Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ, ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΗΣ, ΠΑΡΑΚΑΛΕΙ ΤΟΝ ΕΥΣΠΛΑΓΧΝΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ ΔΙΑ ΤΑΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΜΑΣ

Νὰ ἔχετε εὐλάβειαν εἰς ὅλους τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ περισσότερον εἰς τὴν Δέσποιναν Μαρίαν, διότι ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ἡ δὲ Θεοτόκος εἶναι Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἥτις παρακαλεῖ τὸν εὔσπλαγχνον Χριστὸν διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Διὰ τοῦτο πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ τιμῶμεν τὴν Δέσποινάν μας μὲ νηστείας καὶ ἐλεημοσύνας.
Ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Ἰωάννης ἐνικήθη καὶ ἔγινε κλέπτης, ἔγινε καὶ καπετάνιος εἰς 100 κλέπτας· ἀλλὰ εἶχε πολλὴν εὐλάβειαν εἰς τήν Θεοτόκον καὶ κάθε πρωΐ καὶ ἑσπέρας ἔλεγε τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας. Θέλων ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ τὸν σώσῃ διὰ τὴν εὐλάβειαν ὁποὺ εἶχεν εἰς τὴν Θεοτόκον, ἔστειλεν ἕνα ἅγιον ἀσκητήν, τὸν ὁποῖον ἅμα εἶδον οἱ κλέπται τὸν ἔπιασαν. Τοὺς λέγει ὁ ἀσκητής: Σᾶς παρακαλῶ, νὰ μὲ ὑπάγετε εἰς τὸν καπετάνιον σας, διότι ἔχω νὰ σᾶς εἰπῶ λόγον διὰ τὸ καλόν σας. Τὸν ὑπῆγαν εἰς τὸν καπετάνιον καὶ τοῦ λέγει: Κράξε μου ὅλα τὰ παλληκάρια νὰ ἔλθουν νὰ σᾶς εἰπῶ ἕνα λόγον. Τοὺς κράζει ὁ καπετάνιος καὶ ἦλθαν. Λέγει ὁ ἀσκητής: Δὲν ἔχεις ἄλλον; Ἔχω, λέγει, ἕνα μάγειρον. Λέγει του ὁ ἀσκητής: Κράξε τον νὰ ἔλθη. Καὶ ἅμα ἦλθε, δὲν ἠδύνατο νὰ ἰδῆ τὸν ἀσκητὴν ὁ μάγειρος, ἀλλ᾿ ἐγύριζε τὸ πρόσωπόν του εἰς ἄλλο μέρος. Τότε λέγει ὁ ἀσκητὴς εἰς τὸν μάγειρον: Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ σὲ προστάζω νὰ μὲ εἰπῆς ποῖος εἶσαι καὶ τὶς σὲ ἔστειλε καὶ τί κάμνεις ἐδῶ ποὺ κάθεσαι; Ἀπεκρίθη ὁ μάγειρος καὶ λέγει: Ἐγὼ εἶμαι ψεύστης καὶ πάντοτε τὸ ψεῦδος λαλῶ· ἀλλὰ τώρα, ἐπειδὴ μὲ ἔδεσες μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἠμπορῶ παρὰ νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθειαν. Ἐγὼ λοιπὸν εἶμαι διάβολος, καὶ μὲ ἔστειλεν ὁ μεγαλύτερός μου νὰ δουλεύω τοῦτον τὸν καπετάνιον καὶ νὰ τὸν φυλάγω νὰ τὸν εὕρω καμμίαν ἡμέραν ὁποὺ νὰ μὴ διαβάζη τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας, νὰ τὸν βάλω εἰς τὴν κόλασιν. Καὶ ἔχω τώρα 14 χρόνους ὁποὺ τὸν φυλάγω, καὶ δὲν εὗρον καμμίαν ἡμέραν ὁποὺ νὰ μὴ διαβάζη τὸ «Ἄγγελος πρωτοστάτης». Τότε λέγει ὁ ἀσκητής: Σὲ προστάζω εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος νὰ γίνης ἄφαντος καὶ πλέον νὰ μὴ πειράξης τοὺς χριστιανούς. Καὶ εὐθὺς ἔγινεν ἄφαντος ὁ διάβολος ὡσὰν καπνός.
Τότε ἐδίδαξεν ὁ ἀσκητὴς τοὺς κλέπτας καὶ ἄλλοι ἔγιναν καλόγηροι καὶ ἄλλοι ὑπανδρεύθηκαν καὶ ἔκαμαν καλὰ ἔργα καὶ ἐσώθησαν. Διὰ τοῦτο σᾶς συμβουλεύω ὅλους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νὰ μάθετε τὸ «Ἄγγελος πρωτοστάτης», νὰ τὸ λέγετε εἰς τὴν προσευχήν σας.
Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ
(Ἀπὸ τὶς “Διδαχές” του)

Π. ΕΛΠΙΔΙΟΣ - Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ


  Ποτέ μα ποτέ δεν έγινε τόση χαρά στον ουρανό, όσο τέτοια μέρα. Ποτέ όμως δεν έγινε και τέτοια θλίψη στη γη, όσο τέτοια μέρα. Στη γη γεμάτα θλίψη είναι τα μάτια των Αποστόλων. Γεμάτες πίκρα είναι οι καρδιές όλων εκείνων που αγάπησαν τον Ιησού και Τον ακολούθησαν. Γεμάτοι αγωνία είναι όλοι εκείνοι, που είχαν αυτήν την υπερευλογημένη γυναίκα, την Μαριάμ, σαν Μάνα δικιά τους, σαν δασκάλα δικιά τους, σαν οδηγό δικό τους προς τον ουρανό.
Στον ουρανό όμως αντίθετα, τέτοιο πανηγύρι δεν ξανάγινε ποτέ! Ποτέ μα ποτέ δεν γνώρισε ο ουρανός τέτοια λαμπρότητα και τέτοια προετοιμασία. Οι Προφήτες, όλοι οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, όλοι οι Άγγελοι των ουρανών, όλες οι ταξιαρχίες των Αγγελικών δυνάμεων και σ’ όλες τις ψυχές, μπορούσες να δεις τις καρδιές τους να πάλλονται από αγωνία και από χαρά γι’ αυτό που θα γινόταν σήμερα. 
Το χαρμόσυνο μήνυμα του αγγέλου στην Θεοτόκο,
για την είσοδο της στο Βασίλειο του ουρανού
Αλήθεια τι περίμεναν όλοι αυτοί στον ουρανό και τι έκαναν αυτοί στη γη; Στη γη άγγελος Κυρίου επισκέφτηκε την Μαριάμ, την Μητέρα του Κυρίου μας, του Ιησού, και της είπε ότι ο Υιός σου ανυπομονεί να σε πάρει στην αγκαλιά Του στον ουρανό και να σε οδηγήσει στα ουράνια σκηνώματα, στο ουράνιο Βασίλειο του Πατέρα! Η καρδιά της, όταν το άκουσε αυτό από τον άγγελο, χτυπούσε τόσο γοργά, τόσο γλυκά, τόσο τρυφερά, πήγαινε να σπάσει! Γιατί δεν ήταν μια απλή καρδιά, που είχε μια απλή αγωνία να βρεθεί κοντά στο Γιό της, αλλά ήταν μια καρδιά που συνέχεια χτυπούσε από θεϊκό έρωτα για τον ουράνιο της Πατέρα.

      Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι σημαίνει, όταν μια καρδιά λατρεύει το Θεό Πατέρα. Και δεν Τον λατρεύει απλά, δεν Τον αγαπάει απλά, αλλά είναι τόσο θεϊκά ερωτευμένη, που ζει μόνο για το Θεό Πατέρα της.
Αυτό ήταν η Μαριάμ! Αυτό ήταν η Βασίλισσα της γης! Αυτό ήταν η Παρθένος Θεοτόκος! Ήταν η θεϊκά ερωτευμένη, η μόνη που ζούσε μόνο και μόνο για τον ουράνιο της Πατέρα και για τον Γιό της, τον Βασιλιά της, τον Ιησού.
Αυτό το χαρούμενο άγγελμα του αγγέλου όμως ήταν εκείνο που προκάλεσε την θλίψη και τη στενοχώρια σε όσους αγαπούσαν και αυτήν και τον Γιό της. Ξέρετε γιατί; Γιατί θα έχαναν την Μητέρα της ζωής.
Ο ουρανός όμως, όλοι οι Άγγελοι, όλοι οι Προφήτες, δεν ξέρω αν μπορεί κάποιος να έχει την δυνατότητα αυτή να περιγράψει τη χαρά τους, να μπορεί να περιγράψει με λόγια και με χρώματα, αυτήν την αγαλλίαση, την νοσταλγία, να δουν από κοντά την Μητέρα του Βασιλιά τους!
Στη γη ένας άλλος άγγελος ειδοποίησε όλους τους Απόστολους. Όλοι αυτοί μαζεύτηκαν γιατί ένα σύννεφο τους πήρε και τους έφερε κοντά στην Παρθένο. Και η ψυχή της μετά από λίγο πέταξε στην αγκαλιά του Γιού της.
Το μεγαλείο της αγάπης του Υιού του Θεού:
Ο Ιησούς αγκαλιάζει τη βασιλοπούλα Κόρη του, 
την Μάνα του επί της γης
Από εκεί και πέρα αρχίζει το μεγαλείο αυτής της υπέροχης γυναίκας, αυτής της υπέροχης Βασιλοπούλας, αυτής της υπέροχης Μητέρας. Μόλις βγήκε η ψυχή της δεν μπορείτε να φανταστείτε τη χαρά της, γιατί τον πρώτο που αντίκρισαν τα μάτια της ψυχής της ήταν ο αγαπημένος της Γιός! Ήταν ο Βασιλιάς της Γιός! Ήταν Αυτός που μέχρι πριν λίγο Τον έκρυβε μέσα στα μητρικά της στήθη! Ήταν Αυτός που Τον αγκάλιαζε τόσο γλυκά και τρυφερά και Τον γέμιζε με τα χάδια και τα φιλιά της! Ήταν αυτός που συνέχεια Τον φώναζε: «Μωρό μου, Γιέ μου και Θεέ μου»!
Πως φωνάζει μια μάνα το μωρό της, τον γιό της, το παιδί της; Τι λαχτάρα έχει μια μάνα στο παιδί της; Αυτή την λαχτάρα και πολλαπλάσια όμως, την είχε αυτή η γυναίκα εκείνη τη στιγμή που τα μάτια της ψυχής της φεύγοντας πλέον από την εξορία αυτής της γης, αντίκριζε το ουράνιο Βασίλειο.
Μα αλήθεια τι την θάμπωσε περισσότερο εκείνη τη στιγμή; Το ουράνιο Βασίλειο ή ο μονάκριβός της Θησαυρός, ο Γιός της, που ερχόταν ολόλαμπρος να την πάρει, όχι τώρα πλέον για να έλθει αυτός μέσα στην αγκαλιά της, αλλά Εκείνος να την βάλει μέσα στη δική Του πατρική αγκαλιά; Ο Γιός γινόταν Πατέρας! Το Μωρό γινόταν Βασιλιάς! Και αυτή η μικρή κόρη της Ναζαρέτ, η απλή, η ταπεινή, γινόταν εκείνη την στιγμή Βασιλοπούλα του ουρανού!
Αυτή η κόρη που με τόση στοργή έκρυβε μέσα στα μητρικά στήθη της, με απόλυτη τρυφερότητα τον Γιό του Θεού, σαν Γιό του ανθρώπου μέσα στη δική της την καρδιά, τώρα έβλεπαν με θαυμασμό δακρυσμένοι οι Προφήτες και οι Άγγελοι το μεγαλείο της αγάπης του Υιού του Θεού, πως σαν Υιός του ανθρώπου έσφιγγε μέσα στα πατρικά Του στήθη την Βασιλοπούλα κόρη Του, την Μάνα Του επί της γης.
Αλήθεια τι λόγια έχει να πει η Μάνα με τον Γιό; Όταν βρίσκονται δυο ερωτευμένες ψυχές στον μοναδικό, αγνό, θεϊκό έρωτα που υπάρχει μόνο στην μάνα με το παιδί, άραγε τι λόγια λένε; Τι λόγια μπορεί να σου πει ένα μωρό μαμά; Το μόνο που ξέρει το μωρό είναι να νιώθει την απόλυτη χαρά που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά της μαμάς του.
Εκείνη τη στιγμή η Μάνα γινόταν μωρό στην αγκαλιά του Βασιλιά της, του Γιού της Ιησού. Αυτό το μωρό, η Μάνα του Θεού, δεν μπορούσε να πει τίποτα άλλο, μονάχα με τα αναφιλητά της θεϊκά ερωτευμένης καρδιάς της φώναζε:
«Γιέ Μου! Μωρό μου! Αγάπη μου! Λαχτάρα μου, πάλι Σε ξαναβρίσκω! Πάλι είμαστε μαζί και από τώρα και στο εξής δεν θα χωρίσουμε ποτέ. Πάντα μαζί θα γυρνάμε για να φέρνουμε ψυχές μέσα στο Βασίλειο του Πατέρα μας».
Ο Γιός την έσφιγγε γλυκά και είδε να θαυμάζει ξανά όλος ο ουρανός πόσο αγάπησε, πόσο αγαπά και πόσο αιώνια θα λατρεύει και θα αγαπά αυτός ο Γιός της Παρθένου την γλυκιά του Μανούλα! 

Ο Θεός Πατέρας παίρνει στην αγκαλιά του
τη βασίλισσα του Μαριάμ,
το πιο γλυκό πλάσμα που Τον αγάπησε ποτέ!
Όμως εκείνη τη στιγμή, λες και η καρδιά της που χτυπούσε τόσο θεϊκά ερωτευμένη για τον ουράνιο της Πατέρα, άφησε τον Γιό της και έριξε τα μάτια της τριγύρω να δει το ουράνιο Βασίλειο. Τι έψαχνε να βρει; Μήπως τους Αγγέλους που με ολόλαμπρες φορεσιές, φωτοφορεμένοι στη σειρά την περίμεναν να την οδηγήσουν στον ουράνιο της Πατέρα; Μήπως τους Προφήτες μέσα στην απέραντη τους χαρά, γονατισμένοι που ήθελαν να την πλησιάσουν και το χέρι να της φιλήσουν; Μήπως ήταν όλοι εκείνοι οι δίκαιοι που πόθησαν να την αντικρίσουν;
Όχι. Η ματιά της δεν έψαχνε κανέναν από όλους αυτούς, αν και ήταν τόσο γλυκιά για όλους. Έψαχνε μονάχα έναν. Έναν να βρει, έναν να δει, έναν για να αφήσει η καρδιά της όλο αυτό το θεϊκό ερωτικό πέταγμα της, να γίνει φως ολόλαμπρο, να γίνει ιαχή, να γίνει δόξα, να γίνει τραγούδι. Ξέρετε γιατί; Γιατί αυτή η Κόρη σε όλη της τη ζωή υπερβολικά αγάπησε και θεϊκά ερωτεύθηκε μονάχα έναν. Ποιος ήταν Αυτός; Ήταν ο ουράνιος της Πατέρας και Θεός της!
Αυτός ήταν που όταν κρατούσε τον μικρό της Ιησού σαν μικρό παιδάκι στην αγκαλιά της, σήκωνε τα μάτια στον ουρανό και μιλούσε συνέχεια γλυκά για Εκείνον που η καρδιά της λαχταρούσε. Καμιά κοπέλα στη γη δεν ερωτεύθηκε θεϊκά τόσο πολύ τον ουράνιο Πατέρα της, όσο αυτή εδώ η Μαριάμ.
Γι’ αυτό και τώρα ψάχνει να βρει τη γλυκιά Του την ματιά. Η φωνή της γίνεται τραγούδι: «Πατέρα μου, Πατέρα μου, που είσαι; Γλυκέ μου Πατέρα…». Και έτρεχε ανάμεσα στους αγγέλους, ανάμεσα στους Προφήτες, γρήγορα να φθάσει αντικρίζοντας Τον στο βάθος που την περίμενε Εκείνος δοξασμένος, δοξασμένη να την κάνει. Και Εκείνη έτρεχε γλυκά φωνάζοντας μονάχα ένα όνομα: «Πατέρα μου, Θεέ της καρδιάς μου!»

Έτσι Τον φώναζε στη γη, έτσι τώρα Τον αποκαλεί και στον ουρανό: «Θεέ της καρδιάς μου, γλυκέ μου ουράνιε Πατέρα, που σ’ Εσένα είχα αφιερώσει στη γη όλη μου την ζωή, που μόνο Εσένα αγαπούσα,  που για Σένα μονάχα ζούσα, πάρε τώρα την ψυχή μου, που την φέρνει ο Γιός μου και δικός Σου Γιός και βάλε την μέσα στη θεϊκή Σου αγκαλιά».
Έτρεχε αυτή η κοπέλα, αυτό το κοριτσάκι, αυτή η γλυκιά Βασίλισσα με τέτοιο θεϊκό έρωτα μες την αγκαλιά του Πατέρα και έβλεπαν όλοι οι Προφήτες και όλοι οι άγγελοι αυτή της την καρδιά να λάμπει τόσο πολύ, να είναι τόσο θεϊκά ερωτευμένη, έβλεπαν τόσο γλυκά τα λόγια της να βγαίνουν από την ψυχή της που, ποτέ ξανά στον ουρανό δεν έγινε αυτό που έγινε εκείνη την ημέρα. Όλοι οι άγγελοι γονάτισαν στο πέρασμά της! Έσκυψαν στην ταπείνωσή της! Γονάτισαν στην υπεροχή της! Δάκρυσαν όμως στον έρωτα της! Δάκρυσαν στον έρωτα της και οι Προφήτες και οι Άγγελοι και οι Δίκαιοι, οι πάντες του ουρανού, γιατί τέτοιο θεϊκό έρωτα σε μια καρδιά ποτέ δεν είχε ξαναδεί ούτε η γη, ούτε ο ουρανός!
Όμως τίνος ήταν η πιο μεγάλη χαρά; Της μικρούλας Βασιλοπούλας ή του θεϊκού Βασιλιά; Αλήθεια δεν μπορούσα να καταλάβω και να ξεχωρίσω ποιανού ήταν η χαρά πιο μεγάλη, ποιανού το μεγαλείο της ψυχής ήταν πιο λαμπρισμένο εκείνη τη στιγμή. Μα, σε έναν θεϊκό έρωτα, και οι δυο είναι κερδισμένοι. 
Ο Θεός Πατέρας αγκάλιαζε εκείνη τη στιγμή την Βασίλισσα Του και η Βασιλοπούλα Του χωμένη τώρα στην αγκαλιά Του έμπαινε ακόμα πιο βαθιά στην καρδιά Του. Μόνο μια λέξη Εκείνη λέει: «Γλυκέ μου Μπαμπάκα! Γλυκέ μου Πατέρα! Θεέ της καρδιάς μου! Βασιλιά μου». Κι Εκείνος έπαιρνε μέσα στην αγκαλιά Του το πιο γλυκό πλάσμα που Τον αγάπησε ποτέ!
Τι κάνει ο θεϊκός έρωτας! Άλλοι αγωνίζονται στη γη να φθάσουν στον ουρανό μέσα από πολλές ασκήσεις, μέσα από πολλές νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές και χίλια δυο. Και αν θα φθάσουν! Αυτή όμως δεν έφθασε με αυτές τις αρετές. Έφθασε μονάχα με μια αρετή, τον θεϊκό έρωτα της καρδιάς της στον ουράνιο της Πατέρα, που την έκανε να κάνει πολλές θυσίες, πολλές αγρυπνίες και πολλές προσευχές. Ήταν αυτός ο δρόμος που την έβαλε μέσα στα βάθη της καρδιάς Του. 
Η Παναγία γίνεται η μοναδική Βασίλισσα ουρανού και γης
Όμως η μεγαλύτερη δόξα του ουρανού σήμερα, γίνεται η μεγαλύτερη δόξα της γης. Αυτός που την χάρισε στον Γιό Του να γίνει Μάνα δική Του, τώρα γίνεται απόλυτη Βασιλοπούλα, Βασίλισσα της καρδιάς Του. Εκείνη την στιγμή βλέποντας τον θεϊκό έρωτα της Κορούλας Του αυτής, της μονάκριβής Του Βασιλοπούλας, την κλείνει στην αγκαλιά Του και ενώνει την θεϊκή καρδιά Του με την γλυκιά, ταπεινή, ανθρώπινη καρδιά της και η Παναγία από εκείνη την ημέρα γίνεται, όχι απλά η μοναδική Βασίλισσα του ουρανού, αλλά γίνεται με την ευσπλαχνικότητα του Θεού Πατέρα και μοναδική Βασίλισσα της γης.
Καμία γυναίκα στη γη δεν αγαπήθηκε τόσο πολύ, όσο αυτή η κοπέλα! Καμία γυναίκα στη γη δεν αγαπήθηκε τόσο πολύ από όλο τον κόσμο! Τι δίκαιοι, τι αμαρτωλοί, ακόμα και ο τελευταίος άνθρωπος στο πόδι της γονατίζει. Ξέρετε γιατί; Όχι γιατί είναι μονάχα Μάνα και ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει μάνα. Μια γλυκιά μάνα έχει τέτοια καρδιά που το παιδί της μόνο αυτήν εμπιστεύεται. Μπορεί σ’ ένα σπίτι, τα ξέρετε εσείς εξάλλου αυτά πρακτικά και εμπειρικά, ένα παιδί να κάνει κάποια λάθη και ο πατέρας σκληρά να του φερθεί. Να μην τα αντέξει αυτά τα λάθη, μπορεί και να το διώξει από το σπίτι. Όμως η μάνα τι κάνει; Σκεπάζει όλα τα λάθη του παιδιού της. Προσπαθεί συνέχεια να συγχωρέσει το παιδί της, να βρει λόγια παρηγορητικά και να βρει λόγια υπερασπιστικά και αυτό είναι που κάνει όλα τα παιδιά, όλους τους ανθρώπους, όλο τον κόσμο, να λατρεύουμε την μάνα μας.
Κάποτε βρέθηκα σε ένα νοσοκομείο και εκείνη τη στιγμή ήταν ένα γεροντάκι ετοιμοθάνατο. Πονούσε αυτός, κάποια αρρώστια πρέπει να είχε. Πονούσε και ξέρετε τι φώναζε; Μου έκανε εντύπωση πολύ: «Που είσαι μάνα μου»; Το γεροντάκι φώναζε: «Μάνα μου, μάνα μου, που είσαι μάνα μου». Μετά από λίγο μέχρι να πάω στην άλλη αίθουσα να δω κάποιους άλλους αρρώστους, έμαθα ότι ξεψύχησε κιόλας. Ξεψύχησε με την πιο γλυκιά λέξη του κόσμου, που είναι η λέξη «μάνα»!
Αυτήν όμως την μοναδική Μάνα, την Μαριάμ,  την λατρεύουν και οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. Ό,τι και να είμαστε, όλοι στα πόδια της πέφτουμε. Της έχουμε τέτοια αγάπη, που της αφιερώνουμε την ψυχή μας. Αλλά αλήθεια γιατί έχει αυτήν την δύναμη; Διότι ο Θεός Πατέρας στον μεγάλο θεϊκό έρωτα που Του έδειξε και που χάρη σ’ αυτόν μονάχα το θέλημα Του ήθελε να κάνει, όταν την πήρε στην αγκαλιά Του στον ουρανό, την έντυσε με τα υπέροχα ρούχα, τα μοναδικά ρούχα της θεϊκής αγάπης!
Ξέρετε ποιο είναι το πιο υπέρλαμπρο δώρο του Θεού σ’ έναν άνθρωπο; Ξέρετε ποιο είναι το πιο υπέρλαμπρο δώρο του Θεού στις μοναδικές ψυχές που Τον λατρεύουν;   
Ένα είναι μόνο. Τα λαμπρά ρούχα της ευσπλαχνίας! Της έβγαλε όλα τα μέχρι τότε ρούχα της αγάπης της και την έντυσε με τα πιο όμορφα, λαμπρά, ουράνια ενδύματα της ευσπλαχνίας Του! Και από τότε η Παναγία έγινε τόσο εύσπλαχνη, που τολμώ να πω και ας με συγχωρέσουν οι θεολόγοι, σαν την ευσπλαχνική καρδιά του Θεού Πατέρα.
Και τότε της είπε ο Θεός: «Βασίλισσα Μου, από σήμερα ο ουρανός θα είναι δικός σου! Αλλά από σήμερα σου παραδίδω και τη γη στα χέρια σου! Για όποιον εσύ θα Με ικετεύεις, για όποιον εσύ θα Με παρακαλάς, Εγώ θα είμαι δίπλα του με τους αγγέλους και τους αγίους, να τον στηρίζω και να τον καθοδηγώ. Για όποιον εσύ Βασιλοπούλα Μου, Μου ζητήσεις χάρη, Εγώ δεν θα σου στερήσω ποτέ αυτή την χάρη. Γιατί κι εσύ με χάρη κρατούσες στην χαριτωμένη σου αγκαλιά την μοναδική Χάρη, τον Γιό Μου. Γι’ αυτό κι Εκείνος σε έντυσε με όλη τη δόξα του Αγίου Πνεύματος, του Πνεύματος της αγάπης και της ευσπλαχνίας».
Ήταν συγκινητικό όταν την ρώτησε ο Θεός: «Τι δώρο θα ήθελες Βασιλοπούλα Μου να σου κάνω τώρα που είσαι στο ουράνιο Βασίλειο του Πατέρα και Του μοναδικού σου Υιού;» Εκείνη ξέρετε τι ζήτησε; «Ουράνιε μου Πατέρα μόνο Εσένα λάτρευα στη γη, μόνο στον Υιό σου ήταν η καρδιά μου δοσμένη. Τώρα μια χάρη σου ζητώ, άφησε με να βρίσκομαι κοντά σε όλα μου τα πληγωμένα παιδιά στη γη. Δεν θέλω να είμαι εδώ στον ουρανό. Άφησε με στη γη για να γυρνάω όλους τους πονεμένους, όλους τους πληγωμένους, όλους εκείνους που ζουν μακριά από τον Γιό μου, για να τους φωτίζω, να τους ενδυναμώνω και να τους δείχνω τον δρόμο της αγιότητας και της αρετής». Άρεσε αυτό στο Θεό Πατέρα και την ευλόγησε ακόμα πιο πολύ.
Η επίσκεψη της Παναγίας στο βασίλειο του Άδη
Την ρώτησε στη συνέχεια ο Θεός Πατέρας: «Τι θα ήθελες τώρα Κόρη Μου να δεις πρώτα απ’ όλα και να χαρείς;» Ξέρετε τι ζήτησε σαν πρώτη χάρη; Να επισκεφθεί τους τόπους της κόλασης! Παραξενεύτηκαν οι Προφήτες! Παραξενεύτηκαν οι Δίκαιοι! Παραξενεύτηκαν οι Άγγελοι! Το μόνο που ζήτησε να δει, ήταν τον τόπο εκεί που βασανίζονται οι ψυχές εκείνες που δεν φέρθηκαν σωστά στο Θεό και Τον πλήγωσαν βαθιά και με πολλές αμαρτίες στερήθηκαν την αιώνια ζωή. Δεν της χάλασε το χατίρι ο Θεός, μόνο που τώρα άγγελοι και άγιοι την συνόδευαν στην πρώτη της διαδρομή, στο Βασίλειο του Άδη, εκεί που οι ψυχές είναι θλιμμένες και ταλαιπωρημένες.
Και όταν μπήκε στου Άδη το Βασίλειο, τρόμαξαν οι δαίμονες με το φως που έλαμπε και φοβισμένοι έκαναν στην άκρη. Και Εκείνη προχώρησε να δει όλους τους τόπους της κόλασης. Και τον πρώτο που ζήτησε να δει ξέρετε ποιος ήταν; Ποιος μπορείτε να φανταστείτε ότι ήταν; Τον πρώτο που ζήτησε να δει ήταν τον ταλαίπωρο Ιούδα που πρόδωσε τον Γιό της και ικέτευσε το Θεό να τον σπλαχνισθεί.
Όταν την είδαν και την άκουσαν όλοι οι αμαρτωλοί μέσα στις φωτιές του Άδη, άνοιξαν τα στόματα τους και με ικετευτική φωνή όλοι φώναζαν και ικέτευαν και παρακαλούσαν: «Μητέρα του Θεού, σώσε μας του αμαρτωλούς». Για πρώτη φορά είδαν όλοι οι Άγγελοι και οι Προφήτες τα μάτια της τόσο δακρυσμένα και τόσο κλαμένα. Έκλαιγε απαρηγόρητα για τις ψυχές που βασανίστηκαν πολύ. Τους βασάνιζε στη γη ο σατανάς λέγοντας τους πως δεν υπάρχει Θεός και πως μπορούν να κάνουν οτιδήποτε κακό και είδε τώρα τα αποτελέσματα και έκλαψε γι’ αυτές τις ψυχές…
Και ο Ιησούς, ο Γιός της, είδε τα καταγάλανα και πανέμορφα μάτια της δακρυσμένα και πόνεσε η καρδιά Του. Θα ήθελε πολύ να έβγαινε από την κόλαση η Μητέρα Του και να μην βλέπει αυτά που έβλεπε εκείνη τη στιγμή.

Κι όμως η Μητέρα συνέχισε και από όπου περνούσε άνοιγε την αγκαλιά της και άφηνε τα χέρια της σαν σχήμα ευλογίας. Από όπου περνούσε από πάνω και άφηνε το χέρι της απλωμένο, όπως μια μάνα που ανοίγει τα χέρια της αναζητώντας το παιδί της, εκείνη την στιγμή δεν άντεχαν οι δαίμονες, αλλά ούτε και ο Άδης πλέον στις τιμωρίες. Σταματούσαν οι τιμωρίες! Σταματούσε η οργή! Σταματούσε το κακό! Όπου περνούσε από πάνω με το πέρασμα της, γαλήνευε αμέσως ο Άδης, λες και γινόταν παράδεισος αμέσως.
Όταν πέρασαν όλους τους τόπους της κόλασης λυπήθηκε πολύ. Και τότε παρακάλεσε τον Πατέρα της να την αφήσει με όλα τα αδελφάκια της στον ουρανό, τους αγίους πλέον, να είναι στη γη για να αγωνίζεται για τα σπλάχνα Του εδώ και να τα βοηθάει να μην πάει κανένας στην κόλαση, κανένας μα κανένας!
Τότε παρακάλεσε τον Υιό της μια χάρη μοναδική να της δώσει: Όποτε γιορτάζει, όποτε οι άνθρωποι την τιμούν εδώ στη γη, να σταματά και η κόλαση στον Άδη. Όσο κρατάει η θεία Λειτουργία των εορτών της εδώ στη γη, να σταματούν τα βάσανα του Άδη. Όσο η θεία Λειτουργία θα σηκώνεται στο όνομα της και όλοι θα ψάλλουνε τους ύμνους στην Μάνα του Θεού εδώ στη γη, να μην υπάρχει Άδης, να μην υπάρχει κόλαση, να σταματούν όλα! Και ο Υιός της, της έκανε το χατίρι.
Γι’ αυτό να ξέρετε ότι, όσο κρατάνε οι θείες Λειτουργίες των εορτών της Παναγίας εδώ στη γη, Άδης μέχρι την Δευτέρα Παρουσία δεν θα υπάρχει. Θα σταματούν τα πάντα. Αυτό είναι το χάρισμα που έδωσε ο Θεός Πατέρας στην πάναγνο Βασίλισσα Του Μαριάμ.
Γι’ αυτό και θα ήθελα όλοι εμείς που την αγαπάμε, να της δώσουμε τη χαρά να μην μας δει ποτέ στον Άδη, αλλά να μας βλέπει μόνο στον Παράδεισο. 
Το ωραιότερο και πιο υπέροχο δώρο
στη γιορτή της Παναγίας μας
Εμείς όλοι, όσοι την αγαπάμε και την έχουμε σαν Μάνα δικιά μας και είναι πραγματικά Μάνα δικιά μας, θέλουμε να της κάνουμε το μεγάλο της χατίρι. Ποιο είναι το μεγάλο χατίρι που θα ήθελε πολύ να το δει σε όλους εμάς να το κάνουμε;
Θα ήθελε, όπως εσείς αγαπάτε τα παιδιά σας πάρα πολύ και γι’ αυτά θυσιάζεστε και γι’ αυτά κάνετε τα πάντα, να μην ξεχνάτε το δικό της Γιό.
Ικετεύει τον καθένα από εμάς, όλους, να λατρέψουμε τον Γιό της, όχι μονάχα σαν Θεό, αλλά και σαν άνθρωπο, σαν μωρό. Όχι μόνο σαν Υιό του Θεού, αλλά και σαν Γιό του ανθρώπου. Σαν Υιός του Θεού είναι ένα με τον Πατέρα, αλλά σαν Υιός του ανθρώπου έγινε σπλάχνο, έγινε βρέφος, έγινε μικρό παιδάκι, που χώθηκε σε μια αγκαλιά. «Μαμά» την φώναζε την Παρθένο Μαρία. Ξέρετε πως το φώναζε το μωρό της Εκείνη; «Μωρό μου! Βρέφος μου! Αγάπη μου! Λατρεία μου! Χαρά μου! Ουρανέ μου!» Και μέσα στην καρδιά της εκείνο γλυκοσπαρταρούσε στον μητρικό της έρωτα.
Θέλω να πω με όλα αυτά, ότι αυτό είναι το πιο μεγάλο δώρο, που σήμερα θα μπορούσαμε να της δώσουμε. Όλοι να αγαπήσουμε τον Γιό της, όπως Τον αγάπησε κι Εκείνη. Όλοι να μην κάνουμε λάθη και αμαρτίες και να πικραίνουμε τον Γιό της. Και όσοι έχουμε κάνει λάθη και όσοι έχουμε κάνει αμαρτίες, οποιοδήποτε λάθος κι αν είναι αυτό, θα ήθελε μονάχα μια χάρη να της κάνουμε, να γονατίσουμε μπροστά στον Γιό της και να Του πούμε:
«Υιέ του Θεού, Σωτήρα, Εσύ που σταυρώθηκες για εμάς και ήλθες να πάρεις τις αμαρτίες μας, Σε ικετεύουμε πάρε τα αμαρτήματα μας και κάψε τα και από σήμερα να είμαστε δικά Σου παιδιά. Εσύ να είσαι ο Πατέρας μας κι εμείς να είμαστε τα δικά Σου βρέφη, τα δικά Σου παιδιά». Ξέρετε πόσο της αρέσει αυτό; Ξέρετε πόσο την ενθουσιάζει; Ξέρετε πόσο την χαροποιεί;
Μάνες, όσες είσαστε εδώ, που έχετε γνώση και εμπειρία της αγάπης σ’ ένα παιδί, γιατί γεννήσατε και χαρήκατε την ζεστασιά της μητρικής λατρείας στα παιδιά σας, από σήμερα μαζί με τα παιδιά σας βάλτε και τον δικό της Γιό. Αγαπήστε Τον πολύ με όλη σας τη δύναμη.
Κι εσείς πατεράδες, μην ξεχνάτε ότι ένας πατέρας, ο γέροντας Ιωσήφ, αγάπησε τον Ιησού σαν Υιό του ανθρώπου, σαν άνθρωπο και σαν παιδί και Τον πήρε από το χεράκι και Τον έκανε βόλτες, για να Του δείχνει τον ουρανό, δήθεν για να θαυμάσει το παιδί του τον ουρανό, αφού δεν ήξερε ότι Αυτός ήταν ο δημιουργός του κόσμου. Άντρες, όπως ο Ιωσήφ Τον αγάπησε, όπως ο Ιωσήφ Τον λάτρεψε, όπως ο Ιωσήφ Τον αγκάλιασε, όπως ο Ιωσήφ Τον έσφιξε σφιχτά στην αγκαλιά του και Τον φώναξε «Γιέ μου», κι εσείς μπορείτε να πείτε τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσε πάντα η Μητέρα Του: «Γιέ μου και Θεέ μου! Μωρό μου και Θεέ μου». Στο σταυρό Τον έβλεπε μεγάλο αλλά «Μωρό μου» Τον φώναζε, γιατί για μια μάνα το παιδί της είναι πάντα το μωρό της. Αλλά για εμάς ο Ιησούς δεν θα είναι απλά ο αγαπημένος  Υιός του Θεού, αλλά είναι και Γιός του ανθρώπου και μπορεί να γίνει ο δικός μας αγαπημένος Γιός. Όπως Τον αγάπησε η Μαμά Του, μπορούμε να Τον αγαπήσουμε κι εμείς.
Εάν σήμερα θέλετε να της δώσετε ένα υπέροχο δώρο στη γιορτή της, αγαπήστε τον Γιό της σαν δικό σας Γιό. Φωνάξτε Τον με τα πιο γλυκά λόγια που μπορεί μια μάνα, ένας πατέρας να πει στο παιδί του: «Γιέ μου και Θεέ μου».  Είδατε τι λέει; «Κι εσύ Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα». Έτσι δεν φώναξε η Παναγία την ώρα της κοίμησής της;
Αυτός ο Υιός του Θεού μπορεί να γίνει Υιός του ανθρώπου αγαπημένος, για να μπει γλυκά στην κάθε μια καρδιά, πατρική και μητρική. 
Επίλογος
Εύχομαι ο Θεός να σας ευλογεί όλους πολύ και αυτή η γλυκιά Μάνα που από σήμερα αναλαμβάνει δράση πολύ μεγάλη, να σώσει τα σπλάχνα του Θεού, όλους εμάς, όλους τους αμαρτωλούς. Ας έχει τη χαρά από σήμερα να μας βλέπει να αγαπάμε τον Γιό της. Μια προσευχή πολύ εύκολη για όλους εμάς, θα ήθελα να σας την πω, για να την λέτε, να την ακούει όλος ο κόσμος, να την ακούνε οι άγγελοι, να την ακούει ο ουρανός και να φοβούνται οι δαίμονες. Μια απλή προσευχή:
«Θεέ της καρδιάς μου, Σε πιστεύω, Σε λατρεύω και Σ’ αγαπώ».
Αυτή ήταν η προσευχή της καρδιάς της Μαριάμ. Αυτό θα ήθελε κι Εκείνη, να γίνει η προσευχή της δικιάς μας της καρδιάς. Ελάτε να το πούμε όλοι μαζί.
«Θεέ της καρδιάς μου, Σε πιστεύω, Σε λατρεύω και Σ’ αγαπώ». Ελάτε να την πούμε δυνατά. Μήπως ντρέπεστε; Δεν πρέπει κανείς να ντρέπεται. Είναι ντροπή να ντρέπεται κανείς τον ουράνιο του Πατέρα. Ελάτε να την πούμε όλοι μαζί. «Θεέ της καρδιάς μου, Σε πιστεύω, Σε λατρεύω και Σ’ αγαπώ».  
Αυτός ο Θεός της καρδιάς μας θα έλθει μια μέρα να μας πάρει την ψυχή και να μας κλείσει μέσα στην δική Του αγκαλιά, για να απολαμβάνουμε στην αιωνιότητα το ουράνιο Βασίλειο της θεϊκής Του αγάπης.
Σας εύχομαι ο Θεός να σας ευλογεί όλους και η γλυκιά μας Παναγιά να ζεσταίνει την καρδιά σας και να την κάνει ακόμα πιο γλυκιά στον θεϊκό έρωτα του Γιού της. Αμήν.
Κήρυγμα πατρός Ελπιδίου (Κοίμηση της Θεοτόκου 2013)

Φώτισόν με Σε υμνείν



Ω βασίλισσα του κόσμου,
Παναγία μου Χρυσή,
δός μοι δύναμιν και χάριν
του αεί Σε ανυμνείν.

Δός μοι φλόγαν εν καρδία
Θείον έρωτα προς Σέ,
προς Σε μείζονα αγάπην , 
Θησαυρέ μου αγαθέ.

Δός μοι δη ευγνωμοσύνην
δι' όλας Σου τας δωρεάς,
ας μοι δέδωκας τ' αθλίω,
ω Πανεύσπλαγχνε Κυρά

Με ικάνωσον κηρύττειν ,
εκθειάζειν και υμνείν,
τα λαμπρά θαυμάσιά Σου,
Παντευλόγητε Αγνή.

Και δι' έργων μοι βοήθει
Σε ευφραίνειν και τιμάν
Μεγαλόχαρι Παρθένε,
και εν Σοί δεόντως δράν.

Δοξασμένον τ' όνομά Σου,
Δι' αγάπην Σου πολλήν,
διά σύναρσιν εν πάσι
και προς με , ναι, ω Καλή.

Υμνητόν και δοξασμένον
 τ'όνομά Σου διά παντός
ότι πάντοτε συνδράμεις
τους καλούντας Σε πιστώς.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

«Παναγίας του Χάρου»

Κείμενο Σταμάτη Αννα
Μια απεικόνιση μοναδική, ένα θαύμα επαναλαμβανόμενο και ένα όνομα που δεν συναντά κανείς εύκολα, είναι τα τρια στοιχεία που καθιστούν απόλυτα μοναδική μια από τις πιο σπάνιες εικόνες της Παναγίας.

Βρίσκεται στην Ελλάδα, σε ένα ταπεινό βυζαντινό εκκλησάκι που έχτισαν στους Λειψούς το 1600 μοναχοί από την Πάτμο.

Το ονόμασαν «Παναγία του Χάρου» εξαιτίας του κειμηλίου που φιλοξενούσε. Μια εικόνα της Παναγίας που δεν κρατά τον Χριστό στην αγκαλιά της όπως συνηθίζεται αλλά τον Σταυρό με τον Ιησού επάνω του.

Είναι μια μοναδική απεικόνιση που δείχνει τον θρήνο της μητέρας και το μαρτύριο που πέρασε παραλαμβάνοντας το παιδί της νεκρό ύστερα από ένα απίστευτα σκληρό και ατιμωτικό μαρτύριο.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΜΕ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΑΝΘΙΖΟΥΝ

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, τον Απρίλιο του 1943 μια νεαρή κοπέλα, τοποθέτησε στην εικόνα της Παναγίας λευκούς κρίνους ως προσφορά στην Παναγία. Κανείς δεν γνωρίζει τι ήθελε να ζητήσει εκείνη την ταραγμένη περίοδο από την Παναγία.

Με το πέρασμα των ημερών, όπως ήταν φυσικό οι κρίνοι μαράθηκαν. Τρεις μήνες μετά, τον Ιούλιο του 1943 κάποιοι επισκέπτες διαπίστωσαν πως οι μαραμένοι κρίνοι είχαν αρχίσει να πρασινίζουν και ουσιαστικά να ξαναζωντανεύουν.

Στις 23 Αυγούστου, οπότε και γιορτάζει ο συγκεκριμένος Ναός οι κρίνοι είχαν νέα μπουμπούκια.

Άνθρωποι που επισκέπτονται το μικρό εκκλησάκι της Παναγίας για να προσκυνήσουν και να θαυμάσουν την ξεχωριστή αυτή εικόνα της Παναγίας, λένε πως το θαύμα αυτό επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο την ίδια περίοδο.


















 

ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ «ΑΚΕΝΩΤΟΝ ΠΟΤΗΡΙΟΝ»



Ιστορικόν της ιεράς εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου της επονομαζομένης «Ακένωτον Ποτήριον»

To έτος 1878, ένα θαυμαστό γεγονός, έκανε γνωστή την εικόνα της Παναγίας που ονομάζεται «Ακένωτον Ποτήριον» στον Ορθόδοξο Κόσμο. Στην περιφέρεια Εφραίμοφσκι της επαρχίας Τούλα, ζούσε ενας συνταξιούχος στρατιώτης, που ονομαζόταν Στέφανος, ο οποίος βασανιζόταν από το πάθος της μέθης. Ξόδευε όλα τα χρήματά του στο ποτό και είχε περιέλθει σε αξιοθρήνητο κατάσταση. Απ’ το πολύ ποτό παρέλυσαν τα πόδια του, αλλ’ αυτός εξακολουθούσε να πίνει. Μια νύχτα όμως αυτός ο δυστυχής άνθρωπος είδε ένα ασυνήθιστο όνειρο. Ένας μοναχός με επιβλητική μορφή του παρουσιάστηκε στον ύπνο και αφού στάθηκε μπροστά του, του είπε τα εξής: «Να πας στην πόλη Σερπούγοφ στο μοναστήρι της Παναγίας. Εκεί θα βρεις την εικόνα Της που ονομάζεται “Ακένωτον Ποτήριον”». Θα προσευχηθείς μπροστά της, και θα λάβης θεραπεία σώματος και ψυχής».

Ο Στέφανος, μη έχοντας καθόλου δύναμη στα πόδια του λόγω της παραλυσίας από το πολύ ποτό, και μή διαθέτοντας μεταφορικό μέσο για το ταξίδι αυτό, δεν αποφάσιζε να το επιχειρήσει. Ο μοναχός του ξαναπαρουσιάστηκε στον ύπνο με την ίδια εντολή αλλ’ ο αλκοολικός Στέφανος και πάλι δεν υπάκουσε. Τέλος ο μοναχός του εμφανίστηκε για τρίτη φορά και με πολύ αυστηρότητα, τον διέταξε να υπακούσει στην προσταγή του.

Έτσι ο Στέφανος με πολλή δυσκολία, λόγω της καταστάσεως των ποδιών του, ξεκίνησε αμέσως το ταξίδι. Σταμάτησε τη νύχτα για διανυκτέρευση σ’ ένα χωριό. Μια συμπαθητική ηλικιωμένη γυναίκα για να τον ανακουφίσει απ’ τον πόνο του έτριψε τα πόδια και τον έβαλε να ξαπλώσει σ’ ένα μέρος κοντά στο ζεστό φούρνο για να γλυκάνει τους πόνους. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Στέφανος ένιωσε μια μικρή ανακούφιση στα πόδια του. Όταν ξύπνησε τα πόδια του ήταν μεν αδύναμα, αλλά μπορούσε να σταθεί σ’ αυτά. Το επόμενο βράδυ ένιωσε καλύτερα. Έτσι στηριζόμενος σε δύο ξύλα στην αρχή και αργότερα σε κανένα έφθασε στο Σερπούγοφ. Αφού μπήκε στη Μονή «Βλαντίτσνϊι», ζήτησε να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας «Το Ακένωτον Ποτήριον», σύμφωνα με την εντολή που ’χε πάρει. Κανείς όμως δεν ήξερε εικόνα της Παναγίας μ’ αυτό το όνομα. Τότε κάποιος από τους μοναχούς είπε ότι πρέπει να ’ναι εκείνη η εικόνα που απεικόνιζε την Παναγία με το Χριστό μέσα στο Άγιο Ποτήριο, η οποία ήταν τοποθετημένη στο προσκυνητάρι του διαδρόμου που οδηγούσε από το Ναό στο σκευοφυλάκιο. Όλοι έμειναν έκπληκτοι, όταν στο πίσω μέρος της εικόνας, διάβασαν την επιγραφή που έγραφε: «Το Ακένωτον Ποτήριον».

Στην εικόνα δε των Κτητόρων της Μονής: Αγίου Αλεξίου Μόσχας και Οσίου Βαρλαάμ, ο Στέφανος στο πρόσωπο του τελευταίου, αναγνώρισε τον μοναχό ο οποίος εμφανίστηκε τρεις φορές στον ύπνο του.

Επιστρέφοντας απ’ το Σερπούγοφ, ο μέχρι τότε αλκολικός και παράλυτος Στέφανος, έγινε τελείως καλά· άλλα το σημαντικότερο, δεν είχε πλέον ροπή προς την βλαβερή συνήθεια του ποτού.

Σύντομα το θαυμαστό γεγονός της θεραπείας του παραλύτου αλκοολικού διαδόθηκε σ’ όλη την περιοχή. Πολλοί άρχισαν να προσέρχονται στη νεοεμφανισθείσα θαυματουργή εικόνα της Παναγίας στο Σερπούγοφ, όχι μόνον άπ’ την γύρω περιοχή αλλά και από μακρινά μέρη. Οι άνθρωποι που υπέφεραν απ’ το πάθος της μέθης ή ήταν εξαρτημένοι από το κάπνισμα και τις παραισθησιογόνες ουσίες (ναρκωτικά) καθώς και οι συγγενείς τους, προσεύχονταν στην εικόνα της Παναγίας «Το Ακένωτον Ποτήριον» για θεραπεία και απαλλαγή απ’ τις ασθένειες των παραπάνω παθών, ενώ άλλοι κατέφθαναν να την ευχαριστήσουν για την απαλλαγή τους απ’ αύτά.

Η Εικόνα αυτή της Παναγίας υπήρχε στο Μοναστήρι «Βλαντίτσνϊι», μέχρι την Κομμουνιστική Επανάσταση στη Ρωσία του έτους 1917. Το έτος 1919 οι Κομμουνιστές το έκλεισαν και ολόκληρο το κτιριακό του συγκρότημα μαζί με τους Ναούς άλλαξε «χρήση»… Η εικόνα της Παναγίας τότε μεταφέρθηκε στο Καθεδρικό Ναό του Σερπούγοφ, του Αγίου Νικολάου. Κατά τα έτη 1928-1930 έγινε προσπάθεια επανεορτασμού της θαυματουργής εικόνας, η οποία λόγω των διωγμών, είχε σταματήσει να εορτάζεται στην περιοχή. Τότε ο Μητροπολίτης της πόλεως, Εμμανουήλ, ευλόγησε κατ’ απαίτησιν των πιστών 8 αντίγραφα της εικόνας. Το έτος 1929 έκλεισε από τους άθεους και ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Νικολάου και ότι υπήρχε μέσα σ’ αυτόν κάηκε στις όχθες του ποταμού Νάρα. Οι εικόνες της Παναγίας «Το Ακένωτον Ποτήριον» συμπεριλαμβανομένων και των αντιγράφων εξαφανίστηκαν, και κάθε λατρευτική εκδήλωση προς τιμήν της συγκεκριμένης εικόνας εξέλειπε (σταμάτησε).

Η ευλάβεια και η τιμή προς την προαναφερθείσα εικόνα της Παναγίας, αναβίωσε στο Σερπούγοφ τη δεκαετία του 1980. Το 1990 ο Αρχιμανδρίτης Ιωσήφ επανασύστασε την κατεστραμένη Μονή «Βισότσκϊι» στο Σερπούγοφ, όπου και μετέφερε τις λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν της εικόνος της Παναγίας.



ΘΑΥΜΑΤΑ

Ο γιός μου έπαιρνε ναρκωτικά για 7 χρόνια. Πάντα ήμουν πιστή και ανέθετα την ελπίδα μου για βοήθεια στην Παναγία. Διάβαζα τους Χαιρετισμούς στην εικόνα του «Ακενώτου Ποτηριού» για 120 ήμερες. Πάνε τρία χρόνια που ο γιός μου θεραπεύτηκε από αυτή την ασθένεια. Βρήκε μια καλή δουλειά και τώρα έχει αρχίσει σπουδές.

Λεονίλλα. Μόσχα

Δύο χρόνια πέρασαν από τότε που μου συνέβη ένα πραγματικό θαύμα. Θέλω να σας πω γι’ αυτό. Η οικογένειά μου αντιμετώπιζε ένα σοβαρό πρόβλημα. Ήμουν εθισμένος σε σκληρά ναρκωτικά (ηρωίνη) και έπαιρνα μεγάλες δόσεις κάθε μέρα. Όταν συνειδητοποίησα το μέγεθος του προβλήματος και πόσο μεγάλη αμαρτία είναι για τη ζωή, δεν είχα δυνάμεις και ελπίδα να παλέψω. Προσπάθησα να θεραπευτώ στα νοσοκομεία και να απεξαρτηθώ. Τίποτα δεν με βοηθούσε, επέστρεφα ξανά στη βελόνα μου. Δεν υπήρχε όριο σε αυτό που υπέφερα. Κατάλαβα ότι δημιουργούσα τεράστιο πρόβλημα στους συγγενείς μου αλλά ακόμη και αυτό δεν με σταματούσε. Συνέχιζα να πεθαίνω. Κάποια στιγμή ήμουν έτοιμος να κάνω την ένεση με την πλαστική σύριγγα και το ναρκωτικό αλλά αυτή έλιωσε στο χέρι μου. Αυτό με φόβισε παρά πολύ. Είπα στη μητέρα μου γι’ αυτό και έμαθα ότι ήταν στο μοναστήρι Βισότσκϊι και προσευχόταν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας «Το Ακένωτον Ποτήριον». Αφού γύρισε στο σπίτι 40 ημέρες διάβαζε τους Χαιρετισμούς του «Ακενώτου Ποτηριού», και ικετευτικά την παρακαλούσε να σώσει τον γιό της. Το θαύμα έγινε. Έχω να πάρω ναρκωτικά δύο χρόνια τώρα και ευχαριστώ το Θεό μας τον Ιησού Χριστό και την Παναγία Παρθένο για την ίαση, που μου δώσανε, η οποία εχει πραγματικά αλλάξει τη ζωή μου.

Ντένις. Μόσχα, 16 Νοεμβρίου 2001

Ο γιός μου είναι 31 χρόνων. Επτά χρόνια ήταν εθισμένος στα ναρκωτικά. Σε έναν από τους ναούς της Μόσχας μας συμβούλεψαν να πάμε στο μοναστήρι στο Σερπούγοφ στην εικόνα της Παναγίας «Το Ακένωτον Ποτήριον». Κάναμε όλα όσα μας είπανε.

Για ενα μήνα διάβαζα πρωί και βράδυ τους Χαιρετισμούς του «Ακενώτου Ποτηριού» χωρίς να χάνω ούτε μέρα. Τώρα συνεχίζω να τους διαβάζω κάθε Σαββατοκύριακο. Πιστεύω ότι μόνο με τη βοήθεια της Παναγίας «Ακένωτον Ποτήριον» ο γιός μου εχει να πάρει ναρκωτικά ενα χρόνο. Αγόρασα ενα δακτυλίδι και το πρόσφερα για ευγνωμοσύνη στην άγια εικόνα. Για όλη μου τη ζωή θα προσεύχομαι και θα ευχαριστώ την Παναγία. Ευχαριστώ το Θεό για όλα.

Αλέξανδρος, Μόσχα, 21 Απριλίου 2002

To χειμώνα του 1994, κάτι καταπληκτικό μου συνέβη. Είμαι κτίστης και εκείνη την εποχή έπινα πάρα πολύ. Ως συνήθως εγώ και oι φίλοι μου μετά τη δουλειά μεθύσαμε και έπεσα για ύπνο στην αυλή από το γιαπί που εργαζόμασταν. Ήταν παγωνιά και αναρωτιέμαι πως αν δεν είχε συμβεί αυτό το περιστατικό θα πέθαινα από το κρύο. Κοιμόμουνα λοιπόν και κάποια στιγμή κάποιος με έσπρωξε στον ώμο. Ξύπνησα και είδα μια όμορφη, ψηλή γυναίκα με αστραφτερά ρούχα και ένα κάλυμμα στο κεφάλι και μου είπε: «Τρέξε σπίτι, εκεί η γυναίκα σου σε περιμένει και προσεύχεται». Ήταν τρεις το πρωί και αναρωτιέμαι πως αυτή η γυναίκα βρέθηκε στο γιαπί. ‘Όταν θέλησα να ρωτήσω ποιά ήταν, δεν ήταν κανείς εκεί. Γύρισα σπίτι παγωμένος και είπα στη γυναίκα μου την ιστορία. Αυτή είχε επισκεφθεί το ναό και προσευχόταν για μένα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας «Το Ακένωτον Ποτήριον». Εγώ αν και ήμουν βαπτισμένος δεν πήγαινα στην εκκλησία, δεν προσευχόμουν και δεν ήξερα τίποτα. Λίγο αργότερα ήρθα στο μοναστήρι Βισότσκϊι με τη γυναίκα μου για πρώτη φορά. ‘Όταν ειδα την εικόνα της Παναγίας «Το Ακένωτον Ποτήριον» γνώρισα την γυναίκα που με ξύπνησε όταν κοιμόμουν μεθυσμένος στο γιαπί. Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Έτσι κατάλαβα πως με έσωσε η ίδια η Παναγία. Επειδή έπινα ακόμη πήρα απόφαση να το κόψω αλλά η κραιπάλη μου πάλι χειροτέρεψε. Η γυναίκα μου με οδήγησε στο μοναστήρι όπου εξομολογήθηκα και μετέλαβα. Πήγαινα στις Παρακλήσεις μπροστά στην εικόνα της Παναγίας «Το Ακένωτον Ποτήριον». Με τον καιρό ένιωσα ότι είχα θεραπευτεί τελείως από τον αλκοολισμό. Με αυτό τον τρόπο σταμάτησα να πίνω. Είμαι ευγνώμων στην Ευλογημένη Παρθένο και τον Κύριο για την Σωτηρία μου.

Νικόλαος, Σερπούγοφ, Απρίλιος 2002

Ήρθα στο μοναστήρι,επειδή ήμουν εθισμένος στο κρασί και είχα διάφορα προβλήματα στο σπίτι και την δουλειά μου. Κάποια φορά που γύρισα πολύ μεθυσμένος στο σπίτι, έπεσα για ύπνο. Είδα τον Ιησού Χριστό στο όνειρό μου που απλώνοντας τα χέρια του μου είπε: «Να πας στη Μονή Βισότσκϊι στην εικόνα του “Ακένωτου Ποτηριού”, αυτή θά σε σώσει». Μόλις επισκέφθηκα το μοναστήρι ζήτησα να προσευχηθώ στην Παναγία για ένα χρόνο. Τώρα διαβάζω τους Χαιρετισμούς καθημερινά στην εικόνα. Επισκέπτομαι το μοναστήρι συχνά. Οι σχέσεις στην οικογένειά μου έχουν αποκατασταθεί. Ευχαριστώ τη Μητέρα του Θεού για την ίασή μου και συνεχίζω να προσεύχομαι σε αυτή.

Μιχαήλ, Σερπούγοφ, 15 Οκτωβρίου 1997

Ήρθα στο μοναστήρι με ένα συνηθισμένο προσκύνημα, δεν είχα ιδέα ότι υπάρχει κάτι συγκεκριμένο εκεί. Είχα μια ασθένεια την οποία δεν είπα σε κανένα, αλλά οι συγγενείς μου γνώριζαν ότι υπέφερα από αυτή. Έπινα ένα μπουκάλι βότκα την ημέρα. Ήμουν πιστή, τηρούσα τις νηστείες, πήγαινα συχνά για εξομολόγηση αλλά μετά έπινα πάλι. Ο γιός μου υπέφερε βλέποντάς με βυθισμένη στον αλκοολισμό και μια φορά που πήγε στην εκκλησία μου έφερε τους Χαιρετισμούς της εικόνας της Παναγίας «Ακενώτου Ποτηριού». Άρχισα να προσεύχομαι. Τήρησα τις νηστείες και δεν έπινα καθόλου αλλά μετά έπεφτα στην πρότερη κατάσταση. Διάβαζα τους Χαιρετισμούς σαράντα ημέρες και τηρούσα νηστεία. Όταν οι νηστείες τελείωναν άρχιζα να ξαναπίνω. Διαπίστωσα ότι ο αριθμός των ημερών που έπινα σταδιακά μειώνονταν. Στην αρχή εφτά ημέρες, μετά πέντε, μετά τέσσερις και τρεις. Μετά την εξομολόγηση ο ιερέας με ευλόγησε και το ποτό ξεχάστηκε. Έχω να πιώ ήδη τρία χρόνια.

Ειρήνη, Μίνσκ, 26 Μαρτίου 1998

Πριν έλθω στο μοναστήρι τον Αύγουστο του 1997 υπέφερα από την ασθένεια του αλκοολισμού, αλλά δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Θεωρούσα πως είχα μια φυσιολογική ζωή. Μετά από τη δεύτερη επίσκεψη ο φωτισμός και η μετάνοια με επισκέφτηκαν. Στο μοναστήρι με είχε πάει η αδελφή μου. Αν δεν υπήρχε αυτή δεν θα πήγαινα ποτέ γιατί η δύναμη που με κρατούσε μακριά ήταν φοβερή. Μετά από την δεύτερη επίσκεψη στο μοναστήρι έκοψα το κάπνισμα χωρίς κανένα δισταγμό παρόλο που είχα προσπαθήσει πολλές φορές στο παρελθόν χωρίς να τα έχω καταφέρει. Δεν είχα πια επιθυμία να πίνω. Η αίσθηση της ζωής μου ειχε εντελώς αλλάξει. Οι πνευματικές αλλαγές που συνέβησαν σε εμένα με την ευχή της Ευλογημένης Παρθένου με έκαναν να έχω αίσθημα ενός φυσιολογικού ανθρώπου. Τις Κυριακές και τις γιορτές εκκλησιάζομαι, τηρώ τις νηστείες και εξομολογούμαι. Δόξα στην Ευλογημένη Παρθένο την Κυρία μας. Ευχαριστώ το Θεό.

Τζέρη, Τβέρ, 3 Απριλίου 1998

Για 20 χρόνια ήμουν εθισμένος στο πάθος του αλκοολισμού στο μέγιστο βαθμό. Το σκληρό ποτό διαρκούσε, από τρεις μέρες έως ένα μήνα με διαλλείματα περίπου δύο μηνών. Επισκέφθηκα το γιατρό και με τη βοήθεια του «Torpedo» διέκοψα το ποτό για δύο χρόνια αλλά μετά άρχισα πάλι. Το 1980 βαπτίστηκα αλλά προσευχόμουν και μεταλάμβανα πολύ σπάνια, στις αρχές του ’90 ήμουν καλά αλλά έκείνες τις μέρες άρχισα πάλι να πίνω. Δεν θυμάμαι ποιά χρονιά αγόρασα ένα βιβλίο στο Σεργκίεβ Ποσάντ που λεγόταν «Πως να απαλλαγείτε από την ασθένεια του αλκοολισμού;» και είχε μια εικόνα στο εξώφυλλό του. Από τότε άρχισα να σκέφτομαι πως θα φτάσω σε αυτή την εικόνα. Ο καιρός περνούσε αλλά εγώ έπινα όλο και περισσότερο. Κάθε φορά μετά από ένα δυνατό μεθύσι προσευχόμουν στην Παναγία να με ιατρεύσει από το πάθος αυτό. Τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1997 πήγα για κυνήγι και μέθυσα για μερικές μέρες. Μετά από αυτό το περιστατικό ένιωσα άσχημα και ειλικρινά αποφάσισα να πάω στη Μονή Βισότσκϊι. Ζήτησα από τη γυναίκα μου να προσευχηθεί για μένα. Ήρθα στο Σερπούγοφ αμέσως μετά το Πάσχα του 1997. Ο ιερέας με οδήγησε μπροστά στη θαυματουργό εικόνα. Μου είπε: «Αυτή είναι η θαυματουργός εικόνα, προσευχήσου» και με άφησε. Η κατάσταση από το μεθύσι και ο πονοκέφαλος δεν με είχαν αφήσει άκόμα. Τρέμοντας ήρθα στην εικόνα. Δεν θυμάμαι την προσευχή μου, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι Της ζήτησα να απαλλαγώ από αυτό το πάθος. Έπειτα έκανα μία Λειτουργία, αγόρασα μια εικόνα και ένα καντήλι. Έμοιαζε ότι δεν είχε συμβεί τίποτα αλλά πρόσεξα ότι γύρισα σπίτι χωρίς τον συνηθισμένο πονοκέφαλο από το μεθύσι αλλά με ένα χαρούμενο αίσθημα. Κρέμασα την εικόνα στο δωμάτιό μου πάνω από το κρεβάτι. Πέρασε ένας χρόνος. Τέλος έγινα εγκρατής. Για πρώτη φορά γνώρισα τις γιορτές του Πάσχα. Ήρθα ξανά στην εικόνα της Παναγίας και με νηφαλιότητα βλέπω ότι αυτή η εικόνα έχει κάτι μυστήριο και εκπληκτικό αλλά δεν βρίσκω τις λέξεις να το περιγράφω.

Αλέξανδρος, Μόσχα, 8 Μαΐου 1998

Τρία χρόνια πριν ήμουν άλκοολικός. Δεν πίστευα στο Θεό και έπινα δύο σχεδόν μπουκάλια βότκα την ημέρα. Πήγα στους θεραπευτές με το όνομα «Old Wines» αλλά δεν έγινε τίποτα. Στο Εθνικό Αποθεραπευτικό Κέντρο μου είπαν να πάω στη Μονή Βισότσκϊι στην εικόνα «Το Ακένωτο Ποτήριον». Ήρθα αλλά τότε δεν μπορούσα να κάνω ούτε τον σταυρό μου, ήμουν παρών στη Θεία Λειτουργία. Αγόρασα μία εικόνα και πήρα αγιασμό, δεν ένιωσα τίποτα. Ο θεραπευτής μου είπε να μην πιώ τίποτα για ένα χρόνο. Δεν ήπια. Τώρα καταλαβαίνω ότι δεν με βοήθησε ο θεραπευτής, αλλά η Μητέρα του Θεού κάτι μου ψιθύρισε στην εκκλησία. Άρχισα να εξομολογούμαι και να μεταλαμβάνω συχνά. Είχα ακόμη ένα πάθος, το κάπνισμα. Ήμουν καπνιστής για 22 χρόνια. Προσπάθησα να το κόψω αλλά δεν μπορούσα. Ήρθα στο μοναστήρι αυτό για τρίτη φορά να προσευχηθώ στην Παναγία. Πριν το μοναστήρι κάπνισα το τελευταίο τσιγάρο και πέταξα το πακέτο. Μετά τη Θεία Λειτουργία η επιθυμία του τσιγάρου παρέμεινε αλλά η ναρκωτική του εξάρτηση εξαφανίστηκε. Σε ένα μήνα ακριβώς ξέχασα ότι υπήρξα καπνιστής. Μόνο μερικές φορές ο εχθρός επιτίθεται αλλά αμέσως φωνάζω τη Μητέρα του Θεού και η επιθυμία εξαφανίζεται. Δόξα τω Θεώ για όλα.

Σέργιος, Σέλκοβο Μόσχα, 24 Μαρτίου 2001

Άρχισα να πίνω 16 χρονών και έφτασα στο σημείο να πίνω χωρίς μέτρο. Το 1998 παντρεύτηκα αλλά συνέχισα να πίνω πολύ και έπινα για δυο χρόνια. Το 2000 την ημέρα της Αγίας Σκέπης της Κυρίας Θεοτόκου η γυναίκα μου είπε ότι είναι απαραίτητο να πάμε στην θαυματουργή εικόνα «Ακένωτον Ποτήριον». Αυτή πήγε στο Σερπούγοφ κατευθείαν έφερε λάδι, αγιασμό και προσπάθησε να με κάνει να κόψω το ποτό. Αλλά εγώ δεν έδωσα καμιά σημασία σε αυτό. Το Φεβρουάριο του 2001 η γυναίκα μου πήγε για τρίτη φορά και όταν γύρισε είδα ένα όνειρο: «Είδα την Μαρία από την Αίγυπτο και μου είπε ότι δεν υπάρχει κάποιος ειδικός γιατρός Εθισμολόγος να με βοηθήσει και μετά από αυτό είδα την εικόνα της Παναγίας “Το Ακένωτο Ποτήριον”». Ξύπνησα με τρέμουλο. Δεν έπαιρνα απόφαση να πάω αμέσως στο μοναστήρι αλλά δεν μπορούσα να ηρεμήσω τον εαυτό μου πριν επισκεφθώ την εικόνα της Παναγίας «Το Ακένωτον Ποτήριον». Όταν ήρθα ένιωσα ήρεμος και προσευχήθηκα με ήσυχη ψυχή. Έδωσα μια υπόσχεση. Δεν θα ξαναέβαζα στο στόμα μου αυτή την κοπριά. Ευχαριστώ την Παναγία που δεν με εγκατέλειψε σε αυτό το πρόβλημα.

Αλέξιος, Μόσχα, 24 Μαρτίου 2001

Ήρθα στο μοναστήρι όταν έμαθα από την κόρη μου ότι μπορώ να θεραπευτώ από το πάθος του καπνίσματος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας «Το Ακένωτον Ποτήριον». Είχα προσπαθήσει να κόψω το κάπνισμα πολλές φορές αλλά απέτυχα. Κάπνιζα για πάνω από 25 χρόνια πάνω από ένα πακέτο την ημέρα. Βαπτίστηκα πρόσφατα. Πήγαινα στην εκκλησία και ένιωθα ντροπιασμένη που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα με το πάθος μου. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αποφάσισα να κόψω το κάπνισμα και να συναντήσω το Πάσχα ελευθερωμένη από το τσιγάρο. Στις 4 Απριλίου 2001 ήρθα στο μοναστήρι από σεβασμό στην εικόνα της Παναγίας «Το Ακένωτον Ποτήριον», ήπια αγιασμό και χρήσθηκα με Άγιο Έλαιο. Την επόμενη μέρα επέστρεψα σπίτι. Στην αρχή δυσκολεύτηκα πολύ. Στο σπίτι τοποθέτησα το σταυρό και την εικόνα που αγόρασα από το μοναστήρι. Ένιωσα ανάλαφρη. Έπινα αγιασμό που είχα πάρει από το μοναστήρι, έχριζα τον εαυτό μου με Άγιο Έλαιο και πήγαινα κάθε μέρα στην Εκκλησία. Έτσι συνάντησα το Πάσχα χωρίς κανένα τσιγάρο. Δεν καπνίζω μέχρι τώρα. Ακόμα δεν έχω ούτε το πάθος να καπνίσω. Ευχαριστώ όλους όσοι προσευχήθηκαν για μένα την αμαρτωλή. Ευχαριστώ την Μητέρα του Θεού. Ευχαριστώ το Θεό για όλα.

Μαρία, Μόσχα, 16 Ιουνίου 2001

Ευχαριστώ την Παναγία που ονομάζεται «Το Ακένωτον Ποτήριον» και με βοήθησε να απαλλαγώ από το αλκοόλ. Μετά την επίσκεψή μου στο μοναστήρι προσευχήθηκα, διάβασα τους Χαιρετισμούς και η κλίση προς το ποτό πέρασε. Έχω να πιώ δύο χρόνια. Έχω μια καλή οικογένεια και δουλειά.

Αλέξανδρος. Μόσχα, 10 Μαΐου 2001

Δεν μπορούμε να περιγράφουμε την ευγνωμοσύνη μας στην Παναγία «Το Ακένωτον Ποτήριον». Μας έφερε μαζί ζωή και εύτυχία. Γιάτρεψε τον πατέρα μας Νικόλαο, την κόρη του Ναταλία και το γιό του Αλεξέι από τον αλκοολισμό.

Ανώνυμο, Ριαζάν, 31 Μαΐου 2001

Ο σύζυγός μου άρχισε να πίνει και έφτασε σε ένα φοβερά κρίσιμο σημείο. Στις 22 Μαΐου ήρθαμε στο μοναστήρι και οι δυο πέσαμε μπροστά στη θαυματουργή εικόνα «Το Ακένωτον Ποτήριον». Τώρα ο άνδρας μου έχει κόψει το ποτό και επέστρεψε στη δουλειά του. Η ευγνωμοσύνη μας στην Ευλογημένη Παρθένο «Το Ακένωτον Ποτήριον» δεν έχει όρια. Χαρά σνάπαυση και ησυχία έχει έλθει στο σπίτι μας. Υποκλινόμαστε σε όλους τους ιερείς που προσευχήθηκαν για εμάς.

Λιούμποβ, Βολγοντόνσκ, 5 Μαΐου 2001

Στις 24 Αύγούστου του 2000 ήρθαμε στην εικόνα «Το Ακένωτον Ποτήριον» με τον άνδρα μου. Ήρθαμε για να ζητήσουμε βοήθεια γιατί ο άνδρας μου έπινε πάρα πολύ. Δεν ήταν χριστιανός. Βαπτίστηκε λίγο πριν την επίσκεψη μας στο μοναστήρι. Συνέχισε όμως τα βαριά ποτά με μεγάλη ορμή. Εδώ, στο μοναστήρι, ήμασταν παρόντες στις λειτουργίες και προσευχόμασταν μπροστά στην εικόνα «Το Ακένωτον Ποτήριον». Αλλά όταν ήρθαμε σπίτι είδαμε ότι το θαύμα ειχε γίνει. Ο άνδρας μου δεν έπινε πιά βότκα ούτε καν μπύρα. Δεν είχε πιά το πάθος του αλκοολισμού. Ήρθαμε να ευχαριστήουμε την ευλογημένη Παρθένο, που γιάτρεψε τον άνδρα μου από αυτή την ασθένεια. Είναι δύσκολο να εκφράσουμε τα αισθήματα μας και την ευγνωμοσύνη μας με λόγια.

Ν. Πσκόβ, 13 Ιουνίου 2001

Άρχισα να πίνω όταν σπούδαζα στην Τεχνική Σχολή αλλά μπορούμε να πούμε πως έπινα μέσα στα όρια. Όταν ήμουν 25 χρονών συνέβη να πιώ μέχρι λιποθυμίας. Σε αυτή την κατάσταση μου συνέβησαν φρικτά πράγματα. Όταν ξεμεθούσα ήμουν σοβαρός, φοβόμουν και ντρεπόμουν για αυτά που έκανα. Αυτές οι περιπέτειες με έκαναν να σταματήσω να πίνω για μια περίοδο αλλά σύντομα σε μερικές εβδομάδες όλα επαναλαμβάνονταν με πολλά περισσότερα προβλήματα για εμένα και για τους συγγενείς μου. Συνέβαιναν σκάνδαλα στην οικογένειά μου. Οι αγαπημένοι μου υπέφεραν και εγώ υπέφερα στην ψυχή μου μετά από τόσο ποτό. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι ήμουν εθισμένος στο αλκοόλ και ήταν αδύνατο να κόψω αυτή την κοπριά και έτσι έπρεπε να ψάξω μια διέξοδο. Τί είδους απόφαση θα μπορούσα να πάρω εγώ που ήμουν βαπτισμένος αλλά δεν πίστευα; Πήγα στους γιατρούς και έκανα θεραπείες. Για μερικούς μήνες το πάθος περνούσε και μετά άρχισα να πίνω πιο πολύ. Πήγαινα στο γιατρό κατ’ επανάληψη και μπήκα σε πρόγραμμα. Αλλά αυτό δεν έλυσε το πρόβλημά μου. Ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους, ο διάβολος, με πολέμησε με μεγαλύτερη δύναμη. Ενέδιδα στους πειρασμούς ακούγοντας τους ψιθυρισμούς του. «Γιατί δεν πίνεις με μέτρο στις διακοπές ή με καλή παρέα για παράδειγμα;». Αλλά ήταν μια απάτη του εαυτού μου. Κατάλαβα ότι η επιθυμία που είχα να πιώ δεν ήταν δική μου αλλά μου ερχότανε εξωτερικά.

Η γυναίκα μου έμαθε για την θαυματουργή εικόνα «Το Ακένωτον Ποτήριον». Πήρε τους Χαιρετισμούς και μου είπε για τα θαύματα που έγιναν από την εικόνα. Άρχιζα σύντομα να διαβάζω και να πίνω μόνο νερό αλλά δεν πίστευα και βεβαίως δεν τα κατάφερα. Η ζωή μου ήταν μαύρη κλωστή από μετάξι. Κάποια στιγμή μετά από ένα ντροπιαστικό για εμένα πάρτυ κρασιού συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα μόνος μου. Ζήτησα βοήθεια από τη Μητέρα του Θεού, της ζήτησα να αλλάξει τη ζωή μου, να επουλώσει το τραύμα μου και να θεραπεύσει την αρρώστια μου. Υπήρχαν όμως κάποιες αμφιβολίες στην ψυχή μου. Πως ήταν δυνατόν να εξαφανισθεί το πάθος του αλκοολισμού; Πως θα μπορούσα να εγκαταλείψω τις «ευχάριστες» στιγμές της χαμένης αυτής ζωής; Πως θα πάλευα με τον πειρασμό να πιώ; Αλλά η Μητέρα του Θεού με πήρε υπό την προστασία της και άλλαξε θαυμαστά τη ζωή μου. Δημιούργησε τέτοιες συνθήκες ώστε σιγά σιγά oι επιθυμίες μου να πιώ με άφησαν. Οι πειρασμοί έγιναν λιγότεροι και άλλαξε η ζωή μου. Γεννήθηκε άλλο ένα παιδί και προέκυψαν άλλες ανάγκες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το παιδί μου αρρώστησε και ένιωθα ότι η αρρώστια του δόθηκε για την δική μου πληγή, το ποτό, το κάπνισμα και την αμαρτωλή ζωή μου. Σταθερά όταν ο πειρασμός ερχότανε ένιωθα ότι δεν είμαι μόνος στον πόλεμο με τον διάβολο άλλα ότι έχω σαν ισχυρό υπερασπιστή τη Μητέρα του Θεού. Έχω να πιω εδώ και δύο χρόνια. Έκοψα το ποτό με τη Χάρη του Θεού.

Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές. Γράφω αυτό γιατί βλέπω πραγματική βοήθεια από την Παναγία στην ιστορία της αμαρτωλής ζωής μου και στην θεραπεία από αυτή την ασθένεια.

Όλεγκ, Μόσχα, 5 Δεκεμβρίου 1999

http://www.diakonima.gr/
Πηγή: Παρακλητικός Κανών και Χαιρετισμοί εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον την καλουμένη «Ακένωτο Ποτήριο», Β΄έκδοση, μοναστικού οίκου Υ.Θ. «Χαράς των Θλιβομένων», Παλαιοχώριον Χαλκιδικής, Επιμέλεια Αρχιμ. Ιγνατίου

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε

Τήν Θεοτόκον καί Μητέρα τοῦ Φωτός ἐν ὕμνοις τιμῶντες μεγαλύνωμεν


Χαίρε Δέσποινα,Μήτερ ελέους,ζωή,γλυκύτης και ελπίς ημών,χαίρε.
Προς σε βοώμεν οι εξόριστοι παίδες της Εύας.
Προς σε ατενίζομεν στενάζοντες και θρηνούντες εν τήδε τη του κλαυθμώνος κοιλάδι.
Άγε δη,συνήγορε ημών,τους ευσπλάγχνους σου οφθαλμούς εφ'ημάς επίστρεψον, και Ιησούν τον ευλογημένον καρπόν της κοιλίας σου,μετά την υπερορίαν ταύτην ημίν ανάδειξον,ω γλυκεία Παρθένε Μαρία! 
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος
(''Προσευχητική Φιλοκαλία'',π.Ν.Χατζηνικολάου)

Φώτης Κόντογλου: Eπί σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις


«Ἐσένα πού εἶσαι ζωντανή κιβωτός τοῦ Θεοῦ, ἄς μή σέ ἀγγίζει ὁλότελα χέρι ἄπιστο, ἀλλά χείλια πιστά ἄς ψάλλουνε δίχως νά σωπάσουνε τή φωνή τοῦ ἀγγέλου (ὁ ὑμνωδός θέλει νά πεῖ τή φωνή τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, πού εἶπε «εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί») κι ἄς κράζουνε: «Ἀληθινά, εἶσαι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα Παρθένε ἁγνή».

(«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ ψαυέτω μηδαμῶς χείρ ἀμυήτων· χείλη δέ πιστῶν τῇ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως φωνήν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα, ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω: Ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις, Παρθένε ἁγνή»)

Ἀλλοίμονο! Ἀμύητοι, ἄπιστοι, ἀκατάνυχτοι, εἴμαστε οἱ πιό πολλοί σήμερα, τώρα πού ἔπρεπε νά προσπέσουμε μέ δάκρυα καυτερά στήν Παναγία καί νά ποῦμε μαζί μέ τό Θεόδωρο Δούκα τό Λάσκαρη, πού σύνθεσε μέ συντριμμένη καρδιά τόν παρακλητικό κανόνα: «Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρῖον, Παρθένε». «Σάν τά μελίσσια πού τριγυρίζουνε γύρω στήν κερήθρα, ἔτσι κ’ ἐμένα μέ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς καί πέσανε ἀπάνω στήν καρδιά μου καί τήν κατατρυπᾶνε μέ τίς φαρμακερές σαΐτες τους. Ἄμποτε, Παναγία μου, νά σέ βρῶ βοηθό, νά μέ γλυτώσεις ἀπό τά βάσανα».

Μά ποιός ἀπό μᾶς γυρεύει βοήθεια ἀπό τήν Παναγία, ἀπό τό Χριστό κι’ ἀπό τούς ἁγίους; Γυρεύουμε βοήθεια ἀπό τό κάθε τί, παρεκτός ἀπό τό Θεό. Ἀλλά τί βοήθεια μποροῦνε νά δώσουνε στόν ἄνθρωπο τά εἴδωλα τά λεγόμενα «ἐπιστήμη» καί «τέχνη»; Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ ἀναχωρητής λέγει: «Σ’ ὅλους τοὺς δρόμους πού πορεύονται οἱ ἄνθρωποι σέ τοῦτον τόν κόσμο δέ βρίσκουν σέ κανένα τήν εἰρήνη, ὥς πού νά σιμώσουμε στήν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοίμονο, οἱ πιό πολλοί ἄνθρωποι εἶναι «οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα», ὅπως λέγει ὁ Παῦλος. Ὅποιος δέν ἔχει τήν πίστη μέσα στήν καρδιά του, τί ἐλπίδα μπορεῖ νάχει; Ὅπου ν’ ἀκουμπήσει ὅλα εἶναι σάπια. Γι’ αὐτό κι’ ὁ ὑμνογράφος πού εἴπαμε, λέγει στήν Παναγία: «Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι. Πρόφθασον, θερμή προστασία, καί τήν βοήθειαν, δός μοι τῷ δούλῳ σου τῷ ταπεινῷ καί ἀθλίῳ». «Ὅλα, λέγει τά δοκίμασα, μά κανένα πράγμα δέ μπόρεσε νὰ μέ ξαλαφρώσει. Γιά τοῦτο φωνάζω ἐσένα μέ θρῆνο πικρό, καί λέγω: Πρόφτασε καί δῶσε τή βοήθειά σου σέ μένα τόν ταπεινό κι’ ἄθλιο δοῦλο σου».

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χαρά τῶν πικραμένων, τό ραβδί τῶν τυφλῶν, ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων, ἡ μάνα τῶν ὀρφανεμένων. Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πονεμένη θρησκεία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καρφώθηκε ἀπάνω στό ξύλο· κ’ ἡ μητέρα του ἡ Παναγία πέρασε κάθε λύπη σέ τοῦτον τόν κόσμο. Γι’ αὐτό καταφεύγουμε σέ κείνη πού τήν εἴπανε οἱ πατεράδες μας: «Καταφυγή»,«Σκέπη τοῦ κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγοροῦσα»,«Ὀξεία ἀντίληψη»,«Ἐλεοῦσα», «Ὁδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» καί χίλια ἄλλα ὀνόματα, πού δέν βγήκανε ἔτσι ἁπλά ἀπό τά στόματα, ἀλλά ἀπό τίς καρδιές πού πιστεύανε καί πού πονούσανε.

Μονάχα στήν Ἑλλάδα προσκυνεῖται ἡ Παναγία μέ τόν πρεπούμενο τρόπο δηλ. μέ δάκρυα μέ πόνο καί μέ ταπεινή ἀγάπη. Γιατί ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος ἀπό κάθε λογῆς βάσανο. Κι’ ἀπό τούτη τήν αἰτία τό ἔθνος μας στά σκληρά τά χρόνια βρίσκει παρηγοριά καί στήριγμα στά ἁγιασμένα μυστήρια τῆς ὀρθόδοξης θρησκείας μας, καί παραπάνω ἀπό ὅλα στό Σταυρωμένο τό Χριστό καί στή χαροκαμένη μητέρα του, πού πέρασε τήν καρδιά της σπαθί δίκοπο.

Σέ ἄλλες χῶρες τραγουδᾶνε τήν Παναγία μέ τραγούδια κοσμικά, σάν νἆναι καμιά φιληνάδα τους, μά ἐμεῖς τήν ὑμνολογοῦμε μέ κατάνυξη βαθειά, θαρρετά μά μέ συστολή, μέ ἀγάπη μά καί μέ σέβας, σάν μητέρα μας μά καί σάν μητέρα τοῦ Θεοῦ μας. Ἀνοίγουμε τήν καρδιά μας νά τή δεῖ τί ἔχει μέσα καί νά μᾶς συμπονέσει.

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πικραμένη χαρά τῆς Ὀρθοδοξίας, «τό χαροποιόν πένθος», «ἡ χαρμολύπη» μας, «ὁ ποταμός ὁ γλυκερός τοῦ ἐλέους», «ὁ χρυσοπλοκώτατος πύργος καί ἡ δωδεκάτειχος πόλις». Ἡ ὑμνωδία τῆς ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας παράδεισος, ἕνα μυστικό περιβόλι πού μοσκοβολᾶ ἀπό λογῆς-λογῆς μυρίπνοα ἄνθη, καί τά πιό μυρουδικά, τά πιό ἐξαίσια, εἶναι ἀφιερωμένα στήν Παναγία. Ὅλος ὁ κόσμος θλίβεται μαζί της καί μαζί της χαίρεται μέ μία χαρά πνευματική:«Ἐπί σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τό σύστημα καί ἀνθρώπων τό γένος, ἡγιασμένε ναέ καί παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, ἐξ ᾖς Θεός ἐσαρκώθη καί παιδίον γέγονεν ὁ πρό αἰώνων ὑπάρχων Θεός ἡμῶν».

Ἀπορεῖς τί νά πρωτοδιαλέξεις ἀπ’ αὐτή τήν ὑμνολογία τῆς Θεοτόκου! Θαρρεῖς πώς ὁ ἀγέρας, τά βουνά, οἱ θάλασσες τῆς Ἑλλάδας, τά χωριά οἱ πολιτεῖες, γεμίσαvε εὐωδία πνευματική ἀπ’ αὐτό «τό χρυσοῦν θυμιατήριον», ἀπ’ αὐτή «τήν μανναδόχον στάμνον» πού ἔχει μέσα «μύρον τό ἀκένωτον». Οἱ γυναῖκες μας εἶναι στολισμένες μέ τ’ ὄνομά της, τά βουνά μας, οἱ κάμποι, τά νησιά, τ’ ἀκροθαλάσσια εἶναι ἁγιασμένα ἀπό τά ξωκλήσια της, τά καράβια μας ἔχουν γραμμένο ἀπάνω στή μάσκα καί στήν πρύμνη τό γλυκύτατο τ’ ὄνομά της. Ἀληθινά στήν Ἑλλάδα μας «ἐπί Σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», «γιά Σένα, χαίρεται ὅλη ἡ πλάση». Στή κοίμησή σου, θαρρεῖς πώς ἡ χαρά γίνηκε πιό μεγάλη, ἡ θλίψη ἄλλαξε σέ ἀγαλλίαση, ἡ ἐλπίδα ζωήρεψε ἀντί νά ἀποσκιάσει καί πλημμύρησε τίς καρδιές μας.

Τ’ ἀγέρι φυσᾶ γλυκύτερα στά κουρασμένα πρόσωπά μας, τά δέντρα σάν νά γενήκανε πιό χλωρά, τ’ αὐγουστιάτικο κύμα σάν νά ἀρμενίζει πιό δροσερό μέσα στό πέλαγο καί ἀφρίζει φουσκωμένο ἀπό χαρά μεγάλη, τό κάθε τί πανηγυρίζει κι’ ἀγάλλεται.. Ὤ! Τί θάνατος λοιπόν εἶναι αὐτός, πού γέμισε τήν οἰκουμένη καί τίς καρδιές μας μέ τή χαρά τῆς ἀθανασίας! Καί καλώτατα ψέλνει ὁ ὑμνωδός: «Ἐν τῇ γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρός τήν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καί ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη ἐκ θανάτου τάς ψυχᾶς ἡμῶν». Ἀληθινά λέγει καί σ’ ἕνα ἄλλο τροπάρι: «Τῇ ἀθανάτῳ σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μῆτερ τῆς ζωῆς…».

Ἀλλά τό ξαναλέγω. Τί νά πεῖ κανένας πρῶτα καί τί ὕστερα, ἀπό τά τόσα πνευματικά ὑμνολογήματα πού προσφέρανε οἱ ὀρθόδοξες καρδιές στήν Παναγία, στό «Ρόδον τό ἀμάραντον», πού μοσκοβόλησε καί ἁγίασε τήν καταβασανισμένη τήν Ἑλλάδα! Τήν ὑμνολογήσανε μέ τά λόγια, μέ τήν ψαλμωδία, μέ τή ζωγραφική, μέ τό σκαλισμένο ξύλο, μέ τ’ ἀσήμι, μέ τό μάλαμα, μέ τό κηρομάστιχο, μέ κάθε τίμιο κι’ ἁγιασμένο πράγμα πού μπορεῖ νά χρησιμέψει στόν ἄνθρωπο γιά νὰ μπορέσει νά δείξει τήν ἀγάπη του, τό σέβας του, τή χαρά του, τήν πίκρα του, κι’ ὅ,τι ἄλλο ἁγνό αἴσθημα ἔχει μέσα στά φύλλα τῆς καρδιᾶς του. Τό νά πιάσει κανένας νά τά ἱστορήσει καταλεπτῶς, θά ἤτανε σάν νὰ ’θελε νά μετρήσει τήν ἄμμο τῆς θάλασσας; Γιά τοῦτο ἀνθολογᾶμε λιγοστά λουλούδια ἀπό τῆς ὑμνωδίας τό ἁγιόκλημα «εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς»

Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἄς μεταγράψουμε λίγα λόγια ἀπό τίς Καταβασίες τοῦ Ἀκάθιστου ὕμνου «Ἀνοίξω τό στόμα μου», πού εἶναι τό βυζαντινότατο, ὅλη ἡ Κωνσταντινούπολη πνευματικά πανηγυρίζουσα. Στοχασθεῖτε καλά ἐκείνη τήν ἐξαίσια γ’ ὠδή πού λέγει: «Τούς σούς ὑμνολόγους Θεοτόκε, ὡς ζῶσα καί ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον καί ἐν τῇ θείᾳ δόξῃ σου στεφάνων δόξης ἀξίωσον».

Οὐράνια ἀπηχήματα!: «Τούς ὑμνολόγους σου, Θεοτόκε, πού συγκροτήσανε ἕναν πνευματικό θίασο, στερέωσέ τους, Ἐσύ πού εἶσαι ζωντανή ὡς ἄφθονη πηγή. Καί μέ τή θεία δόξα σου, ἀξίωσέ τους νά φορέσουν τῆς δόξας τά στέφανα»· ἡ θ’. ὠδή πού λέγει: «Ἅπας γηγενής σκιρτάτω τῷ πνεύματι λαμπαδουχούμενος πανηγυριζέτω δέ ἀΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τά ἱερά θαυμάσια τῆς θεομήτορος, καί βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, ἁγνή, ἀειπάρθενε.»

Ἐκεῖνα τά πανηγυρικά αὐτόμελα πού ψέλνουνε στόν ἑσπερινό τῆς Κοιμήσεως, μέ μέλος θριαμβευτικό καί μέ πνευματική μεγαλοπρέπεια! Ποιός χριστιανός Πίνδαρος τά σύνθεσε, Πίνδαρος ἁγιασμένος! «Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος! ἡ πηγή τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται, καί κλῖμαξ πρός oυραvόv ὁ τάφος γίνεται! Εὐφραίνου Γεθσημανή, τῆς Θεοτόκου τό ἅγιον τέμενος. Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τόν Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διά Σοῦ τό μέγα ἔλεος.»

Ποταμός μέγας καί βουερός ἀναβρύζει καί μᾶς δροσίζει, καί πίνουνε νερό δροσερό ψυχές ξερές καί διψασμένες! Κοίταξε πάθος καί μεράκι πού ξεχειλίζει ἀπό καιγόμενη καρδιά! Ὁ ὑμνωδός, ἀντί νά κλάψει γιά τήν Παναγία πού εἶναι μπροστά του ξαπλωμένη ἀπάνω στήν κλίνη της, τυλιγμένη μέ τό μαφόρι της μέ κλεισμένα τά μάτια της πού δίνανε παρηγοριά στήν ἀνθρωπότητα, μέ σταυρωμένα τά ἄχραντα χέρια της, πού βαστάξανε τό Χριστό καί τόν ἀναθρέψανε, πεθαμένη σάν τόν κάθε ἄνθρωπο, ἀντίς λέγω νά κλάψει, ἀφοῦ πρῶτα ἀπορεῖ πῶς ἡ πηγή τῆς ζωῆς κείτεται στό μνῆμα, μονομιᾶς κράζει μέ δάκρυα στά μάτια, πλήν δάκρυα χαρᾶς: «Εὐφραίνου Γεθσημανή, πού ἔχεις θησαυρισμένο τό ἅγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου.» Κ’ ὕστερα στρέφει στούς χριστιανούς πού εἶναι μέσα στήν ἐκκλησία καί τούς λέγει μέ τόν ἴδιο πνευματικό οἶστρο. «Ἄς κράξουμε ὅλοι μαζί στήν Παναγία, ἔχοντας γιά πρωτοψάλτη τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, πού τή χαιρέτισε μέ τά ἴδια λόγια κατά τή χαρούμενη, μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κι’ ἄς ποῦμε: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μαζί σου εἶναι ὁ Κύριος, πού δωρίζει στόν κόσμο μέ ἐσένα, τό μέγα ἔλεος».

Θάνατος δέν ὑπάρχει ἐδῶ πέρα πού εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ζωῆς. Κι’ οὔτε μοιρολόγια καί ξόδια θρηνητερά, παρά χαρά ἀνεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα ἁγιασμένη πού ἔχει ἀπιθωμένο πάνω της τόν ἄρτο τῆς ζωῆς καί τό κρασί τῆς ἀθανασίας, καί πίνουνε οἱ χριστιανοί καί μεθᾶνε ἕνα μεθύσι ἅγιο, ἁγνό, ἄμωμο καί δέν βρίσκονται πιά μπροστά σ’ ἕνα λείψανο πού τό κηδεύουνε, ἀλλά βρίσκονται στή Ναζαρέτ, στό σπίτι τό χαρούμενο καί τό μοσκοβολημένο ἀπό τήν παρθενική εὐωδία τῆς Παναγίας, τότε πού ἤτανε δεκάξη χρονῶν, κατά κείνη τήν ἡμέρα πού ἔγινε ὁ Εὐαγγελισμός, καί κράζουνε γηθόσυνα οἱ λιγόζωοι οἱ ἄνθρωποι σά νὰ ’ναι ἀθάνατοι, μαζί μέ τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ : «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος!» Ἡ Κοίμηση γίνεται Εὐαγγελισμός, ἡ θλίψη μεταλλάζεται σέ χαρά!

Ναί, Δέν ὑπάρχει ἀληθινή χαρά, παρά μονάχα στό Χριστό κι’ αὐτή ἡ χαρά εἶναι ἕνα ἀμάραντο λουλούδι, πού ἔχει τή ρίζα του στόν πόνο. Οἱ ἄλλες οἱ χαρές εἶναι χαρές ψεύτικες, χωρίς ρίζα.

Τά μάτια μου εἶναι θολωμένα ἀπό τά δάκρυα τώρα πού γράφω αὐτά τά λόγια του Χριστοῦ μας. Αὐτά τά λίγα λόγια τά φύλαξε ἡ ἀνθρωπότητα στήν καρδιά της καί μ’ αὐτά κλαίει καί μ’ αὐτά χαίρεται. Αὐτά τά λόγια γενήκανε θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας, καί μεταλλαχτήκανε σέ λογῆς-λογῆς ἁγιασμένα αἰσθήματα καί βγήκανε ἀπό τίς καιόμενες καρδιές τῶν ἁγίων ἀνθρώπων καί εὐωδιάσανε τόν κόσμο. Ἀπό τόν ἕναν γινήκανε ὕμνοι, ἀπό τόν ἄλλον εἰκονίσματα, σέ ἄλλον γινήκανε προσευχή, σέ ἄλλον ψαλμός, σέ ἄλλον ἐκκλησιά μέ κουμπέδες καί μέ ἁγιατράπεζα, σέ ἄλλον θυσία τοῦ μάταιου κόσμου καί βουβή κατάνυξη. Αὐτά τά λόγια του Χριστοῦ σταθήκανε πηγή καί ἔμπνευση καί γιά τό θρηνητικό ἀηδόνι τῆς ἔρημος, θέλω νά πῶ γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, σέ ὅσα ἔγραψε γιά τό «Χαροποιόν πένθος»: «Ὅποιος κλαίει, λέγει αὐτός ὁ ἅγιος, καί πικραίνεται γιά τό Θεό, ἐκεῖνος ἀξιώνεται νά δεῖ στή ψυχή του τήν οὐράνια καί θεία παρηγοριά. Κι’ αὐτή ἡ οὐράνια παρηγοριά εἶναι κάποια ἀνακούφιση καί θεϊκή ἀλάφρωση, πού παρηγορά τήν πονεμένη καί πικραμένη ψυχή, ὁπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε ἀπό τό Θεό μέ τίς ἁμαρτίες της. Καί τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τά πονεμένα δάκρυα τῆς ψυχῆς, πού εἶναι καταφαρμακωμένη, σέ κάποια παρηγοριά θαυμαστή.

Ὅποιος πορεύεται μ’ αὐτή τή λύπη τοῦ Θεοῦ, αὐτός ἀκατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι’ ἀγάλλεται ἡ ψυχή του. Τοῦτο τό ἅγιο καί θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μία ὄρεξη πονεμένης καρδιᾶς, πού γυρεύει μέ μεγάλη θέρμη τό Θεό ὅπου τόν ἐπιθυμᾶ πάντα της.

Κράτα λοιπόν καλά τή χαριτωμένη καί τήν ἥμερη καί τήν ἅγια λύπη, πού κάνει τή ψυχή σου νά θλίβεται ἀντάμα καί νά χαίρεται. Ἐγώ, λογιάζοντας καλά τήν ἐνέργεια τούτη τῆς ἅγιας κατάνυξης, ζεσταίνουμε καί θαυμάζω, πῶς ἐτοῦτο πού λέγεται κλάψιμο καί λύπη, καί πού φαίνεται πολύ πικρό κι’ ἀβάσταχτο, ἔχει μέσα του πλεγμένη καί σμιγμένη τή χαρά, καί τήν εὐφροσύνη, ὅπως εἶναι σμιγμένο τό κερί μέ τό μέλι στήν μελόπιτα. Καί σέρνει ἐκείνους πού τήν ἀξιωθήκανε μέ πόθο μεγάλο καί μέ πολλήν ἀγάπη, καί φοβοῦνται νά μήν τήν χάσουνε, καί τήν φυλάγουνε περισσότερο ἀπ’ ὅσο φυλάγουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τ’ ἀκριβά πετράδια καί τ’ ἀσημοχρύσαφα. Εἶναι μία ἤμερη χαρά κ’ ἕνα θεϊκό χάρισμα. μέ τό ὁποῖο στολίζει ὁ Θεός τούς φίλους του, καί κάνει νά ἔχουνε μίαν ἀληθινή χαρά καί ὄρεξη γιά τό Θεό, ποὺ ’ναι συντροφιασμένη μέ κάποια θεραπευτική λύπη ὅπου δέν ἔχει μέσα της καμιά σαρκική ἀγάπη, παρά μονάχα μιὰ παρηγοριά ἀγγελική καί οὐράνια. Μέ τήν ὁποία παρηγορά ὁ Θεός κρυφά ἐκείνους πού συντρίβουνε μέ πόνο καί μέ ταπείνωση τήν καρδιά τους.»

Ἄμποτε νά τήν ἀξιωθοῦμε κ’ ἐμεῖς, μέ τή χάρη τῆς Παναγίας πού γιορτάζουμε. Ἀμήν.

ΧΑΙΡΕ, ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΕΤΑ ΣΟΥ

Εις τον Ευαγγελισμόν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών και Αειπαρθένου Μαρίας

Άγ. Νικόλαος Καβάσιλας

ΕΑΝ ΠΡΕΠΕΙ κάποτε να χαίρη ο άνθρωπος και να σκιρτά και να ψάλλη με ευφροσύνη, εάν υπάρχη μιά περίοδος που απαιτεί να λεχθή ό,τι υπάρχει πιο μεγάλο και πιο λαμπρό και που κάνει τον άνθρωπο να ποθή να έχη όσο το δυνατόν ευρύτερη σχέση, ωραιότερη έκφραση και δυνατώτερο λόγο, για να υμνήση τα μεγαλεία της, δεν βλέπω ποια άλλη μπορεί να είναι αυτή, αν όχι η σημερινή γιορτή. Γιατί σαν σήμερα έφθασε στη γη Άγγελος από τον ουρανό αναγγέλλοντας την απαρχή όλων των καλών. Σήμερα ο ουρανός μεγαλύνεται. Σήμερα η γη αγάλλεται. Σήμερα ολόκληρη η κτίση χαίρει. Και δεν μένει έξω από τη γιορτή ούτε Αυτός που κρατεί στα χέρια του τον ουρανό. Γιατί αυτά που συμβαίνουν σήμερα είναι ένα πραγματικό πανηγύρι. Όλοι συναντιούνται σ' αυτό, στην ίδια χαρά. Όλοι ζουν και δίνουν και σ' εμάς την ίδια ευφροσύνη: Ο Δημιουργός, τα δημιουργήματα όλα, η ίδια η μητέρα του Δημιουργου που του πρόσφερε τη φύση μας και τον έκαμε έτσι κοινωνό στις χαρμόσυνες συνάξεις και τις γιορτές μας. Χαίρει πριν απ' όλους ο Δημιουργός. Γιατί είναι βέβαια ευεργέτης κι από την αρχή της δημιουργίας έχει σαν έργο Του την ευεργεσία. Ποτέ Του δεν είχε ανάγκη από τίποτε και δεν ξέρει άλλο από το να προσφέρη και να ευεργετή. Σήμερα όμως, χωρίς να σταματήση το σωτήριο έργο Του, περνά στη δεύτερη θέση, έρχεται ανάμεσα σ' αυτούς που ευεργετούνται. Και δεν χαίρεται τόσο για τις μεγάλες δωρεές που χάρισε Αυτός στην κτίση και που τον αποδεικνύουν γενναιόδωρο, όσο για τα μικρά που έλαβε από τους ευεργετημένους, γιατί έτσι φανερώνεται ότι είναι φιλάνθρωπος. Kαι θεωρεί ότι τον δοξάζουν όχι μόνο εκείνα που ο ίδιος έδωσε στους φτωχούς δούλους, αλλά κι όσα oι φτωχοί του χάρισαν. Γιατί αν και διάλεξε από τη θεία δόξα την κένωση και καταδέχθηχε να πάρη σαν δώρο από μας την ανθρώπινη φτώχεια, ο πλούτος Του έμεινε αναλλοίωτος και μετέτρεψε πάνω του το δώρο μας σε κόσμημα και βασιλεία.

Για την κτίση πάλι -και λέγοντας κτίση εννοώ όχι μόνο την ορατή, αλλά κι εκείνη που ξεπερνά το ανθρώπινο μάτι- τι θα μπορούσε να αποτελέση μεγαλύτερη αφορμή ευφροσύνης από το γεγονός ότι βλέπει το Δημιουργό της να έρχεται μέσα της και τον Κύριο των όλων να παίρνη θέση ανάμεσα στους δούλους; Κι αυτό όχι απογυμνώνοντας τον εαυτό Του από την εξουσία Του, αλλά προσλαμβάνοντας το δούλο, όχι αποβάλλοντας τον πλούτο, αλλά μεταδίδοντάς τον στο φτωχό, όχι ξεπέφτοντας από τα ύψη Του, αλλά εξυψώνοντας τον ταπεινό.

Αλλά χαίρει και η Παρθένος, χάρις στην οποία όλες αυτές oι δωρεές δόθηκαν στους ανθρώπους. Kαι χαίρει για πέντε λόγους. Πριν απ' όλα σαν άνθρωπος, που συμμετέχει, όπως όλοι, στα κοινά αγαθά. Χαίρει όμως και γιατί oι δωρεές δόθηκαν σ' Αυτή και πριν και αφθονώτερα από τους άλλους, κι ακόμη περισσότερο, γιατί Αυτή είναι η αιτία που oι δωρεές αυτές δόθηκαν σ' όλους. Ο πέμπτος όμως και μεγαλύτερος λόγος για τον οποίο χαίρει η Παρθένος είναι ότι όχι απλώς διά μέσου αυτής ο Θεός, αλλά και αυτή η ίδια, χάρις σ' εκείνα που γνώρισε και προείδε, έφερε την ανάσταση στους ανθρώπους.

2. Γιατί η Παρθένος δεν είναι όπως η γη που συνετέλεσε μεν, αλλά δεν έκαμε όμως η ίδια τίποτε στη δημιουργία του ανθρώπου, που χρησιμοποιήθηκε σαν απλή ύλη από τον Δημιουργό και απλώς "έγινε" χωρίς να "πράξη" τίποτε. Η Παρθένος πραγματοποίησε η ίδια μέσα της και πρόσφερε στο Θεό όλα εκείνα που προσείλκυσαν τον Τεχνίτη στη γη, που παρακίνησαν το δημιουργικό χέρι. Και ποια είναι αυτά; Βίος πανάμωμος, ζωή πάναγνη, άρνηση κάθε κακίας, άσκηση όλων των αρετών, ψυχή από το φως καθαρώτερη, σώμα εντελώς πνευματικό, λαμπρότερο από τον ήλιο, από τον ουρανό καθαρώτερο, από τους χερουβικούς θρόνους ιερώτερο. Φτερούγισμα νου, που δεν δειλιάζει μπρος σε κανένα ύψος, που ξεπερνά ακόμη και τα φτερά των Αγγέλων. Θείος έρως, που απορρόφησε και αφομοίωσε κάθε άλλη επιθυμία της ψυχής. Κτήμα του Θεού, ένωση με το Θεό που δεν χωράει σέ καμμιά ανθρώπινη σκέψη.

΄Ετσι, έχοντας στολίσει με τέτοιο κάλλος και το σώμα και την ψυχή Της, κατορθώνει να ελκύση επάνω της το βλέμμα του Θεού. Ανέδειξε, χάρις στη δική Της ωραιότητα, ωραία την κοινή ανθρώπινη φύση. Και κατέκτησε τον απαθή. Και έγινε άνθρωπος εξ αιτίας της Παρθένου Εκείνος που εξ αιτίας της αμαρτίας ήταν στους ανθρώπους μισητός.

3. Kαι το "μεσότοιχον της έχθρας" και ο "φραγμός» δεν είχαν για την Παρθένο καμμιά ισχύ, αλλά κάθετι που χώριζε το ανθρώπινο γένος από το Θεό σε ό,τι αφορά την ίδια είχε καταργηθή. Έτσι και πριν από την κοινή καταλλαγή είχε συναφθή ανάμεσα στο Θεό και την Παρθένο μόνη ειρήνη. Ακόμη περισσότερο, δεν χρειάσθηκε ποτέ να προσφέρη εκείνη σπονδές ειρήνης και συμφιλιώσεως, μια και στεκόταν από την αρχή στην κορυφή του χορού των φίλων. Όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν για τους άλλους. Και υπήρξε πριν από τον Παράκλητο, «παράκλητος υπέρ ημών προς τον Θεόν», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Παύλου, υψώνοντας προς Αυτόν για χάρη των ανθρώπων όχι τα χέρια Της, αλλά, αντί για άλλη ικεσία, την ίδια τη ζωή Της. Κι έφθασε η αρετή μιας ψυχής να σταματήση την κακία των ανθρώπων όλων των αιώνων. Όπως η Κιβωτός που έσωσε τον άνθρωπο κατά το κοινό ναυάγιο της οικουμένης δεν έλαβε η ίδια μέρος στις συμφορές και διέσωσε στο γένος τη δυνατότητα να συνεχισθή, το ίδιο συνέβηκε και με την Παρθένο. Διατήρησε πάντοτε τη σκέψη Της τόσο άθικτη και ιερή, σαν να μην είχε αποτολμηθή ποτέ στη γη καμμιά αμαρτία, σαν να ήταν όλοι συνεπείς σ' αυτά που έπρεπε, σαν να έμεναν όλοι ακόμα στην εστία του Παραδείσου. Ούτε καν αισθάνθηκε, πράγματι, την κακία που ξεχύθηκε σ' όλη την γη. Και ο κατακλυσμός της αμαρτίας που ξαπλώθηκε παντού κι έκλεισε τον ουρανό κι άνοιξε τον Άδη κι έβαλε σε πόλεμο τους ανθρώπους με τον Θεό κι έδιωξε από τη γη τον Αγαθό, φέρνοντας στη θέση του τον Πονηρό, δεν κατάφερε ούτε στο παραμικρό να θίξη τη μακαρία Παρθένο. Αλλ' ενώ κυριάρχησε σ' ολόκληρη την οικουμένη κι έσεισε και συντάραξε και γκρέμισε τα πάντα, νικήθηκε από ένα μόνο λογισμό, από μια ψυχή. Και δεν νικήθηκε από την Παρθένο μόνο, αλλά χάρις σ' αυτήν υποχώρησε η αμαρτία κι από ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.

Αυτή ήταν η συμβολή της Παρθένου στο έργο της σωτηρίας, πριν φθάση, η ημέρα εκείνη, κατά την οποία έπρεπε ο Θεός, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο Του, να κλίνη τους ουρανούς και να κατέβη στη γη: από τη στιγμή που γεννήθηκε οικοδομούσε κατάλυμα για εκείνον, που μπορούσε να σώση τον άνθρωπο, αγωνιζόταν να καταστήση ωραία την κατοικία του Θεού, τον εαυτό Της, τέτοια που να μπορή να είναι άξια γι' Αυτόν. Έτσι τίποτε δεν βρήκε να κατηγορήση στα ανάκτορα ο βασιλιάς. Κι ακόμη περισσότερο, δεν του πρόσφερε η Παρθένος μόνο βασιλική κατοικία αξία του μεγαλείου του, αλλά του ετοίμασε από τον εαυτό της και τη βασιλική πορφύρα και τη ζώνη και, όπως λέγει ο Δαβίδ, την "ευπρέπεια", τη "δύναμη" και την ίδια τη "βασιλεία". Όπως μια λαμπρή πολιτεία, που ξεπερνά όλες τις άλλες στο μέγεθος και την ωραιότητα, στο υψηλό ηθικό φρόνημα και στο πλήθος των κατοίκων και στον πλούτο και σε κάθε είδους δύναμη, δεν περιορίζεται μόνο στο να δεξιωθή και να φιλοξενήση απλώς το βασιλιά, αλλά γίνεται το κράτος του και αποτελεί την εξουσία του και την τιμή του και τη δύναμη και τον οπλισμό του. Έτσι και η Παρθένος, με το να δεχθή μέσα της το Θεό, με το να του δώση τη σάρκα της, έκαμε να παρουσιασθή ο Θεός μέσα στον κόσμο και να γίνη στους μεν εχθρούς συμφορά ακαταμάχητη, στους δέ φίλους σωτηρία και πηγή όλων των αγαθών.

4. Μ' αυτόν τον τρόπο ωφέλησε το ανθρώπινο γένος πριν ακόμη έρθη ο καιρός της γενικής σωτηρίας: Αλλά κι όταν ήρθε ο καιρός και παρουσιάσθηκε ο ουράνιος αγγελιοφόρος, πάλι έλαβε ενεργητικό μέρος στη σωτηρία με το γεγονός ότι πίστεψε σε ό,τι της είπε και δέχθηχε να αναλάβη τη διακονία που της ζήτησε ο Θεός. Γιατί ήταν κι αυτά απαραίτητα και χρειάζονταν οπωσδήποτε για τη σωτηρία μας. Αν η Παρθένος δεν τηρούσε αυτή τη στάση, καμμιά πια ελπίδα δεν θα απόμενε στους ανθρώπους. Δεν ήταν βέβαια δυνατό, όπως είπα πιο πάνω, να προσβλέψη ο Θεός με ευμένεια προς το ανθρώπινο γένος και να θελήση να κατέβη στη γη, αν δεν είχε προπαρασκευασθή η Παρθένος, αν δεν υπήρχε δηλαδή εκείνος που θα την υποδεχόταν, και θα μπορούσε να διακονήση στη σωτηρία. Κι ούτε πάλι ήταν δυνατό να πραγματοποιηθή το θέλημα του Θεού για τη σωτηρία μας, αν δεν πίστευε σ' αυτό η Παρθένος και δεν δεχόταν να διακονήση. Αυτό γίνεται φανερό από το ότι ο μεν Γαβριήλ με το "χαίρε" που είπε στην Παρθένο και με το γεγονός ότι την ονόμασε "κεχαριτωμένη" τελείωσε την αποστολή του, φανέρωσε ολόκληρο το μυστήριο. Όση όμως ώρα η Παρθένος ζητούσε να μάθη τον τρόπο, με τον οποίον θά γινόταν η κύηση, ο Θεός δεν κατερχόταν. Ενώ τη στιγμή που πείσθηκε κι αποδέχθηκε την πρόσκληση, ολόκληρο το έργο με μιας πραγματοποιήθηκε: ο Θεός πήρε επάνω Του σαν ενδυμασία τον άνθρωπο κι έγινε μητέρα του Κτίστου η Παρθένος.

Αλλά το ακόμη πιο θαυμαστό είναι το εξής: Ο Θεός ούτε προειδοποίησε τον Αδάμ ούτε τον έπεισε να του δώση την πλευρά, από την οποία έπρεπε να δημιουργηθή η Εύα. Τον εκοιμισε κι έτσι, έχοντάς του αφαιρέσει τις αισθήσεις, του απέσπασε το μέλος. Ενώ για να προχωρήση στη δημιουργία του Νέου Αδάμ εδίδαξε προηγουμένως την Παρθένο και περίμενε την πίστη και την παραδοχή της. Για τη δημιουργία του Αδάμ πάλι συσκέπτεται με τον μονογενή του Υιό λέγοντας: "ποιήσωμεν άνθρωπο". Όταν όμως χρειάσθηκε να "εισαγάγη τον πρωτότοκον"-αυτόν τον "θαυμαστόν Σύμβουλον" -"εις την οικουμένην", όπως λέγει ο Παύλος, και να πλάση τον δεύτερο Αδάμ, παίρνει στην απόφασή του αυτή συνεργάτη την Παρθένο. Έτσι τη μεγάλη εκείνη "βουλή" του Θεού, για την οποία ομιλεί ο Ησαΐας, την ανήγγειλε ο Θεός και την επεκύρωσε η Παρθένος. Και με αυτόν τον τρόπο η σάρκωση του Λόγου ήταν έργο όχι μόνο του Πατρός, που "ευδόκησε", και της Δυνάμεώς του, που "επεσκίασε", και του Πνεύματος, που "επεδήμησε", αλλά και της θελήσεως και της πίστεως της Παρθένου. Γιατί, όπως χωρίς εκείνους δεν ήταν δυνατόν να υπάρξη και να προσφερθή στους ανθρώπους η απόφαση για τη σάρκωση του Λόγου, έτσι χωρίς την προσφορά της θελήσεως και της πίστεως της Πανάγνου ήταν άδύνατη η πραγματοποίηση της θείας βουλής.

5. Αφού λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο την καθοδήγησε και την έπεισε ο Θεός, την κάνει στη συνέχεια μητέρα του. Έτσι δανείζεται τη σάρκα από έναν άνθρωπο που και θέλει να τη δανείση και ξέρει γιατί το κάνει. Γιατί έπρεπε να συμβή στην Παρθένο ό,τι συνέβηκε και στον ίδιο. Όπως Αυτός ήθελε και "συνελήφθη", έτσι κι εκείνη έπρεπε να κυοφορήση και να γίνη μητέρα του όχι αναγκαστικά, αλλά μ' όλη την ελεύθερη θέλησή της. Γιατί έπρεπε ακόμη -πράγμα πολύ σημαντικώτερο- όχι μόνο να συντελέση στην oικovoμία της σωτηρίας σαν κάτι το ετεροκίνητο, που απλώς χρησιμοποιήθηκε, αλλά να προσφέρη η ίδια τον εαυτό Της και να γίνη συνεργάτης του Θεού στη φροντίδα για το ανθρώπινο γένος έτσι, ώστε νάχη μ' Αυτόν μερίδιο και να είναι κοινωνός και στη δόξα που προέρχεται από αυτή τη φιλανθρωπία. Έπειτα, αφού ο Σωτήρας δεν ήταν άνθρωπος και υιός ανθρώπου εξ αιτίας μόνο της σάρκας, αλλ' είχε καί ψυχή και νου και θέληση και κάθετι το ανθρώπινο, ήταν ανάγκη να έχη και μητέρα τελεία, που θα υπηρετούσε στη γέννησή Του όχι μόνο με τη φύση του σώματος, αλλά και με το νου και τη θέληση και με όλη την ύπαρξή της: να είναι μητέρα και κατά τη σάρκα και κατά την ψυχή, να εισαγάγη ολόκληρο τον άνθρωπο στην απόρρητη γέννηση.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πριν η Παρθένος θέση τον εαυτό της στην υπηρεσία του θείου μυστηρίου μαθαίνει, πιστεύει, θέλει και εύχεται την πραγματοποίησή του. Αλλά αυτό έγινε και επειδή ο Θεός ήθελε να κάμη με αυτό τον τρόπο φανερή την αρετή της Παρθένου. Πόσο δηλαδή μεγάλη ήταν η πίστη της και πόσο υψηλό το φρόνημά της, ποια η ακεραιότης του νου και ποιο το μεγαλείο της ψυχής της, πράγματα που φανερώθηκαν με το γεγονός ότι η Παρθένος παραδέχθηκε και πίστεψε τον παράδοξο λόγο του Αγγέλου: ότι δηλαδή επρόκειτο να έρθη αληθινά ο Θεός στη γη και να φροντίση προσωπικά ο ίδιος για τη σωτηρία μας και ότι αυτή θα είναι ικανή να διακονήση συμμετέχοντας ενεργητικά σ' αυτό το έργο. Το γεγονός δηλαδή ότι πρώτα ζήτησε εξηγήσεις και πείσθηκε, είναι λαμπρή απόδειξη του ότι γνώριζε πολύ καλά τον εαυτό της και δεν έβλεπε τίποτε μεγαλύτερο, άξιο να το επιθυμήση. Εξάλλου το ότι ο Θεός θέλησε να φανερώση την αρετή της είναι ισχυρή απόδειξη του ότι η Παρθένος γνώριζε πολύ καλά το μέγεθος της θείας αγαθότητος και φιλανθρωπίας. Και μόνον φαίνεται ότι χάριν αυτού ακριβώς δεν μυήθηκε κατά τρόπο άμεσο από τον ίδιο τον Θεό, για να αποκαλυφθή δηλαδή πλήρως ότι η πίστη με την οποία ζούσε κοντά στο Θεό ήταν αυτοπροαίρετη εκδήλωσή Της και να μη θεωρηθούν όλα σαν αποτελέσματα της δυνάμεως τού πείθοντος Θεού. Γιατί όπως ακριβώς εκείνοι από τους πιστούς που δεν είδαν και επίστευσαν είναι πια μακάριοι από όσους απαιτούν να δουν, έτσι κι αυτοί που έχουν πιστεύσει στα μηνύματα που έστειλε διά μέσου δούλων ο Δεσπότης έχουν περισσότερη φρόνηση από εκείνους πού χρειάσθηκε να τους πείση ο ίδιος. Το γεγονός πάλι ότι είχε συνείδηση πως δεν υπήρχε στην ψυχή της τίποτε το αταίριαστο προς το μυστήριο και πως τα ήθη της άρμοζαν προς αυτό τόσο πολύ, ώστε να μην κάνη μνεία καμμιάς ανθρώπινης αδυναμίας, καθώς και το γεγονός ότι δεν αμφέβαλε για το πώς θά συμβούν όλα αυτά και δεν συζήτησε καθόλου για τους τρόπους που θα την οδηγούσαν στην καθαρότητα, ούτε είχε ανάγκη από μυσταγωγό, όλα αυτά δεν ξέρω αν είναι πράγματα που μπορούμε να υποθέσουμε ότι ανήκουν στην κτιστή φύση.

Γιατί κι αν ακόμη ήταν Χερουβείμ ή Σεραφείμ ή κάτι πολύ καθαρώτερο από τις αγγελικές αυτές υπάρξεις, πώς θα μπορούσε να υποφέρη αυτή τη φωνή; Πώς θα νόμιζε ότι ήταν δυνατό να εκπληρώση τις επαγγελίες; Πώς θά εύρισκε δύναμη κατάλληλη γι' αυτά τα μεγαλειώδη έργα; Και ο Ιωάννης βέβαια, από τον οποίον «καvείς δεν υπήρξε ποτέ μεγαλύτερος», σύμφωνα με την κρίση του ίδιου του Σωτήρα, δεν αξίωσε τον εαυτό του ούτε τα υποδήματα Εκείνου να αγγίξη, κι αυτό καίτοι ο Κύριος εμφανιζόταν με την πτωχή ανθρώπινη φύση. Ενώ η Πανάμωμη τον ίδιο τον λόγο του Πατρός, την ίδια την υπόσταση του Θεού, και πριν ακόμη κενωθή, πήρε το θάρρος να φέρη μέσα στα σπλάχνα της. «Τις ειμί εγώ και τις ο οίκος του πατρός μου; Και εν εμοί, Κύριε, σώσεις τον Ισραήλ;» Τέτοιες φράσεις μπορεί κανείς ν' ακούση από τους δικαίους, μολονότι καλούνται σε έργα πολλές φορές κι' από πολλούς πραγματοποιημένα. Ενώ τη μακαρία Παρθένο ο Άγγελος την κάλεσε να πραγματοποιήση κάτι το εντελώς ασυνήθιστο, κάτι που δεν ήταν σύμφωνο με την ανθρώπινη φύση, που ξεπερνούσε τη λογική κατανόηση. Γιατί στ' αλήθεια τι μικρότερο της ζητήθηκε από το να ανυψώση τη γη στον ουρανό, από το να μετακινήση και να αλλάξη, χρησιμοποιώντας σαν μέσο τον εαυτό Της, το σύμπαν; Kι όμως δεν ταράχθηκε ο λογισμός Της ούτε θεώρησε ότι δεν άξιζε γι' αυτό το έργο. Αλλά όπως σε τίποτε δεν ενοχλούνται τα μάτια, όταν πλησιάζη το φως, κι όπως δεν είναι παράξενο να ισχυρισθή κανείς ότι, μόλις ανατείλη ο ήλιος, γίνεται ημέρα, έτσι καθόλου δεν παραξενεύθηκε η Παρθένος, όταν πληροφορήθηκε ότι θα μπορέση να δεχθή και να κυοφορήση μέσα της τον αχώρητο σε όλους τους τόπους Θεό. Και δεν άφησε βέβαια να περάση ανερεύνητη η προσφώνηση ούτε έπαθε τίποτε ανεξέταστα κι ούτε πάλι παρασύρθηχε από το πλήθος των εγκωμίων. Αλλά συγκέντρωσε την προσοχή της και με όλη της την ένταση εξέταζε το χαιρετισμό, ζητώντας να μάθη με ακρίβεια τόσο τον τρόπο της κυήσεως, όσο και κάθετι το σχετικό. Πέρα όμως από αυτά δεν ενδιαφέρεται καθόλου να ρωτήση αν είναι η ίδια ικανή και κατάλληλη για μια τόσο υψηλή διακονία, αν έχη αγνίσει όσο χρειάζεται το σώμα Της και την ψυχή Της. Εκπλήσσεται για τα θαυμάσια που επέρχονται στη φύση και αντιπαρέρχεται κάθετι που έχει σχέση με τη δική Της προπαρασκευή. Γι' αυτό ζήτησε την εξήγηση για το πρώτο από το Γαβριήλ, ενώ το δεύτερο το ήξερε από τον εαυτό της. Το θάρρος προς το Θεό και την παρρησία τα εύρισκε πράγματι η Παρθένος μέσα της, αφού δεν είχε «την καρδίαν της καταγινώσκουσαν", όπως λέγει ο Ιωάννης, αλλά "συνηγορούσαν".

6. «Πώς θα γίνη αυτό;» ερωτά. Όχι γιατί έχω η ίδια ανάγκη από περισσότερη καθαρότητα και μεγαλύτερη αγιότητα, αλλά γιατί είναι νόμος της φύσεως να μην μπορούν να κυοφορήσουν όσοι, όπως εγώ, έχουν διαλέξει τη ζωή της παρθενίας. «Πώς θα γίνη αυτό, ερωτά, αφού δεν έχω σχέση με άνδρα;» Εγώ βέβαια, συνεχίζει, είμαι έτοιμη για την υποδοχή του Θεού. Έχω αρκετά προπαρασκευασθή. Πες μου όμως συ, αν η φύση θα συμμορφωθή και με ποιο τρόπο. Kαι τότε, μόλις ο Γαβριήλ ανακοίνωσε τον τρόπο της παράδοξης κυοφορίας λέγοντας το γνωστό: «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι» και τα εξήγησε όλα, η Παρθένος δεν αμφιβάλλει πλέον για το αγγελικό μήνυμα, ότι είναι μακαρία, τόσο γι' αυτά, τα τόσο υπέροχα, στα οποία διακόνησε, όσο και γι' αυτά στα οποία πίστεψε, ότι δηλαδή θα είναι αξία να αναλάβη αυτή τη διακονία.

Κι αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας ελαφρότητος. Ήταν η φανέρωση του θαυμαστού και απόρρητου εκείνου θησαυρού, που έκρυβε μέσα της η Παρθένος, θησαυρού γεμάτου από ύψιστη σύνεση, πίστη και καθαρότητα. Αυτό το έκανε φανερό το Πανάγιο Πνεύμα ονομάζοντας την Παρθένο μακαρία, ακριβώς επειδή αποδέχθηκε το μήνυμα και δεν δυσκολεύθηκε καθόλου να πιστέψη στις ουράνιες αγγελίες. Η μητέρα του Ιωάννου, πράγματι, μόλις γέμισε η ψυχή της από το Άγιο Πνεύμα, την εμακάρισε λέγοντας: «Ας είναι μακαρία αυτή που πίστεψε ότι θα πραγματοποιηθούν όσα της είπε ο Κύριος». Η ίδια η Παρθένος άλλωστε είχε ειπεί για τον εαυτό της απαντώντας στόν Άγγελο: «Ιδού η δούλη Κυρίου». Γιατί είναι, στ' αλήθεια, δούλη του Kυρίoυ αυτή που τόσο βαθιά κατανόησε το μυστήριο του ερχομού του. Αυτή που, "όταν ήρθε" ο Δεσπότης και "έκρουσε", όπως λέγει η Γραφή, άνοιξε αμέσως την οικία της ψυχής και του σώματός της και χορήγησε έτσι σ' Εκείνον που ήταν πριν από αυτήν ά-οικος πραγματικό κατοικητήριο ανάμεσα στους ανθρώπους.

Συνέβη στο σημείο αυτό κάτι παραπλήσιο μ' εκείνο που συνέβη στον Αδάμ. Ενώ όλο το ορατό σύμπαν κτίσθηκε για χάρη δική του κι όλα τα υπόλοιπα κτίσματα είχαν βρει το καθένα τον κατάλληλο σύντροφό του, μόνο για τον Αδάμ δεν βρέθηκε, πριν από την Εύα, κατάλληλος βοηθός. Έτσι και για το Λόγο, που έφερε στην ύπαρξη τα πάντα κι όρισε για το κάθε πλάσμα του τον κατάλληλο τόπο, δεν υπήρχε κανείς τόπος και καμμιά κατοικία πριν από την Παρθένο. Η Παρθένος όμως δεν έδωσε «ύπνον τοις οφθαλμοίς ουδέ νυσταγμόν τοις βλεφάροις» ως τη στιγμή που πρόσφερε σ' Αυτόν σκήνωμα και τόπο. Γιατί βέβαια τα λόγια αυτά πρέπει να τα θεωρήσουμε σαν φωνή της Πανάγνου, που την πρόφερε η γλώσσα του Δαυΐδ, μια κι αυτός ήταν ο αρχηγός της γενιάς της. Όπως ακριβώς, σύμφωνα μ' αυτά που λέγει ο Παύλος, στο πρόσωπο του Αβραάμ, που έδωσε τη δεκάτη στο Μελχισεδέκ, έχει δώσει δεκάτη και ο Λευΐ «εν τη οσφύϊ του πατρός ών».

7. Αλλά το πιο μεγάλο και πιο παράδοξο από όλα είναι ότι, χωρίς τίποτε να ξέρη από πρίν, χωρίς καμμιά προειδοποίηση τόσο πολύ ήταν προετοιμασμένη για το μυστήριο, ώστε μόλις φάνηκε ξαφνικά ο Θεός, να είναι σε θέση να τον υποδεχθή όπως έπρεπε, με ψυχή έτοιμη και άγρυπνη και σταθερή. Κι αυτό το λόγο, που ήταν κατάλληλος και άρμοζε σ' αυτήν, απάντησε για να γνωρίσουν όλοι oι άνθρωποι τη σωφροσύνη με την οποία έζησε πάντοτε η μακαρία Παρθένος, πόσο δηλαδή ήταν ανώτερη από την ανθρώπινη φύση, πόσο ήταν πρωτοφανής, πόσο ήταν μεγαλύτερη από όσο μπορούσαν να καταλάβουν oι άνθρωποι, Αυτή που άναψε μέσα στην ψυχή της τόσο σφοδρό έρωτα για το Θεό, όχι γιατί της είχαν προαγγελθή αυτά που επρόκειτο να της συμβούν προσωπικά και στα οποία αυτή μόνο θα λάβαινε μέρος, αλλά χάρις στις γενικές δωρεές που δόθηκαν ή επρόκειτο να δοθούν από τον Θεό στους ανθρώπους. Γιατί, όπως ο Ιώβ θαυμάζεται όχι τόσο για την υπομονή που έδειξε μέσα στις συμφορές του, όσο γιατί δεν ήξερε τι επρόκειτο να του δοθή σαν αμοιβή γι'αυτό τον αγώνα της υπομονής, έτσι κι εκείνη ανέδειξε τον εαυτό της άξιο να λάβη τις δωρεές που ξεπερνούν κάθε ανθρώπινη λογική, χάρις σ' αυτά που δεν εγνώριζε. Υπήρξε νυμφικός θάλαμος, χωρίς να περιμένη το Νυμφίο. Ήταν ουρανός, μολονότι αγνοούσε ότι μέσα από αυτή επρόκειτο να ανατείλη ο Ήλιος.

Τι είναι δυνατόν να εξισωθή με του νου αυτού τη μεγαλωσύνη; Και ποιά θα ήταν αν τα ήξερε όλα με σαφήνεια από πριν και είχε έτσι και της ελπίδας τα φτερά; Γιατί όμως δεν τα είχε πληροφορηθή προηγουμένως; Μήπως επειδή μ' αυτό γίνεται φανερό ότι δεν υπήρχε άλλος χώρος στον οποίον έπρεπε να προχωρήση, αφού δεν είχε αφήσει αξεπέραστη καμμιά κορυφή αγιότητος, κι ότι δεν υπήρχε τίποτε το οποίο όφειλε να προσθέση σ' αυτά που είχε, ούτε ήταν δυνατόν να γίνη καλύτερη στην αρετή, αφού κατέλαβε την ίδια την κορυφή; Γιατί, αν ήταν πραγματοποιήσιμα αυτά και υπήρχε, πέρα από όσα είχε ήδη κατορθώσει, και μια κάποια άλλη κορυφή αρετής, δεν θα την αγνοούσε η Παρθένος, αφού αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ήρθε στη ζωή, και αφού ο Θεός διδάσκει, έτσι ώστε να μπορή να τη διατρέξη και αυτή και να είναι καλύτερα προπαρασκευασμένη για τη διακονία του μυστηρίου. Διότι δεν είναι δυνατόν να ισχυρισθή κανείς ότι δεν θα είχε δήθεν η Παρθένος εξ αιτίας αυτών των ελπίδων μεγαλύτερη έφεση για την αρετή, αν βέβαια ήταν ποτέ δυνατόν να συμβή αυτό. Αλλά αυτή ακριβώς η άγνοιά της την απέδειξε ακόμη καλύτερη, αυτην η οποία, παρ' όλο ότι δεν υπήρχαν εκείνα που θα μπορούσαν να την ωθήσουν στην αρετή, τόσο πολύ τελειοποίησε την ψυχή της, ώστε διαλέχθηκε από το δίκαιο Θεό μέσα από ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Ούτε πάλι είναι φυσικό για το Θεό να μην είχε κοσμήσει τη μητέρα του με όλα τα αγαθά και να μην την είχε πλάσει κατά τον καλύτερο και τελειότερο τρόπο.

8. Με το γεγονός λοιπόν ότι είχε σιωπήσει και δεν της προείπε τίποτε από αυτά που επρόκειτο να συμβούν απoδείχθηκε ότι δεν εγνώριζε τίποτε καλύτερο ή μεγαλύτερο από όσα έβλεπε να έχη κατορθώσει η Παρθένος. Kαι από αυτό πάλι γίνεται φανερό ότι διάλεξε για μητέρα του όχι απλώς την καλύτερη ανάμεσα σ' αυτές που υπήρχαν, αλλά τήν απόλυτα καλύτερη. Ούτε εκείνη που ταίριαζε σ' Αυτόν περισσότερο από όλους μέσα στο ανθρώπινο γένος, αλλά αυτήν που ταίριαζε απόλυτα, έτσι ώστε να πρέπη να είναι μητέρα του.

Γιατί ήταν βέβαια οπωσδήποτε ανάγκη να παρουσιάση κάποτε η φύση των ανθρώπων τον εαυτό της κατάλληλο για το έργο εκείνο για το οποίο δημιουργήθηκε. Να φέρη δηλαδή στη ζωή κάποιον άνθρωπο που να μπορή να διακονήση άξια στο σκοπό του Δημιουργού. Εμείς βέβαια δεν δυσκολευόμαστε να παραβιάζουμε το σκοπό για τον οποίον κατασκευάσθηχαν τα διάφορα εργαλεία χρησιμοποιώντας τα άλλοτε στη μια κι άλλοτε στην άλλη τέχνη. Ο Δημιουργός όμως δεν έδωκε στην ανθρώπινη φύση ένα προορισμό στην αρχή και μετά τον άλλαξε. Από την πρώτη στιγμή την έπλασε τέτοια, ώστε, όταν θα χρειαζόταν να γεννηθή, να πάρη από αυτή τη μητέρα. Κι αφού έδωκε πρώτα αυτόν το προορισμό στην ανθρώπινη φύση, έπλασε στη συνέχεια τον άνθρωπο χρησιμοποιώντας για κανόνα αυτή τη σαφή χρησιμότητα. Ηταν επομένως ανάγκη να υπάρξη κάποτε ένας άνθρωπος που να μπορή να εκπληρώση αυτόν το σκοπό. Γιατί βέβαια ούτε επιτρέπεται να μη θεωρήσουμε σαν σκοπό της δημιουργίας του ανθρώπου τον καλύτερο από όλους, εκείνον που προξενεί στον Τεχνίτη τη μεγαλύτερη τιμή και δόξα, ούτε πάλι είναι δυνατό να νομίσουμε ότι μπορεί κατά οποιονδήποτε τρόπο να αποτύχη ο Θεός σ' αυτά που δημιουργεί. Αυτό βέβαια αποκλείεται, αφού ακόμη κι oι κτίστες κι oι ράφτες κι οι υποδηματοποιοί κατορθώνον να φτιάχνουν τα έργα τους πάντοτε σύμφωνα προς το σκοπό που θέλουν, αν κι αυτοί δεν εξουσιάζουν εντελώς την ύλη. Kαι μολονότι το υλικό που χρησιμοποιούν δεν τους υπακούει πάντοτε, μολονότι μερικές φορές τους εναντιώνεται, αυτοί κατορθώνουν με την τέχνη τους να το υποτάξουν και να το σύρουν προς το σκοπό τους. Άν λοιπόν το κατορθώνουν αυτοί, πόσο φυσικώτερο είναι να το επιτύχη ο Θεός, που δεν είναι απλώς ο κυρίαρχος της ύλης, αλλά και ο δημιουργός της, που, όταν τη δημιούργησε, ήξερε πώς θα την χρησιμοποιήση. Τι λοιπόν θα εμπόδιζε να είναι η ανθρώπινη φύση σε όλα σύμφωνη προς το σκοπό για τον οποίον δημιουργήθηκε; Ο Θεός είναι αυτός που κυβερνά την οικονομία. Κι αυτό ακριβώς είναι το μεγαλύτερο έργο Του, το κατ' εξοχήν έργο των χειρών Του. Και την πραγματοποίησή του δεν την εμπιστεύθηκε σε κανέναν άνθρωπο ή Άγγελο, αλλά την κράτησε ο ίδιος για τον εαυτό Του. Δεν είναι λοιπόν λογικό να φρόντισε ο Θεός περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τεχνίτη, να τηρήση κατά τη δημιουργία τους κανόνες που έπρεπε; Και μάλιστα, όταν δεν πρόκειται για ένα οποιοδήποτε, αλλά για το καλύτερο από τα δημιουργήματά του; Σε ποιον δε άλλον από όλους θα έδινε ο Θεός αυτό που χρειαζόταν, αν όχι στον εαυτόν του; Και πράγματι ο Παύλος ζητεί από τον Επίσκοπο να προσπαθή πριν από τις φροντίδες για το κοινό καλό να διευθετή σωστά ό,τι έχει σχέση με τον εαυτό του και τον οίκο του.

9. Έχει καλώς. Όταν λοιπόν όλα αυτά συνέβηκε να βρεθούν μαζί: ο δικαιότατος κυβερνήτης του σύμπαντος, ο καταλληλότατος διάκονος του σχεδίου του Θεού, το καλύτερο από όλα τα έργα του Δημιουργού όλων των αιώνων, πώς ήταν δυνατόν να μην είναι εδώ κάθετι που έπρεπε; Γιατί ήταν βέβαια άνάγκη να διατηρηθή η αρμονία και η απόλυτη συμφωνία σε όλα τα σημεία και τίποτε το αταίριαστο να μην υπάρξη στο μεγάλο και θαυμαστό αυτό έργο. Γιατί ο Θεός είναι ο κατ' εξοχήν δίκαιος. Αυτός που δημιούργησε τα πάντα όπως έπρεπε και τα «ζυγίζει όλα στη ζυγαριά της δικαιοσύνης Του». Σαν απάντηση λοιπόν σ' όλα αυτά, που ζητούσε η δικαιοσύνη του Θεού, η Παρθένος, μόνη γι' αύτό κατάλληλη, πρόσφερε τον Υιό της. Κι έγινε μητέρα εκείνου, του οποίου ήταν κατά πάντα δίκαιo να είναι μητέρα. Κι αν λοιπόν καμμιά άλλη ωφέλεια δεν επρόκειτο να προέλθη από το γεγονός ότι έγινε ο Θεός υιός ανθρώπου, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως το ότι ήταν κατά πάντα δίκαιο να γίνη η Παρθένος μητέρα του Θεού, έφθανε για να προκαλέση τη σάρκωση του Λόγου. Kαι πως ακόμη το γεγονός ότι ο Θεός δεν ήταν δυνατόν παρά να αποδώση στο κάθε πλάσμα Του εκείνο που του άρμοζε, να ενεργή δηλαδή πάντοτε με δικαιοσύνη, ήταν αρκετή αιτία για να προκαλέση αυτόν τον καινούργιο τρόπο υπάρξεως των δύο φύσεων.

Γιατί, αν η Πανάμωμη τήρησε όλα εκείνα που είχε υποχρέωση να τηρήση, αν αποδείχθηκε άνθρωπος τόσο ευγνώμων και δεν παρέλειψε τίποτε απ' όσα του χρωστούσε, πως είναι δυνατόν να μη φερόταν εξίσου δίκαια και ο Θεός; Αν η Παρθένος δεν παρέλειψε τίποτε από αυτά που μπορούν να αναδείξουν τη μητέρα του Θεού και Τον αγάπησε με τόσο σφοδρό έρωτα, θα ήταν βέβαια εντελώς απίθανο να μη θεωρήση ο Θεός υποχρέωσή του να της δώση ισάξια αμοιβή, να γίνη υιός της. Γιατί πάλι, αν δίνη ο Θεός στους πονηρούς άρχοντα σύμφωνα με την επιθυμία τους, πώς δεν θα έπαιρνε για μητέρα του αυτή που αποδείχθηκε κατά πάντα σύμφωνη με την δική του επιθυμία; Τόσο πολύ πράγματι ήταν συγγενικό και ταιριαστό στη μακαρία αυτό το δώρο. Γι' αυτό, όταν της είπε με σαφήνεια ο Γαβριήλ ότι θα γεννήση τον ίδιο τον Θεό -γιατί αυτό φανέρωσε λέγοντας ότι αυτός που θά γεννηθή «βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος»- η Παρθένος δέχθηκε την είδηση με χαρά, σαν να άκουσε κάτι συνηθισμένο, κάτι που δεν ήταν καθόλου παράξενο ούτε αταίριαστο προς αυτά που συνήθως συμβαίνουν. Κι έτσι με γλώσσα μακαρία, με ψυχή καθαρή από ανησυχίες, με σκέψεις γεμάτες γαλήνη: «Ιδού η δούλη Κυρίου, είπε, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου».

10. Αυτά είπε κι αμέσως όλα πραγματοποιήθηκαν. «Και ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Έτσι, μόλις η Παρθένος έδωσε την απάντησή της στο Θεό, δέχεται αμέσως από αυτόν το Πνεύμα, που δημιουργεί την ομόθεη εκείνη σάρκα. Ήταν λοιπόν η φωνή της "φωνή δυνάμεως", όπως είπε ο Δαυΐδ. Και πλάθεται έτσι με λόγο μητρικό ο του Πατρός Λόγος. Και κτίζεται με την φωνή του κτίσματος ο Δημιουργός. Κι όπως, μόλις είπε ο Θεός «γενηθήτω φως», έγινε αμέσως φως, έτσι αμέσως με τη φωνή της Παρθένου το αληθινό ανέτειλε Φώς κι ενώθηκε με την ανθρώπινη σάρκα και κυοφορήθηκε αυτός που φωτίζει «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Ω φωνή ιερή! Ω λόγια που κατορθώσατε τέτοιο μεγαλείο! Ω γλώσσα ευλογημένη, που ανακάλεσες μεμιάς από την εξορία ολόκληρη την οικουμένη! Ω θησαυρέ ψυχής αγνής, που με τα λίγα λόγια της σκόρπισε σε μας τέτοια αφθονία αγαθών! Γιατί αυτά τα λόγια μετέτρεψαν τη γη σε ουρανό κι άδειασαν τον Άδη ελευθερώνοντας τους φυλακισμένους. Εκαμαν να κατοικηθή από ανθρώπους ο ουρανός και φέρνοντας τόσο κοντά τους Αγγέλους στους ανθρώπους συνέπλεξαν το ουράνιο και το ανθρώπινο γένος σ' ένα μοναδικό χορό γύρω από αυτόν που είναι ταυτόχρονα και τα δυο, αυτόν που, όντας Θεός, έγινε άνθρωπος.

Γι' αυτά Σου τα λόγια ποια ευχαριστία θα ήταν άξια να Σου προσφερθή από μας; Πώς να σε προσφωνήσουμε Εσένα, που δεν υπάρχει τίποτε αντάξιό σου ανάμεσα στους ανθρώπους; Γιατί τα δικά μας τα λόγια είναι γήινα, ενώ Σύ ξεπέρασες όλου του κόσμου τις κορυφές. Αν λοιπόν χρειάζεται να Σου προσφερθούν τιμητικοί λόγοι, αυτό νομίζω πως πρέπει να είναι έργο Αγγέλων, νου χερουβικου, πύρινης γλώσσας. Γι'αυτό κι εμείς, αφου θυμηθήκαμε όσο μπορούσαμε τα κατορθώματά Σου και υμνήσαμε κατά τη δύναμή μας Εσένα, την ίδια μας τη σωτηρία, ζητούμε τώρα να βρούμε αγγελική φωνή. Kαι καταλήγουμε στην προσφώνηση του Γαβριήλ, τιμώντας έτσι και την ίδια μας την ομιλία: «Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου»!

Αλλά δώσε, Παρθένε, όχι μόνο να μιλάμε για όσα φέρνουν τιμή και δόξα σ' Αυτόν και σ' Εσένα που τον εγέννησες, αλλά και να τα εφαρμόζουμε. Προετοίμασέ μας δηλαδή να γίνουμε κι εμείς οικητήρια δικά Του γιατί σ' Αυτόν αρμόζει η δόξα εις τους αιώνες. Αμήν.

Από  : Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ (Τρείς Θεομητορικές Ομιλίες), κείμενο, μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια: Παν. Νέλλας, Σειρά "Επί τας Πηγάς", εκδ. Αποστολικής Διακονίας ©, Αθήνα 1995.

Πηγή Μυριόβιβλος