Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

ΤΗΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΑ ΤΩΝ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ Αγιοπατερική ερμηνεία στον Θεομητορικό Ύμνο «Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ»

Πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό ἐξαίρετο ἑρμηνευτικό τῶν ἀσματικῶν κανόνων τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν βιβλίο του «Ἑορτοδρόμιον»[1], ἑρμηνεύει ἄριστα τόν προαναφερθέντα πασίγνωστο Θεομητορικό ὕμνο.

 Λέει, λοιπόν, ὅτι ὁ ἐν ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Κοσμᾶς ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ ὁ Μελωδός, θέλοντας νά ὑμνήσει τήν ἀσύγκριτη δόξα τῆς Θεομήτορος, καί μή μπορώντας νά τήν περιγράψει, ἐξαιτίας τοῦ θεομητροπρεποῦς ἁγιασμοῦ της καί τῶν ὑπερφυσικῶν καί παραδόξων χαρισμάτων, τά ὁποία ἐνυπάρχουν οὐσιώδη καί ἐσωτερικά στό παρθενικό πρόσωπό της, ἐπειδή ὑπερβαίνουν κάθε νοῦ καί λόγο, ἐξαιτίας τόσο τοῦ μεγέθους τους ὅσο καί τοῦ πλήθους τους, γι’αὐτό ἀναγκάζεται ἐδῶ νά παραλάβει ὄχι ἀπό τόν αἰσθητό, ἀλλά ἀπό τόν νοητό κόσμο, τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ, οἱ ὁποῖες εἶναι οἱ πρῶτες ταξιαρχίες, πού βρίσκονται γύρω ἀπό τόν Θεό, ἔτσι ὥστε, μέσω τῆς συγκριτικῆς ἀσυγκρισίας τους ἤ τῆς ἀσύγκριτης συγκρίσεως, νά φανερώσει ἔστω καί λίγο τήν ἀπό ὑπερβολή σέ ὑπερβολή δόξα, κατά τόν Ἀπόστολο, καί τήν ὑπέρ λίαν τιμή τῆς Ἀειπαρθένου καί Θεομήτορος.

Παρατηροῦμε ἐδῶ ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος χρησιμοποιεῖ τίς ἐκφράσεις «συγκριτική ἀσυγκρισία» καί«ἀσύγκριτη σύγκριση», ἐπειδή, σύμφωνα μέ τούς φιλολόγους, ἡ σύγκριση γίνεται πρός ὁμοφυῆ, ὁμοειδῆ καί ὁμοούσια πράγματα. Ἡ σύγκριση, πού γίνεται ἐπί τῶν ἑτεροφυῶν καί ἑτερουσίων πραγμάτων, θά ἦταν καλλίτερο νά λέγεται διάκριση καί ὄχι σύγκριση. Γι’αὐτό καί ἡ σύγκριση στό τροπάριο αὐτό εἶναι περισσότερο διάκριση.

Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τόν θεῖο Χρυσόστομο, δέν ὑπάρχει τίποτε σέ ὅλη τήν κτίση ἶσο ἤ ἀνώτερο ἀπό τήν Θεοτόκο. Γιατί, ἔτσι ρητορεύει ἡ καλή αὐτή γλῶσσα : 
«Δέν ὑπάρχει τίποτε στόν βίο, ὅπως ἡ Θεοτόκος Μαρία˙ περίελθε, ὦ ἄνθρωπε, ὅλη τήν κτίση μέ τόν λογισμό σου καί δές, ἄν ὑπάρχει κάτι ἶσο ἤ μεγαλύτερο ἀπό τήν ἁγία Θεοτόκο Παρθένο˙ γύρισε ὅλη τήν γῆ˙ δές παντοῦ γύρω γύρω τήν θάλασσα˙ ἀσχολήσου πολύ μέ τόν ἀέρα˙ ἐρεύνησε μέ τή διάνοιά σου τούς οὐρανούς˙ ἐνθυμήσου ὅλες τίς ἀόρατες Δυνάμεις, καί δές, ἄν ὑπάρχει ἄλλο τέτοιο θαῦμα σέ ὅλη τήν κτίση»[2]. Λέει δέ καί ὁἸωάννης Ζωναρᾶς : «Ἡ Θεοτόκος ὀνομάζονταν δεδοξασμένη, ἐπειδή ἦταν καταγώγιο (κέντρο) κάθε ἀρετῆς˙ γιατί δέν βρέθηκε καθαρώτερη ἀπ’αὐτή σ’ὅλες τίς γενεές ἀπ’αἰῶνος».
Ἀπευθύνοντας, λοιπόν, ὁ θεσπέσιος Μελωδός τόν λόγο πρός τήν Θεοτόκο λέγει : «Ἐσένα μεγαλύνουμε, πανάχραντε Θεοτόκε, ἡ ὁποία εἶσαι τιμιώτερη ὄχι συγκριτικῶς, ἀλλά ἀσυγκρίτως ἀπό τά γνωστικότατα καί σοφώτατα Χερουβίμ». 

Γιατί, σύμφωνα μέ τόν Ἀρεοπαγίτη ἅγιο Διονύσιο, ἡ λέξη «Χερουβίμ» ἑρμηνεύεται «πλῆθος γνώσεως» ἤ «χύση σοφίας». 
Πρέπει κι ἐδῶ νά ἐννοηθεῖ τό ἐπίρρημα «ἀσυγκρίτως», ὥστε νά ἀποδίδεται ὄχι μόνο πρός τά Σεραφίμ, ἀλλά καί πρός τά Χερουβίμ. Παρομοίως, συνεχίζει ὁ Μελωδός : «Εἶσαι (πανάχραντε Θεοτόκε) καί ἐνδοξότερη ὄχι συγκριτικῶς, ἀλλά ἀσυγκρίτως ἀπό τά Σεραφίμ». Γι’αὐτό, ἔτσι πρέπει νά ἐννοεῖται ὁ ὕμνος : «Τήν τιμιωτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Χερουβίμ, καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ». Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Διονύσιο, ἡ λέξη «Σεραφείμ» θά πεῖ «ἐμπρηστές» ἤ «θερμαίνοντες».

 Δύο πράγματα εἶναι ἄξια σημειώσεως στό σημεῖο αὐτό, λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος.   Πρῶτον, ὅτι, ἀναφέροντας ὁ Ἱερός Κοσμᾶς τά δύο ὑπέρτατα τάγματα ἀπό τήν πρώτη Ἱεραρχία τῶν Ἀγγέλων, δηλ. τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ, καί λέγοντας ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι τιμιώτερη ἀσυγκρίτως καί ἐνδοξότερη ἀπ’αὐτά, τήν ἀπέδειξε τιμιώτερη καί ἐνδοξότερη καί ἀπ’ὅλα τά ἄλλα κατώτερα τάγματα. Γιατί, αὐτή, πού εἶναι ὑπέρτερη ἀπ’τά μεγαλύτερα, πολύ περισσότερο εἶναι ὑπέρτερη ἀπ’τά μικρότερα. Δεύτερον, ὅτι ὁ Μελωδός τεχνηέντως δέν ἀνέφερε τούς Θρόνους, πού εἶναι ὑψηλότεροι ἀπό τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ στήν πρώτη Ἱεραρχία, γιά νά μᾶς δώσει νά καταλάβουμε ὅτι Θρόνος ἔμψυχος τοῦ Παμβασιλέως Θεοῦ εἶναι ἡ Θεοτόκος, ἡ ὁποία χώρεσε στήν μήτρα της αὐτόν, πού δέν χωροῦσε σέ τίποτα, καί τόν βάσταξε ὡς θρόνος, γιά τόν ὁποῖο ὁ προφήτης Ἡσαΐας εἶπε ὅτι εἶδε τόν Κύριο νά κάθεται πάνω σέ θρόνο ὑψηλό καί ἐπηρμένο καί ὅτι γύρω ἀπ’αὐτόν στέκονταν τά Σεραφίμ.

Πρεπωδέστατα, λοιπόν, ἡ Θεοτόκος εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπ’ὅλες τίς Οὐράνιες Δυνάμεις, διότι ἐκεῖνες μέν, δεχόμενες κάποιες ἐλλάμψεις ἀπό τόν Θεό, ἀπό’κεῖ φωτίζονται καί τελειοῦνται, ἡ δέ Παρθένος Μαρία, οὐσιωδῶς ἐχώρησε τόν Θεό Λόγο ἀσπόρως (χωρίς σπορά) καί ἀπειράνδρως (χωρίς πεῖρα ἀνδρός) στήν ἄχραντη κοιλία της, τόν Ὁποῖο, ἀφοῦ ἐβάστασε ἀκόπως καί ἔτεκε χωρίς πόνους, γέννησε ἀδιαφθόρως (χωρίς φθορά), χωρίς νά βλάψει τήν Παρθενία της, τά ὁποῖα καί τά τέσσερα αὐτά εἶναι ὑπερφυσικώτατα, παραδοξότατα, ξενακουστότατα καί ἐκπληκτικώτατα. Ἐσένα, λοιπόν, μεγαλύνουμε τήν ὄντως καί ἀληθῶς Θεοτόκο. 

Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στήν πρός Κληδόνιον Α΄ ἐπιστολή του : «Ὅποιος δέν ὑπολαμβάνει τήν Μαρία ὡς Θεοτόκο, εἶναι χωρίς τήν Θεότητα». Καί πάλι : «Ὅποιος λέει ὅτι ὁ Θεός Λόγος διεπέρασε ἀπό τήν Παρθένο σάν ἀπό σωλήνα, ἀλλά ὄχι καί ὅτι διαπλάστηκε σ’αὐτή θεϊκῶς καί ταυτόχρονα ἀνθρωπικῶς (θεϊκῶς μέν διότι συνέλαβε χωρίς ἄνδρα, ἀνθρωπικῶς δέ διότι συνέλαβε μέ νόμο κυήσεως) μοιάζει μέ ἄθεο». Αὐτό τό ἔλεγαν, βλασφημώντας, οἱ αἱρετικοί Οὐαλεντίνοι, δηλ. ὅτι ὁ Χριστός ἔφερε μέν τήν σάρκα ἀπ’τόν Οὐρανό, διεπέρασε δέ ἀπό τήν Παρθένο σάν ἀπό σωλήνα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει :«Κηρύττουμε τήν Ἁγία Παρθένο κυρίως καί ἀληθῶς Θεοτόκο, γιατί, ὅπως Αὐτός, πού γεννήθηκε ἀπ’αὐτή, εἶναι ἀληθῶς Θεός, ἔτσι κι αὐτή, πού γέννησε τόν ἀληθινό Θεό, εἶναι ἀληθής Θεοτόκος».
Μερικά ἀντίγραφα τοῦ κειμένου, ἀντί τῆς φράσεως «Τήν ὄντως Θεοτόκον», ἔχουν τήν φράση «Τήν μόνην Θεοτόκον». Ὅμως καί στίς δύο φράσεις ἡ ἔννοια εἶναι ὀρθή καί ὑγιής. Διότι, μέ τήν φράση«Τήν ὄντως Θεοτόκον» ἀνατρέπεται ἡ βλασφημία τοῦ ἀνθρωπολάτρου Νεστορίου, ὁ ὁποῖος ὀνόμαζε τήν Ἁγία Παρθένο Μαρία ὄχι Θεοτόκο, ἀλλά Χριστοτόκο, ἐνῶ μέ τήν φράση «Τήν μόνην Θεοτόκον» ἀνατρέπεται ἡ πλάνη τῶν Ἑλλήνων (εἰδωλολατρῶν), οἱ ὁποῖοι φλυαροῦσαν ὅτι πολλές γυναῖκες γέννησαν τούς ἀπ’αὐτούς καλουμένους ψευδωνύμους Θεούς, ὅπως ἡ Σεμέλη τόν Διόνυσο, ἡ Ἀλκμήνη τόν Ἠρακλή, ἡ Λητώ τόν Ἀπόλλωνα κι ἄλλες ἄλλους, καί ὅλες ἦταν Θεοτόκοι. Μέ τήν φράση, ὅμως, αὐτή ἀποδεικνύεται ὅτι δέν ὑπάρχουν πολλές Θεοτόκοι, ἀλλά μία καί μόνη εἶναι ἡ Θεοτόκος, δηλ. Παρθένος Μαρία.

Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ Ἁγία Παρθένος ὀνομάζεται ἐνεργητικῶς Θεοτόκος, ἐπειδή γέννησε ἀληθῶς τόν Θεό, καί ὄχι παθητικῶς, ἐπειδή δηλ. γεννήθηκε πνευματικῶς ἀπό τόν Θεό, ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε ὁ δυσσεβής καί ἰουδαιόφρονας Νεστόριος. Γιατί, ἔτσι, μέσω τοῦ Βαπτίσματος, γεννήθηκαν πνευματικῶς καί ὅλοι οἱ Χριστιανοί.
Κατά δύο τρόπους λέγεται Θεοτόκος ἡ Παναγία. Πρῶτον, ἐξαιτίας τῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, πού τέχθηκε ἀπ’αὐτή, καί προσέλαβε τήν ἀνθρωπότητα, καί δεύτερον, ἐξαιτίας τῆς προσληφθείσης ἀνθρωπότητας, ἡ ὁποία, λόγω τῆς προσλήψεως καί τῆς ἑνώσεως, θεώθηκε καί ἔγινε ὁμόθεη, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό[3].
Πρέπει νά σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι ὁ Νεόφυτος ὁ Ἐκκλησιάρχης καί Ἱερομόναχος ὁ ἀπό Ὁδηγητρίας παρακάλεσε τόν Νικηφόρο Κάλλιστο τόν Ξανθόπουλο νά ἐξηγήσει αὐτόν τόν εἱρμό «Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ». Αὐτός, ἀφοῦ ὑπήκουσε, ἔκανε πλατειά ἐξήγηση σ’αὐτόν. Γι’αὐτό ὁ ἅγιος Νικόδημος, ἀφοῦ συντόμευσε αὐτή τήν ἐξήγηση, παραθέτει ἐδῶ τά πιό ἀξιόλογα σημεῖα της γιά χάρη τῶν θερμῶν ἐραστῶν τῆς Θεοτόκου.


Λέει, λοιπόν, πρῶτον ὅτι ὁ Ἱερός Κοσμᾶς ἐπίτηδες συνέθεσε αὐτόν τόν εἱρμό τόσο ὑψηλό, λαμπρό καί θεομητροπρεπῆ, γιά νά παρηγορήσει τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν θλιμμένη αὐτήν τήν ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἐξαιτίας τῶν παθῶν τοῦ Μονογενοῦς καί γλυκυτάτου Υἱοῦ της. 
 Δεύτερον, ὅτι ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἀφοῦ ἐμφανίστηκε μέ χαρούμενο σχῆμα στόν Ἱερό Κοσμᾶ, ὁ ὁποίος μελοποιοῦσε τόν εἱρμό, τόν εὐχαρίστησε, λέγοντας ὅτι περισσότερο ἐπαναπαύεται στόν ὕμνο αὐτό ἀπ’ὅτι σ’ὅλους τούς ἄλλους ὕμνους, καί ὅτι βρίσκεται παροῦσα, ὅπου ψάλλεται ὁ ὕμνος αὐτός, καί ἀντευλογεῖ αὐτούς, πού τήν εὐλογοῦν, καθώς φάνηκε στ’ἀλήθεια ἡ Θεοτόκος νά εὐλογεῖ αὐτούς, πού ψάλλουν τόν ὕμνο αὐτό, ὅπως τήν εἶδαν πολλοί, καί γι’αὐτό ὅρισαν νά ψάλλουν τόν ὕμνο αὐτό ἀσκεπεῖς.

Ὁ ὕμνος αὐτός ὁρίστηκε νά ψάλλεται στήν ἐνάτη ὠδή γιά τήν τιμή τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀπό τήν Ὁποία ἡ Θεοτόκος γέννησε τόν ἕνα. Ἐπειδή ὁ ἀριθμός ἐννέα φέρει μέσα του τρεῖς φορές τό τρία. Γιατί τρεῖς φορές τό τρία κάνουν ἐννέα.
Ἔπρεπε νά πεῖ ὁ Μελωδός «Τήν τιμιωτάτην τῶν Χερουβίμ», ἀλλά, ἄν ἔλεγε ἔτσι, ἴσως λιγόστευε τήν τιμή τῆς Θεοτόκου. Τώρα, ὅμως, λέγοντας «Τήν τιμιωτέραν» καί προσθέτοντας τό «ἀσυγκρίτως», ἔδειξε ὅτι ἡ τιμή τῆς Θεομήτορος εἶναι ἀνώτερη καί ἀπό τό ὑπερθετικό. Τό«ἀσυγκρίτως» πρέπει νά ἐννοεῖται κοινό καί στή φράση «Τήν τιμιωτέραν» ὡς ἐξῆς : «Τήν τιμιωτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Χερουβίμ».
Γιατί ὁ Μελωδός ἄρχισε αὐτό τό τροπάριο ἀπό τήν αἰτιατική πτώση; Διότι, ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε αἰτία τῆς σωτηρίας μας.

Καθώς, λοιπόν, τά δύο Χερουβίμ παρίσταντο στό ἱλαστήριο, πού ἔφτιαξε ὁ προφήτης Μωυσῆς μέσα στά Ἅγια τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, ἔτσι καί τά κυρίως Χερουβίμ παρίστανται τρέμοντας στή Θεοτόκο. Γι’αὐτό ἡ Θεοτόκος ὑπερέχει ἀπό τά Χερουβίμ μέ ἀσύγκριτες τιμές, καθώς καί ἀπό τά Σεραφίμ, γιατί εἶναι ἀσύγκριτα ὑπερενδοξότερη ἀπ’αὐτά.
Ὁ Μελωδός ὀνόμασε τήν Παρθένο «ὄντως Θεοτόκον», ἐπειδή γέννησε τόν ἀληθῆ καί τέλειο Θεό. Αὐτές οἱ δύο λέξεις συνιστοῦν ὅλο τό Μυστήριο τῆς Οἰκονομίας, διότι φράττουν τά στόματα τοῦ ἄνου Ἀπολλιναρίου, τοῦ Ἰουδαιόφρονος Νεστορίου, τοῦ Διοδώρου καί τοῦ Θεοδώρου, οἱ ὁποίοι λύσσαξαν ἔναντίον τῆς Ἁγίας Παρθένου.
Ὁ Μελωδός εἶπε «σέ μεγαλύνομεν» καί ὄχι «ὑμνοῦμεν» ἤ «εὐλογοῦμεν» ἤ ἄλλο ρῆμα, γιά νά φανερώσει τήν ἀρχή τοῦ ὕμνου τῆς Θεοτόκου, πού λέει : «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον»[4].
 Ὁ Ζωναρᾶς ἑρμηνεύει τό νόημα τοῦ ρήματος «μεγαλύνομεν» ὡς ἐξῆς : 
«Πῶς ἀπαύστως μεγαλύνουμε τήν Θεοτόκο; Ὅταν στρέφουμε τό νοῦ μας στό Μυστήριο, πού ἔγινε σ’αὐτή, καί στή σωτηρία, πού ἔγινε μέσω αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου, καί εὐχαριστοῦμε Αὐτόν (τόν Χριστό), πού ἐργάστηκε τήν σωτηρία μας, καί αὐτή (τήν Θεοτόκο), πού μεσίτευσε πρός τό ἄφραστο αὐτό Μυστήριο. Διότι, ὄχι μόνο ὅταν ψάλλουμε ὕμνους καί διηγούμαστε τά μεγαλεία τοῦ Θεοῦ, τήν μεγαλύνουμε, ἀλλά καί ὅταν λογιζόμαστε αὐτά καί ἐκπλησσόμαστε γιά τήν κηδεμονία καί τήν ἄφατη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ για’μᾶς καί Τόν εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἐπιδημία Του σ’ἐμᾶς.


[1] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑορτοδρόμιον ἤτοι ἑρμηνεία εἰς τούς ἀσματικούς κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1995, σσ. 192-196.

[2] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Λόγος εἰς τήν ἁγίαν Παρθένον.

[3] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Περί Ὀρθοδόξου Πίστεως, βιβλ. γ΄, κεφ. ιβ΄ καί ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Ἱερά Κατήχηση.

Η εικόνα της Παναγίας«Η εκ πάντων μακαριζόμενη»(Ovsepetaia)

Η εικόνα της Παναγίας «H εκ πάντων μακαριζόμενη»(Ovsepetaia)εορτάζει στις 6 Οκτωβρίου και η ονομασία της προέρχεται από έναν στίχο του 13ου κοντάκιου των Χαιρετισμών στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
икона Божьей матери «О, ВСЕПЕТАЯ МАТИ»
 Στην εικόνα απεικονίζεται η Παναγία φέροντας στην κεφαλή κορώνα και κρατώντας το Θείο Βρέφος στην αγκαλιά της και με τα δύο χέρια.Ο Ιησούς στηρίζεται στον αριστερό της ώμο ενώ απλώνει τα χέρια Του προς τον λαιμό της.
 Το χαρακτηριστικό της εικόνας είναι πως στο ένδυμα της Παναγίας,αντί για τα τρία αστέρια που εμφανίζονται συνήθως(και που συμβολίζουν την αειπαρθενία της Θεοτόκου)εμφανίζονται τρεις άγγελοι και κάποια συννεφάκια.Τις λεπτομέρειες αυτές τις βρίσκουμε και σε άλλες ρωσικές εικόνες όπως στην εικόνα της Παναγίας«Εν τη γεννήσει την παρθενία εφύλαξας»(17 Μαρτίου)την εικόνα «Αραπέτ»δηλ¦εκ της Αραβίας»(6 Σεπτεμβρίου)και στην εικόνα της Παναγίας «Το αλατόμητο όρος»που βρίσκεται στο τέμπλο του Καθεδρικού Ναού της Μεταμορφώσεως στο Σολόβκι(24 Μαρτίου)

Η εικόνα της Παναγίας του Λιούμπεχ

Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Λιοῦμπεχ ἔλαβε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Λιοῦμπεχ στὰ περίχωρα τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ἡ εἰκόνα χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. Τὰ θαύματα αὐτῆς γράφηκαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Δημήτριο, Ἐπίσκοπο Ροστὼβ († 21 Σεπτεμβρίου). 
Τὸ 1653, ὅταν οἱ Πολωνοὶ ἐπρόκειτο νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τοῦ Λιοῦμπεχ, οἱ Χριστιανοὶ φοβούμενοι ἔστειλαν τὴν εἰκόνα στὸ Κίεβο. Τὸ 1701, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως, ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἐπεστράφη στὴν πόλη τοῦ Λιοῦμπεχ καὶ τοποθετήθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἕνα ἀκριβὲς ἀντίγραφό της ἔμεινε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας Κιέβου.Τιμάται στις 7 Μαίου.

Η εικόνα της Παναγίας ''Ιγκόρσκυ''

Игоревская икона  Божией Матери
Σε αυτή τὴν ἱερή εἰκόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης, της Μητέρας του Θεού, προσευχόταν ο Ἅγιος Ἰγκόρ (†19 Σεπτεμβρίου), ηγεμόνας του Κιέβου, κατά τη διάρκεια τῶν τελευταίων στιγμῶν τῆς ζωῆς του. Ἡ εἰκόνα, ἡ ὁποία ἦταν ἑλληνική, ἐφυλασσόταν στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ εἶχε ἐπὶ αὐτῆς ἐπιγραφή, στὴν ὁποία ἀναγραφόταν ὅτι ἀνῆκε στὸν Ἅγιο Ἰγκόρ. Ἡ σύναξή της ἑορτάζεται τὴν ἴδια ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰγκὸρ μετεκομίσθηκαν ἀπὸ τὸ Κίεβο στὴν πόλη Τσέρνιγκωφ.

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἡ ἑορτή τοῦ Ἄξιον Ἐστίν.
Τό θαῦμα καί οἱ σχετικές μέ αὐτό Διηγήσεις καί Ἐγκωμιαστικοί Λόγοι
    Ἡ θεομητορική ἑορτή τοῦ Ἄξιον Ἐστίν τελεῖται στίς 11 Ἰουνίου, στά πλαίσια τῆς ἑορτῆς τῆς «Συνάξεως τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ ἐν τῷ Ἄδειν», σέ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος πού τέλεσε ὁ Ἀρχάγγελος ἐνώπιον τῆς εἰκόνας τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατούσας, ἡ ὁποία φυλασσόταν στό παντοκρατορινό κελλί τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, γνωστό σήμερα καί ὡς τοῦ «Ἄξιον Ἐστίν», τό ὁποῖο βρίσκεται κοντά στήν κοίτη τοῦ χειμμάρου Λιβαδογένη, στόν σήμερα ὀνομαζόμενο «Λάκκο τοῦ Ἄδειν», στήν εὐρύτερη περιοχή τῶν Καρυῶν.

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ. 
ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
Σύμφωνα μέ τή διήγηση τοῦ θαύματος, ἕνας ξένος ὁδοιπόρος μοναχός ἐμφανίστηκε σέ μοναχό τοῦ Κελλίου, ἕνα ἀπόγευμα Σαββάτου, ἐνῶ ὁ Γέροντάς του ἀπουσίαζε στό Πρωτᾶτο γιά τή συνήθη ἀγρυπνία. Ὁ μοναχός δέχθηκε τόν ξένο, ἄν καί ἦταν ἀργά τό βράδυ, καί τόν ὁδήγησε ἐνώπιον τῆς εἰκόνας τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ ὁ ξένος μοναχός ἔψαλε μέ ἐξαίσια μελωδία τόν ἄγνωστο ὡς τότε ὕμνο «Ἄξιον Ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», πού οὐσιαστικά ἀποτελεῖ συμπλήρωση τοῦ θεομητορικοῦ ὕμνου «Τήν τιμιωτέραν τῶν χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν σεραφείμ...», πού εἶχε συνθέσει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδός, ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ († 752/754) καί ὁ ὁποῖος ψαλλόταν μέχρι τότε. Ἔκθαμβος ὁ μοναχός τοῦ ζήτησε νά γράψει κάπου τόν ὕμνο. Μήν ἔχοντας ὅμως χαρτί προσκόμισε μιά πλάκα ὅπου ὁ ξένος ἔγραψε τόν ὕμνο, σύροντας θαυματουργικά τό δάκτυλό του. Στή συνέχεια ὁ ξένος, πού δέν ἦταν ἄλλος ἀπό τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ ἔγινε ἄφαντος. Ἐπιστρέφοντας ὁ Γέροντας τοῦ κελλίου ἄκουσε τά γενόμενα καί μετέφερε τήν πλάκα στήν κοινή σύναξη τῶν Καρυῶν καί στόν Πρῶτο, ὁ ὁποῖος μέ τή σειρά του τήν ἔστειλε στήν Κωνσταντινούπολη, μέ συνοδεία γραμμάτων πρός τόν Πατριάρχη καί τόν Αὐτοκράτορα. Ὁ ὕμνος ἀγαπήθηκε καί διαθόθηκε ἔκτοτε σ᾿ ὅλον τόν ὀρθόδοξο κόσμο. Ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μεταφέρθηκε κατόπιν στό ναό τοῦ Πρωτάτου καί τοποθετήθηκε στό σύνθρονο τοῦ ἱεροῦ Βήματος. Ἡ λιτάνευση τῆς εἰκόνας στίς Καρυές, κατά τή δεύτερη ἡμέρα τοῦ Πάσχα, θεωρεῖται κορουφαία ἐκδήλωση τιμῆς πρός αὐτήν, πού καθιερώθηκε κατά τή βυζαντινή περίοδο. Τό σωζόμενο τυπικό τῆς λιτανείας χρονολογεῖται στόν 16ο αἰ. ἀλλά ἀποτελεῖ ἐπεξεργασμένη μορφή παλαιότερου κειμένου, ἀφοῦ μνημονεύεται στάση τῆς λιτανείας στή μονή Ἀλυπίου (σημερινό κουτλουμουσιανό κελλί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων), πού ἤδη τόν 15ο αἰ., δέν ὑφίστατο πλέον ὡς μονή καθώς καί στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου (τοῦ Ξύστρη) πού ὑφίστατο ὡς μονή κατά τή βυζαντινή περίοδο.
Ἡ διήγηση γιά τό θαῦμα τοῦ Ἄξιον Ἐστίν μᾶς ἔγινε γνωστή ἀπό τούς συντάκτες τοῦ Νέου Μαρτυρολογίου, οἱ ὁποῖοι δημοσίευσαν τό 1799 τό Ὑπόμνημα «Σεραφείμ τοῦ Θυηπόλου, περί τοῦ θαύματος τοῦ γενομένου ὑπό τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω ἤτοι περί τοῦ Ἀρχαγγελικοῦ ὕμνου, τοῦ, Ἄξιόν Ἐστιν». Σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι ἐπεξεργάστηκε καί ἐπέφερε προσθῆκες στό ἀρχικό κείμενο τοῦ ἱερομονάχου Σεραφείμ, ὁ τελευταῖος διετέλεσε Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους περί τό 1550. Τό κείμενο στήν ἀρχική του μορφή (χωρίς τίς προσθῆκες τοῦ διασκευαστοῦ ὁσίου Νικοδήμου) βρίσκεται σέ αὐτόγραφο χειρόγραφο τοῦ ἱερομονάχου Σεραφείμ καί ἔχει ἀρχή: «Εἰς τό Ἅγιον Ὄρος εἰς τήν σκήτην τοῦ Πρωτάτου τό ἐν Καραῖς, ἐγγύς ἔνι λάκκος μέγας Ἄδης λεγόμενος, ἤγουν ὕμνος, ἔχοντος καί κελλίον καί εἰς τό κελλίον ἦν ἱερομόναχος...». Γράφηκε πιθανότατα πρίν τό 1516 καθώς ἡ Διήγηση ἔχει μεταφρασθεῖ στή ρωσική ἀπό τόν ὅσιο Μάξιμο τόν Γραικό.

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ (λεπτομέρεια). 
ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
    Τό διασκευασμένο κείμενο τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου φαίνεται ὅτι ἐπεξεργάστηκε τήν περίοδο 1837-1838 ὁ καταγόμενος ἀπό τή Σύμη ἱεροδιάκονος τῆς μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος Βενέδικτος († 1840), ὁ ὁποῖος ἔπειτα ἀπό αἴτημα τῶν Ἐκκλησιαστικῶν τοῦ Πρωτάτου, συνέταξε τήν ἀκολουθία τοῦ Ἄξιον Ἐστίν. Σ᾿ αὐτήν, στό Συναξάριον, μετά τήν στ’ ὠδή, ἐμπεριέχεται καί τό «Ὑπόμνημα περί τοῦ θαύματος τοῦ γενομένου ὑπό τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω, ἤτοι περί τοῦ Ἀρχαγγελικοῦ Ὕμνου, τοῦ Ἄξιον Ἐστίν», πού στήν οὐσία εἶναι ἕνα νέο κείμενο. Σύμφωνα μ᾿ αὐτό, τό θαῦμα συνέβη τό ἔτος 980, κάτι πού ἐπαναλαμβάνει καί ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης στό ἔργο του: «Διήγησις μετ᾿ ἐγκωμίου εἰς τό θαῦμα τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ ἐν τῷ ἄδειν, τό, Ἄξιον Ἐστίν ὡς ἀληθῶς», τό ὁποῖο ἀναλύουμε στή συνέχεια (...)
(...)  Διήγησις μετ᾿ ἐγκωμίου εἰς τό θαῦμα τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ ἐν τῷ ἄδειν, τό, Ἄξιον Ἐστίν ὡς ἀληθῶς, παραδίδεται σέ δύο αὐτόγραφους κώδικες τοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου καί σ᾿ ἕνα ἀντίγραφό τους.
Ι) Κώδ. Ἁγ. Ἄννης 156 (ἀκαταλογογράφητος), τοῦ ἔτους 1848, ἰδιόγραφος Ἰακώβου Νεασκητιώτου.
φφ. 321α-326α: «Διήγησις μετ᾿ ἐγκωμίου εἰς τό θαῦμα τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ ἐν τῷ ἄδειν, τό, Ἄξιον Ἐστίν ὡς ἀληθῶς».
Ἀρχ. «Οὐρανίων ἀγγέλων ἡ οὐσία ἡ ἄϋλος καί ἀνθρώπων ἡ φύσις ἡ χοϊκή καί βρότειος, ἡ γῆ τε καί ὁ οὐρανός ...».
Νά σημειωθεῖ ὅτι στόν ἴδιο κώδικα, φφ. 316α-320α, ὁ Ἰάκωβος παραθέτει καί τήν Ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἄξιον Ἐστίν.
ΙΙ) Κώδ. Ἁγ. Παντελεήμονος 205, ἔτους 1866, ἰδιόγραφος Ἰακώβου.
φφ. 2α-7α: «Λόγος μετ᾿ ἐγκωμίου εἰς τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, Ἄξιόν Ἐστιν. Ἀναγινωσκομένη ἐν τῷ περιωνύμω Ναῷ τοῦ Πρωτάτου τῇ Δευτέρᾳ  τῆς Διακαινησίμου».
ΙΙΙ) Κώδ. Ἁγ. Παντελεήμονος 206, 19ου αἰ., ὄχι διά χειρός Ἰακώβου.
φφ. 1α-7α: Διήγηση τοῦ θαύματος «ἐν τῷ Λάκκῳ τοῦ Ἄδειν παρά ἀρχαγγέλου Γαβριήλ».  
φ. 2α: «Διήγησις περί τοῦ θαύματος τοῦ γενομένου διά τόν ὕμνον Ἄξιον Ἐστίν ὑπό τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ».
Ἀρχ. «Τό ἔνδοξον τοῦτο θαῦμα ἐγένετο ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω ἐπί τῶν εὐσεβῶν αὐταδέλφων βασιλέων Κωνσταντίνου καί Βασιλείου τῶν πορφυρογεννήτων, υἱῶν Ῥωμανοῦ τοῦ νέου, ἐν ἔτει σωτηρίῳ 980...». 
IV) Κώδικας τοῦ σιμωνοπετρίτικου κελλίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἀντιγραφέντος τό 1853 ἀπό τόν ἱερομόναχο Ναθαναήλ Ζωγραφίτη, πού φέρει τήν ἐπιγραφή: «Ἀκολουθία τῆς ὑπερευλογημένης ἐνδόξου δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας. Συντεθεῖσα καί φιλοπονηθεῖσα παρά τοῦ σοφωτάτου καί ἀοιδίμου διδασκάλου κυρίου Βενεδίκτου Συμαίου. Νῦν δέ κατ᾿ ἔφεσιν καί αἴτησιν τοῦ πανοσιωτάτου κυρίου Θεοφυλάκτου Πνευματικοῦ καί ἐνοικοῦντος εἰς κελλίον καλούμενον ἐν τῷ Λάκκῳ τοῦ Ἄδειν (ἤτοι ψάλλειν), τῷ ὄντι πλησίον τῶν Καρεῶν. Ἀντεγράφη ὑπ᾿ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ ἐν ἱερομονάχοις Ναθαναήλ Ζωγραφίτου, τοῦ καί ἀρχιμανδρίτου, ὑπέρ οὗ καί εὔχεσθε οἱ ἐντυγχάνοντες, Ἀθωνίησιν ἐν ἔτει σωτηρίῳ ᾳωνγ’ 1853 Ἰανουαρίῳ».
        Μετά τήν ἀκολουθία παρατίθεται ἡ «Διηγήσις μετ᾿ ἐγκωμίου περί τοῦ γενομένου θαύματος, ἐν τῷ Λάκκῳ τοῦ Ἄδειν, παρά τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ψάλλαντος τό Ἄξιον ἐστίν ἐνώπιον τῆς θαυματουργοῦ ταύτης εἰκόνος τοῦ Πρωτάτου», πού ἀποτελεῖ ἐπιτομή καί διασκευή τῆς Διηγήσεως τοῦ κώδ. Ἁγ. Ἄννης 156.
Οἱ ἐκδόσεις
  Ἡ «Διήγησις μετ᾿ ἐγκωμίου εἰς τό θαῦμα τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ ἐν τῷ ἄδειν, τό, Ἄξιον Ἐστίν ὡς ἀληθῶς», στήν πρωϊμότερη παραλλαγή του μέ τήν ὁποῖα αὐτή παραδίδεται στόν κώδ. Ἁγ. Ἄννης 156, εἶναι ἀνέκδοτη. Τό φῶς τῆς δημοσιότητος εἶδε ὅμως πρόσφατα τό κείμενο τῆς Διηγήσεως πού παραδίδεται στόν προαναφερθέντα κώδικα τοῦ σιμωνοπετρίτικου κελλίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ (...)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ (σελ. 318-343) ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΘΕΝ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ:
Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΗΣ (+ 1869) ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ.
ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2014 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
Ἡ Θεοτόκος Ἄξιόν Ἐστιν. Ἀκριβές ἀντίγραφο μέ ἀργυρεπίχρυση ἐπένδυση τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνας τοῦ Πρωτάτου Ἁγίου Ὄρους, διά χειρός Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου (2014). Φυλάσσεται στή μονή Καπριάνα τῆς Δημοκρατίας τῆς Μολδαβίας  

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΑΘΩΣ ΩΣ ΑΠΑΡΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ




Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου
Ἡ παράδοση περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στό Ἅγιον Ὄρος Ἄθως ὡς ἀπαρχή για τήν τιμή της ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες μοναχούς
   Βαθειά πεποίθηση τῶν Ἁγιορειτῶν μοναστῶν σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἱστορίας τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ἦταν καί παραμένει ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ἡ προστάτιδα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού φυλάει τόν Ἄθωνα καί τούς ἀσκούμενους σ᾿ αὐτό πατέρες, ἐπαγρυπνώντας καί πρεσβεύοντας γι᾿ αὐτούς. Ἀφορμή γι᾿ αὐτό στάθηκαν οἱ ὑποσχέσεις πού ἔδωσε ἡ κυρία Θεοτόκος στόν πρῶτο ἀθωνίτη ἅγιο, ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, ὅπως αὐτές καταγράφηκαν στό Βίο του, ἀλλά καί στό Ἐγκώμιο πρός αὐτόν πού συνέταξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀλλά καί σέ διάφορες διηγήσεις γιά τήν ἔλευση τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα καί τήν δωρεά τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ τόπου σ᾿ αὐτήν ἀπό τόν Υἱό της.
   Ἐπιπροσθέτως, εἶναι γνωστό σέ ὁλόκληρο τόν ὀρθόδοξο κόσμο ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος ἀποτελεῖ, κατά ἀρχαία παράδοση, κλῆρο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Γιά τόν λόγο αὐτό ἄλλωστε ἡ παρουσία της, αἰώνες τώρα, δεσπόζει στήν ἁγιορειτική ζωή.
   Ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν ἀνίχνευση τῶν πηγῶν τῆς ἱστορίας τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ἔχει τό σύνολο ἐκεῖνο τῶν διηγήσεων πού καταγράφουν τίς πατριογραφικές ἁγιορειτικές παραδόσεις. Οἱ παραδόσεις αὐτές ἀφοροῦν στίς ἀπαρχές τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ, τήν ἵδρυση τῶν μοναστηριῶν, τίς θαυματουργές εἰκόνες ἀλλά καί σέ γεγονότα πού φέρονται νά συνέβησαν στόν Ἄθωνα κατά τήν ὑπερχιλιόχρονη ἱστορική διαδρομή του. Ἀνάμεσα στά κείμενα αὐτά βρίσκουμε καί τό ἐπιγραφόμενο: «Ἀνάμνησις μερική περί τοῦ Ἄθω ὄρους, τά λεγόμενα Πάτρια», στό ὁποῖο γίνεται ἀναφορά καί στό ταξίδι τῆς Θεοτόκου στόν Ἄθωνα.
   


Τό κείμενο ἀρχίζει μέ τήν συγκέντρωση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων στήν οἰκία τοῦ Ζεβεδαίου ὅπου παρίστατο καί ἡ Θεοτόκος, μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ ἀποφάσισαν, θέλοντας νά ἐφαρμόσουν τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, νά βάλουν κλῆρο ὥστε νά φανεῖ σέ ποιό μέρος τῆς γῆς ἔπρεπε ὁ καθένας ἀπ᾿ αὐτούς νά πορευθεῖ, γιά νά «μαθητεύσει τά ἔθνη». Ὅπως εἶναι γνωστό, στή Θεοτόκο ἔπεσε ὁ κλῆρος τῆς Ἰβηρίας (σημερινῆς Γεωργίας). Λίγο πρίν ξεκινήσει ὅμως γιά τήν ἀποστολή της, ἡ Θεοτόκος πραγματοποίησε ταξίδι στήν Κύπρο, προκειμένου νά ἐπισκεφθεῖ τόν Λάζαρο, τόν ὁποῖο εἶχε ἀναστήσει ὁ Χριστός. Κατά παράδοξο ὅμως τρόπο, τό πλοῖο ἔφθασε στό ὄρος Ἄθως, ὅπου ἡ Θεοτόκος βρῆκε μεγαλειώδη ὑποδοχή ἀπό τούς τότε εἰδωλολάτρες κατοίκους του.

   Στήν παρούσα εἰσήγηση ἐπιχειρεῖται μία καταγραφή τῆς χειρόγραφης παράδοσης περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Θεοτόκου στό ὄρος Ἄθως, ἀπό τόν 16ο ὥς τόν 19ο αἰώνα ἐνῶ ὡς χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀναλύεται διεξοδικά ἕνα ἀνέκδοτο ἔργο πού μᾶς παρέδωσε ὁ πολυγραφέστερος Ἁγιορείτης συγγραφέας κατά τόν 19ο αἰώνα, ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης (+1869). Τό κείμενο συντάχθηκε ἀπό τόν Ἰάκωβο στά 1847-1848, στό πλαίσιο τοῦ σπουδαίου του ἔργου «Ἀθωνιάς», πού ἀφορᾶ στήν Ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ἐμφάνισης τοῦ μοναχισμοῦ στόν Ἄθωνα μέχρι τό γ΄ τέταρτο τοῦ 19ου αἰώνα.
    Στήν εἰσήγηση αὐτή ἐπίσης γίνεται ἀναφορά στίς διάφορες πτυχές τῆς τιμῆς τῆς Θεοτόκου στό Ἅγιον Ὄρος, μέσα ἀπό μία περιήγηση στίς ἱερές Μονές καί Σκῆτες πού ἀφιερώθηκαν σέ αὐτήν, τίς θαυματουργές ἱερές εἰκόνες της καί τίς κατανυκτικές θεομητορικές ἑορτές.
 
Περίληψη τῆς Εἰσηγήσεως τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου, στό 5 Διεθνές Συμπόσιο, «  τιμή τῆς Θεοτόκου στόν ὀρθόδοξο κόσμο»,  πού πραγματοποιήθηκε στήν Τυφλίδα τῆς Γεωργίας 12-19 Μαΐου 2014. Ἡ περίληψη ἀναγνώσθηκε ἀπό τήν ὀργανωτική ἐπιτροπή τοῦ Συμποσίου, καθώς ὁ ὁμιλητής δέν κατάφερε νά παρευρεθεῖ γιά λόγους ὑγείας.

Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ


Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου

Ἡ ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης
καί ὁ ἑορτασμός της στό Ἅγιον Ὄρος


θεομητορική ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης κατατάσσεται στίς ἑορτές πού ἔχουν θεσπιστεῖ πρός τιμήν  τῶν θεομητορικῶν ἀμφίων, δηλ. τῆς τιμίας Ἐσθῆτος (2 Ἰουλίου) καί τῆς τιμίας Ζώνης (31 Αὐγούστου). Τελεῖται σέ ἀνάμνηση τῆς ὀπτασίας πού εἶδε ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν Σαλός[1], τήν ὥρα πού ἐτελεῖτο ἀγρυπνία στό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Σοφοῦ (886-911)[2]. Ἡ Θεοτόκος ἐμφανίσθηκε στόν Ὅσιο νά βρίσκεται στήν πύλη τοῦ νάρθηκα τοῦ ναοῦ, δορυφορούμενη ἀπό ἀγγέλους, τόν Τίμιο Πρόδρομο καί τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Θεολόγο. Ὅταν ἔφθασε στή μέση τοῦ ναοῦ, ὅπου βρισκόταν ὁ ἄμβωνας, προσευχήθηκε ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί κατόπιν εἰσῆλθε στό ἱερό Βῆμα. Ἐκεῖ ἄνοιξε τήν ἁγία Σορό, στήν ὁποία φυλασσόταν τό ἱερό Μαφόριό της, καί ἀφοῦ τό ξεδίπλωσε, τό ἅπλωσε πάνω ἀπό τό ἐκκλησίασμα. Ἀργότερα ἡ Θεοτόκος ἀνῆλθε πρός τόν οὐρανό, περιβεβλημένη ἀπαστράπτον φῶς. Στά μάτια τοῦ  ὁσίου Ἀνδρέα, τό μαφόριο φαινόταν νά αἰωρεῖται ὑπερφυσικά στόν ἀέρα καί τόσο μεγάλο ὥστε νά σκεπάζει ὅλο τό λαό. Τή θαυμαστή ἐμφάνεια τῆς Θεοτόκου εἶδε καί ὁ μαθητής τοῦ ὁσίου Ἀνδρέα Ἐπιφάνιος, ἐνῶ ὁ λαός συνέχισε νά ἀγρυπνεῖ χωρίς νά ἔχει ἀντιληφθεῖ τό θαυμαστό γεγονός.
  Ἡ Ἑορτή, πού τελεῖται τήν 1η τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου, τιμᾶται ἰδιαίτερα σ᾿ ὅλες τίς σλαβόφωνες ἐκκλησίες (εἶναι γνωστή ὡς Ποκρώφ στή ρωσική σημαίνει «μαφόριον») καί φέρεται νά ἔχει καθιερωθεῖ ἀπό τόν μέγα πρίγκιπα τοῦ Βλαντιμίρ, ἅγιο Ἀνδρέα Μπογκολιούμπωφ (1157-1174), ὁ ὁποῖος συνέταξε καί τή σχετική ἀκολουθία στή σλαβονική.[3] Ἡ καταγωγή, ἐπιπροσθέτως, τοῦ ὁσίου Ἀνδρέα ἀπό τήν Σκυθία (μία ἀπό τίς κοιτίδες τοῦ ρωσικοῦ ἔθνους) θά πρέπει νά προστεθεῖ στούς λόγους  τῆς εὐλάβεια τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ στή θεομητορική αὐτή ἑορτή.
  Στόν ἑλληνικό χῶρο, ἡ ἑορτασμός μεταφέρθηκε ἀπό τό ἔτος 1952 ἀπό τήν 1η στίς 28 Ὀκτωβρίου, προκειμένου ἡ Ἐκκλησία νά τιμήσει τήν Θεοτόκο γιά τήν προστασία μέ τήν ὁποία περιέβαλε τόν ἑλληνικό στρατό στήν ὑπεράσπιση τῆς πατρίδας μας κατά τοῦ ἰταλικοῦ στρατοῦ εἰσβολῆς τό 1940.[4] Μέχρι τό 1952 ψαλλόταν ἡ Ἀκολουθία τῆς ἡμέρας ἐνῶ ἀπέδιδαν τιμές στήν ἁγία μάρτυρα Εὐνίκη (28 Ὀκτωβρίου).


Στό Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχουν ἀρκετοί ναοί πού τιμοῦνται στήν ἑορτή αὐτή. Ὁ γνωστότερος εἶναι τό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σκέπης, πού βρίσκεται στή μονή Ἁγίου Παντελεήμονος. Ὁ ἐγκαινιασμός τοῦ παρεκκλησίου αὐτοῦ ἑορτάστηκε μέ λαμπρότητα στή μονή αὐτή, στίς 10 Ἰανουαρίου τοῦ 1853.[5] Τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν ὁ πρῶτος μεγάλος ναός πού ἀφιερώθηκε στή θεομητορική αὐτή ἑορτή στό Ἅγιον Ὄρος. Μέχρι τότε ὑπῆρχαν τά παρεκκλήσια τῆς Ἁγίας Σκέπης στή μονή Χιλανδαρίου καί στή βατοπαιδινή Σκήτη Ἁγίου Ἀνδρέου στίς Καρυές καθώς καί ὁ κοιμητηριακός ναός στή ἁγιοπαυλίτικη σκήτη Ἁγίου Δημητρίου (Λακκοσκήτη), πού οἰκοδομήθηκε ἀπό τό Μολδαβό μοναχό Ἰάκωβο τό 1849[6]. Θά πρέπει ἐπίσης νά σημειωθεῖ ὅτι πρίν ἀπό τό προαναφερόμενο παρεκκλήσι τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος, εἶχε ἀναγερθεῖ  ὁμώνυμο παρεκκλήσι στίς Καρυές, στό βατοπαιδινό κελλί τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, τήν μετέπειτα Σκήτη Ἁγίου Ἄνδρέα, πού θεμελιώθηκε τό 1845 ἀπό τό ρώσο μέγα δούκα Κωνσταντίνο (1827-1892), δευτερότοκο γυιό τοῦ τσάρου Νικολάου Α΄[7].
Τά ἐγκαίνια τοῦ μεγαλοπρεποῦς ναοῦ τῆς Ἁγίας Σκέπης, πού βρίσκεται στόν τελευταῖο ὄροφο τῆς βόρειας πτέρυγας τῆς μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος, ἐτέλεσε ὁ ἐφησυχάζων στό Ἅγιον Ὄρος, ἐπίσκοπος Σόφιας Μακάριος († 1861).[8] Στό νέο αὐτό παρεκκλήσιο μετεκομίσθη ἀπό τό καθολικό τῆς μονῆς ἡ θαυματουργός εἰκόνα τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, προσφορά τοῦ ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἡγουμένου τῆς μονῆς.[9] Ἔτσι ἐνῶ στό καθολικό τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ἦταν τεθησαυρισμένα τά ἱερά λείψανα τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, στό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σκέπης, ὑπῆρχε ἡ θαυματουργός εἰκόνα του. Τό παρεκκλήσιο αὐτό λειτουργοῦσε καί ὡς καθολικό γιά τούς ρωσικῆς καταγωγῆς μοναχούς τῆς Μονῆς, ἡ δέ ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης, ἐθεωρεῖτο ἡ Πανήγυρη τῆς ρωσικῆς ἀδελφότητας τῆς Μονῆς (πρίν βεβαίως τόν πλήρη ἐκρωσισμό της).
Μέ τήν ἁγία Σκέπη τῆς Θεοτόκου ἔχει ἀσχοληθεῖ ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης σέ ἀρκετούς κώδικές του εἴτε ἀντιγράφοντας Ἐγκωμιαστικό Λόγο πρός τήν ἴδια ἑορτή, μεταφρασμένο ἀπό τή σλαβονική, εἴτε συνθέτοντας πλήρη καί πανηγυρική Ἀκολουθία γιά τήν ἑορτή αὐτή, ὅπως θά δοῦμε σέ ἑπόμενη ἑνότητα, εἴτε συντάσσοντας ἕτερο Ἐγκωμιαστικό Λόγο. Μέ τό τελευταῖο αὐτό ἔργο τοῦ Ἰακώβου, τό ὁποῖο εἶναι καί ἀπό τά ἐλάχιστα ἀπό τά συγγράμματά του πού εἶδαν τό φῶς τῆς δημοσιότητας[10], θά ἀσχοληθοῦμε στήν παρούσα ἑνότητα...
(...)  Ὁ ὑπό τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου Ἐγκωμιαστικός Λόγος στήν ἁγία Σκέπη εἶδε τό φῶς τῆς δημοσιότητας μέσα ἀπό τίς ἑξῆς ἐκδόσεις:
Ι) Ἡ ἀκολουθία τῆς ἁγίας Σκέπης δημοσιεύθηκε ἀπό κοινοῦ μέ τήν Ἀκολουθία τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων (τῆς β΄ ἐκδ.). Στήν προμετωπίδα τῆς ἑνιαίας ἐκδόσεως διαβάζουμε:
«Ἀκολουθία ἀσματική καί Ἐγκώμιον τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω διαλαμψάντων. Συγγραφέντα μέν ὑπό Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί ἐκδοθέντα τό πρῶτον ὑπό Γεωργίου Μελισταγοῦς. Νῦν δέ τό δεύτερον τυπωθέντα ὑπό Ἀβερκίου ἱερομονάχου τοῦ ἐκ τοῦ ἱεροῦ κοινοβίου τοῦ Ρωσσικοῦ τοῦ ἐν τῷ Ὄρει τοῦ Ἄθω. Ἐν τέλει δέ προσετέθη καί ἡ Ἀκολουθία τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας μετά δύο Λόγων εἰς τήν αὐτήν Ἑορτήν. Ἐν Ἀθήναις 1869»[11].
 Ἡ ἀκολουθία ὅμως τῆς ἁγίας Σκέπης καί οἱ συνοδεύοντες αὐτήν δύο ἐγκωμιαστικοί λόγοι ἐκδίδονται στό ἔντυπο αὐτό ὡς μία ξεχωριστή ἔκδοση, ἀφοῦ ἔχει δική της σελιδαρίθμηση καί τή δική της σελίδα τίτλου:
«Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ψαλλομένη τῇ Α΄ Ὀκτωβρίου (ἧ καί Λόγοι τινές Πανηγυρικοί τῆς Θεοτόκου προσετέθησαν). Συντεθεῖσα μέν ὑπό Ἰακώβου μοναχοῦ Ἁγιορείτου. Νῦν δέ τό πρῶτον ἐκδίδοται ἐπιμελείᾳ καί δαπάνῃ τοῦ πανοσιωτάτου Ἀβερκίου τοῦ ἐκ τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Ρωσσικοῦ, ἐν Ἀθήναις 1869».[12]
σσ. 33-46: «Λόγος Ἐγκωμιαστικός τε καί ὑπομνηματικός εἰς τήν Ὑπέρφωτον Ἀστραποπυρσοχρυσόλαμπον τῆς Παντανάσσης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας»:
Ἀρχ. «Καί ἐνετείλατο νεφέλην εἰς σκέπην αὐτοῖς’’. Νεφέλη τό πάλαι καταψύχουσα τόν καύσωνα τοῦ ἡλίου, καί δροσίζουσα τούς υἱούς Ἰσραήλ...»
 σσ. 47-55: «Λόγος εἰς τήν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, μεταφρασθείς ἐκ τῆς Σλαβωνικῆς».
Ἀρχ. «Ἐν τοῖς ἐσχάτοις δεινοῖς καιροῖς, ὅτε ἐμπιπλάμεθα ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν...».
  Εἶναι ἄξιο νά σημειωθεῖ ὅτι στήν ἔκδοση αὐτή τοῦ 1869 συνυπάρχουν ἕνα ἔργο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου μέ ἕνα ἄλλο τοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου ὁ ὁποῖος τόσο αὐστηρή κριτική ἄσκησε στό ἔργο τοῦ πρώτου ἄν καί καθώς φαίνεται, προσπάθησε νά τόν μιμηθεῖ ἤ καί νά τόν ξεπεράσει. Τό γεγονός ὅτι τό βιβλίο ἐκδόθηκε τή χρονιά πού θεωρεῖται ἔτος κοιμήσεως τοῦ Ἰακώβου (Αὔγουστος 1869) πρέπει νά μᾶς προβληματίσει καθώς ἤ πρέπει νά ἐκδόθηκε ζῶντος τοῦ Ἰακώβου ἤ τουλάχιστον ὁ Ἰάκωβος θά γνώριζε τουλάχιστον περί τῆς ἐκδόσεως ἤ ἀκόμη καί θά ἦταν σύμφωνος μέ τήν προοπτική αὐτή, ἐάν βέβαια ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του τοῦ ἐπέτρεπε νά εἶχε ἀναγκαία διαύγεια πνεύματος. Ἐπίσης, θά πρέπει νά ἔχουμε ὑπ᾿ ὅψιν ὅτι ὁ Ἰάκωβος εἶχε ἀντιγράψει κώδικα μέ τήν Ἀκολουθία καί τόν Ἐγκωμιαστικό Λόγο στούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, χωρίς ὅμως νά ἀναφέρει τόν ποιητή τῶν ἔργων αὐτῶν, ὅσιο Νικόδημο[13].
ΙΙ) Ἔκδοση τοῦ 1895 ἀπό τόν Κ. Δουκάκη τοῦ ἐγκωμιαστικοῦ Λόγου καί τῆς ἀκολουθίας τῆς ἁγίας Σκέπης, συνηρμοσμένης μέ τήν ἀκολουθία τοῦ ἀποστόλου Ἀνανία[14].
Ἡ ἔκδοση αὐτή ἀκολουθεῖ τήν ἔκδοση τῆς ἀκολουθίας τῆς ἁγίας Σκέπης τοῦ 1869, μέ τή διαφορά ὅτι παραλείπει ὁρισμένα τροπάρια, τά ὁποῖα συμπληρώνονται μέ τροπάρια πού ὑμνοῦν τόν ἅγιο ἀπόστολο Ἀνανία, καθώς ἡ ἀκολουθία του συμψάλλεται μέ ἐκείνην τῆς ἁγίας Σκέπης. Ἡ Λιτή ὅμως εἶναι ἀφιερωμένη ἐξ ὁλοκλήρου στήν ἁγία Σκέπη. Στόν Ὄρθρο ὁ ἐκδότης ἔχει καί τούς δύο κανόνες τῆς ἁγίας Σκέπης, τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1869, ἀπό τούς ὁποίους, ὅπως ἀναφέραμε, ὁ δεύτερος εἶναι ποίημα Ἰακώβου. Παραλείπει ἐπίσης τά Ἕτερα Προσόμοια καθώς καί τά Μεγαλυνάρια τῆς ἀκολουθίας τοῦ 1869, ἐνῶ τήν Ἐκλογή Πολυελέου τῆς ἁγίας Σκέπης τήν ἔχει στίς σσ. 78-79, μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Μηθύμνης.
σσ. 26-29: «Λόγος Ἐγκωμιαστικός τε καί ὑπομνηματικός εἰς τήν ὑπέρφωτον ἀστραποπυρσοχρυσόλαμπρον Σκέπην τῆς Παντανάσσης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας».
Τόν Ἐγκωμιαστικό Λόγο, ὁ ἐκδότης ἀκολουθεῖ τόν χωρισμό τοῦ κειμένου σέ παραγράφους, ὅπως παραδίδεται στήν ἔκδοση τοῦ 1869, μέ τή διαφορά ὅτι αὐτές τίς ἔχει ἀριθμήσει μέ τά γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου. Δέν ἔχει ὅμως ἐπανεκδόσει ὁλόκληρο τό κείμενο τοῦ Ἰακώβου, παρά μόνο τό τμῆμα ἐκεῖνο τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1869, σσ. 33-37. Ἔχει παραλείψει τήν «Ὁπτασία τῆς ἁγίας Σκέπης ἥν εἶδεν ὁ ὅσιος Ἀνδρέας» καθώς καί τό «Εὐκτικόν». Τέλος, δέν ἐπανεκδίδει τό ἔργο «Λόγος εἰς τήν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου. Μεταφρασθείς ἐκ τῆς Σλαβωνικῆς» τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1869 (σσ. 47-55)[15].
Ὁ ἐκδότης Κ. Δουκάκης, στό τέλος τῆς ἐκδόσεως, σ. 80, μετά τόν πίνακα περιεχομένων, ἐνῶ μᾶς ἐνημερώνει ἀπό ποῦ «ἐρανίσθη» τίς ἀκολουθίες τοῦ ἁγίου Θεράποντος καί τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Μηθύμνης, δέν κάνει τό ἴδιο καί γιά τήν ἀκολουθία τῆς ἁγίας Σκέπης καί τοῦ ἁγίου Ἀνανία.
ΙΙΙ) «Λόγος εἰς τήν ἁγίαν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου», Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ. Ι’, Μήν Ὀκτώβριος, ἔκδ. Α’ ὑπό μοναχοῦ Βίκτωρος Ματθαίου, Ἀθῆναι 1950, σσ. 23-31.
Ἀρχ. «Ἡ ἁγία Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας ἑορτάζεται κατά τήν σήμερον εἰς ἀνάμνησιν...».
           Σύμφωνα μέ τόν ἐκδότη: «Ἐλήφθη ἐκ τῆς ἀκολουθίας τῆς ἁγίας Σκέπης μεταφρασθείς ἐκ τοῦ Σλαβονικοῦ». Πρόκειται περί ἀποδόσεως στήν «καθαρεύουσα» νεοελληνική γλώσσα.
ΙV) Ἀκολουθία τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου μετά Παρακλητικοῦ Κανόνος καί Χαιρετισμῶν, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχαστήριο Ἁγίας Σκέπης. Βίγλα Μεγίστης Λαύρας, Ἅγιον Ὄρος 1988 [β΄ἔκδ. 1994].
σσ. 61-67: Λόγος ἐγκωμιαστικός εἰς τήν Ὑπέρφωτον Ἀστραποπυρσοχρυσόλαμπρον ἁγίαν Σκέπην τῆς Παντανάσσης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας.
Στήν ἔκδοση αὐτή παραλείπεται ὁλόκληρο τό τμῆμα τοῦ Λόγου, πού ἀναφέρεται στά γενόμενα τό ἔτος 553 ἐπί Ἰουστινιανοῦ, οἱ χρησμοί περί τῆς ἁλώσεως τῆς Πόλης ἀπό τούς Λατίνους καί γιά τήν τιμή πού ἀπέδιδαν οἱ Ρῶσοι στήν ἁγία Σκέπη τῆς Θεοτόκου,  τῆς ἐκδόσεως τοῦ 1869 (σσ. 42-44) καθώς καί οἱ περισσότερες ἀπό τίς σημειώσεις τοῦ κειμένου τῆς ἐκδόσεως αὐτῆς.
στή σ. 7, σημ. τοῦ ἐκδότη, ὅτι ἡ ἀσματική Ἀκολουθία εἶναι «ποίημα Ἰακώβου μοναχοῦ Ἁγιορείτου» καί ὅτι ἐκδόθηκε γιά πρώτη φορά τό 1869.
V) Ἐπιτομή τοῦ ἐγκωμιαστικοῦ Λόγου ἔχει συντάξει καί ὁ οἰκονόμος Γεώργιος Ρήγας ὡς Συναξάριο στήν ἀκολουθία τῆς ἁγίας Σκέπης πού μεταγράφει.[16]
Στίχοι τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτου πρός τήν ἁγία Σκέπη τῆς Θεοτόκου:
Σκέπη ὡς οὗσα τῶν πιστῶν θεομῆτορ,
Σκέπασον πάντας ἐν ὥρᾳ τῇ τῆς δίκης,
Πυρός ἀφαρπάζουσα τοῦ αἰωνίου,
Τούς τήν Σκέπην σου, νῦν εὐλαβῶς τιμῶντας.
Καί πανηγυρίζοντας ψυχῆς ἐκ πόθου.[17]
    
Ὑπόδεξαι δέσποινα ὡς τά λεπτά τῆς χήρας
Ὑμνολογίαν τῆς σῆς ἁγίας Σκέπης,
Καί σκέπε διάσωζε σούς ὑμνολόγους,
Σύν τῷ ῥαψωδῷ τλήμονι σῷ ἱκέτῃ.[18]
Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου:
Ὁ μοναχός Ἰάκωβος Νεασκητιώτης καί τό ἔργο του, (διδακτορική διατριβή), ἔκδοση Ἱ. Μ. Ἁγίου Παύλου, Ἅγιον Ὄρος 2014

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Τό Βίο του συνέταξε ὁ πρεσβύτερος τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος, PG 111, 628-888.
[2] Περί τῆς ἑορτῆς αὐτῆς βλ. ἐνδεικτικά: WORTLEY, Hagia Skepe and Pokrov Bogoroditsi, σσ. 149-154, ὅπου ἀναφέρεται πώς ἡ Ἑορτή καθιερώθηκε μέν ἀπό τόν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Εὐθύμιο, ἀλλά ἐπί τῆς δεύτερης πατριαρχείας τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου Μυστικοῦ ἔγινε ἀναθεώρηση. Βλ. ἐπίσης, ΡΑΜΦΟΣ, Αἱ ἑορταί τῶν θεομητορικῶν ἀμφίων, σ. 201 κ.ἑ. Ο ΙΔΙΟΣ, Ἁγιολογικά Μελετήματα, τ. Γ΄, σ. 16 κ.ἑ. Ο ΙΔΙΟΣ, Σκέπης Θεοτόκου Ἑορτή, στ. 218-219, ὅπου καί ἀναφορά στό ἔργο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Βλαδιμήρου Σεργίου, Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν Σαλός καί ἡ ἑορτή τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς Θεομήτορος (στή ρωσική).
[3] ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ, Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τ. Β΄, σ. 321.
[4] Βλ. σχετική ἐγκύκλιο πρός τούς ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία, ἀρ. 20, 1 Νοεμβρίου 1952, σ. 305.
[5] Ἀνωτέρα ἐπισκίασις, σ. 127.
[6]  ΠΕΤΖΙΚΗΣ, Ἅγιον Ὄρος, τ. Β’, σ. 291.
[7] ΧΡΗΣΤΟΥ, Τό Ἅγιον Ὄρος, σ. 297.
[8] Ἀνωτέρα ἐπισκίασις σ. 128.
[9] Ἀνωτέρα ἐπισκίασις, σ. 127.
[10] ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΗΣ, Ἀκολουθία Ἁγίας Σκέπης.
[11] ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΗΣ, Ἀκολουθία Ἁγίας Σκέπης (PETIT, Bibliographie des acolouthies, σσ. 148-149.23a. ΗΛΙΟΥ-ΠΟΛΕΜΗ, Ἑλληνική Βιβλιογραφία, σ. 1869.13. ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, Ἔντυπες Ἀκολουθίες, σ. 138).
[12] PETIT, ὅ.π., σ. 148.23b. ΗΛΙΟΥ-ΠΟΛΕΜΗ, ὅ.π., 1869.13. ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, ὅ.π., σ. 138.
[13] Κώδ. Καρακάλλου 30 (ἀκαταλ.), σσ. 1-117.
[14] Ἀκολουθίαι καί Βίοι ἀποστόλου Ἀνανίου (PETIT, ὅ.π., σσ. XXIII, 149.23c. ΗΛΙΟΥ-ΠΟΛΕΜΗ, ὅ.π., σ. 1895.451. ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, ὅ.π., σσ. 19-20).
[15] Αὐτό τόν Λόγο τόν ἐκδίδει ὑπό τήν ἐπιγραφή «Λόγος εἰς τήν ἁγίαν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου (Μεταφρασθείς ἐκ τῆς Σλαβονικῆς)» στό: ΔΟΥΚΑΚΗΣ, Ὀκτώβριος, σσ. 14-21. Ἀρχ. «Ἐν τοῖς ἐσχάτοις δεινοῖς καιροῖς...». Στό τέλος, σ. 21, ὁ ἐκδότης ἀναφέρει ὅτι τό κείμενο προέρχεται: «Ἐκ τῆς Ἀκολουθίας τῆς ἁγίας Σκέπης», χωρίς νά δίνει ἄλλες πληροφορίες.
[16] «Τό Συναξάριον συνετάχθη παρ᾿ ἡμῶν ἐν ἐπιτομῇ ἐκ τοῦ πλατυτέρου ὑπομνήματος τοῦ περιεχομένου ἐν τῷ Συναξαριστῇ τοῦ Δουκάκη»: ΡΗΓΑΣ, Ἀ­κο­λου­θί­αι Ἁ­γί­ων, τ. Α’, σ. 387 σημ. 6.
[17] Κώδ. Βατοπαιδίου 816, πφ. ἀρχ. verso.
[18] Κώδ. Βατοπαιδίου 816, σ. 42.

ΘΕΟΤΟΚΟΣ Η ΣΤΥΛΑΡΙΝΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΟΥ


Ἡ Θεοτόκος ἡ Στυλαρινή – Γιάτρισσα. Θαυματουργός εἰκόνα τοῦ 14ου αἰώνα τῆς μονῆς Κουτλουμουσίου


      Η ιερή εικόνα της Παναγίας Στυλαρινής είναι ανυπόγραφο έργο του 14ου αι.. Αριστεροκρατούσα, ολόσωμη και ένθρονη η Θεοτόκος ακουμπά τα δεξιά ακροδάκτυλά Της στό γόνατο του νήπιου Κυρίου σε ένδειξη ικεσίας.
Πρόκειται για την εφέστια εικόνα κουτλουμουσιανού μετοχίου, που δεν υφίσταται πλέον, κοντά στην κώμη Στυλάρι, από όπου η επωνυμία του εικονίσματος, του νησιδίου Μαρμαράς στην Προποντίδα. Οι κάτοικοι της νήσου και όλα τα κοντινά μέρη τιμούσαν ιδιαιτέρως τη Στυλαρινή, επειδή οι προσευχές μπροστά Της και τα τάματα στη χάρη Της παρείχαν τη γιατρειά ποικίλων ασθενειών που, ελλείψει γιατρών, αφθονούσαν τον καιρό εκείνο, ώστε η Παναγία προσαπόκτησε την επωνυμία Γιάτρισσα. Η πανήγυρη του μετοχιού γινόταν το Δεκαπενταύγουστο και βαστούσε ως την Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Επειδή το διάστημα 1916-1920 τουρκικές διώξεις, με ενδιάμεσες μικροπεριόδους ειρήνης, ξέσπασαν κατά των χριστιανών της περιοχής, σήκωσαν την Παναγία από το μετόχι για περισσότερη ασφάλεια. Τη φιλοξενούσε στο σπίτι της η παρθένος Καλλιόπη Κατραμάδου με κάθε προφύλαξη.
Για ν’ αποφευχθή το ενδεχόμενο να πέσει σε τούρκικα χέρια και να βεβηλωθει, εντοιχίσθηκε στο σπίτι της κόρης και καλύφθηκε με τοιχοποιία η πρόσοψή Της. Η περισσή ευλάβεια της Καλλιόπης τοποθέτησε κανδήλα ακοίμητη έξω από την έγκλειστη Παναγία στον τοίχο, που όποτε συνέβαινε να σβήνη, ακούγονταν αόρατα χτυπήματα ως ειδοποίηση για ανανέωση της φλόγας.
Το 1923, ύστερα απ’ τον ξεριζωμό, η Καλλιόπη μεταφέρει την εικόνα στη Χαλκίδα και την παραδίδει στον κουτλουμουσιανό μετοχιάρη του Στυλαρίου μοναχό Αγαθάγγελο, ο οποίος την παραδίδει στη Μονή της μετανοίας του στον Άθωνα. Πολλά χρόνια μετά η φύλακας και συνοδός στην Ελλάδα της Στυλαρινής-Γιάτρισσας γίνεται μοναχή στην Εύβοια με το όνομα Θεοδοσία. Η Μονή Κουτλουμουσίου έχει εγκαθιδρύσει την εικόνα στο Καθολικό και την τιμά εορταστικά στις 15 Αυγούστου και το Σάββατο του Ακάθιστου.

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Το μυστικό όπλο των Ελλήνων: «Βοήθα Παναγιά»






Από το Γεροντικόν
Για τον Άγιο Μακάριο έλεγαν, πως κάποτε, καθώς πήγαινε στην εκκλησία των κελλίων για τη συνήθη ακολουθία, βλέπει έξω απ” το κελλί ενός αδελφού ένα μεγάλο πλήθος από δαίμονες, που ήταν μετασχηματισμένοι, άλλοι σε γυναίκες, που μιλούσαν αναίσχυντα, άλλοι σε νεαρούς με το στόμα τους όλο βρισιές, άλλοι να χορεύουν κι άλλοι να μεταλλάζουν διάφορες μορφές και σχήματα.
Ο Γέροντας που ήταν διορατικός, εστέναξε, λέγοντας:
– Οπωσδήποτε, ο αδελφός που μένει σε τούτο το κελλί πρέπει να ζει πολύ απρόσεχτα, για να ‘ναι μαζεμένα και να περικυκλώνουν το κελλί του, ασχημονώντας, τόσα πονηρά πνεύματα!
Όταν τελείωσε η ακολουθία, επιστρέφοντας, μπήκε στο κελί εκείνου του αδελφού και του λέγει:
– Είμαι πολύ στενοχωρημένος, αδελφέ, γιατί ζω με πολλήν αμέλεια μα έχω εμπιστοσύνη σε σένα, και γνωρίζω καλά, πως αν εσύ προσευχηθείς για μένα, οπωσδήποτε ο Θεός θα με ανακουφίσει από τους πονηρούς λογισμούς.
Ο μοναχός έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και του λέγει:
– Γέροντα, εγώ δεν είμαι άξιος να προσευχηθώ για σένα.
Μα ο Γέροντας επέμενε, παρακαλώντας τον και λέγοντάς του:
– Δεν φεύγω από ‘δω, αν δεν μου δώσεις τον λόγο σου, πως κάθε νύχτα θα κάνεις μια προσευχή για μένα.
Ο αδελφός υπάκουσε στην εντολή του Γέροντα. Κι αυτή την εντολή, βέβαια, την έδωκε ο Γέροντας, θέλοντας να δώσει στον μοναχό μια αφορμή για ν” αρχίσει να προσεύχεται τις νύχτες.
Σηκώθηκε, λοιπόν, ο μοναχός τη νύχτα κ” έκαμε την προσευχή για τον Γέροντα. Κι όταν την τελείωσε, ένοιωσε τέτοια κατάνυξη, που συλλογίστηκε μέσα του: «δυστυχισμένη μου ψυχή! Για έναν τόσο καλό Γέροντα προσευχήθηκες, και για σένα την ίδια δεν προσεύχεσαι;». Κ” έτσι, έκαμε και για τον εαυτό του μια μεγάλη προσευχή. Και μ” αυτό τον τρόπο πέρασε μια βδομάδα, δηλ. κάθε βράδυ έκαμνε μια προσευχή για τον Γέροντα και μια για τον εαυτό του. Την Κυριακή, πηγαίνοντας πάλι προς την εκκλησία ο αββάς Μακάριος, ξαναβλέπει τους δαίμονες έξω απ” το κελλί του μοναχού να στέκουν πολύ στενοχωρημένοι.
Κι ο Γέροντας ικανοποιήθηκε, γνωρίζοντας πως οι δαίμονες στενοχωρήθηκαν εξαιτίας της προσευχής του αδελφού. Κι όταν, επιστρέφοντας, μπήκε χαρούμενος στο κελλί του μοναχού, του λέγει:
– Κάμε μου τη χάρη, αδελφέ, και πρόσθεσε άλλη μια προσευχή τη νύχτα για μένα.
Κι όταν, την ερχόμενη νύχτα, έκαμε ο αδελφός τις δυό προσευχές για τον Γέροντα, πάλι ένοιωσε μεγάλο κύμα κατανύξεως μέσα του, και λέει με το νου του: «αχ, ταλαίπωρη ψυχή μου! Δεν προσθέτεις και για τον εαυτό σου άλλη μια προσευχή, που τόσον έχεις ανάγκη;» Και μ” αυτό τον τρόπο, δηλ. με τέσσερις προσευχές κάθε νύχτα, πέρασε άλλη μια βδομάδα.
Την άλλη Κυριακή ο Γέροντας, περνώντας πάλι είδε τους δαίμονες στενοχωρημένους και σιωπηλούς, κ” ευχαρίστησε το Θεό. Κι όταν μπήκε πάλι στο κελλί του μοναχού, τον παρακάλεσε να προσθέσει άλλη μια προσευχή για κείνον, κάθε νύχτα. Κι ο μοναχός πρόσθεσε κι άλλη μια προσευχή για τον εαυτό του, κ” έτσι τις έκανε έξι τις προσευχές για κάθε νύχτα του.
Όταν πια την άλλη Κυριακή, ξανάρθε ο Γέροντας να ιδεί το μοναχό, οι δαίμονες θύμωσαν πολύ μαζί του κι άρχισαν να τον βρίζουν, γιατί έβλεπαν στενοχωρημένοι τη σωτηρία του μοναχού. Τότε ο αββάς Μακάριος εδόξασε το Θεό για την προκοπή του αδελφού, κι αφού τον παρακάλεσε να μην αμελεί μα να προσεύχεται χωρίς διακοπή, τον άφησε κ” έφυγε για το κελλί του. Τότε και οι δαίμονες, βλέποντας την προθυμία και την προσοχή που έβαλε ο νέος μοναχός στην προσευχή του, με τη χάρη του Χριστού, έφυγαν εντελώς απ” το κελλί του.

http://www.diakonima.gr/