Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Η Κοίμηση της Θεοτόκου: η Μητέρα όλων των μητέρων Του Πρωτοπρεσβύτερου Αλεξάνδρου Schmemann




Τον Αύγουστο η Εκκλησία τιμά το τέλος της επίγειας ζωής της Παρθένου Μαρίας, το θάνατό της, την κοίμησή της όπως είναι πια γνωστή και σε αυτή τη λέξη περικλείονται το όνειρο, η ευλογία, η ειρήνη, η ηρεμία και η χαρά.
Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για τις συνθήκες της κοίμησης της Παναγίας, της Μητέρας του Κυρίου. Διάφορες ιστορίες και διηγήσεις, γεμάτες αγάπη και τρυφερότητα διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας από την εποχή της πρώτης Εκκλησίας, ακριβώς όμως λόγω της ποικιλότητάς τους, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υποστηρίξουμε την «ιστορικότητα» καμιάς από αυτές.
Με τη γιορτή της Κοιμήσεως η μνήμη και η αγάπη της Εκκλησίας επικεντρώνονται όχι στην ιστορικότητα και πραγματικότητα του γεγονότος, την ήμερα και τον τόπο όπου αυτή η μοναδική γυναίκα, η Μητέρα όλων των μητέρων συμπλήρωσε την επίγεια ζωή της. Όπου και όποτε και αν συνέβη, η Εκκλησία αντίθετα τονίζει την ουσία και το νόημα του θανάτου της, μνημονεύοντας τον θάνατο αυτής της οποίας ο Υιός, σύμφωνα με τη χριστιανική μας πίστη, νίκησε το θάνατο, αναστήθηκε εκ των νεκρών και υποσχέθηκε σε μας την τελική ανάσταση και τη νίκη της αιώνιας ζωής.
Ο θάνατός της ερμηνεύεται με τον καλύτερο τρόπο μέσα από την εικόνα της Κοιμήσεως που τοποθετείται στα προσκυνητάρια των εκκλησιών μας εκείνη την ημέρα, ως το κέντρο της όλης γιορτής. Η Μητέρα του Θεού έχει πεθάνει και βρίσκεται ξαπλωμένη στο νεκροκρέβατο. Οι απόστολοι του Χριστού είναι συγκεντρωμένοι γύρω της και πάνω ψηλά, στο κέντρο, βρίσκεται ο Χριστός, ο οποίος κρατά στα χέρια του τη Μητέρα του, ζωντανή και αιώνια ενωμένη μαζί του. Εδώ βλέπουμε μαζί το θάνατο και αυτό που ξεπεράστηκε με τον συγκεκριμένο θάνατο της Θεοτόκου: όχι το διχασμό αλλά την ένωση· όχι τη λύπη αλλά τη χαρά και κυρίως όχι το θάνατο αλλά τη ζωή. «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε…»., ψάλλει η Εκκλησία ατενίζοντας αυτή την εικόνα.
Μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια του βαθύτερου και πιο ωραίου ύμνου που απευθύνεται στην Θεοτόκο: «Χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας!» (Ακάθιστος Ύμνος). Το φως που εκχύνεται από την Κοίμηση προέρχεται ακριβώς από αυτή την ατελεύτητη, μυστική ημέρα. Μελετώντας αυτό το θάνατο και βλέποντας αυτό το νεκροκρέβατο καταλαβαίνουμε ότι πλέον δεν υπάρχει θάνατος, ότι το γεγονός του θανάτου ενός προσώπου έγινε γεγονός ζωής, είσοδος εκεί όπου βασιλεύει η ζωή. Αυτή που έδωσε τον εαυτό της ολοκληρωτικά στο Χριστό, που τον αγάπησε μέχρι τέλους, συναντιέται μαζί του μπροστά στις λαμπρές πύλες του θανάτου και τότε ο θάνατος μετατρέπεται σε ευφρόσυνο συναπάντημα, η ζωή θριαμβεύει, η χαρά και η αγάπη κυριαρχούν πάνω σε όλα.
Για αιώνες η Εκκλησία ατενίζει και εμπνέεται από το θάνατο εκείνης που στάθηκε η μητέρα του Ιησού, που έδωσε ζωή στο Σωτήρα και Λυτρωτή μας, που έδωσε τον εαυτό της ολοκληρωτικά σ’ εκείνον μέχρι το τέλος, μένοντας μόνη κάτω από το σταυρό. Μελετώντας την Κοίμησή της η Εκκλησία ανακαλύπτει και βιώνει το θάνατο όχι πλέον ως φόβο και τρόμο και τέλος, αλλά λαμπρή και αυθεντική αναστάσιμη χαρά «Εν τη γεννήσει σου σύλληψις άσπορος, εν τη κοιμήσει σου νέκρωσις άφθορος…». Εδώ, σ’ ένα από τους πρώτους ύμνους του όρθρου της γιορτής, βλέπουμε να εκφράζεται η ουσία αυτής της χαράς: «νέκρωσις άφθορος». Ποιό είναι όμως το νόημα αυτής της αντίθεσης των λέξεων; Κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου, αποκαλύπτεται σε μας και γίνεται δική μας χαρά όλο το ευφρόσυνο μυστήριο αυτού του θανάτου, διότι η Παναγία, η Παρθένος Μαρία είναι μια από μας.
Αν θάνατος είναι ο φόβος και η θλίψη του χωρισμού, η κάθοδος στην απαίσια μοναξιά και το σκοτάδι, τότε τίποτα από όλα αυτά δεν τα συναντούμε στο θάνατο της Παναγίας, αφού η Κοίμησή της, όπως και ολόκληρη η ζωή της ήταν συνάντηση, αγάπη, κίνηση προς το αμάραντο και άδυτο φως της αιωνιότητας και είσοδος μέσα σ’ αυτό. Η τελεία αγάπη «έξω βάλλει τον φόβον», γράφει ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο ευαγγελιστής της αγάπης (Α’ Ιωάν. δ’ 18). Συνεπώς δεν υπάρχει φόβος στην άφθορο και αθάνατο κοίμηση της Παρθένου Μαρίας. Εδώ, ο θάνατος κατέρρευσε εκ των ένδον, απαλλάχτηκε από όλα αυτά που τον γεμίζουν με τρόμο και απελπισία. Ο ίδιος ο θάνατος μετατρέπεται σε θρίαμβο ζωής. Ο θάνατος γίνεται «αυγή μυστικής ημέρας». Γι’ αυτό η γιορτή δεν έχει καθόλου πόνο, νεκρώσιμους θρήνους και θλίψη, αλλά μόνο φως και χαρά. Είναι σαν να πλησιάζουμε τις θύρες του δικού μας αναπόφευκτου θανάτου και ξαφνικά τις βρίσκουμε ορθάνοικτες, γεμάτες φως από τη νίκη που πλησιάζει, από την ανατολή της βασιλείας του Θεού που είναι εγγύς.
Στη λάμψη αυτού του ασύγκριτου εόρτιου φωτός, σ’ αυτές τις αυγουστιάτικες μέρες που ο φυσικός κόσμος φτάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς του και γίνεται ύμνος δοξολογίας και ελπίδας, σημείο του ερχομού ενός άλλου κόσμου, αντηχούν τα λόγια από τους ύμνους της Κοίμησης. «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, παρθένε άχραντε· παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου» (Ωδή θ’).
Ο θάνατος δεν είναι πια θάνατος. Ο θάνατος καταυγάζεται από την αιωνιότητα και την αθανασία. Ο θάνατος δεν είναι πια διχασμός αλλά ένωση, όχι λύπη αλλά χαρά, όχι ήττα αλλά νίκη. Αυτό λοιπόν γιορτάζουμε την ημέρα της Κοίμησης της πανάχραντης Μητέρας, αληθινή προτύπωση και πρόγευση και σκίρτημα χαράς για την ανατολή της μυστικής και ατελεύτητης ημέρας.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας για την Κοίμηση της Θεοτόκου


Το γεγονός της Κοιμήσεως ή Μεταστάσεως της Θεοτόκου, όπως ήταν φυσικό, δεν ενέπνευσε μόνο τους μεγάλους υμνογράφους και αγιογράφους, αλλά και πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι αφιέρωσαν σ’αυτό είτε ειδικές Ομιλίες είτε αποσπάσματα – αναφορές. Άλλωστε δεν ήταν δυνατό να συμβεί διαφορετικά. Στο πάνσεπτο πρόσωπο της Παναγίας «νενίκηνται της φύσεως οι όροι» σε πολλές φάσεις της ζωής της: Ούσα Παρθένος γέννησε τον Ιησού Χριστό, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Έμεινε Παρθένος πριν, κατά και μετά τη γέννησή Του. Είναι αειπάρθενος. Και όταν ως άνθρωπος απέθανε και τότε νικήθηκαν «της φύσεως οι όροι», αφού «τάφος και νέκρωσις» δεν την κράτησαν στη γη, διότι «ως ζωής Μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».
Η φράση του Απολυτίκιου της εορτής της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου»
«ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε»
επαληθεύεται διαρκώς στη ζωή της Εκκλησίας και επαληθεύεται καθημερινά από την προσωπική εμπειρία μας. Δεν μας εγκατέλειψε αναχωρώντας με τον θάνατο από τον κόσμο. Είναι μαζί μας, με τα θαύματα που επιτελεί με τη μεσολάβησή της στον Υιό και Θεό της χάριν εκείνων οι οποίοι ζητούν ταπεινά και με πίστη τις πανίσχυρες πρεσβείες της.
Ως έκφραση θερμής ευγνωμοσύνης για την πολυποίκιλη βοήθειά της στον καθένα μας προσωπικά, και γενικώτερα στον φιλόχριστο και θεοτοκόφιλο λαό μας, παραθέτουμε λίγα πνευματικά άνθη οπό θαυμάσιες ομιλίες στην εορτή της Κοιμήσεως ορισμένων αγίωων Πατέρων της ᾿Εκκλησίας πατέρων της εκκλησίας μας.
«Ω πώς η πηγή της ζωής προς την ζωήν δια μέσου θανάτου μετάγεται», αναφωνεί ο ιερός Δαμασκηνός…
«Τί τοίνυν τό περί σέ τοῦτο μυστήριον ὀνομάσωμεν· θάνατον; ἀλλά καί φυσικῶς ἡ πανίερος καί μακαρία σου ψυχή τοῦ πανολβίου καί ἀκηράτου σου χωρίζεται σώματος, ὅμως οὐκ ἐναπομένει τῷ θανάτῳ οὐδ᾿ ὑπό τῆς φθορᾶς διαλύεται. ῟Ης γάρ τικτούσης ἀλώβητος ἡ παρθενία μεμένηκε, ταύτης μεθισταμένης ἀδιάλυτον τό σῶμα πεφύλακται καί πρός κρείττονα καί θειοτέραν σκηνήν μετατίθεται».
Ω πώς εκείνη που γέννησε την Πηγή της ζωής μεταφέρεται δια μέσου του θανάτου προς τήν ζωή! Να ονομάσουμε θάνατο αυτό το μυστήριο που συμβαίνει με σε; Αλλ᾿ εάν και χωρίσθηκε η παναγία και μακαρία ψυχή σου από το πανευτυχές και αμόλυντο σῶμα σου, όπως συμβαίνει με τον θάνατο κάθε ανθρώπου, όμως το σώμα σου δεν παραμένει μόνιμα στον θάνατο, ούτε διαλύεται από την φθορά. Διότι αυτής της οποίας η παρθενία έμεινε άθικτη, όταν γεννούσε τον Θεάνθρωπο, αυτής και το σώμα, όταν ήλθε ἡ ώρα νά αναχωρήσει ἀπό τον παρόντα κόσμο, φυλάχτηκε αδιάλυτο και μετετέθη προς καλυτέρα και θειοτέρα ζωή (ΡG 96, 713-716).
«Σέ τάφος ἔχειν οὐ δύναται», προσθέτει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης…
«῞Αδης κρατεῖν οὐκ ἰσχύει σου… ῎Απιθι τοίνυν, ἄπιθι σύν εἰρήνῃ. Μεταναστεύου τῶν ἐν τῇ κτίσει μονῶν· ἐξιλάσκου τόν Κύριον ὑπέρ τοῦ κοινοῦ πλάσματος».
Δεν μπορεί να σε κρατήσει ο τάφος. Δεν έχει δύναμη να σε έχει φυλακισμένη ο῎Αδης… Φύγε λοιπόν, φύγε ειρηνική. Αναχώρησε από τς γήινες διαμονές και ικέτευε και ἐξιλέωνε τον Κύριο για όλους εμάς τους συνανθρώπους σου. (ΡG 97, 1100).
«῞Ον τρόπον καί ὁ σός Υἱός καί πάντων Θεός», συμπληρώνει ο άγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, «τοῦ ὁμοίου σαρκικῶς ἀπεγεύσατο θανάτου· παραδοξάσας δηλαδή, κατά τόν ἴδιον αὐτοῦ καί ζωοποιόν τάφον καί τό σόν τῆς κοιμήσεως ζωοπαράδεκτον μνῆμα· ὥστε ἀμφοτέρων σώματα μέν ἀφαντάστως ὑποδεξαμένων, διαφθοράν δέ μηδαμῶς ἐνεργησάντων. Οὐδέ γάρ ἐνεδέχετό σε θεοχώρητον οὖσαν ἀγγεῖον, τῆς ἀναλύσεως νεκροφθόρῳ διαρρυῆναι χοΐ· ᾿Επειδή γάρ ὁ κενωθείς ἐν σοί, Θεός ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, καί ζωή προαιώνιος, καί τήν Μητέρα τῆς Ζωῆς σύνοικον ἔδει τῆς Ζωῆς γεγονέναι…».
῞ Όπως δηλαδή ο Υιός σου και Θεός των ήλων γεύθηκε κατά την σάρκα του τον ίδιο θάνατο και όπως δόξασε τον δικό του ζωοποιό τάφο, έτσι δόξασε και το δικό σου μνήμα, που εδέχθη κατά την κοίμηση σου Σε την Μητέρα της ζωής. Και οι δύο τάφοι δέχθηκαν μεν, χωρίς να φαντάζονται, κάτι ξεχωριστό, τα σώματα και των δύο, αλλά δεν ενήργησαν καμιά διαφθορά σ᾿ αυτά. Διότι δεν ήταν δυνατόν συ που ήσουν δοχείο που χώρεσε τόν Θεό να διαλυθείς στο χώμα της νεκρώσεως. Επειδή Αυτός που ταπεινώθηκε και κυοφορήθηκε μέσα σου ήταν ἐξ αρχής Θεός και ζωή προαιώνιος, έπρεπε και συ, η Μητέρα της Ζωής, να γίνεις σύνοικος με την Ζωή, με τον Υιό σου, στα ουράνια (ΡG 98, 345-8).
Το σώμα της υπεραγίας Θεοτόκου, σημειώνει και ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, «μικρόν παραμεῖναν τῇ γῇ καί αὐτό συναπῆλθε… Καί τοίνυν ἐδέξατο μέν ὁ τάφος ἐπί μικρόν, ἐξεδέχετο δέ καί ὁ οὐρανός τήν καινήν γῆν ἐκείνην, τό πνευματικόν σῶμα… τό ἁγιώτερον ἀρχαγγέλων».
Το ιερό σώμα της, αφού παρέμεινε για λίγο στη γη, έφυγε κατόπιν κι αυτό στους ουρανούς με την ψυχή της. Δέχθηκε λοιπόν το σώμα της ο τάφος για μικρό χρονικό διάστημα, δέχθηκε δε τελικώς και ο ουρανός το σώμα της, την καινή εκείνη γη, που ανακαινίσθηκε από τον Υιό και Θεό της που κατοίκησε μέσα της, το πνευματικό και άγιο εκείνο σώμα… που είναι αγιώτερο από τους αρχαγγέλους («῾Η Θεομήτωρ», ἔκδοσις ῾Ιεροῦ ῾Ιδρύματος Εὐαγγελιστρίας Τήνου, ᾿Αθῆναι 1968, σελ. 214-216).
«Μόνη αὕτη νῦν μετά τοῦ θεοδοξάστου σώματος σύν τῷ Υͺἱῶ τόν οὐράνιον ἔχει χῶρον», τονίζει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· «οὐ γάρ εἶχε κατέχειν εἰς τέλος γῆ καί τάφος καί θάνατος ζωαρχικόν σῶμα καί θεοδόχον».
Μόνη η Θεοτόκος τώρα, προ της Δευτέρας δηλαδή Παρουσίας, βρίσκεται με το θεοδόξαστο σώμα της μαζί με τον Υιό της στον ουράνιο Παράδεισο. Διότι δένω μπορούσαν να κρατούν παντοτεινά η γη, ο τάφος και ο θάνατος το σώμα εκείνο, που έγινε δοχείο του Θεού και πηγή της Ζωής (ΡG 151, 465).
Μεταξύ των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (8ος αιώνας) αφιέρωσε στην Κοίμηση της Θεοτόκου τρία σπουδαία Εγκώμια, από τα οποία παραθέτουμε σε απόδοση στη νεοελληνική τα επόμενα αποσπάσματα:
Ω, πως η πηγή της ζωής πεθαίνοντας πηγαίνει προς τη ζωή! Ω, πως εκείνη που γεννώντας ξεπέρασε τους νόμους της φύσεως, τώρα υποτάσσεται στη φυσική τάξη και δέχεται θάνατο το αμόλυντο σώμα! Διότι πρέπει αυτό, αφού αφήσει κάτω το θνητό, να περιβληθεί την αθανασία, αφού και ο Κύριός της δεν αρνήθηκε την πείρα του θανάτου. Γιατί πέθανε σωματικά και με τον θάνατό του καταργεί το θάνατο και στη φθορά χαρίζει την αφθαρσία και τη νέκρωση την κάνει πηγή αναστάσεως. Ώ, πως την ιερή ψυχή, καθώς αποχωρίζεται από το σώμα που δέχτηκε τον Θεό, την υποδέχεται με τα ίδια του τα χέρια ο Δημιουργός του παντός , τιμώντας καθώς πρέπει εκείνην, που ενώ κατά την φύση της ήταν δούλη, σύμφωνα με το ανεξερεύνητο πέλαγος της φιλανθρωπίας του και κατά το σχέδιό του την έκανε Μητέρα του, και σαρκώθηκε αληθινά κι όχι ψεύτικα. Γιατί παρακολουθούσαν, όπως λέει η Παράδοση, τα παριστάμενα τάγματα των αγγέλων και περίμεναν τον αποχωρισμό σου από τους ανθρώπους.
Ώ, τι ωραιότατη εκδημία, που χαρίζει τη συνάντηση και παραμονή κοντά στον Θεό! Γιατί, παρόλο που ο Θεός σ’όλους τους αφοσιωμένους σ’αυτόν και τους θεοφόρους ανθρώπους έχει χαρίσει αυτό το δώρο – ναι, έχει χαριστεί και το πιστεύουμε – όμως η διαφορά μεταξύ δούλων του Θεού και Μητέρας είναι άπειρη. Επομένως πώς να ονομάσουμε αυτό το μυστήριο που σου συμβαίνει θάνατο; Αν και κατά τρόπο φυσικό η πανίερη και μακάρια ψυχή σου χωρίζεται από το τρισευλογημένο και άσπιλο σώμα και το σώμα σου παραδίνεται στην καθιερωμένη ταφή, εντούτοις δεν μένει νεκρό και δεν διαλύεται από την φθορά. Της Παναγίας η Παρθενία έμεινε απείραχτη όταν γεννούσε, όταν η ίδια έφευγε από την παρούσα ζωή το σώμα της διατηρήθηκε αδιάλυτο και ανεβαίνει σε πολύ ανώτερη και πιο θεϊκή ζωή, που δεν την διακόπτει ο θάνατος, αλλά συνεχίζει να υπάρχει στους ατέλειωτους αιώνες (Εγκώμιον Α΄ εις την Κοίμησιν, § 10).
Και συνεχίζοντας ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο ίδιο Εγκώμιο ( § 11) λέει και τα εξής:
Σε μετέφεραν από τη γή στον ουρανό άγγελοι μαζί με αρχαγγέλους. Βλέποντας την άνοδό σου τρόμαξαν τα ακάθαρτα πνεύματα που βρίσκονται μεταξύ γής και ουρανού. Κατά τη διάβασή σου αυτή ο μεν αέρας ευλογείται, ο δε αιθέρας ψηλά αγιάζεται. Χαίροντας υποδέχεται ο ουρανός την ψυχή σου. Εσένα με ιερούς ύμνους και ολόφωτες λαμπάδες χαρούμενης γιορτής προϋπαντούνε ουράνιες δυνάμεις, σχεδόν λέγοντας «ποιά ειν’ αυτή που ανεβαίνει ανθισμένη στα λευκά, που προβάλλει σαν αυγή, όμορφη σαν φεγγάρι, λαμπερή σαν τον ήλιο»; Πόσο ομόρφηνες, πόσο γλύκανες! Είσαι σαν το αγριολούλουδο, σαν κρίνο μες στα αγκάθια, γι’αυτό σ’αγάπησαν οι νεάνιδες, τρέχουν ξοπίσω απ’το άρωμά σου. Σ’οδήγησε ο Βασιλιάς στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του» (Άσμα Ασμάτων). Εκεί σε περιτριγυρίζουν οι εξουσίες, σε δοξολογούν οι αρχές, σε ανυμνούν οι θρόνοι, χαίρονται απορώντας τα χερουβείμ, δοξάζουν τα σεραφείμ εσένα που έγινες η φυσική Μητέρα του Κυρίου μας χάρη στην πραγματική φιλανθρωπία του. Γιατί δεν ανέβηκες ως τον ουρανό όπως ο Ηλίας, ούτε «ανηρπάγης» μέχρι τον τρίτο ουρανό όπως ο Παύλος (Β΄ Κορ. 12,2). Αλλά έφτασες ως τον ίδιο το βασιλικό θρόνο του Υιού σου, όπου τον βλέπεις με τα μάτια σου και χαίρεσαι και στέκεις δίπλα του, με πολλή και ανείπωτη παρρησία.
Είσαι για τους αγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις άφατη ευφροσύνη, για τους πατριάρχες χαρά χωρίς τέλος, για τους δικαίους ανεκλάλητη ευχαρίστηση, για τους προφήτες διαρκής αγαλλίαση! Τον κόσμο ευλογείς, τα σύμπαντα αγιάζεις. Για τους αποκαμωμένους είσαι ανάσα, για τους πενθούντες παρηγοριά, για τους αρρώστους γιατρειά, για τους θαλασσοδαρμένους λιμάνι, για τους αμαρτωλούς συγχώρεση, για τους θλιμμένους καλοσυνάτο στήριγμα, για όσους σε αναζητούν η πρόθυμη βοήθεια.
Στον τρίτο εγκωμιαστικό λόγο του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει και τα εξής χαρακτηριστικά για την Κοίμηση της Θεοτόκου:
Σήμερα η νοητή και έμψυχη σκάλα, με την οποία αφού κατέβηκε ο Ύψιστος «φανερώθηκε πάνω στη γή και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους» (Βαρούχ 3, 38), χρησιμοποιώντας ως σκάλα το θάνατό της μετέστη από τη γή στους ουρανούς.
Σήμερα η επίγεια τράπεζα, αυτή που τον ουράνιο άρτο της ζωής, τον αναμμένο άνθρακα της θεότητας χωρίς γάμο κράτησε μέσα της, από τη γή υψώθηκε στον ουρανό…Σήμερα από την επίγεια Ιερουσαλήμ μετατίθεται η έμψυχη πόλη του Θεού στην «άνω Ιερουσαλήμ»… και εγκαθίσταται στην εκκλησία των πρωτοτόκων. Και η έμψυχη και λογική κιβωτός του Κυρίου μεταναστεύει στην ανάπαυση του Υιού της…
Πέθανε η πηγή της ζωής, η Μητέρα του Κυρίου μου! Γιατί έπρεπε, αυτό που απαρτίστηκε από γή, να ξαναγυρίσει στη γή κι έτσι να μεταφερθεί ψηλά στον ουρανό. Αφού πήρε από τη γή την άφθαρτη ζωή, την οποία και της ξαναδώρισε, με την κατάθεση του σώματός της σ’αυτήν. Διότι έπρεπε, όπως το χρυσάφι στο χωνευτήρι, αφού αποβάλει τα άχρηστα και το βάρος της θαμπής θνητότητας, να υψώσει από τον τάφο το σώμα της άφθαρτο και αμόλυντο, για να λάμπει στο φως της αθανασίας» (§ 2,3).
Ιδιαίτερα λυρικό και βαθύτατα θεολογικό είναι και το «Εγκώμιον εις την Κοίμησιν της αγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου» του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου (§ 759 – 826). Να δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
Τώρα λοιπόν, κλείνοντας η Θεοτόκος τα μάτια του σώματος της, ανοίγει σ’εμάς τα νοητά της μάτια σαν λαμπερά και μεγάλα αστέρια. Αυτά που ποτέ δεν έδυσαν, γιατί αγρυπνούν ώστε να παρακαλούν το πρόσωπο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Τώρα που τα θεοκίνητα χείλη της σώπασαν και δεν μιλούν πιά, ανοίγει διάπλατα το στόμα της για να πρεσβεύει για όλους τους ανθρώπους. Τώρα που μάζεψε τις γήινες αλλά θεοφόρες παλάμες της, τις εμφανίζει αφθαρτοποιημένες και υψωμένες προς τον Θεό, ικετεύοντας για όλη την οικουμένη. Αφού τώρα απέκρυψε το φυσικό και σαν τον ήλιο πρόσωπό της, ακτινοβολεί με τη φιλοτεχνημένη εικόνα της και την προβάλλει στα πλήθη για να την ασπασθούν με ευγνώμονη σχετική προσκύνηση, έστω και αν δεν το θέλουν οι αιρετικοί. Έχοντας μεταστεί στα ουράνια η πάναγνη περιστέρα, δεν σταματά να προστατεύει τα επίγεια. Παρόλο που βγήκε από το σώμα, πνευματικά είναι μαζί μας. Μπαίνοντας στους ουρανούς, εξοστρακίζει τους δαίμονες και μεσιτεύει στον Κύριο (§ 2).
Και συνεχίζει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης:
Όταν σκέπτομαι το μεγαλείο της μεταστάσεώς σου, Παρθένε, τρομάζει από δέος το πνεύμα μου. Όταν αναλογίζομαι το θαύμα της κοιμήσεώς σου, απορεί το μυαλό μου. Όταν διηγείται το μυστήριο της εκ νέου ζωής σου, δένεται η γλώσσα μου. Γιατί ποιός είναι εκείνος που θα μπορούσε να κάνει ώστε να ακουστούν επάξια όλοι οι έπαινοί σου, να περιγράψει όλα τα θαύματά σου; Ποιός νους υψιπέτης θα τα διακηρύξει; Ποιά γλώσσα γλαφυρή θα πει τα σχετικά μ’εσένα, θα παραστήσει τα δικά σου, θα προβάλλει τα λόγια σου, ή θα περιγράψει τις θαυμάσιες τελετές, πανηγύρεις, εορτές, διηγήσεις, εγκώμια, αφού και για το παρόν μυστήριο (της κοιμήσεώς σου) αδυνατεί να το πράξει, αποτυχαίνει, επικρίνεται;
Διότι ακριβώς υπερέχεις, υπερτερείς, είσαι ασύγκριτα ανώτερη στο ύψος και το μέγεθος από τον ανώτατο πόλο, στην αγνότητα από τη λάμψη του φωτός του ήλιου, στην οικείωση της παρρησίας από την αγγελική τάξη και γενικά από όλη την άϋλη και λογική ουσία των νοητών και νοερών δυνάμεων (§ 5).
Σχετικά με την αναγκαιότητα της Κοιμήσεως, άλλος μεγάλος άγιος Πατέρας της Εκκλησίας μας, Νικόλαος ο Καβάσιλας (1322 – 1391/96 περίπου), στην Ομιλία του «Εις την πάνδοξον Κοίμησιν της Υπεραγίας δεσποίνης ημών και παναχράντου Θεοτόκου» γράφει χαρακτηριστικά (§ 12):
Ήταν ανάγκη να χωριστεί η πανάγια αυτή ψυχή από το υπεράγιο εκείνο σώμα. Χωρίζεται βέβαια και ενώνεται με την ψυχή του Υιού της, ενώνεται το δεύτερο φως με το πρώτο. Αλλά και το σώμα της, αφού παρέμεινε για λίγο στη γή, έφυγε κι αυτό μαζί με την ψυχή της. Γιατί έπρεπε να διαβεί απ’ όλους τους δρόμους απ’ τους οποίους πέρασε και ο Σωτήρας, να λάμψει στους ζωντανούς και τους νεκρούς και με όλα αυτά να εξαγιάσει την (ανθρώπινη) φύση και να πάρει κατόπιν τη θέση που της αρμόζει. Έτσι λοιπόν δέχθηκε το σώμα της για λίγο ο τάφος, αλλά δέχθηκε και ο ουρανός την καινή εκείνη γή, το πνευματικό σώμα, το θησαυρό της ζωής μας, που είναι σεμνότερο απ’ τους αγγέλους και αγιώτερο απ’ τους αρχαγγέλους. Έτσι ξαναδόθηκε ο θρὀνος στο βασιληά, ο παράδεισος στο ξύλο της ζωής, ο δίσκος στο φώς, το δέντρο στον καρπό, η Μητέρα στον Υιό, αντιπρόσωπος του ανθρώπινου γένους καθόλα άξια.
Και τέλος, ο άγιος Μάρκος, επίσκοπος Εφέσου, ο Ευγενικός (1392-1444/45), σε μια αποστροφή λόγου του λέει τα εξής χαρακτηριστικά:
Νέκρωσιν η της ζωής μητέρα δέχεται, και τάφῳ τεθείσα, μετά τρίτην ημέραν ευκλεώς εξανίσταται εις αιώνας τῳ Υιῷ συμβασιλεύουσα και αιτούσα την των πταισμάτων υμών άφεσιν.

“Κεχαριτωμένη, Δεδοξασμένη, Παντάνασσα, από την άφθονον εκείνην ηλιοβολίαν του θείου φωτός οπού χαίρεσαι, παρισταμένη εκ δεξιών του μονογενούς σου Υιού, πέμψον εδώ κάτω και εις ημάς τους ευλαβείς δούλους σου μίαν μακαρίαν ακτίνα, οπού να είναι και φως εις τον εσκοτισμένον μας νουν και φλόγα εις την ψυχραμένην μας θέλησιν, διά να βλέπωμεν να περιπατούμεν σπουδαίοι εις την οδόν των θείων δικαιωμάτων. Ημείς, μετά Θεόν, εις εσέ του Θεού την Μητέρα και Μητέρα ημών έχομεν την ελπίδα της σωτηρίας μας· από σε ελπίζομεν τας νίκας της γαληνοτάτης Αυθεντίας, τα τρόπαια των Ευσεβών Βασιλέων· την στερέωσιν της Εκκλησίας· την αντίληψιν του Ορθοδόξου γένους· την σκέπην της ευλαβούς του ταύτης πολιτείας, οπού είναι αφιερωμένη εις την άμαχόν σου βοήθειαν. Ναι, Παναγία Παρθένε, ναι, Μαρία, όνομα οπού είναι η χαρά, η παρηγορία, το καύχημα των Χριστιανών· δέξου την νηστείαν και παράκλησιν των αγίων τούτων ημερών, οπού εκάμαμε εις τιμήν σου, ως θυμίαμα ευπρόσδεκτον· και αξίωσόν μας, καθώς εδώ εις την Εκκλησίαν ευλαβώς ασπαζόμεθα την αγίαν και θαυματουργόν ταύτην εικόνα, έτζι και εκεί εις τον Παράδεισον να ιδούμεν αυτό το μακάριόν σου πρόσωπον, το οποίον να προσκυνούμεν συν τω Πατρί και τω Υιώ και τω αγίω Πνεύματι, εις τους απεράντους αιώνας”.(Hλίας Μηνιάτης)

Η Κοίμηση της Θεοτόκου ως μυστήριο της Εκκλησίας – Μητροπ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου



Ακούστε το επόμενο κείμενο, όπως αυτό «δημοσιεύθηκε» στο 172-ο τεύχος (Ιουλίου – Αυγούστου του 2018) του ηχητικού περιοδικού μας, Ορθόδοξη πορεία
Κατά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ασπαζόμαστε την ιερή εικόνα που παριστά το γεγονός της Κοιμήσεώς της. Η όλη εικόνα όχι μόνον αναπαριστά αυτό που έγινε κατά την εξόδιο ακολουθία της Παναγίας, αλλά δείχνει και το τι είναι η Εκκλησία. Πρόκειται για μια εικόνα που δείχνει κατά τον πλέον ανάγλυφο τρόπο το μυστήριο της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν είναι μια ανθρώπινη οργάνωση, αλλά το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού. Είναι η ενότητα Θεού και ανθρώπων στο πρόσωπο του Χριστού.
Στην ιερή εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βλέπουμε ότι η Εκκλησία έχει στο κέντρο της τον Χριστό και την Παναγία, ως Μητέρα του Χριστού, και γύρω από αυτούς τούς Αποστόλους, τούς Επισκόπους και τούς Αγγέλους.
Έπειτα, στην ιερή εικόνα φαίνεται καθαρά ότι στην Εκκλησία έχει καταργηθή ο θάνατος, αλλά αυτό που ονομάζουμε θάνατο είναι ένας απλός ύπνος. Το σώμα δέχεται την Χαρη του Θεού και αυτό λαμπρύνεται, αλλά και η ψυχή ζη μετά θάνατο, και, αν ο άνθρωπος έχη αγιασθή, βρίσκεται «εν χειρί Θεού». Αυτό που συνέβη με την Παναγία, κατά αναλογία, επιθυμούμε να συμβή και σε μας. Δηλαδή, ευχόμαστε, όταν έλθη η ώρα να φύγουμε από τον κόσμο αυτό, να είμαστε μέσα στην Εκκλησία, να προσευχόμαστε, να έχουμε τούς Πνευματικούς Πατέρες κοντα μας, να λάβουμε την ευχή τους και, κυρίως, να κοινωνήσουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Ακόμη, όπως ο Ιεφωνίας προσπάθησε να ατιμάση το σώμα της Παναγίας και δεν το κατόρθωσε, έτσι υπάρχουν διάφοροι εχθροί, οι οποίοι προσπαθούν να βλάψουν το Σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία, αλλά δεν κατόρθωσαν ούτε θα κατορθώσουν να κάνουν τίποτε, γιατί η Εκκλησία δεν είναι ένα ανθρώπινο σωματείο, αλλά το θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία έχει μεγάλη δύναμη, δεν φοβάται απολύτως τίποτε, αλλά σώζει τούς πάντες και αυτούς ακόμη τούς λεγομένους εχθρούς της, όταν μετανοήσουν.
Όλη η σύνθεση της εικόνας, από τα πρόσωπα που παρίστανται, σχηματίζουν έναν νοητό Σταυρό. Η οριζόντια διάσταση του Σταυρού σχηματίζεται από την κλίνη, όπου βρίσκεται το νεκρό σώμα της Θεοτόκου. Η κατακόρυφη διάσταση του Σταυρού σχηματίζεται στο επάνω μέρος από τον Χριστό που βρίσκεται όρθιος, και στο κάτω μέρος από τον Εβραίο Ιεφωνία που θέλησε να ατιμάση το σώμα της Θεοτόκου. Είναι ένας νοητός Σταυρός που τον αποτελούν ο Χριστός, η Θεοτόκος, και οι παρόντες στην Κοίμησή της, από τους οποίους οι περισσότεροι την ανυμνούν και ένας προσπαθεί να την ατιμάση. Ο Σταυρός είναι δόξα και ατιμία, σωτηρία και καταδίκη. Ο Απόστολος Παύλος διακηρύσσει: «Ο λόγος γαρ ο του σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστι» (Α Κορ. α , 18).
Η Εκκλησία έχει και τους πειρασμούς της που προέρχονται από τους ανθρώπους, οι οποίοι ούτε βιώνουν ούτε μπορούν να καταλάβουν το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού. Αυτοί είναι άγευστοι και αμύητοι της θεοειδούς ζωής και αντιδρούν σε εκείνους που ζουν σε μία άλλη διάσταση της ζωής.
Το μυστήριο του Σταυρού φαίνεται έκδηλα στα πρόσωπα των ανθρώπων που εικονίζονται στην εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο πόνος και ο πόθος, η αγάπη και η προσευχή, η έκσταση και η όραση, οι ύμνοι και η σιωπή, όλα αυτά είναι μέθεξη του μυστηρίου του Σταυρού του Χριστού.
Στην διδασκαλία των Πατέρων γίνεται λόγος για το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού, που είναι η αγάπη του Θεού, η οποία προχέεται από τον Τριαδικό Θεό προ της δημιουργίας του κόσμου, κατά την δημιουργία του, προ της πτώσεως του ανθρώπου, μετά την πτώση του, προ της ενανθρωπήσεως του Χριστού, κατά την ενανθρώπησή Του, προ της Πεντηκοστής και μετά από αυτήν. Αυτή η αγάπη του Θεού μετέχεται διαφοροτρόπως, ως καίουσα και φωτίζουσα, με την διπλή ενέργεια του Σταυρού.
Αυτό το μυστήριο του Σταυρού φαίνεται έκδηλα στα πρόσωπα των ανθρώπων που εικονίζονται στην εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο πόνος και ο πόθος, η αγάπη και η προσευχή, η έκσταση και η όραση, οι ύμνοι και η σιωπή, όλα αυτά είναι μέθεξη του μυστηρίου του Σταυρού του Χριστού.
Ο Σταυρός είναι η δόξα του Χριστού με την αγάπη και την κένωσή Του, αλλά είναι και η δόξα της Θεοτόκου, η οποία σε όλη την ζωή της έζησε με την βαθυτάτη ταπείνωση που είναι η θεοποιός και υψοποιός κένωση, δηλαδή το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως. Αυτό έζησαν και οι Απόστολοι και οι Ιεράρχες που αποδείχθηκαν φίλοι του Θεού, φίλοι του Σταυρού.
Τελικά, μένοντας σε αυτόν τον νοητό σχηματισμό του Σταυρού της εικόνας μπορεί να τονισθή η αξία του ανθρώπου, όταν με την όλη ζωή του και τον τρόπο της κοιμήσεώς του, κατά το πρότυπο της Θεοτόκου, γίνεται η οριζόντια διάσταση του Σταυρού, και προστίθεται η κατακόρυφη διάστασή του, που είναι η Χάρη του Θεού.
Η Παναγία προξένησε μεγάλη χαρά σε όλη την οικουμένη, γιατί γέννησε τον Χριστό, που είναι η χαρά μας και η ελπίδα της σωτηρίας μας. Γι’ αυτό την αγαπάμε και την παρακαλούμε να μας προστατεύη, να μας ενισχύη στις δύσκολες ώρες της ζωής μας, να πρεσβεύη για να παραμένουμε μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, και να μεσιτεύη για να αξιωθούμε να νικήσουμε τον θάνατο με την δύναμη του Χριστού και να εισέλθουμε στην ουράνια Εκκλησία!
Ο Μητροπολίτης
† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Η Παναγία και ο Λαός, κείμενο του Φώτη Κόντογλου


Η Παναγία και ο Λαός, κείμενο του Φώτη Κόντογλου
Ρωμηοσύνη και Ορθοδοξία είναι ένα πράγμα.
Για να μην πάρω τους πολύ παληούς, παίρνω δυο τρεις από εκείνους πού αγωνισθήκανε για την ελευθερία της Ελλάδας, πού όποτε μιλάνε για τη λευτεριά, μιλάνε και για τη θρησκεία.
Ο Ρήγας Φεραίος λέγει: «Να κάνουμε τον όρκο / απάνω στο Σταυρό". Ένας άλλος ποιητής γράφει: «Για της πατρίδας την ελευθερία / για του Χρίστου την πίστη την αγία / γι' αυτά τα δύο πολεμώ, / μ' αυτά να ζήσω επιθυμώ_ / κι αν δεν τα αποχτήσω / τι μ' ωφελεί να ζήσω;».
Του Σολωμού η ψυχή είναι θρεμμένη με τη θρησκεία, γι' αυτό μοσκοβολούνε τα ποιήματα του από δαύτη. Κι αυτή τη μοσκοβολιά τη νιώθει κανένας στην Ημέρα της Λαμπρής, στη Δέηση της Μαρίας, στη Φαρμακωμένη, Εις Μοναχήν, στον Ύμνο της Ελευθερίας, στο Διάλογο και σε πολλά άλλα.
Οι αγράμματοι ποιητές των βουνών, μέσα στα τραγούδια πού κάνανε, και που δε θα τα φτάξει ποτέ κανένας γραμματιζούμενος, μιλάνε κάθε τόσο για τη θρησκεία μας, για το Χριστό, για την Παναγιά, για τους δώδεκα Αποστόλους, για τους αγίους. Πολλές παροιμίες και ρητά και λόγια που λέγει ο λαός μας, είναι παρμένα από τα γράμματα της Εκκλησίας.
Η Ρωμηοσύνη είναι ζυμωμένη με την Ορθοδοξία, γι' αυτό Χριστιανός κ' Έλληνας ήτανε το ίδιο. Από τότε που γινήκανε χριστιανοί οι Έλληνες, πήρανε στα χέρια τους τη σημαία του Χριστού και την κάνανε σημαία δική τους: Πίστις και Πατρίς! Ποτάμια ελληνικό αίμα χυθήκανε για την πίστη του Χριστού, από τα χρόνια του Νέρωνα και του Διοκλητιανού, έως τα 1838, πού μαρτύρησε ο άγιος Γεώργιος ο εξ Ιωαννίνων. Ποια άλλη φυλή υπόφερε τόσα μαρτύρια για το Χριστό; Αυτό το ακατάλυτο έθνος πού έπρε¬πε να πληθύνει και να καπλαντίσει τον κόσμο, απόμεινε ολιγάνθρωπο γιατί αποδεκατίσθηκε επί χίλια οχτακόσια χρόνια από φυλές χριστιανομάχες.
Αγιασμένη Ελλάδα! Είσαι αγιασμένη, γιατί είσαι βασανι¬σμένη. Κι η κάθε γιορτή σου μνημονεύει κ' ένα μαρτύριο σου. Τα πάθη του Χριστού τα 'κανες δικά σου πάθη, τα μαρτύρια των Αγίων είναι δικά σου μαρτύρια. Ο δικός σου ο κλήρος στάθηκε η πίκρα. Θλίβεσαι με τον Χριστό, θλίβεσαι με την Παναγιά, μαρτυράς μαζί με τους μάρτυρες της πίστης κι ολοένα κλαις σαν θρηνητικό τρυγόνι στα αγιασμένα μνημούρια πού 'ναι φυτρωμένα απάνω τους αγριοχόρταρα και φλυσκούνια. Πλην η θλίψη σου εσένα είναι κάποια θλίψη χαροποιά, γεμάτη ελπίδα κι αθανασία. «Και γαρ εν όψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης» κατά τον Σολομώντα. Αυτό είναι το «χαροποιόν πένθος», η «χαρμολύπη» πού λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Είναι η αληθινή χαρά πού ξαγοράζεται μονάχα με τον πόνο.
Σήμερα γιορτάζουμε την ένδοξη Κοίμηση της Παναγίας. Σ' αμέτρητες εκκλησίες και μοναστήρια χτυπούνε οι καμπάνες και ψέλνουνε οι ψαλτάδες. Τα πιο πολλά είναι στης Παναγίας τ' όνομα, και πανηγυρίζουνε σήμερα την Κοίμηση της Θεοτόκου. Μα αυτή δεν είναι γιορτή θανάτου, είναι γιορτή χαράς και θρίαμβος, γιατί αυτή που κοιμήθηκε είναι η Μητέρα της Ζωής, όπως λέγει εκείνο το θεσπέσιο δοξαστικό πού λένε σήμερα στη Λειτουργία: «Τη αθανάτω σου κοιμήσει Θεοτόκε μήτηρ της ζωής, νεφέλαι τους αποστόλους αιθέριους διήρπαζον και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν τω αχράντω σου σώματι, ο και κηδεύσαντες σεπτώς, την φωνήν του Γαβριήλ μελωδούντες ανεβόων. Χαίρε, κεχαριτωμένη παρθένε, μήτερ ανύμφευτε, ο Κύριος μετά σου. Μεθ' ων, ως Υιός σου και θεόν ημών ικέτευε σωθήναι τας ψυχάς ημών».
Σήμερα όλη η Ελλάδα μοσχοβολά από το ευωδέστατο σκήνωμα της Παναγίας, που είναι η μητέρα των ορφανεμένων, η ελπίδα των απελπισμένων, η χαρά των θλιμμένων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων. Κι απ' άκρη σε άκρη της Ελλάδας, στις πολιτείες, στα χωριά, στα μοναστήρια και στις σκήτες, απάνω στα δασωμένα βουνά, στα λαγκάδια, στις σπηλιές, στα γαλανά τα κύματα που δροσοαφρίζουνε από τον πελαγίσιον αγέρα, στα νησιά και στα ρημόνησα, στους κάβους, παντού αντιλαλεί η υμνολογία που ψέλνουνε οι ψαλτάδες για την ταπεινή βασίλισσα που κοι¬μήθηκε. Το μελτέμι που φυσά τώρα το Δεκαπενταύγουστο και δροσίζει τον κόσμο τα δεντρικά που 'ναι φορτωμένα με λογής λογής πωρικά, τα άγρια τα ρουμάνια, με τις αντρειωμένες βα¬λανιδιές και με τα έλατα και με τα κέδρα, τα άσπρα σύννεφα που αρμενίζουνε στον γαλανό ουρανό, όλα είναι χαροποιά και μακάρια, όλα είναι ιλαρά από την γλυκύτητα της Παναγίας. Στα πέλαγα ταξιδεύουνε λογής-λογής καράβια και καΐκια πώχουνε γραμμένο απάνω στο μάγουλο τους το γλυ¬κύτατο τ' όνομα της. Ω! Αληθινά δική μας είναι η Παναγία, δικό μας είναι το Ρόδον το Αμάραντον!
Ποιος θα μπορούσε να την υμνήσει όπως την υμνολογήσανε οι υμνωδοί της Εκκλησίας μας; Αρχαγγελικές σάλπιγγες θαρρείς πώς ακούγονται παντού, με ύψος και με σεμνότητα, μ' ένα κάλλος πνευματικό που βρίσκεται μονάχα στην Ορθοδοξία. Στον Εσπερινό της παραμονής ψέλνουνε τούτα τα τροπάρια που γεμίζουνε την ψυχή μας με κάποιον αγιασμένον ενθουσιασμό: «Ω του παραδόξου θαύματος! Η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται, και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται. Ευφραίνου, Γεσθημανή, της Θεοτόκου το άγιον τέμενος. Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον Κεχαριτωμένη χαίρε, μετά σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κοσμώ δια σου το μέγα έλεος».
Από τι καρδιές, από τι χρυσά σπλάχνα εβγήκε τού¬τος ο πλούτος! Εδώ δεν είναι συνταίριασμα τεχνικό από λόγια κι από ήχους. Εδώ είναι αληθινά «η φωνή του Γα¬βριήλ μελωδούντος» από τας ουράνιους αψίδας, ύμνος αθανασίας. Αμή εκείνη η θ' ωδή που λέγει: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, Παρθένε άχραντε, παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομιών σου». Η εκείνο το απολυτίκιο που είναι σοβαρό και γλυκό σαν το εικό¬νισμα της: «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν, εφύλαξας, εν τη κοιμήσει, τον κόσμων ου κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου τας ψυχάς ημών». Η ο α' ειρμός στις Καταβασίες που λέγει: «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη η ιερά και ευκλεής, Παρθέ¬νε, μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο προς ευφροσύνην τους πιστούς, εξαρχούσης Μαριάμ, μετά χορών και τύ¬μπανων τω σω άδοντες μονογενεί, ενδόξως ότι δεδόξασται».
Από τούτη την άγια μέθη, που μεταδίνει η «Πεποικιλμένη», μέθυσε κι ο αγιασμένος γλάρος της Σκιάθου, κ' έγραψε τους καημούς του Δεκαπενταύγου-στου σκιρτώντας από την αγγελική υμνωδία που άκουγε μυστικά, καθισμένος μπροστά στ' αφρισμένο πέλαγο, «ο φιλέρημος γέρων». Από το ίδιο νέκταρ της Παναγίας μέθυσε κι ο Σολωμός και ψέλνοντας και κείνος με ενθουσιασμό την Πεποικιλμένη, έγραψε στον Ύμνο της Ελευθερίας τούτα τα λόγια:
Ακολουθεί την αρμονία η αδελφή του Ααρών, η προφήτισσα Μαρία μ' ένα τύμπανον τερπνόν. Και πηδούν όλες οι κόρες με τσ' αγκάλες ανοικτές τραγουδώντας ανθοφόρες με τα τύμπανα κ' εκείνες.
Η Μαριάμ, η συνονόματη της Παναγίας, ήτανε η αδελφή του Ααρών, που άρχισε να ψέλνει για να φχαριστήσει το θεό, που καταπόντισε τον Φαραώ στην Ερυθρή θάλασσα. Και τη συντροφεύανε οι άλλες οι κό¬ρες, χορεύοντας και παίζοντας τα τύμπανα. «Λαβούσα δε Μαριάμ η προφήτις, η αδελφή του Ααρών, το τύμπα¬νον εν τη χειρί αυτής, και εξήλθοσαν πάσαι αι γυναίκες οπίσω αυτής μετά τύμπανων και χορών (Εξοδ. ιε', 20).
Αυτή είναι η αγιασμένη Ελλάδα, κι από το γάλα της βυζάξανε και θραφήκανε οι ποιητές της, το γάλα της Πα¬ναγίας.
Εμείς αυτό το γάλα το συχαθήκαμε, αλίμονο!
(Από το βιβλίο «Παναγία και Υπεραγία» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ)

Η Κοίμηση της Θεοτόκου-Το κείμενο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για την Παναγία


Η Κοίμηση της Θεοτόκου-Το κείμενο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για την Παναγία
Στην Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία ο εορτασμός της Κοίμησης της Θεοτόκου περιλαμβάνει κατά πρώτο λόγο το θάνατο και την ταφή της Παναγίας και κατά δεύτερο την ανάσταση και τη μετάστασή της στους ουρανούς.
Τι γιορτάζουμε σήμερα
Για την Κοίμηση της Θεοτόκου δεν υπάρχουν πληροφορίες από την Καινή Διαθήκη. Γι’ αυτήν μαθαίνουμε από τις διηγήσεις σημαντικών εκκλησιαστικών ανδρών, όπως των Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, Μόδεστου Ιεροσολύμων, Ανδρέα Κρήτης, Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, Ιωάννη Δαμασκηνού κ.ά., καθώς και από τα σχετικά τροπάρια της εκκλησιαστικής υμνολογίας. Στα κείμενα αυτά διασώζεται η «αρχαία και αληθεστάτη» παράδοση της Εκκλησίας  γι’ αυτό το Θεομητορικό γεγονός.
Έτσι, λοιπόν, κατά την εκκλησιαστική παράδοση, η μητέρα του Ιησού Χριστού, Μαρία (η Θεοτόκος και Παναγία), πληροφορήθηκε τον επικείμενο θάνατό της από έναν άγγελο τρεις ημέρες προτού αυτός συμβεί και άρχισε να προετοιμάζεται κατάλληλα. Προσεύχεται στο όρος των Ελαιών και δίνει τα υπάρχοντά της σε δύο γειτόνισσές της χήρες. Επειδή κατά την ημέρα της Κοίμησής της δεν ήταν όλοι οι Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα, καθώς κήρυτταν «απανταχού γης», μια νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε κοντά της. Μοναδικός απών ο απόστολος Θωμάς.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου συνέβη στο σπίτι του Ευαγγελιστή Ιωάννη, στο οποίο διέμενε η μητέρα του Θεανθρώπου. Αφού της έκλεισαν τα μάτια, οι Απόστολοι μετέφεραν το νεκροκρέβατό της στον κήπο της Γεθσημανής, όπου και την έθαψαν. Κατά τη μεταφορά του λειψάνου της, φανατικοί Ιουδαίοι αποπειράθηκαν να ανατρέψουν το νεκροκρέβατό της, αλλά τυφλώθηκαν. Μόνο ένας από αυτούς κατόρθωσε να το ακουμπήσει, αλλά μια αόρατη ρομφαία του έκοψε τα χέρια.
Μοναδικός απών από την κηδεία της υπήρξε, όπως προαναφέραμε, ο Απόστολος Θωμάς. Όταν μετά από τρεις ημέρας πήγε στον τάφο της, βρήκε μόνο τα εντάφια. Προφανώς, η Παναγία είχε αναστηθεί. Πάνω στον τάφο της χτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός, που αποδίδεται στην Αγία Ελένη. Μετά την καταστροφή του, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μαρκιανός (450-457) με τη δεύτερη σύζυγό του Πουλχερία έχτισαν ένα νέο ναό, που υπάρχει μέχρι σήμερα. Η Κοίμηση της Θεοτόκου εορταζόταν αρχικά στις 13 Αυγούστου και από το 460 στις 15 Αυγούστου.Μεταξύ της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας υπάρχει δογματική διαφορά σχετικά με την Κοίμηση της Θεοτόκου. 
Η Καθολική Εκκλησία πιστεύει στο δόγμα της ενσώματης ανάληψης της Θεοτόκου (Assumptio Beatae Mariae Virginis), που οριστικοποιήθηκε με την αποστολική εγκύκλιο του Πάπα Πίου IB' «Munificentissimus Deus» (1 Νοεμβρίου 1950). Αντίθετα, η Ορθόδοξη Εκκλησία κάνει λόγο πρώτα για Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλαδή πραγματικό θάνατο (χωρισμό ψυχής και σώματος) και στη συνέχεια για μετάσταση της Θεοτόκου, δηλαδή ανάσταση (ένωση ψυχής και σώματος) και ανάληψή της κοντά στον Υιόν της.
Κατά την εκκλησιαστική παράδοση, της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου προηγείται νηστεία, η οποία καθιερώθηκε τον 7ο αιώνα. Αρχικά ήταν χωρισμένη σε δύο περιόδους: πριν από την εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και πριν από την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τον 10ο αιώνα, συνενώθηκαν σε μια νηστεία, που περιλαμβάνει 14 ημέρες και ξεκινά την 1η Αυγούστου. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης νηστείας, νηστεύεται το λάδι εκτός του Σαββάτου και της Κυριακής, ενώ στη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα καταλύεται (επιτρέπεται) το ψάρι. Ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου καταλύονται τα πάντα, εκτός και αν η εορτή πέσει σε Τετάρτη ή Παρασκευή, οπότε καταλύεται μόνο το ψάρι. Τις ημέρες της νηστείας του Δεκαπενταύγουστου ψάλλονται τις απογευματινές ώρες στις εκκλησίες (εκτός Κυριακής), εναλλάξ, ο «Μικρός και ο Μέγας Παρακλητικός Κανών εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον», οι λεγόμενες «Παρακλήσεις».
Στην Ελλάδα, η Κοίμηση της Θεοτόκου εορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα, ονομάζεται δε και «Πάσχα του Καλοκαιριού». Σε πολλά νησιά του Αιγαίου (Τήνος, Πάρος, Πάτμος) στολίζουν και περιφέρουν επιτάφιο προς τιμήν της Παναγίας. Σε πόλεις και χωριά ανά την επικράτεια, σε εκκλησίες αφιερωμένες στην Κοίμηση της Θεοτόκου διοργανώνονται παραδοσιακά πανηγύρια, που καταλήγουν σε γενικευμένο γλέντι. Η Κοίμηση της Θεοτόκου δεν είναι ένα πένθιμο γεγονός για τον λαό, επειδή η Παναγία «μετέστη προς την ζωήν». Εξάλλου, τον Δεκαπενταύγουστο γιορτάζουν ο Παναγιώτης, η Μαρία και η Δέσποινα.
Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου γιορτάζεται με λιγότερο εμφατικό τρόπο στις λοιπές ορθόδοξες και καθολικές χώρες του κόσμου, στις περισσότερες από τις οποίες ο Δεκαπενταύγουστος είναι επίσημη αργία, όπως και στην Ελλάδα. Οι προτεσταντικές ομολογίες θεωρούν την Κοίμηση της Θεοτόκου δευτερεύουσα εορτή, επειδή δεν βασίζεται σε βιβλικές αναφορές. Η διαφορά αυτή φαίνεται ανάγλυφα στη Γερμανία, όπου ο Δεκαπενταύγουστος είναι επίσημη αργία μόνο στα καθολικά κρατίδια του Ζάαρλαντ και της Βαυαρίας.

Άρθρο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εφημερίς στις 15 Αυγούστου 1887.
"Μία των γλυκυτέρων και συμπαθεστέρων εορτών του χριστιανικού κόσμου είναι και η Κοίμησις της υπεραγίας Θεοτόκου, ην σήμερον εορτάζει η Εκκλησία. Ευθύς από των πρώτων μ.Χ. αιώνων, έξοχος υπήρξεν η τιμή και ευλάβεια, ην απένεμον οι χριστιανοί προς την Παρθένον Μαρίαν. Αλλ’ η σημερινή εορτή είναι η κατ’ εξοχήν μνήμη της Θεοτόκου, άτε την Κοίμησιν αυτής υπόθεσιν έχουσα.
   Η Κοίμησις αύτη συνέβη, κατά την ευσεβή παράδοσιν, τη 15 Αυγούστου, αλλά προϊόντος του χρόνου, συν τη καλλιεργεία και αναπτύξει του χριστιανικού πνεύματος, ετάχθη η προηγουμένη της ημέρας ταύτης δεκατετραήμερος εγκράτεια, προς τιμήν της υπεράγνου Θεομήτορος και αυτή γινομένη. Αγομένης της νηστείας ταύτης, ψάλλονται εν τοις ιεροίς ναοίς εναλλάξ καθ’ εκάστην, οι δύο μελωδικώτατοι Παρακλητικοί Κανόνες, η Μεγάλη λεγομένη παράκλησις και η Μικρά. Και αύτη μεν επιγράφεται «ποίημα Θεοστηρίκτου μοναχού, η Θεοφάνους», και πιθανώτατον, ότι είναι του Θεοφάνους μάλλον, διότι πράγματι φαίνεται έργον δοκιμωτάτου ποιητού, η δε Μεγάλη παράκλησις είναι ποίημα του βασιλέως Θεοδώρου Δούκα του Λασκάρεως. Εξόριστος από της βασιλευούσης, αλωθείσης υπό των Λατίνων, ο ατυχής εκείνος βασιλεύς, ευγλώττως εκχέει τα παράπονά του προς την μόνην πολιούχον αυτής και προστάτιδα: «Προς τίνα καταφύγω άλλην Αγνή; που προστρέξω λοιπόν και σωθήσομαι; Που πορευθώ;. . . Εις σε μόνην ελπίζω, εις σε μόνην καυχώμαι, και επί σε θαρρών κατέφυγον».
   Περί το τέλος του Μεγάλου Παρακλητικού κανόνος ψάλλονται και τα κατανυκτικώτατα εκείνα εξαποστειλάρια. Το πρώτον, ως εκ μέρους της Θεοτόκου, αρχαιοπρεπές και απέριττον, έχει ώδε: «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα, και συ Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα». Το τρίτον, ικεσία εκ μέρους των πιστών, είναι περιπαθέστατον: «Και σε μεσίτριαν έχω, προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, μη μου ελέγξη τας πράξεις, ενώπιον των αγγέλων, παρακαλώ σε Παρθένε, βοήθησόν μοι εν τάχει». Προς το τροπάριον τούτο συνδέεται ευσεβής τις δοξασία από στόματος εις στόμα φερομένη και ασπαστή παρ’ ορθοδόξοις χριστιανοίς, ότι, κατά την τελευταίαν Κρίσιν, και προ της φρικτής αποφάσεως του αδεκάστου δικαστού, η εύσπλαγχνος Μήτηρ και Παρθένος θ’ ανατείνη το τελευταίον χείρας ικέτιδας προς τον Υιόν της και Κύριον, επικαλουμένη την συγκατάβασιν αυτού επί των αμαρτωλών.
   Μετά την δεκαπενθήμερον προπαρασκευήν και νηστείαν, άρχεται η εορτή, και μετ’ αυτήν τα μεθέορτα, ψαλλόμενα μέχρι της 23 του μηνός, καθ’ ην τελείται η απόδοσις της εορτής, η άλλως λεγομένη και Μετάστασις της Θεοτόκου. Αλλά και όλος ο Αύγουστος μην θεωρείται αφιερωμένος εις την Θεομήτορα, εν τω ιερώ δε Άθω, τη ακροπόλει ταύτη της Ορθοδοξίας, ήτις εδέχθη μετά την πτώσιν της Βασιλευούσης όσα κειμήλια και θησαυρούς δεν περιεσύλησαν οι αλλόφυλοι, και όπου περιεσώθη προς τοις άλλοις και η προς την Θεοτόκον ιδιάζουσα τιμή και το προνόμιον του επ’ ονόματι αυτής σεμνύνεσθαι, τα μεθέορτα εξακολουθούσι και μετά την 23 του μηνός. Χάριν δε περιεργείας δύναται να σημειωθή και η σύμπτωσις, ότι ο Αύγουστος αστρονομικώς ανήκει εις το ζώδιον, το λεγόμενον της Παρθένου.

   Κατ’ αυτήν την ημέραν της εορτής τα άσματα και οι ύμνοι είναι εκ των καλλίστων της Εκκλησίας. Ο,τι υψηλόν και ωραίον έγραψέ ποτέ ο Κοσμάς και ο Δαμασκηνός Ιωάννης, οι δύο μέγιστοι της Εκκλησίας μελοποιοί, τονίζεται την ημέραν ταύτην επ’ εκκλησίας, και η ακολουθία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αμιλλάται προς τας της Μεγάλης Εβδομάδος και των Χριστουγέννων. Λυρικώτατος είναι ο ένθεος Κανών του ιερού Κοσμά, το «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη», εις ήχον α΄ αδόμενος, πανηγυρικώτατος δε ο του θείου Δαμασκηνού  προς το «Ανοίξω το στόμα μου», εις δ΄ ήχον. Ο ειρμός της α΄ ωδής του α΄ ήχου έχει ως εξής: «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη, η ιερά και ευκλεής Παρθένε μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο, προς ευφροσύνην τους πιστούς, εξαρχούσης Μαριάμ μετά χορών και τυμπάνων, τω σω άδοντας Μονογενεί, ενδόξως ότι δεδόξασται».
   Το α΄ τροπάριον της αυτής ωδής λέγει·
   «Αμφεπονείτο αύλων τάξις, ουρανοβάμων εν Σιών το θείον σώμά σου· άφνω δε συρρεύσασα, των Αποστόλων η πληθύς, εκ περάτων Θεοτόκε, σοι παρέστησαν άρδην, μεθ’ ων Άχραντε, σου την σεπτήν, Παρθένε, μνήμην δοξάζομεν».
   Και το β΄ τροπάριον·
   «Νικητικά μεν βραβεία ήρω, κατά της φύσεως Αγνή, Θεόν κυήσασα· όμως μιμουμένη δε, τον ποιητήν σου και Υιόν, υπέρ φύσιν υποκύπτεις, τοις της φύσεως νόμοις· διο θνήσκουσα, συν τω Υιώ, εγείρη διαιωνίζουσα».
   Αξιοσημείωτα είναι τα δύο τροπάρια της ε΄ ωδής του δ΄ ήχου, προς το «Εξέστη τα σύμπαντα»·
   «Κροτείτωσαν σάλπιγγες, των θεολόγων σήμερον, γλώσσα δε πολύφθογγος ανθρώπων, νυν ευφημείτω, περιηχείτω αήρ, απείρω λαμπόμενος φωτί, άγγελοι υμνείτωσαν, της Παρθένου την κοίμησιν».
   «Το Σκεύος διέπρεπε, της εκλογής τοις ύμνοις σου, όλος εξιστάμενος Παρθένε, έκδημος όλος, ιερωμένος Θεώ, τοις πάσι θεόληπτος και ων, όντως και δεικνύμενος, Θεοτόκε πανύμνητε».
   Ο ειρμός της ζ΄ ωδής του α΄ ήχου, εν ω μνημονεύεται κατά χρέος η ιστορία των Τριών Παίδων, έχει ως έπεται·
   «Ιταμώ θυμώ τε και πυρί, θείος έρως αντιταττόμενος, το μεν πυρ εδρόσιζε, τω θυμώ δε εγέλα, θεοπνεύστω λογική, τη των οσίων τριφθόγγω λύρα αντιφθεγγόμενος, μουσικοίς οργάνοις εν μέσω φλογός· ο δεδοξασμένος, των πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει».
   Το επόμενον τω ειρμώ τούτω τροπάριον περιέχει ποιητικωτάτην παραβολήν, ή μάλλον αντίθεσιν, αφορμήν λαβούσαν εκ της συντρίψεως των πλακών της Διαθήκης υπό του Μωυσέως.
   «Θεοπνεύστους πλάκας Μωσής, γεγραμμένας τω θείω Πνεύματι, εν θυμώ συνέτριψεν, αλλ’ ο τούτου Δεσπότης, την τεκούσαν ασινή, τοις ουρανίοις φυλάξας δόμοις, νυν εισωκίσατο· συν αυτή σκιρτώντες, βοώμεν Χριστώ· ο δεδοξασμένος, των πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει».
   Αλλ’ η χρυσή κορωνίς και το επιστέγασμα όλου του Κανόνος, είναι η ωραιοτάτη εκείνη καταβασία της θ΄ ωδής, μετά του Μεγαλυναρίου, ψαλλομένη και εν τη Λειτουργία·
«Αι γενεαί πάσαι, μακαρίζομέν σε, την μόνην Θεοτόκον.
«Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν σοι Παρθένε άχραντε, παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν, προμνηστεύεται θάνατος· η μετά τόκον Παρθένος, και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου»".

 9
 0
 
Συντάκτης: Newsroom CretePlus.gr

Κείμενο " Η πανσεβάσμια κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου (Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος) "

Όταν ο πατριάρχης Ιακώβ, αναχωρώντας από τη πατρική εστία, εξαιτίας της κατ’ αυτού απειλής του αδελφού του Ησαύ, έφθασε κοντά στη δύση του ηλίου σε έρημο τόπο, πήρε έναν λίθο, τον έβαλε κάτω από το κεφάλι του και κοιμήθηκε. Είδε τότε σκάλα στηριγμένη στη γη, της οποίας η κεφαλή έφθανε στον ουρανό και οι Άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν σε αυτήν, ο δε Κύριος στηριζόταν πάνω της… Όταν σηκώθηκε ο Ιακώβ από τον ύπνο, είπε: «Ως φοβερός ο τόπος ούτος! Ουκ έστι τούτο αλλ’ ή οίκος Θεού και αύτη η πύλη του ουρανού» (Γεν. 28:17).
Η σκάλα εκείνη η μυστική ήταν τύπος και εικόνα της νοητής κλίμακας, της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, της οποίας την σεβάσμια Κοίμηση περιχαρώς εορτάζουμε.
Μετά την παράβαση και παρακοή των πρωτοπλάστων, μεταξύ ουρανού και γης δεν υπήρχε καμία επικοινωνία. Πεθαίνοντας οι άνθρωποι μετέβαιναν στον Άδη. Πέρασαν περίπου πέντε χιλιάδες έτη και δεν βρισκόταν μέσον για να επικοινωνήσει η γη με τον ουρανό, ο άνθρωπος με τον Θεό. Υπήρχε τείχος. Υπήρχε φραγμός αδιάρρηκτος. Βρέθηκε, τέλος, το μέσον που χάλασε τον μεσότοιχο, διέρρηξε τον φραγμό, κατέβασε από τους ουρανούς τον Θεό, ανέβασε τον άνθρωπο στον ουρανό, ένωσε τα επίγεια με τα επουράνια και έγινε εύκολη η διάβαση και η ανάβαση των ανθρώπων από τη γη στα ουράνια. Όλα, όλα αυτά γνωρίζετε, αγαπητοί μου, ποιος τα επετέλεσε; Η πανύμνητη Παρθένος που εορτάζουμε σήμερα!
Ω μεγαλεία, μεγαλεία της Παρθένου! Τα μεγαλεία σου, Παρθένε, ποιος θα τα διηγηθεί! Αν εκείνος ο ουρανόπεμπτος αρχάγγελος Γαβριήλ, που υπηρέτησε στο μέγα αυτό μυστήριο, εξεπλάγη από θαυμασμό, πώς εμείς οι ταλαίπωροι, υλικοί και χοϊκοί να μην έλθουμε σε απορία και έκσταση; Αλλά ας παραλείψουμε τα του ύψους του μυστηρίου, και ας στραφούμε στο ζήτημα της σωτηρίας. Στο πώς δηλαδή θα σωθούμε και πώς θα μπορέσουμε να ανεβούμε στον ουρανό μέσω της νοητής κλίμακας, της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Όσοι, αγαπητοί μου αδελφοί, επιθυμείτε να ανεβείτε από τη γη στον ουρανό, να γίνετε πολίτες της άνω Ιερουσαλήμ, συμπολίτες των Αγγέλων και οικείοι του Θεού, υιοί Θεού και θεοί κατά χάριν, ελάτε και ακούστε. Στρέψετε τα αυτιά της ψυχής και του σώματος και προσέξτε τους λόγους μου, του ελαχίστου και ευτελούς. Σας μιλώ με αγάπη και αλήθεια και με συγκίνηση καρδιάς. Σας λέω με πλήρη πεποίθηση ότι δεν θα βρείτε άλλο μέσον ούτε ευκολότερο ούτε ασφαλέστερο να ανεβείτε στους ουρανούς από αυτή τη νοητή κλίμακα, την Παναγία Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία.
Κανείς ας μη διστάσει. Κανείς ας μη δειλιάσει. Κανείς ας μην αμφιβάλλει. Και αν κανείς είναι βεβαρημένος και βαρυφορτωμένος από πολλές και ποικίλες αμαρτίες, ας γίνει πρόθυμος, ας έχει θάρρος, ας μην απελπίζεται.
Αλλά πώς και με ποιον τρόπο είναι δυνατόν να ανεβούμε από τη γη στους ουρανούς; Τόσο ύψος! Αυτό είναι κόπος, κίνδυνος, φόβος. Αυτό κι εγώ το ομολογώ, ότι είναι κόπος και πόνος, αλλά υπάρχει μέσον εύκολο, η Παναγία Παρθένος, η νοητή κλίμακα, μέσω της οποίας θα ανέλθουμε στους ουρανούς.
Όσοι πιστεύετε στον Θεό, πιστεύετε ότι υπάρχει μέλλουσα κρίση και ανταπόδοση και ότι «οι τα αγαθά ποιήσαντες απελεύσονται εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιω. 5:29), και γι’ αυτό ζείτε ενάρετη ζωή, για να αξιωθείτε της ουρανίου βασιλείας, μη λησμονείτε, αλλά πάντοτε, στο στάδιο της παρούσας ζωής, να επικαλείσθε την Θεοτόκο, διότι αυτή με τη μεσιτεία της μπορεί να σας εισαγάγει στους ουρανούς.
Όσοι είστε αμαρτωλοί, απορρίψτε με ειλικρινή και καθαρή μετάνοια και εξομολόγηση τις αμαρτίες και επικαλεσθείτε με όλη σας την ψυχή τη Θεοτόκο, για να μπορέσετε να ανεβείτε στους ουρανούς. Δεν βρίσκεται άλλο μέσον να σας βοηθήσει περισσότερο από την Παναγία. «Πολλά ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου».
Αυτή είναι η πρόξενος της σωτηρίας μας. Αυτή κατέρριψε τον μεσότοιχο της μεταξύ ημών και του Θεού έχθρας. Αυτή συμφιλίωσε εμάς με τον Θεό και μας απάλλαξε από τη αιώνια καταδίκη και μας προξένησε την αφθαρσία. Αυτή είναι η γέφυρα η μετάγουσα προς την αιώνιον ζωήν, η κλίμακα που μας ανεβάζει στους ουρανούς και η ολκάς (το πλοίο) που μας οδηγεί στο ακύμαντο λιμάνι του Παραδείσου. Αυτή είναι των αμαρτωλών η σωτηρία και των Αγγέλων ο γλυκασμός. Ο ιατρός των νοσούντων και η τροφή των πεινώντων. Των πονεμένων ο πλούτος και των τυφλών η βακτηρία. Των αδικουμένων προστάτης και των ξένων η παράκληση.
Και τι να πω; Στους πάντες είναι τα πάντα η Μητέρα του Θεού και μητέρα ημών των χριστιανών. Όλοι όσοι βρισκόμαστε σε θλίψεις, συμφορές και ανάγκες προς αυτήν καταφεύγουμε, και όλοι όσοι με πίστη προστρέχουμε, τα αιτήματα λαμβάνουμε. «Ουδείς προστρέχων επί σοι κατησχυμένος από σου εκπορεύεται, αγνή Παρθένε Θεοτόκε…».
Όσοι όμως είναι άπιστοι, όσοι είναι βλάσφημοι και υβριστές της Θεοτόκου, όχι μόνον τα αιτήματά τους δεν λαμβάνουν, αλλά θα έχουν και αντίδικη την Παναγία, εάν δεν σπεύσουν να μετανοήσουν.
Ας σπεύσουμε, αγαπητοί φιλόχριστοι, με τη μετάνοια και την εξομολόγηση να καθαρίσουμε τον εαυτό μας από κάθε αμαρτία, πριν έλθει η ώρα και η στιγμή του θανάτου. Ας επικαλούμαστε πάντοτε την Παναγία, γέροντες, νέοι, γυναίκες, παιδιά. Όλοι στο στόμα μας ας έχουμε το όνομα της Παναγίας. Το πρωί όταν σηκωνόμαστε, το βράδυ όταν πρόκειται να αναπαυθούμε, το όνομα της Παναγίας, του Ιησού και των Αγίων Του ας μη λείπει από το στόμα μας. Και όταν είμαστε υγιείς και όταν ασθενείς και όταν ψυχορραγούμε, ας εκπνεύσουμε με το όνομα της Παναγίας και του Ιησού στο στόμα, για να δοξασθούμε μαζί τους στους αιώνες. Αμήν.

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ - Ἑρμηνευτικὴ τῆς εἰκόνας καὶ τῆς ὑμνολογίας

Α) Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
4εκαπενταύγουστος! Τὸ Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ. Ἡ μεγάλη θεομητορικὴ γιορτὴ τοῦ Αὐγούστου, ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, συγκλονίζει κάθε πιστὴ ψυχή. Ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη του μηνὸς στὶς ἐκκλησίες ψάλλονται καθημερινὰ οἱ Παρακλήσεις - ἐναλλὰξ ἡ Μικρὴ καὶ ἡ Μεγάλη. Οἱ πιστοὶ προετοιμάζονται -νηστεύουν, ἐξομολογοῦνται, κοινωνοῦν- γιὰ νὰ γιορτάσουν ἀληθινὰ τὸ μεγάλο πανηγύρι.
Μητέρα τῆς Ζωῆς ἡ Παναγία μεθίσταται πρὸς τὴν ὄντως Ζωή, τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Της. Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται στὴν Μετάστασή Της. Χάρη σ᾿ αὐτὴν τὸ ἄχραντο σῶμα τῆς Νέας Εὔας, τῆς γυναίκας ποὺ γέννησε τὸν φθορέα τῆς φθορᾶς, δὲ γεύεται τῆς φθορᾶς τὴ δύναμη. «Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται», ὅμως «κλίμαξ πρὸς οὐρανὸν ὁ τάφος γίνεται».
Ας δοῦμε όμως τὴν περιγραφὴ-ἑρμηνεία τῆς Βυζαντινῆς εἰκόνας τῆς Κοιμήσεώς της καὶ κάποια κείμενα σχετικά.
Ἡ ἁγία εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι πολυπρόσωπη. Δυὸ ὅμως πρόσωπα ξεχωρίζουν στὴν ὅλη παράσταση: Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία. Ὁ Χριστός μας μὲ τὸ ἡγεμονικό Του παράστημα ποὺ κρατεῖ τὴν ψυχὴ τῆς Παναγίας Μητέρας Του, βρέφος φασκιωμένο, καὶ τὸ λιπόσαρκο σκήνωμα τῆς Παναγίας.
«Στὴν εἰκόνα δεσπόζει τὸ νεκρικὸ κρεβάτι, στολισμένο μὲ πλούσια ποδέα, ὅπου ἀναπαύεται ἡ Παναγία μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα. Μπροστὰ στερεωμένο σὲ ἕνα ἁπλὸ κηροπήγιο καίει ἕνα χοντρὸ κερί. Πίσω ἀπὸ τὸ νεκρικὸ κρεβάτι καὶ στὴ μέση ἀκριβῶς στέκει ὁ Χριστὸς μὲ τὸ σῶμα σὲ περίεργη στροφὴ πρὸς τὰ δεξιά, πρὸς τὴν κεφαλὴ τῆς Μητέρας Του. Στὰ χέρια Του ἁπλωμένα στὴν ἴδια κατεύθυνση, κρατεῖ τὴν ψυχή της, ποὺ ἔχει τὴ μορφὴ φασκιωμένου μωροῦ μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα. Τὸν τριγυρίζει δόξα. Μέσα σ᾿ αὐτὴν εἶναι ζωγραφισμένοι στὴν κορυφὴ ἕνα ἑξαπτέρυγο καὶ σὲ μονοχρωμία τέσσερεις ἄγγελοι ποὺ πλαισιώνουν τὸ Χριστὸ μὲ χειρονομίες καὶ ἔκφραση λύπης στὰ πρόσωπά τους... Πάνω ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν κορυφὴ τοῦ τόξου τῆς εἰκόνας ἔχουν ἀνοίξει οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ φαίνονται δυὸ ἄγγελοι, πάλι σὲ μονοχρωμία, νὰ σκύβουν μὲ σκεπασμένα χέρια γιὰ νὰ πάρουν μὲ τὴ σειρὰ τοὺς τὴν ψυχή της. Στὴν κεφαλὴ καὶ στὰ πόδια τοῦ νεκρικοῦ κρεβατιοῦ εἶναι μαζεμένοι οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι μὲ ἐκφράσεις, στάσεις καὶ χειρονομίες ποὺ δείχνουν βαθειὰ λύπη. Ὁ Πέτρος θυμιατίζει στὴν κεφαλὴ τῆς Παναγίας, ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ ὁ Θεολόγος Ἰωάννης σκύβουν στὰ πόδια της καὶ τὴν ἀσπάζονται. Πιὸ πίσω εἶναι τρεῖς ἱεράρχες μὲ ἀνοιχτὰ βιβλία καὶ στὰ ἀριστερά, στὸ βάθος, θρηνοῦν τρεῖς γυναῖκες. Τὴ σύνθεση κλείνουν στὸ βάθος, πίσω ἀπὸ τὶς ὁμάδες τῶν μαθητῶν, δυὸ συμβατικὰ ἀρχαιόπρεπα κτήρια. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὰ διαβάζεται ἡ ἐπιγραφὴ Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ Θ(ΕΟ)ΤΟΚΟΥ» (Ἀ. Καρακατσάνη). Οἱ τέσσερεις (εἰκονίζονται οἱ τρεῖς) Ἱεράρχες ποὺ παραβρέθηκαν στὴν Κοίμηση, ἦταν: ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ὁ Ἰερόθεος, ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ὁ Τιμόθεος. Ὁ Ἰερόθεος δὲν εἰκονίζεται.
Σὲ κάποιες εἰκόνες βλέπουμε στὴ δεξιὰ ἄκρη τοῦ σπιτιοῦ τὸν Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνὸ ποὺ βαστᾶ χαρτί (πάπυρο) μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο οὐράνια Πάναγνε θεία σκηνώματα καὶ παρέστηκας...» Καὶ στὰ ἀριστερὰ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν ποιητὴ κρατώντας ἄλλο χαρτὶ ποὺ λέει: «Γυναίκα σε θνητήν, ἄλλ᾿ ὑπερφυῶς καὶ μητέρα Θεοῦ εἰδότες, πανάμωμε…»
Σ᾿ ὅλα τὰ πρόσωπα διακρίνεται ἡ θλίψη, ἀνάμικτη ὅμως μὲ τὴ γλυκιὰ ἐλπίδα. Εἶναι ἡ «χαρμολύπην», τὸ «χαροποιὸν πένθος», γνώρισμα τῶν πιστῶν ποὺ ζοῦν μὲ τὴν προσμονὴ τῆς ἀνάστασης. Τοῦτο βλέπουμε καὶ στὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς, ποὺ ἄλλοτε τονίζουν τὸν τρόμο καὶ τὸ δέος τῶν Ἀποστόλων, τοὺς ὁποίους παρουσιάζουν νὰ δακρύζουν καὶ ἄλλοτε τονίζουν τὴ χαρά τους, ποὺ τὴν ἐκδηλώνουν μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους. Παραθέτουμε δυὸ ἀποσπάσματα «Ὅτε ἡ μετάστασις τοῦ ἀχράντου σου σκήνους ηὐτρεπίζετο, τότε οἱ Ἀπόστολοι περικυκλοῦντες τὴν κλίνην τρόμω ἐώρων σε» (Στιχηρὸ ἰδιόμελο ὄρθρου). «...Καὶ τὸ ζωαρχικὸν καὶ θεοδόχον σου σῶμα κηδεύσαντες ἔχαιρον, πανύμνητε» (Δοξαστικὸ ἀποστίχων Ἑσπερινοῦ).
Σὲ μερικὲς εἰκόνες εἰκονίζονται στὸν οὐρανὸ σύννεφα, ποὺ μετέφεραν τοὺς Ἀποστόλους στὴν Ἱερουσαλήμ. Σὲ πολλὲς εἰκόνες τῆς Κοίμησης ζωγραφίζεται καὶ τὸ ἐπεισόδιο τοῦ ἀγγέλου καὶ κόβει μὲ τὸ ξίφος του τὰ χέρια τοῦ Ἰεφονία. (Πρόκειται γιὰ ἐκεῖνο τὸν Ἑβραῖο ποὺ ἀποπειράθηκε νὰ ρίξει στὸ ἔδαφος τὸ λείψανο τῆς Θεοτόκου).
Β) ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ, ΛΟΓΟΙ ΠΑΤΕΡΩΝ
Στὴν Ἐκκλησία ὁ θάνατος γίνεται πανηγύρι. Δὲν λέγεται θάνατος ἢ τελευτή. Ἀποκαλεῖται «Κοίμηση». Δὲν ἐξαντλοῦνται τὰ πάντα στὸ ἐδῶ καὶ τώρα. Ὑπάρχει τὸ ἐπέκεινα τοῦ τάφου: ἡ αἰώνια ζωή. Ὁ Χριστιανὸς πιστεύει ὅτι κοιμᾶται προσώρας, γιὰ νὰ ξυπνήσει στὴν αἰωνιότητα. Ὁ θάνατος, μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γίνεται ἕνας μεγάλος ὕπνος. Αὐτὸ τὸ πανηγύρι, τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας βασιλείας, τὴν ἀγάπη μας στὴν Παναγία Μητέρα ὅλων μας, θὰ δοῦμε καὶ μέσα ἀπὸ κάποια κείμενα.
Ἡ ὑμνολογία μᾶς ἀποκαλύπτει μὲ τρόπο ποιητικὸ τὶς ἀλήθειες τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Οἱ ὕμνοι τῆς μεγάλης γιορτῆς, ἀποδοσμένοι στὴ Νεοελληνικὴ ἀπὸ τὸν Φώτη Κόντογλου, ψέλνουν τὴν Κυρία τῶν Ἀγγέλων, ὡς ἑξῆς:
«Στὴν γέννα σου τὴν παρθενία ἐφύλαξες, στὴν κοίμησή σου τὸν κόσμο δὲν τὸν ἄφησες, Θεοτόκε. Μίσεψες στὴ ζωή, γιατὶ εἶσαι μητέρα τῆς ζωῆς καὶ λυτρώνεις μὲ τὶς πρεσβεῖες σου τὶς ψυχές μας ἀπὸ τὸν θάνατο». (ἀπολυτίκιο Κοιμήσεως)
«Νικηθήκανε τῆς φύσης οἱ νόμοι σὲ σένα, Παρθένε ἄχραντε. Γιατί σὲ σένα παρθενεύει ἡ γέννα, καὶ μὲ τὴ ζωὴ σμίγει ὁ θάνατος. Ἐσὺ ποὺ ἀπόμεινες μετὰ τὴ γέννα Παρθένος καὶ μετὰ θάνατο ζωντανή, σῶζε παντοτινά, Θεοτόκε, τὴν κληρονομία σου». (καταβασία θ´ ᾠδῆς)
Τὴν Παναγία Μητέρα μας ἂς ἑτοιμασθοῦμε κι ἐφέτος νὰ τιμήσουμε καὶ νὰ δοξολογήσουμε στὴν πάσνσεπτη Κοίμησή της μαζί με ὅλους τοὺς Ἁγίους, τὶς Οὐράνιες δυνάμεις, τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ κάθε πιστὴ ψυχὴ δεόμενοι ἐκτενῶς μαζί με τὸ μελωδὸ Θεοφάνη:
«…μὴ ἐπιλάθου (μὴ ξεχάσεις), Δέσποινα, τῶν πιστῶς ἑορταζόντων, τὴν παναγίαν σου Κοίμησιν». Ἀμήν. (Δοξαστικὸ τῆς Λιτῆς της Κοιμήσεως).
Α) Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
4εκαπενταύγουστος! Τὸ Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ. Ἡ μεγάλη θεομητορικὴ γιορτὴ τοῦ Αὐγούστου, ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, συγκλονίζει κάθε πιστὴ ψυχή. Ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη του μηνὸς στὶς ἐκκλησίες ψάλλονται καθημερινὰ οἱ Παρακλήσεις - ἐναλλὰξ ἡ Μικρὴ καὶ ἡ Μεγάλη. Οἱ πιστοὶ προετοιμάζονται -νηστεύουν, ἐξομολογοῦνται, κοινωνοῦν- γιὰ νὰ γιορτάσουν ἀληθινὰ τὸ μεγάλο πανηγύρι.
Μητέρα τῆς Ζωῆς ἡ Παναγία μεθίσταται πρὸς τὴν ὄντως Ζωή, τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Της. Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται στὴν Μετάστασή Της. Χάρη σ᾿ αὐτὴν τὸ ἄχραντο σῶμα τῆς Νέας Εὔας, τῆς γυναίκας ποὺ γέννησε τὸν φθορέα τῆς φθορᾶς, δὲ γεύεται τῆς φθορᾶς τὴ δύναμη. «Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται», ὅμως «κλίμαξ πρὸς οὐρανὸν ὁ τάφος γίνεται».
Ας δοῦμε όμως τὴν περιγραφὴ-ἑρμηνεία τῆς Βυζαντινῆς εἰκόνας τῆς Κοιμήσεώς της καὶ κάποια κείμενα σχετικά.
Ἡ ἁγία εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι πολυπρόσωπη. Δυὸ ὅμως πρόσωπα ξεχωρίζουν στὴν ὅλη παράσταση: Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία. Ὁ Χριστός μας μὲ τὸ ἡγεμονικό Του παράστημα ποὺ κρατεῖ τὴν ψυχὴ τῆς Παναγίας Μητέρας Του, βρέφος φασκιωμένο, καὶ τὸ λιπόσαρκο σκήνωμα τῆς Παναγίας.
«Στὴν εἰκόνα δεσπόζει τὸ νεκρικὸ κρεβάτι, στολισμένο μὲ πλούσια ποδέα, ὅπου ἀναπαύεται ἡ Παναγία μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα. Μπροστὰ στερεωμένο σὲ ἕνα ἁπλὸ κηροπήγιο καίει ἕνα χοντρὸ κερί. Πίσω ἀπὸ τὸ νεκρικὸ κρεβάτι καὶ στὴ μέση ἀκριβῶς στέκει ὁ Χριστὸς μὲ τὸ σῶμα σὲ περίεργη στροφὴ πρὸς τὰ δεξιά, πρὸς τὴν κεφαλὴ τῆς Μητέρας Του. Στὰ χέρια Του ἁπλωμένα στὴν ἴδια κατεύθυνση, κρατεῖ τὴν ψυχή της, ποὺ ἔχει τὴ μορφὴ φασκιωμένου μωροῦ μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα. Τὸν τριγυρίζει δόξα. Μέσα σ᾿ αὐτὴν εἶναι ζωγραφισμένοι στὴν κορυφὴ ἕνα ἑξαπτέρυγο καὶ σὲ μονοχρωμία τέσσερεις ἄγγελοι ποὺ πλαισιώνουν τὸ Χριστὸ μὲ χειρονομίες καὶ ἔκφραση λύπης στὰ πρόσωπά τους... Πάνω ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν κορυφὴ τοῦ τόξου τῆς εἰκόνας ἔχουν ἀνοίξει οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ φαίνονται δυὸ ἄγγελοι, πάλι σὲ μονοχρωμία, νὰ σκύβουν μὲ σκεπασμένα χέρια γιὰ νὰ πάρουν μὲ τὴ σειρὰ τοὺς τὴν ψυχή της. Στὴν κεφαλὴ καὶ στὰ πόδια τοῦ νεκρικοῦ κρεβατιοῦ εἶναι μαζεμένοι οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι μὲ ἐκφράσεις, στάσεις καὶ χειρονομίες ποὺ δείχνουν βαθειὰ λύπη. Ὁ Πέτρος θυμιατίζει στὴν κεφαλὴ τῆς Παναγίας, ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ ὁ Θεολόγος Ἰωάννης σκύβουν στὰ πόδια της καὶ τὴν ἀσπάζονται. Πιὸ πίσω εἶναι τρεῖς ἱεράρχες μὲ ἀνοιχτὰ βιβλία καὶ στὰ ἀριστερά, στὸ βάθος, θρηνοῦν τρεῖς γυναῖκες. Τὴ σύνθεση κλείνουν στὸ βάθος, πίσω ἀπὸ τὶς ὁμάδες τῶν μαθητῶν, δυὸ συμβατικὰ ἀρχαιόπρεπα κτήρια. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὰ διαβάζεται ἡ ἐπιγραφὴ Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ Θ(ΕΟ)ΤΟΚΟΥ» (Ἀ. Καρακατσάνη). Οἱ τέσσερεις (εἰκονίζονται οἱ τρεῖς) Ἱεράρχες ποὺ παραβρέθηκαν στὴν Κοίμηση, ἦταν: ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ὁ Ἰερόθεος, ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ὁ Τιμόθεος. Ὁ Ἰερόθεος δὲν εἰκονίζεται.
Σὲ κάποιες εἰκόνες βλέπουμε στὴ δεξιὰ ἄκρη τοῦ σπιτιοῦ τὸν Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνὸ ποὺ βαστᾶ χαρτί (πάπυρο) μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο οὐράνια Πάναγνε θεία σκηνώματα καὶ παρέστηκας...» Καὶ στὰ ἀριστερὰ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν ποιητὴ κρατώντας ἄλλο χαρτὶ ποὺ λέει: «Γυναίκα σε θνητήν, ἄλλ᾿ ὑπερφυῶς καὶ μητέρα Θεοῦ εἰδότες, πανάμωμε…»
Σ᾿ ὅλα τὰ πρόσωπα διακρίνεται ἡ θλίψη, ἀνάμικτη ὅμως μὲ τὴ γλυκιὰ ἐλπίδα. Εἶναι ἡ «χαρμολύπην», τὸ «χαροποιὸν πένθος», γνώρισμα τῶν πιστῶν ποὺ ζοῦν μὲ τὴν προσμονὴ τῆς ἀνάστασης. Τοῦτο βλέπουμε καὶ στὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς, ποὺ ἄλλοτε τονίζουν τὸν τρόμο καὶ τὸ δέος τῶν Ἀποστόλων, τοὺς ὁποίους παρουσιάζουν νὰ δακρύζουν καὶ ἄλλοτε τονίζουν τὴ χαρά τους, ποὺ τὴν ἐκδηλώνουν μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους. Παραθέτουμε δυὸ ἀποσπάσματα «Ὅτε ἡ μετάστασις τοῦ ἀχράντου σου σκήνους ηὐτρεπίζετο, τότε οἱ Ἀπόστολοι περικυκλοῦντες τὴν κλίνην τρόμω ἐώρων σε» (Στιχηρὸ ἰδιόμελο ὄρθρου). «...Καὶ τὸ ζωαρχικὸν καὶ θεοδόχον σου σῶμα κηδεύσαντες ἔχαιρον, πανύμνητε» (Δοξαστικὸ ἀποστίχων Ἑσπερινοῦ).
Σὲ μερικὲς εἰκόνες εἰκονίζονται στὸν οὐρανὸ σύννεφα, ποὺ μετέφεραν τοὺς Ἀποστόλους στὴν Ἱερουσαλήμ. Σὲ πολλὲς εἰκόνες τῆς Κοίμησης ζωγραφίζεται καὶ τὸ ἐπεισόδιο τοῦ ἀγγέλου καὶ κόβει μὲ τὸ ξίφος του τὰ χέρια τοῦ Ἰεφονία. (Πρόκειται γιὰ ἐκεῖνο τὸν Ἑβραῖο ποὺ ἀποπειράθηκε νὰ ρίξει στὸ ἔδαφος τὸ λείψανο τῆς Θεοτόκου).
Β) ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ, ΛΟΓΟΙ ΠΑΤΕΡΩΝ
Στὴν Ἐκκλησία ὁ θάνατος γίνεται πανηγύρι. Δὲν λέγεται θάνατος ἢ τελευτή. Ἀποκαλεῖται «Κοίμηση». Δὲν ἐξαντλοῦνται τὰ πάντα στὸ ἐδῶ καὶ τώρα. Ὑπάρχει τὸ ἐπέκεινα τοῦ τάφου: ἡ αἰώνια ζωή. Ὁ Χριστιανὸς πιστεύει ὅτι κοιμᾶται προσώρας, γιὰ νὰ ξυπνήσει στὴν αἰωνιότητα. Ὁ θάνατος, μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γίνεται ἕνας μεγάλος ὕπνος. Αὐτὸ τὸ πανηγύρι, τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας βασιλείας, τὴν ἀγάπη μας στὴν Παναγία Μητέρα ὅλων μας, θὰ δοῦμε καὶ μέσα ἀπὸ κάποια κείμενα.
Ἡ ὑμνολογία μᾶς ἀποκαλύπτει μὲ τρόπο ποιητικὸ τὶς ἀλήθειες τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Οἱ ὕμνοι τῆς μεγάλης γιορτῆς, ἀποδοσμένοι στὴ Νεοελληνικὴ ἀπὸ τὸν Φώτη Κόντογλου, ψέλνουν τὴν Κυρία τῶν Ἀγγέλων, ὡς ἑξῆς:
«Στὴν γέννα σου τὴν παρθενία ἐφύλαξες, στὴν κοίμησή σου τὸν κόσμο δὲν τὸν ἄφησες, Θεοτόκε. Μίσεψες στὴ ζωή, γιατὶ εἶσαι μητέρα τῆς ζωῆς καὶ λυτρώνεις μὲ τὶς πρεσβεῖες σου τὶς ψυχές μας ἀπὸ τὸν θάνατο». (ἀπολυτίκιο Κοιμήσεως)
«Νικηθήκανε τῆς φύσης οἱ νόμοι σὲ σένα, Παρθένε ἄχραντε. Γιατί σὲ σένα παρθενεύει ἡ γέννα, καὶ μὲ τὴ ζωὴ σμίγει ὁ θάνατος. Ἐσὺ ποὺ ἀπόμεινες μετὰ τὴ γέννα Παρθένος καὶ μετὰ θάνατο ζωντανή, σῶζε παντοτινά, Θεοτόκε, τὴν κληρονομία σου». (καταβασία θ´ ᾠδῆς)
Τὴν Παναγία Μητέρα μας ἂς ἑτοιμασθοῦμε κι ἐφέτος νὰ τιμήσουμε καὶ νὰ δοξολογήσουμε στὴν πάσνσεπτη Κοίμησή της μαζί με ὅλους τοὺς Ἁγίους, τὶς Οὐράνιες δυνάμεις, τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ κάθε πιστὴ ψυχὴ δεόμενοι ἐκτενῶς μαζί με τὸ μελωδὸ Θεοφάνη:
«…μὴ ἐπιλάθου (μὴ ξεχάσεις), Δέσποινα, τῶν πιστῶς ἑορταζόντων, τὴν παναγίαν σου Κοίμησιν». Ἀμήν. (Δοξαστικὸ τῆς Λιτῆς της Κοιμήσεως).