίνει τὴν ὄψη ἑνὸς εἰδυλλιακοῦ χωριοῦ.Πέρα ἀπ' ἐκεῖ, τὸ τοπίο ἀγριεύει ὁλότελα. Τὰ βραχώδη κράσπεδα τοῦ μεγάλου βουνοῦ προβάλλουν ὁλοένα πιὸ ψηλά. Ἡ φυτεία ἀραιώνει, ὁ τόπος εἶναι ἄνυδρος, ἀπροσπέλαστος, ἀπωθεῖ κάθε ζωή. Μονάχα μερικοὶ θάμνοι, μερικὰ ἀγριόδεντρα προσθέτουν ἐδῶ κι ἐκεῖ λίγο πράσινο στὶς σκληρές, πέτρινες ἐπιφάνειες. Καθὼς ἀτενίζει κανείς, ἀπὸ τὸ πέλαγος, τὸ θέαμα ποὺ συνθέτουν οἱ φοβεροὶ βράχοι καὶ τὰ βάραθρα, ἔχει τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κινηθοῦν ἄνθρωποι σ’αὐτὰ τὰ μέρη. Εἶναι ἡ λεγόμενη Ἔρημος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ μοναδικὴ γωνιὰ τῆς γῆς ὅπου συνεχίζεται ἡ παλαιοχριστιανικὴ παράδοση τῶν ἐρημιτῶν τῆς Αἰγύπτου, τοῦ Σινᾶ, τῆς Παλαιστίνης. Ἐκεῖ καταφεύγουν καὶ ἀπομονώνονται οἱ μοναχοὶ τῶν ἄκρων, καθὼς θὰ λέγαμε μὲ τὴν κοσμική μας ὁρολογία οἱ «ἐξτρεμιστές», οἱ πιὸ ἀδιάλλακτοι, οἱ ἀπόλυτοι, ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦν ὅτι ἀκόμα καὶ τοῦ μοναστηριοῦ ἡ ζωὴ εἶναι μιὰ παραχώρηση στὴν κοινωνικότητα, μιὰ ἀδυναμία, ἕνας συμβιβασμός. Μέσα στὴν τέλεια Ἡσυχία, στὴν ὅσο τὸ δυνατὸ πιὸ ὁλοκληρωτικὴ ἀπογύμνωσή τους ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς ὑλικῆς ὕπαρξης κι ἀπὸ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου, ἀγωνίζονται νὰ συλλάβουν καὶ νὰ ζήσουν τὸ πνεῦμα στὴν πιὸ ἄδολη οὐσία του, στὰ τελευταῖα σύνορα, στὶς ἐσχατιὲς τοῦ «ἐνθάδε» πρὸς τὸ «ἐπέκεινα». Διατύπωσα παραπάνω τὴν ἄποψη ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι μιὰ μεταφυσικὴ ἐμπροσθοφυλακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἔρημος εἶναι ἡ ἐμπροσθοφυλακὴ τῆς ἐμπροσθοφυλακῆς.Φτάνουμε στὸ Νυμφαῖο ἀκρωτήριο, τὴν τελευταία νότια αἰχμὴ τῆς χερσονήσου. Ἐκεῖ μᾶς περιμένει τὸ πιὸ ὀνομαστό, τὸ πιὸ θρυλικὸ σημεῖο τῆς Ἐρήμου, ποὺ παλαιότεροι συγγραφεῖς τὸ ἔλεγαν τὸ «φρικτόν», τὸ «φρικαλέον» Καροῦλι. Εἶναι ἕνας πανύψηλος βράχος, σωστὸ πέτρινο βουνό, στημένο ἀπόκρημνα ἀπάνω στὴ θάλασσα. Στὶς σπηλιές του καὶ στὶς προεξοχές του βρίσκονται χτισμένα ἀρκετὰ μικρὰ καλύβια, σὲ ἀπόσταση τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Οἱ ταξιδιῶτες τὰ παρομοίασαν μὲ φωλιὲς γλάρων, κοράκων ἢ γυπαετῶν. Φαίνονται πολὺ δυσπρόσιτα καὶ λέγεται ὅτι οἱ ἐρημῖτες ποὺ τὰ κατοικοῦν ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν ἔξω κόσμο κατεβάζοντας μὲ καροῦλι ἕνα καλάθι ὡς τὴ θάλασσα. Ἀπὸ τοῦτο τὸ πρωτόγονο μηχάνημα πῆρε τὸ ὄνομά της ἡ περιοχή. Τὴ σκηνὴ αὐτὴ δὲν τὴν εἶδα, πιστεύω ὅμως πώς, ὅταν χαλνᾶ ὁ καιρός, κάθε κίνηση στὸ στενὸ χεῖλος τῶν γκρεμνῶν θὰ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνη κι ἡ ἀπομόνωση τῶν ἀσκητῶν θὰ εἶναι σχεδὸν ἀπόλυτη.Πῶς περνοῦν τὴ ζωή τους; ἀναρωτιέται κανείς. Ἡ κυριότερη ἀπασχόλησή τους εἶναι ἡ προσευχή, τὸ ἀδιάκοπο τέντωμα τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν ὑπέρτατο σκοπὸ ποὺ ἔχουν τάξει στὸν ἑαυτό τους. Ἡ ὑλική τους ζωὴ ἔχει περιοριστεῖ στὸ ἐλαχιστότατο ὅριο ποὺ μπορεῖ ἡ διάνοια νὰ συλλάβει. Ἕνα τριμμένο ράσο, ἕνα σκεπασμένο μέρος γιὰ νὰ κοιμοῦνται, ξεροὶ καρποὶ καὶ κανένα παξιμάδι γιὰ νὰ μὴν πεθάνουν τῆς πείνας, ἴσως τὸ καλοκαίρι κανένα λαχανικό, κανένα νωπὸ φροῦτο: μ' αὐτὰ συντηροῦνται. Νερὸ συνάζουν ἀπὸ τὴ βροχή, ὅταν βρέξει. Γιὰ νὰ προμηθευτοῦν τὴ στοιχειώδη τροφή τους, ἀσκοῦν μερικὲς χειροτεχνίες. Πλέκουν καλάθια, κατασκευάζουν κομπολόγια, ξύλινους σταυροὺς κι ἄλλα μικρὰ ἀντικείμενα ποὺ τὰ πηγαίνουν, σὲ ἀραιὰ διαστήματα, καὶ τὰ πουλοῦν ἢ τὰ ἀνταλλάσσουν μὲ τρόφιμα στὴ Δάφνη ἢ σὲ κανένα μοναστήρι.Μιὰ μικρὴ προβλήτα, καινούργιο ἀπόκτημα τοῦ τόπου, ἐπιτρέπει σήμερα στὰ πλοιάρια ν' ἀράξουν κάτω ἀπὸ τὰ Καρούλια, χωρὶς δυσκολία. Ἕνα μονοπάτι σὲ κορδέλες ἀνεβαίνει στὴν κορυφὴ τοῦ βράχου, ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρά του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη δὲν ὑπάρχει καμιὰ ὁμαλὴ διάβαση. Στὸ μέρος ἐκεῖνο οἱ ἐρημῖτες ὅταν ἀποφασίσουν νὰ ἀφήσουν τὰ ἡσυχαστήριά τους, πηγαινοέρχονται ἀπὸ ἀνεμόσκαλες ἢ πιασμένοι ἀπὸ ἁλυσίδες, σὲ γλιστερὰ περάσματα, ἀπάνω ἀπὸ ἀβύσσους. Ψηλότερα ἀπὸ τὰ Καρούλια, βρίσκονται τὰ Κατουνάκια, σὲ μιὰ ὀρεινὴ περιοχὴ τῆς Ἐρήμου κάπως ὁμαλότερη. Ἐκεῖ πρόκειται νὰ φιλοξενηθοῦμε, στὸν ἀγιογραφικὸ οἶκο τῶν Δανιηλαίων, σὲ ὓψος, καθώς μοῦ λένε, ἀπάνω ἀπὸ τριακόσια πενήντα μέτρα.Ὁ φίλος μας ὁ πολιτικὸς διοικητὴς ἔχει ὀργανώσει τὴ μετακίνησή μας μὲ πολλὴ μεθοδικότητα, ἀλλιῶς, βέβαια, δὲν θὰ εἶταν εὔκολο νὰ τραβήξουμε στὴν τύχη, σ' αὐτὰ τὰ ἄγρια μέρη. Τὰ Κατουνάκια ἔχουν εἰδοποιηθεῖ. Ὁ πατὴρ Γερόντιος, ἀπὸ τοὺς προϊσταμένους τοῦ ἁγιογραφικοῦ οἲκου, μεσόκοπος, ζωντανὸς καὶ ἀνοιχτόκαρδος μοναχός, βρίσκεται στὴν προβλῆτα τῶν Καρουλιῶν καὶ μᾶς περιμένει. Ἔφερε κι ἕνα μουλάρι γιὰ νὰ σηκώσει τὶς ἀποσκευές μας. Παίρνουμε σιγά-σιγὰ τὸν ἀνήφορο, γεμάτο πέτρες κοφτερὲς ποὺ κυλοῦν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας, ἐνῷ ὁ συνοδός μας μιλᾶ γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἐρημιτῶν.— Ἐδῶ λίγο παραπάνω, μᾶς λέει, ἀσκητεύει ἕνας Ρῶσος μοναχός, ἕνας πρίγκιπας τῆς παλαιᾶς Ρωσίας. Μεγάλος θεολόγος, ὀνομαστός. Μὰ δὲν μιλᾶ ἑλληνικά. Ἂν ξέρετε ξένες γλῶσσες, μποροῦμε νὰ δοκιμάσουμε νὰ τὸν δοῦμε.Ναί, ἔχουμε ἀκούσει ἀρκετὰ γιὰ τὸν πατέρα Νίκωνα, τὸ Ρῶσο πρίγκιπα τῶν Καρουλιῶν. Ὁ πατὴρ Παῦλος, στὴ Μεγίστη Λαύρα, μᾶς σύστησε θερμὰ νὰ τὸν πλησιάσουμε. Θὰ θέλαμε πολὺ νὰ τὸν συναντήσουμε, ἂν εἶχε διάθεση νὰ μᾶς δεχτεῖ. Θὰ προσπαθήσω, λέει ὁ πατὴρ Γερόντιος. Εἶναι πολὺ γέρος καὶ ἀποφεύγει τὶς συζητήσεις.— Πῶς ζεῖ; ρωτοῦμε.Ἔχει ἕναν παραγιὸ ποὺ τοῦ μπλέκει καλάθια. Ρῶσος κι αὐτός, μὰ ἔμαθε ἐλληνικὰ καὶ τοῦ κάνει καὶ τὸ διερμηνέα. Πουλοῦν τὰ καλάθια καὶ πορεύονται. Ὁ Νίκων βρίσκεται ἐδῶ καμιὰ τριανταριὰ χρόνια, ἴσως καὶ περισσότερα. Εἶταν ἀξιωματικὸς στὸ στρατὸ τοῦ Τσάρου. Ταξίδεψε πολύ, γνώρισε καλὰ τὸν κόσμο. Λένε πὼς ἔχει συγγένεια μὲ βασιλιάδες.Σταματοῦμε ἐμπρὸς σ' ἕνα περιφραγμένο πεζοῦλι ὅπου βρίσκεται ἕνα ταπεινὸ κελλί. Ὁ πατὴρ Γερόντιος μᾶς συστήνει νὰ περιμένουμε ἀπ’ ἔξω καὶ μπαίνει νὰ ζητήσει τὴν ἄδεια νὰ παρουσιαστοῦμε. Ἐπιστρέφει σὲ λίγο καὶ μᾶς λέει ὅτι ὁ πατὴρ Νίκων θὰ μᾶς δεχτεῖ, ἀλλὰ στὸ πόδι. Δὲν θὰ μᾶς βάλει νὰ καθήσουμε γιατὶ δὲν θέλει νὰ μᾶς κρατήσει πολλὴ ὥρα.Προχωροῦμε σ' ἕνα μισοσκότεινο καμαράκι ὅπου ὁ παραγιός, καθισμένος χάμω, μπλέκει τὰ καλάθια του. Εἶναι μορφὴ Ρώσου καλογἐρου κλασική, θὰ ἔλεγα, μὲ καστανόξανθα γένια, βλέμμα ἀνοιχτὸ κι ἐκεῖνον τὸν ἀπροσδιόριστο σλαβικὸ ἀέρα ποὺ περιέχει ζωικὴ ὁρμὴ καὶ μυστικοπάθεια, ἀνθρωπιὰ ἀπέραντη καὶ καταστροφή. Μᾶς χαμογελᾶ καὶ συνεχίζει τὴ δουλειά του. Ἀπὸ ἕνα διπλανὸ δωμάτιο, προβάλλει ὁ πατὴρ Nίκων, χαμογελαστὸς κι αὐτὸς καὶ μᾶς χαιρετᾶ. Εἶναι ἴσιος, μᾶλλον ὑψηλός, μὲ λίγα ἄσπρα γένια. Δὲν φαίνεται καθόλου κουρασμένος, οὔτε σωματικὰ οὔτε διανοητικά, παρὰ τὴ μεγάλη του ἡλικία. Τουναντίο, βαδίζει μὲ ἄνεση καὶ τὸ βλέμμα του σπιθοβολεῖ, ὁλοζώντανο. Ἔχει μιὰ γοητεία παράξενη, πολὺ ἰσχυρή, ποὺ κατακτᾶ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὸ συνομιλητή του. Ἡ ὄψη του ὑποβάλλει μιὰ βαθιά, ἄδολη, πολυδουλεμένη καὶ πολὺ ἔμπειρη πνευματικότητα, μιὰ ἤρεμη ἐγκαρτέρηση, μιὰ ἀδιατάρακτη ἐσωτερικὴ γαλήνη καί, μαζί, μιὰν ἐξαίρετη εὐγένεια καταγωγῆς καὶ ἤθους, μιὰ πολὺ μεγάλη ἀρχοντιά. Ἡ παραμικρή του κίνηση ἀναδίνει μιὰ κομψότητα, μιὰ λεπτότητα, μιὰ χάρη ποὺ δὲν βρίσκονται πιὰ στὴ σημερινὴ κοινωνία καὶ πού μοῦ φάνηκαν σὰν ἐπιβιώσεις ἀνακτορικὲς ἀπὸ ἕναν ἄλλον αἰώνα. Μᾶς μίλησε πρῶτα ἀγγλικά, ὕστερα ἡ συζήτηση κύλησε αὐθόρμητα στὰ γαλλικά. Μεταχειριζότανε καὶ τὶς δύο γλῶσσες τέλεια. Εἴπαμε μερικὰ πράματα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ τὶς ἐντυπώσεις μας ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψή μας.— Ἐδῶ μᾶς φυλάει ἡ Παναγία, εἶπε. Μιλήσαμε λίγο καὶ γιὰ τὸν κόσμο καὶ εἴδαμε πὼς εἶταν ἐνήμερος γιὰ τὴ γενικὴ κατάσταση τῶν πραγμάτων. Ἄφησε νὰ διαφανεῖ ἡ ἀπογοήτευσή του γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ πολιτισμοῦ μας. Τοῦ εἶπα ὅτι πιστεύω σὲ μιὰ μελλοντικὴ πνευματικὴ ἀναγέννηση ποὺ θὰ ἀκολουθήσει, μιὰ μέρα, τὴ σημερινὴ ὑποχώρηση τῶν ἀξιῶν τοῦ πνεύματος. Πρόσθεσα, μάλιστα, ὅτι θεωρῶ πιθανό, σὲ μιὰ τέτοια ἀνόρθωση, νὰ παίξει μεγάλο ρόλο ἡ πατρίδα του, ἡ Ρωσία. — Ὄχι, κύριε, ἀποκρίθηκε σιγανά, μ' ἕνα ὕφος• γεμάτο κατανόηση καὶ ἐπιείκεια, σὰν νὰ ἤξερε καλὰ τί ἐννοοῦσα καὶ σὰν νὰ τὸ εἶχε ξεπεράσει ἀπὸ πολὺν καιρό. Ὄχι, κύριε, δὲν θὰ γίνει τέτοιο πράμα σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, οὔτε στὴν πατρίδα μου οὔτε ἀλλοῦ.Μὲ κοίταξε στὰ μάτια μ’ ἕναν τρόπο σὰν νὰ ἤθελε νὰ μοῦ δώσει μιὰν εἴδηση ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν εἶχα ὑπ' ὄψη μου. Δὲν ἐπέμενε ὅμως σ' αὐτὸ ποὺ ἔλεγε, ἁπλῶς τὸ σημείωνε.— Ζοῦμε τὸ τέλος τῶν καιρῶν, εἶπε.Καὶ καθὼς κόμπιαζα κάπως, μὲ ρώτησε ἂν διάβασα τὴν Ἀποκάλυψη. Ναί, τὴν εἶχα διαβάσει.— Ἐκεῖ τὰ βλέπετε ὅλα καθαρά, εἶπε. Κι αὐτὰ ποὺ γίνονται καὶ τὰ ὅσα θὰ συμβοῦν.Προτοῦ φύγουμε, τὸν παρακαλέσαμε νὰ μᾶς εὐλογήσει. Στάθηκε μιὰ στιγμή. Εἶστε ὀρθόδοξοι; ρώτησε.— Ναί.— Ὢ τότε... εἶπε μὲ μία κίνηση ποὺ σήμαινε πώς, ἀφοῦ εἴμασταν ὀρθόδοξοι, δὲν ὑπῆρχε δυσκολία σ' αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητούσαμε.Μᾶς εὐλόγησε καὶ τοῦ φιλήσαμε τὸ χέρι. Σὰν ξαναπήραμε τὸ μονοπάτι, ὁ πατὴρ Γερόντιος μοῦ ζήτησε νὰ τοῦ μεταφράσω ἑλληνικὰ τὴ συζήτηση. Τοῦ τὰ εἶπα ὅλα.— Σωστά σᾶς μίλησε, εἶπε. Πολὺ σωστά. Αὐτὰ πιστεύουμε ὅλοι μας ἐδῶ.Στὰ πόδια μας τώρα χαίνει ὁ γκρεμνὸς τῶν Καρουλιῶν. Γιὰ νὰ μᾶς τονώσει στὸν ἀνήφορο, ὁ συνοδός μας κόβει καὶ μᾶς προσφέρει κλωνάρια ἀπὸ μιὰν ἐρημική, μεγάλη φασκομηλιὰ ποὺ κανεὶς δὲν ξέρει πῶς ξεπετάχτηκε, σὲ μιὰ στροφὴ τοῦ μονοπατιοῦ, (ἀπὸ τοὺς βράχους. Τόσο ἔντονη εὐωδιὰ δὲν θυμοῦμαι νὰ αἰσθάνθηκα ἄλλη φορὰ ἀπὸ θάμνο. Εἶναι ἄραγε τὸ κλίμα ποὺ τῆς δίνει τὸ χάρισμα νὰ ἀναδίνει τόσο ἄρωμα; Εἶναι μήπως ἡ δύναμη ποὺ πρέπει νὰ βάλει τὸ φυτὸ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ὑπάρξει καὶ νὰ φουντώσει μέσα στὴν τόση ξηρότητα; Μὲ θέλγει τόσο ποὺ κρατῶ τὰ φύλλα της ἀκατάπαυστα κοντὰ στὸ πρόσωπό μου.Φτάσαμε στὴν κορυφὴ τῶν Καρουλιῶν. Προχωροῦμε λίγο ἀκόμα, ἀπὸ ἕνα κάπως ὁμαλότερο μονοπάτι, στὶς ὑπώρειες τῆς μεγάλης κορυφῆς τοῦ Ἄθω, καὶ βρισκόμαστε μέσα σ' ἕνα μεγαλόπρεπο τοπίο ποὺ ἁπλώνεται πλατιὰ στὴ νοτιοδυτικὴ πλευρὰ τῆς χερσονήσου. Ἀλλεπάλληλες μεγάλες χαράδρες σκίζουν τὸ βουνὸ καὶ σχηματίζουν μιὰ σειρὰ βραχώδη παραπετάσματα ποὺ κατεβαίνουν ὥς τὴ θάλασσα. Ἀρκετὰ σκόρπια κελλιὰ βλέπουμε σὲ πετρώδεις πλαγιές, ἀνάμεσα σὲ ἄγριους θάμνους, πιὸ προσιτὰ ὅμως ἀπὸ κεῖνα τῶν Καρουλιῶν, σὰν ἐξοχικά, ἀπόμερα καλύβια γεωργῶν. Πρὸς τὰ ἀπάνω εἶναι τὰ Κατουνάκια. Τὰ ἡσυχαστήρια ποὺ βλέπουμε σκορπισμένα στὴν ἀπέναντί μας πλαγιὰ ἀποτελοῦν τὴ Μικρὴ Ἁγία Ἄννα. Πέρα ἀπὸ ἄλλες χαράδρες ἀπλώνεται ἀμφιθεατρικὰ ἡ καθαυτὸ Ἁγία Ἄννα, μεγάλη σκήτη, ὁλόκληρο χωριό, σὰν τὰ Καυσοκαλύβια, μὲ πολλὲς οἰκοδομὲς καὶ φουντωμένα περιβόλια. Ἐκεῖ πιὰ ἡ Ἔρημος ἔχει τελειώσει.Ἀφήνουμε δίπλα μας ἕνα μικρὸ ἐλαιώνα, φυτεμένο σὲ πεζούλια, περνοῦμε μιὰ ἀγροτικὴ πόρτα, προχωροῦμε κάτω ἀπὸ μιὰ κληματαριά. Βρισκόμαστε σ' ἕναν ὡραῖο κῆπο σὰν ταράτσα ποὺ ἀγναντεύει, ἀπὸ πολὺ ψηλά, τὴ θάλασσα. Ὁ ἥλιος βασιλεύει ἀπέναντί μας, ὁλοπόρφυρος.


Στεκόμαστε μερικὰ λεπτὰ μαγεμένοι ἀπὸ τὴ σιγή, ἀπὸ τὰ φλογερὰ χρώματα τοῦ οὐρανοῦ, ἀπὸ τὴ δύναμη αὐτῆς τῆς φύσης. Τελειότερο περίγυρο γιὰ ν' ἀφοσιωθεῖ κανεὶς ὁλότελα στὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ. Ὁ νοῦς, ἐδῶ, ἀπορίχνει αὐθόρμητα ὅ,τι περιττὸ καὶ μάταιο σέρνει μαζί του καὶ συγκεντρώνεται στὰ οὐσιώδη. Ἡ ἔξαρση, σὲ μιὰ τέτοια ἀτμόσφαιρα, πρέπει νὰ εἶναι συνηθισμένη κατάσταση, κανόνας ζωῆς. Ἀκοῦμε νερὸ νὰ κελαρύζει. Τὸ ἔφεραν πρόσφατα οἱ Δανιηλαῖοι, ἀπὸ μακριά, στὴν καρδιὰ τῆς Ἐρήμου, καὶ γλύκαναν κάπως τούτη τὴ γωνιά της. Εἲμαστε στὸν περίβολο τοῦ ἁγιογραφικοῦ τους οἴκου. Ὁ προϊστάμενός του, ὁ γέροντας Στέφανος, μᾶς περιμένει καὶ προχωρεῖ, εὐγενικὸς καὶ γλυκομίλητος, νὰ μᾶς καλωσορίσει.

 

Η έρημος. Ἀπό τo «Ταξίδι στὴ Μέση Ἀνατολὴ καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος», Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Ἑστία, 1961. Ο Γιώργος Θεοτοκάς υπήρξε από τους κύριους εκφραστές της γενιάς του Μεσοπολέμου, ποιητής, πεζογράφος και ακαδημαικός. Πέθανε το 1966.


Γιώργος Θεοτοκάς


ΤΟ ΑΠΟΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΧΟΛΑΡΧΗ



Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις διετέλεσε διευθυντὴς στὴν Ἀθωνιάδα σχολὴ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 18ου αἰώνα. Στὴν ἱερὰ μονὴ Διονυσίου ὁ σοφὸς αὐτὸς ἄνδρας δοκίμασε τὴ θαυματουργικὴ δύναμη τῆς Παναγίας τοῦ Ἀκαθίστου, ἡ ὁποία τὸν θεράπευσε ἀπὸ ἕνα ὀδυνηρὸ ἀπόστημα. Θὰ διηγηθῶ, σημειώνει ὁ ἴδιος, τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε σὲ μένα ἡ Παναγία, γιὰ νὰ τῆς ἀποδώσω ἔτσι τὴν εὐγνωμοσύνη ποὺ τῆς ὀφείλω. Δὲν τὸ γράφω γιὰ νὰ ὑπερηφανευθῶ ὅτι δέχτηκα τάχα θεία ἐπίσκεψη, κι οὔτε μὲ πειράζει, ἂν θὰ μὲ χαρακτηρίσουν ἀνόητο γιὰ τὴ διήγηση. 



Τὸ 1758, λοιπόν, ἤμουν σχολάρχης στὴν Ἀθωνιάδα. Ὅταν ἦρθε ἡ ἄνοιξη, παρουσιάστηκε στὸ βάθος τῆς ἀριστερῆς μου μασχάλης ἕνα ἐπικίνδυνο ἀπόστημα. Μὲ ταλαιπωροῦσε ἕνας ἐλαφρὸς πυρετὸς κι ἔνοιωθα ἐξάντληση. Τὸ ἀπόστημα διαρκῶς μεγάλωνε καὶ σκλήραινε. Ὅλο τὸ κοίλωμα τῆς μασχάλης καὶ ὁ ἀριστερὸς μαστὸς εἶχαν σκληράνει σὰν τὴν πέτρα. Πονοῦσα φοβερά. Δὲν μποροῦσα ὄχι μόνο νὰ σταθῶ, μὰ οὔτε νὰ καθίσω, νὰ ξαπλώσω, νὰ κοιμηθῶ ἢ νὰ ἀναπνεύσω ἐλεύθερα. Ἔνοιωθα ἀπογοήτευση καὶ προτιμοῦσα τὸν θάνατο ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἐκείνη ταλαιπωρία. Μερικοὶ φίλοι μὲ συμβούλευαν νὰ νοσηλευθῶ σὲ νοσοκομεῖο τῆς Χίου, τῆς Σμύρνης ἡ τῆς Θεσσαλονίκης. Κάθε ὅμως μετακίνηση ἦταν δύσκολη καὶ ἐπικίνδυνη. Πάνω στὴν ἀπελπισία μου μαθαίνω ὅτι κάποιος Διονυσιάτης μοναχὸς Νικηφόρος εἶναι εἰδικὸς στὸ νὰ χειρουργεῖ ἀποστήματα. Παίρνω τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ. Μὲ βάλανε μὲ πολὺ κόπο σὲ μία μικρὴ βάρκα, κι ἀφοῦ κάναμε τὸν περίπλου τοῦ Ἄθωνα φθάσαμε στὴ μονὴ Διονυσίου. Ὁ π. Νικηφόρος ἐξέτασε προσεκτικὰ τὸ ἀπόστημα καὶ μοῦ εἶπε: - Ἔχε θάρρος. Τὴ θεραπεία ὅμως νὰ τὴν περιμένεις ἀπὸ τὸν Τίμιο Πρόδρομο, τὸν προστάτη τῆς μονῆς. Ἐγὼ μόνο σὰν Βοηθός του θὰ σοῦ χρησιμεύσω. Συγχρόνως ἔβαλε στὸ πονεμένο μέρος μαλακτικά, γιὰ νὰ μαλακώσουν τὴ σκληρότητά του. Μέσα μου φούντωσε ἡ ἐλπίδα ὅτι μὲ τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου Προδρόμου θὰ μὲ θεράπευε. Ὁ π. Νικηφόρος μου ἔβαζε χίλια δυὸ καταπλάσματα. Καὶ τί δὲν ἐπινοοῦσε! Χόρτα, ρίζες, φύλλα, φροῦτα, ξύγκια, σαλιάγκια, πυρακτωμένους πλίθους, λάδια διάφορα. Τὸ ἀπόστημα ὅμως οὔτε ὑποχωροῦσε οὔτε μαλάκωνε. Ἀντίθετα, χειροτέρευε. Τότε ὁ γέροντας ἀποφάσισε νὰ μὲ χειρουργήσει. Ἤθελε νὰ χτυπήσει τὸ κακὸ στὴ ρίζα, ἡ ὁποία, καθὼς ἔλεγε, ἦταν μεγάλη σὰν ρεβίθι. θὰ βύθιζε λοιπὸν στὸ βάθος τὸ μαχαίρι καί, βγάζοντας τὴ ρίζα ποὺ ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ κακοῦ, σύντομα θὰ ἐξαφανιζόταν καὶ ὅλο τὸ ἀπόστημα. Ἐγὼ ὅμως φοβήθηκα τὴν τόλμη τοῦ χειρούργου. Ἀπόστημα ποὺ δὲν εἶχε ὡριμάσει δὲν ἔπρεπε καὶ νὰ χειρουργηθεῖ. Γι᾿ αὐτὸ ἀρνήθηκα τὴν ἐπέμβαση. Ἔτσι ὁ π. Νικηφόρος ἀπελπίστηκε γιὰ τὴ θεραπεία μου, ἐνῶ ἐγὼ γιὰ τὴ ζωή μου. «Ἀπογοητευμένος τελείως ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη βοήθεια, στράφηκα πρὸς τὴ Μητέρα τῆς εὐσπλαχνίας, καὶ τὴν ἱκέτευα ἐπίμονα μὲ δάκρυα νὰ μοῦ γίνει ἰατρὸς καὶ θεραπευτῆς. - «Βλέψον ἱλέῳ ὄμματί σου καὶ ἔπισκεψαι τὴν κάκωσιν ἣν ἔχω», θρηνοῦσα μὲ χαμηλὴ φωνή. Ὕστερα γυρίζω στοὺς παρόντες καὶ τοὺς λέω: - Πηγαίνετε μὲ στὸ παρεκκλήσι τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἀκαθίστου, καὶ ἀφῆστε μὲ μπροστὰ στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα της. Πράγματι, μὲ πῆγαν ἐκεῖ σηκωτό. Κι ἐνῶ ὁ παπὰς ἔψαλλε γιὰ χάρη μου τὴ μεγάλη Παράκληση, ἐγὼ διαρκῶς ἔκλαιγα. Τέλος ἔπεσα μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, κι ἀφοῦ ἔβρεξα τὸ ἔδαφος μὲ τὰ δάκρυά μου, ἱκέτευσα θερμὰ καὶ εἶπα: - Μὴ μ᾿ ἀφήσεις, Μητέρα, νὰ χαθῶ. Σταμάτησε τὴ συμφορά μου. «Πάντα γὰρ δύνασαι ὡς μήτηρ οὖσα τοῦ τὰ πάντα ἰσχύοντος Θεοῦ». Αὐτὸ ἦταν! 

Ἀμέσως ἔνοιωσα μέσα μου δύναμη, σηκώθηκα καὶ βγῆκα χαρούμενος ἀπὸ τὸ παρεκκλήσι. Μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς ἀδελφοῦ καὶ τοῦ μπαστουνιοῦ μου ἀνέβηκα στὸ κελί μου καὶ κοιμήθηκα ἐπὶ τέλους ὅλη τὴ νύχτα - ἐγώ, ποὺ πέρασα τόσες νύχτες ἄυπνος ἀπὸ τοὺς πόνους. Τὸ πρωὶ ἤμουν ἤρεμος. Τὸ ἀπόστημα σὲ λίγο μαράθηκε καὶ ἐξαφανίστηκε. Ἀπὸ τότε αἰσθάνομαι ὀφειλέτης στὴ Θεομήτορα καὶ κηρύττω παντοῦ τὸ θαῦμα της».


Εκ του βιβλίου της Ι. Μ. Παρακλήτου, Μήλεσι Αττικής: ''Εμφανίσεις και Θαύματα της Παναγίας'', έκδοση 2007. Τίτλος, επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.

ΕΝΑ ΜΟΥΛΑΡΙ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ ΦΟΡΤΩΜΕΝΟ ΚΟΥΡΑΜΑΝΕΣ



Ὁ Ν. Ντραμουντιανὸς διηγεῖται μία θαυμαστὴ ἐμπειρία του ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ 1940: «Ὁ λόχος μας πῆρε διαταγὴ νὰ καταλάβει ἕνα προχωρημένο ὕψωμα νιὰ προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμποῦρι μέσα στὰ βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, ἄρχισε νὰ πέφτει πυκνὸ χιόνι. Ἔπεφτε ἀδιάκοπα δυὸ μερόνυχτα κι ἔφτασε σὲ πολλὰ μέρη τὰ δυὸ μέτρα. Ἀποκλειστήκαμε ἀπὸ τὴν ἐπιμελητεία. Καθένας εἶχε τροφὲς στὸ σακίδιό του γιὰ μία ἡμέρα. 

Ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὸ κρύο δὲν λάβαμε πρόνοια «διὰ τὴν αὔριον» καὶ τὶς καταβροχθίσαμε. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἄρχισε τὸ μαρτύριο. Τὴ δίψα μας τὴ σβήναμε μὲ τὸ χιόνι, ἀλλὰ ἡ πεῖνα μας θέριζε. Περάσαμε ἔτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Τὸ ἠθικό μας τὸ διατηρούσαμε ἀκμαῖο, ἀλλὰ ἡ φύση ἔχει καὶ τὰ ὅριά της. Μερικοὶ ὑπέκυψαν. Τὸ ἴδιο τέλος περιμέναμε ὅλοι «ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος». Τότε μία ἔμπνευση τοῦ λοχαγοῦ μας ἔκανε τὸ θαῦμα! Ἔβγαλε ἀπ᾿ τὸν κόρφο του μία χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἔστησε στὸ ψήλωμα καὶ μᾶς κάλεσε γύρω του: - Παλικάρια μου! εἶπε. Στὴν κρίσιμη αὐτὴ περίσταση ἕνα θαῦμα μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε τὴν Παναγία, τὴ μητέρα τοῦ Θεανθρώπου, νὰ μᾶς βοηθήσει! Πέσαμε στὰ γόνατα, ὑψώσαμε τὰ χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δὲν προλάβαμε νὰ σηκωθοῦμε κι ἀκούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε καὶ πιάσαμε τὰ ὅπλα. Πήραμε θέση «ἐπὶ σκοπόν». Δὲν πέρασε ἕνα λεπτὸ καὶ βλέπουμε ἕνα πελώριο μουλάρι νὰ πλησιάζει κατάφορτο. Ἀνασκιρτήσαμε! Ζῷο χωρὶς ὁδηγὸ νὰ περνᾷ τὸ βουνό, μ᾿ ἕνα μέτρο χιόνι - τὸ λιγότερο - ἦταν ἐντελῶς ἀφύσικο. Καταλάβαμε: Τὸ ὁδηγοῦσε ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τὴν εὐχαριστήσαμε ὅλοι μαζὶ ψάλλοντας σιγανά, μὰ ὁλόκαρδα, τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ» καὶ ἄλλους ὕμνους της. Τὸ ζῷο εἶχε πάνω του μία ὁλόκληρη ἐπιμελητεία ἀπὸ τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιὰκ καὶ ἄλλα. Πολλὲς κι ἀπίστευτες κακουχίες πέρασα στὸν πόλεμο. Ἀλλ᾿ αὐτὴ μοῦ μένει ἀξέχαστη, γιατὶ δὲν εἶχε διέξοδο. Τὴν ἔδωσε ὅμως ἡ Παναγία».

Εκ του βιβλίου της Ι. Μ. Παρακλήτου, Μήλεσι Αττικής: ''Εμφανίσεις και Θαύματα της Παναγίας'', έκδοση 2007. Τίτλος, επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΒΓΑΛΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΛΕΚΑΝΗ



Στὰ 1530, στὴ βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, ἕνας τίμιος νέος, ὁ Στέφανος, γύριζε κάποια μέρα ἀπὸ τὴν πόλη στὸ χωριό του.Στὸν δρόμο συνάντησε κι ἄλλους ὁδοιπόρους, κι ἔτσι βάδιζαν ὅλοι μαζὶ συντροφιά. Κάποια στιγμὴ διέκριναν μακριὰ μερικοὺς νεαρούς, ποὺ μετέφεραν ἀλεύρι ἀπὸ τὸν μύλο. Ἡ παρέα τοῦ Στέφανου μπῆκε σὲ πειρασμό. - Δὲν τοὺς κλέβουμε τὸ ἀλεύρι; εἶπαν μεταξύ τους. Κανεὶς δὲν μᾶς βλέπει. Θὰ τὸ μοιραστοῦμε καὶ θὰ τὸ μεταφέρουμε στὰ σπίτια μας. Ὅλοι συμφώνησαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Στέφανο.



- Εἶναι ἁμαρτία! διαμαρτυρήθηκε. Κι ὕστερα, δὲν θὰ ξεφύγουμε τὴ δικαιοσύνη. Θὰ τιμωρηθοῦμε σὰν ληστὲς καὶ κακοποιοί. Ἐκεῖνοι ὅμως ἦταν ἀποφασισμένοι. Κι ὅταν πλησίασε ἡ λεία τους, ἐπιτέθηκαν στὰ παιδιά, τὰ ἔδειραν καὶ ἅρπαξαν τὸ ἀλεύρι. Οἱ νεαροί, δαρμένοι καὶ κακοποιημένοι, πῆγαν στὰ σπίτια τους καὶ διηγήθηκαν τὸ ἐπεισόδιο. «Ὕστερα εἰδοποίησαν τὸν διοικητή, τὸν Σίμωνα Μπάιλο, κι ἐκεῖνος ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ συλλάβουν τοὺς κακοποιούς. οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν σὰν ὕποπτο μόνο τὸν Στέφανο, γιατὶ οἱ ἄλλοι εἶχαν ἐξαφανιστεῖ. Ἐκεῖνος βάδιζε ἀμέριμνος, ἔχοντας πεποίθηση στὴν ἀθωότητά του. Ἀπολογήθηκε στοὺς στρατιῶτες μὲ εἰλικρίνεια, ἀλλὰ δὲν τὸν πίστεψαν. Τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Ὅταν τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή, ὁμολόγησε πάλι τὴν ἀλήθεια: - Βάδιζα μὲ τοὺς ληστές, ἀλλὰ μέρος στὴ ληστεία δὲν ἔλαβα. Ἄδικα μὲ κατηγορεῖτε. Ὁ δικαστὴς ὅμως δὲν τὸν πίστεψε καὶ τὸν καταδίκασε. - Ποιὰ τιμωρία προτιμᾶς, τὸν ρώτησε, νὰ σοῦ κόψουν τὰ χέρια ἢ νὰ σοῦ βγάλουν τὰ μάτια; Κι ἐκεῖνος, περίλυπος, προτίμησε τὴ δεύτερη, γιατὶ τοῦ φάνηκε λιγότερο ὀδυνηρή. Μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τῆς καταδίκης, ὅπου ἐκτελέστηκε ἡ φοβερὴ ἀπόφαση. Ὁ Στέφανος τώρα, ἀνίκανος γιὰ μετακινήσεις, χειραγωγεῖται ἀπὸ τὴ μητέρα του. Δεκαοχτὼ μίλια ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ ἦταν χτισμένη ἡ παραθαλάσσια πόλη Κασσιόπη. Ἦταν γνωστὴ γιὰ ἕνα ναὸ τῆς Θεοτόκου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο περνοῦσε πλῆθος λαοῦ καὶ προσκυνοῦσαν τὴ θαυματουργή της εἰκόνα. Ὁ Στέφανος ἀποφασίζει καὶ πηγαίνει στὴν πόλη αὐτή. Θὰ μένει στὸν ναὸ τῆς Θεοτόκου καὶ θὰ ζητᾶ ἐλεημοσύνη ἀπὸ τοὺς φιλάνθρωπους. Προσκύνησε μὲ τὴ μητέρα του τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα καὶ παρακάλεσε τὸν διακονητὴ μοναχὸ νὰ τοῦ παραχωρήσει ἕνα κελλάκι γιὰ τὴ διαμονή του. Τὴν πρώτη βραδιὰ ἔμειναν μέσα στὴν ἐκκλησία. Ἡ μητέρα του, κατάκοπη, κοιμήθηκε ἀμέσως. Ὁ ἴδιος ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τοὺς πόνους. Κάποια στιγμὴ τὸν πῆρε ἕνας ὕπνος ἐλαφρός. Νοιώθει τότε δυὸ χέρια νὰ τὸν ἀκουμποῦν καὶ νὰ ψηλαφοῦν τὶς κόγχες τῶν ματιῶν του. Ἦταν τόσο αἰσθητό, ὥστε ξύπνησε ἀμέσως καὶ ἀναρωτιόταν ποιὸς νὰ τὸν εἶχε ἀγγίξει. Καὶ τότε βλέπει μπροστὰ τοῦ μία γυναίκα λαμπροφορεμένη καὶ λουσμένη στὸ φῶς. Στάθηκε λίγο κι ὕστερα ἐξαφανίστηκε. Γυρίζει ὁ Στέφανος καὶ βλέπει τὰ καντήλια ἀναμμένα. Ξυπνάει τὴ μητέρα του καὶ τὴ ρωτάει: - Ποιὸς ἄναψε τὰ καντήλια; - Σώπα καὶ κοιμήσου, τοῦ λέει ἐκείνη, νομίζοντας πὼς τὸ παιδὶ τῆς ὀνειρεύεται. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε: - Βλέπω τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Δὲν εἶναι φαντασίες αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω! Τότε ἡ μητέρα ἀνασηκώθηκε καὶ κοίταξε μὲ ἀνησυχία καὶ λαχτάρα τὸ πρόσωπό του. Ναί, δὲν τὴν ἀπατοῦσαν τὰ μάτια της. Ζοῦσε τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἕνα ὁλοζώντανο θαῦμα: οἱ κόγχες τοῦ παιδιοῦ τῆς στολίζονταν ἀπὸ δυὸ γαλανὰ μάτια! Ἐνῶ, πρὶν τὴν τύφλωση, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου ἦταν μαῦρα! Ἀμέσως, μητέρα καὶ γιὸς εὐχαρίστησαν μὲ δάκρυα χαρᾶς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ τὴ γρήγορη ἐπέμβασή της. Ἀπὸ τὸν θόρυβο πῆρε εἴδηση ὁ νεωκόρος μοναχὸς κι ἔτρεξε στὸν ναὸ γιὰ νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Τὸ ὁλοφάνερο θαῦμα τὸν συγκλόνισε κι ἔφυγε γρήγορα γιὰ τὴ χώρα, γιὰ ν᾿ ἀναγγείλει τὸ γεγονὸς στὸν διοικητή. Ἐκεῖνος, παραξενεμένος, πῆρε μαζί του τοὺς προκρίτους τῆς Κέρκυρας κι ἐπισκέφθηκε τὸν Στέφανο. Εἶδε τὰ νέα μάτια στὶς κόγχες τους καὶ θαύμασε. Εἶδε ἀκόμη, σὰν ἀπόδειξη, καὶ τὸ σημάδι στὰ βλέφαρά του ἀπὸ τὸ πυρακτωμένο σίδερο. Μέσα του ὅμως ὁ διοικητὴς εἶχε καὶ κάποια ἀμφιβολία. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἐπέστρεψε στὴ χώρα, καλεῖ τὸν δήμιο καὶ τὸν ρωτάει: - Ἔβγαλες, πραγματικά, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου, ὅπως εἶχα διατάξει; - Βεβαίως τὰ ἔβγαλα. Βρίσκονται ἀκόμη μέσα σὲ μία λεκάνη. Ὁρίστε! Ὁ Μπάιλος κοίταξε ἀνήσυχος τὴ λεκάνη.

 

Πράγματι μέσα σ᾿ αὐτὴν ὑπῆρχαν δυὸ μάτια, καὶ μάλιστα μαῦρα μάτια, ὄχι γαλανά, σὰν κι αὐτὰ ποὺ εἶχε τώρα ὁ Στέφανος. Ἡ ἀλήθεια ἀποδείχθηκε μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο καὶ πειστικὸ τρόπο. Κι ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ εἰδοποίησε νὰ φέρουν τὸν Στέφανο, τοῦ ζήτησε συγνώμη καὶ τὸν ἀποζημίωσε μὲ πλούσια δῶρα. Τέλος, ἀνακαίνισε μ᾿ ἐπιμέλεια τὸν περίβολο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου!


Εκ του βιβλίου της Ι. Μ. Παρακλήτου, Μήλεσι Αττικής: ''Εμφανίσεις και Θαύματα της Παναγίας'', έκδοση 2007. Τίτλος, επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.

Η ΖΩΗΦΟΡΟΣ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΗΤΡΟΣ



...Αν ο θάνατος των Οσίων είναι τίμιος και η μνήμη 

δικαίου συνοδεύεται από εγκώμια, 

πόσο μάλλον τη μνήμη της αγίας των αγίων, 

δια της οποίας επέρχεται όλη η αγιότης στους αγίους, 

δηλαδή τη μνήμη της αειπάρθενης και Θεομήτορος, 

πρέπει να την επιτελούμε με τις μεγαλύτερες ευφημίες. 

Αυτό πράττουμε εορτάζοντας την επέτειο της αγίας κοιμήσεως ή μεταστάσεώς της, 

που αν και με αυτή είναι λίγο κατώτερη από τους αγγέλους, 

όμως ξεπέρασε σε ασύγκριτο βαθμό και τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους 

και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις δια της εγγύτητός της προς τον Θεό 

και δια των από παλαιά γραμμένων και πραγματοποιημένων σ' αυτή θαυμασίων... 



Ο θάνατός της είναι ζωηφόρος, μεταβαίνοντας σε ουράνια και αθάνατο ζωή, και η μνήμη τούτου είναι χαρμόσυνη εορτή και παγκόσμια πανήγυρις, που όχι μόνο ανανεώνει τη μνήμη των θαυμασίων της Θεομήτορος, αλλά και προσθέτει τη κοινή και παράδοξη συνάθροιση των ιερών Αποστόλων από κάθε μέρος της γης για την πανίερη κηδεία της, με θεολήπτους ύμνους, με τις αγγελικές επιστασίες και χοροστασίες και λειτουργίες γι΄ αυτήν. Οι Απόστολοι προπέμπουν, ακολουθούν, συμπράττουν, αποκρούουν, αμύνονται και συνεργούν με όλη τη δύναμη μαζί με εκείνους που εγκωμιάζουν το ζωαρχικό και θεοδόχο εκείνο σώμα, το σωστικό φάρμακο του γένους μας, το σεμνολόγημα όλης της κτίσεως. Ενώ ο ίδιος ο Κύριος Σαβαώθ και Υιός αυτής της αειπάρθενης, είναι αοράτως παρών και αποδίδει στη μητέρα την εξόδιο τιμή. Σε αυτού τα χέρια εναπέθεσε και το θεοφόρο πνεύμα, δια του οποίου έπειτα από λίγο μεταθέτει και το συζυγικό προς εκείνο σώμα σε χώρο αείζωο και ουράνιο. Διότι μόνο αυτή, ευρισκομένη ανάμεσα στο Θεό και σ' ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, τον μεν Θεό κατέστησε υιόν ανθρώπου, τους δε ανθρώπους έκανε υιούς Θεού, ουρανώσασα τη γη και θεώσασα το γένος. Και μόνο αυτή από όλες τις γυναίκες αναδείχθηκε μητέρα του Θεού εκ φύσεως πάνω από κάθε φύση. Υπήρξε βασίλισσα κάθε εγκοσμίου και υπερκοσμίου κτίσματος. Τώρα έχοντας και τον ουρανό κατάλληλο κατοικητήριο, ως ταιριαστό της βασίλειο, στον οποίο μετατέθηκε σήμερα από τη γη, στάθηκε και στα δεξιά του παμβασιλέως με διάχρυσο ιματισμό ντυμένη και στολισμένη, όπως λέγει ο προφήτης. (Ψαλμ. 44,11). Διάχρυσο ιματισμό, που σημαίνει στολισμένη με τις παντοειδείς αρετές. Διότι μόνο αυτή κατέχει τώρα μαζί με το θεοδόξαστο σώμα και με τον Υιό, τον ουράνιο χώρο. Δεν μπορούσε πραγματικά γη και τάφος και θάνατος να κρατεί έως το τέλος το ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα της και αγαπητό ενδιαίτημα ουρανού και του ουρανού των ουρανών. Αποδεικτικό για τους μαθητές στοιχείο περί της αναστάσεώς της από τους νεκρούς γίνονται τα σινδόνια και τα εντάφια, που μόνα απέμειναν στο τάφο και βρέθηκαν από εκείνους που ήλθαν να την ζητήσουν, όπως συνέβηκε προηγούμενα με τον Υιό και δεσπότη. Δεν χρειάσθηκε να μείνει και αυτή επίσης για λίγο πάνω στη γη, όπως ο Υιός της και Θεός, γι' αυτό αναλήφθηκε αμέσως προς τον υπερουράνιο χώρο από τον τάφο. 

Με την ανάληψή της η Θεομήτορ συνήψε τα κάτω με τα άνω και περιέλαβε το πάν με τα γύρω της θαυμάσια, ώστε και το ότι είναι ελαττωμένη πολύ λίγο από τους αγγέλους, γευόμενη το θάνατο, αυξάνει τη υπεροχή της σε όλα . Και έτσι είναι η μόνη από όλους τους αιώνες και από όλους τους αρίστους που διαιτάται με το σώμα στον ουρανό μαζί με τον Υιό και Θεό. Η Θεομήτωρ είναι ο τόπος όλων των χαρίτων και πλήρωμα κάθε καλοκαγαθίας και εικόνα κάθε αγαθού και κάθε χρηστότητος, αφού είναι η μόνη που αξιώθηκε όλα μαζί τα χαρίσματα του Πνεύματος και μάλιστα η μόνη που έλαβε παράδοξα στα σπλάχνα της εκείνον στον οποίο βρίσκονται οι θησαυροί όλων των χαρισμάτων. Τώρα δε με το θάνατό της προχώρησε από εδώ προς την αθανασία και δίκαια μετέστη και είναι συγκάτοικος με τον Υιό στα υπερουράνια σκηνώματα και από εκεί επιστατεί με τις ακοίμητες προς αυτόν πρεσβείες εξιλεώνοντας αυτόν προς όλους μας. Είναι τόσο πολύ πλησιέστερη από τους πλησιάζοντας το Θεό, όχι μόνο από τους ανθρώπους, αλλά και από αυτές τις αγγελικές ιεραρχίες. «Τα Σεραφίμ στέκονταν γύρω του» (Ησαϊας 6,2) και ο Δαβίδ λέγει: «παρέστη η βασίλισσα στα δεξιά σου». Βλέπετε τη διαφορά της στάσεως; Από αυτή μπορείτε να καταλάβετε και τη διαφορά της, κατά την αξία της τάξεως. Διότι τα Σεραφείμ ήταν γύρω από το Θεό, πλησίον δε στον ίδιο μόνο η βασίλισσα και μάλιστα στα δεξιά του. Όπου κάθισε ο Χριστός στον ουρανό, δηλαδή στα δεξιά της μεγαλωσύνης, εκεί στέκεται και αυτή τώρα που ανέβηκε από τη γη στον ουρανό. Ποιός δεν γνωρίζει ότι η Παρθενομήτωρ είναι εκείνη η βάτος που ήταν αναμμένη αλλά δεν καταφλεγόταν. (Ψαλμ.44,19) Και αυτή η λαβίδα, που πήρε το Σεραφίμ, τον άνθρακα από το θυσιαστήριο, που συνέλαβε δηλαδή απυρπολήτως το θείο πυρ και κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να έλθει προς το Θεό. Επομένως μόνη αυτή είναι μεθόριο της κτιστής και της άκτιστης φύσεως. Ποιός θα αγαπούσε το Υιό και Θεό περισσότερο από τη μητέρα, η οποία όχι μόνο μονογενή τον γέννησε, αλλά και μόνη της αυτή χωρίς ανδρική ένωση, ώστε να είναι το φίλτρο διπλάσιο. Όπως λοιπόν, αφού μόνο δι' αυτής επεδήμησε προς εμάς, φανερώθηκε και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους, ενώ πρίν ήταν αθέατος, έτσι και στον μελλοντικό ατελεύτητο αιώνα κάθε πρόοδος και αποκάλυψη μυστηρίων χωρίς αυτήν θα είναι αδύνατος. Δια μέσου της Θεομήτορος θα υμνούν το Θεό γιατί αυτή είναι η αιτία, η προστάτης και πρόξενος των αιωνίων. Αυτή είναι θέμα των προφητών, αρχή των Αποστόλων, εδραίωμα των μαρτύρων, κρηπίς των διδασκάλων, η ρίζα των απορρήτων αγαθών, η κορυφή και τελείωση κάθε αγίου. 

Ω Παρθένε θεία και τώρα Ουρανία, 

πως να περιγράψω όλα σου τα προσόντα; 

Πως να σε δοξάσω, το θησαυρό της δόξας; 

Εσένα και η μνήμη μόνο αγιάζει αυτόν που την χρησιμοποιεί. 

Μετάδωσε πλούσια λοιπόν τα χαρίσματά σου στο λαό σου, 

Δέσποινα, 

δώσε τη λύση των δεινών μας, 

μετάτρεψε όλα προς το καλύτερο με τη δύναμή σου, 

δίδοντας τη χάρη σου για να δοξάζουμε το προαιώνιο Λόγο 

που σαρκώθηκε από σένα γα μας 

μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα, 

τώρα και πάντοτε και στους ατελευτήτους αιώνες. Γένοιτο...

Απόσπασμα από τις Πατερικές εκδόσεις: 
«Γρηγόριος ο Παλαμάς», τόμος 10ος. 
Λόγος εις την Κοίμησην της Θεοτόκου. 
Τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς