Θεοφυλάκτου Αρχιεπισκόπου Αχρίδος
Στον
ναό προσφέρουν στον Δεσπότη αφιέρωμα ζωντανό που κινείται και στον
οίκο του Θεού προστίθεται ωραιότητα και ο τόπος του ναού κληρώνεται σαν
κατοικητήριο της δόξας —πράγμα που και ο Δαβίδ παραδέχεται ότι
επιθυμεί, αλλά δεν αξιώνεται να το δει με τα μάτια του. Και ξεχνά η
παιδούλα το πατρικό της σπίτι και οδηγείται στον βασιλιά, που επιθύμησε
το κάλλος της.
Οδηγείται
με τη θέλησή της, με τιμές και δόξα, με λαμπρή πομπή βγαίνει από το
σπίτι της, ενώ όλοι χειροκροτούν εγκωμιαστικά την έξοδο. Συνοδεύουν
τους γονείς της όλοι οι συγγενείς, οι γείτονες, οι φίλοι. Οι πατέρες
συνοδεύουν χαρούμενα τον πατέρα κι οι μητέρες τη μητέρα, οι κοπέλλες
και οι νεαρές κρατώντας λαμπάδες συμπορεύονται με την κόρη του Θεού σαν
ένας κύκλος αστεριών φωτεινών γύρω από τη σελήνη κι όλη η Ιερουσαλήμ
μαθαίνει το γεγονός και παρακολουθεί την πρωτοφανή αυτή πομπή, δηλαδή
ένα κοριτσάκι τριών ετών να περιστοιχίζεται με τόση δόξα, να τιμάται με
τόση λαμπαδηφορία. Όταν έφτασαν στον ναό, τους περίμενε και τους
χαιρετούσε με ψαλμωδίες όλη η ιερατική τάξη και ο ίδιος ο αρχιερέας
συγκινούνταν από το θαύμα αυτό και μάλιστα περισσότερο από όλους,
επειδή ήταν θεόπνευστος.

Οι
γονείς οδηγούν σ’ αυτόν την κόρη, που την εμπιστεύονται και διηγούνται
τα σχετικά με τη στείρωση της Άννας και την υπόσχεση που έλαβαν σ’
αυτό το θέμα και γενικά παραδέχονται πως υπερβαίνει τις δυνάμεις τους η
ανατροφή της κόρης. Επειδή ήταν πολύ αγαπητή από τον Θεό, έπρεπε και η
ανατροφή της να είναι ανάλογη, ώστε ένα μαργαριτάρι τόσο λαμπρό και
σπάνιο να μη ραφτεί πάνω σ’ ένα φτηνό και τιποτένιο ύφασμα, αλλά σ’ ένα
βασιλικό ένδυμα, για να το στολίσει και να το αναδείξει πάρα πολύ.
Ο
αρχιερέας εκείνη τη στιγμή μάλλον έπεσε σε έκσταση, καταλείφθηκε από
το πνεύμα του Θεού και διέγνωσε ότι η κόρη είναι πραγματικά
κατοικητήριο θείας χάρης και ότι είναι αυτή περισσότερο άξια απ’ αυτόν
να εμφανίζεται συνεχώς ενώπιον του Θεού. Ταίριαζε αυτό που ειπώθηκε και
είχε βαθύ νόημα στον νόμο για την κιβωτό, ότι θα κατοικήσει στα Άγια
των αγίων, γιατί αυτό ακριβώς αναφέρεται ολοφάνερα σ’ αυτήν την κόρη. Ο
αρχιερέας χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς φόβο τολμά κάτι δίκαιο, που
ξεπερνά τον νόμο, μάλλον ξεπερνά τον ανθρώπινο νόμο καθώς και την
ασάφεια του γράμματος τού νόμου, γιατί ακολουθεί το άγιο Πνεύμα και
οδηγεί και αποθέτει στα Άγια των αγίων αυτό το αφιέρωμα. Δέχεται ο
τόπος αυτός την κόρη, αυτός που κανείς άλλος άνθρωπος δεν τον είδε, που
δεν τον πατούν ούτε οι ιερείς ούτε ο ίδιος ο αρχιερέας, παρά μια μόνο
φορά τον χρόνο. Έπρεπε βέβαια να μην υπακούει δουλικά στη σπουδαιότητα
του νόμου, αυτή που αγιάσθηκε με την καθαρότητά της περισσότερο από
ολόκληρη τη φύση και δικαιώθηκε από τότε που ήταν στη μήτρα της μητέρας
της, ενός νόμου που δεν θεσπίστηκε για τους δίκαιους, αλλά για τους
αμαρτωλούς. Ο νόμος καθιερώθηκε για τις παραβάσεις και θεωρήθηκε
παιδαγωγός για κείνους που χρειαζόταν διαπαιδαγώγηση. Σ’ αυτήν που
ξεπερνούσε τους αγγέλους όχι ο νόμος, αλλά η χάρη του Θεού εκτελούσε τα
τέλεια. Φανερώνει ο Θεός ότι αρέσει αυτά τα όποια συνέβησαν, γιατί
χρησιμοποιεί σαν διάκονό της άγγελο για να αναθρέψει την αφιερωμένη και
τρέφει με παράδοξο τρόπο αυτήν που θα τον γεννήσει και θα τον
αναθρέψει, ώστε κανένα χαρακτηριστικό της να μη φαίνεται ότι είναι
ανθρώπινο, αλλά όλα να φαίνονται ότι είναι θεϊκά.
Αυτή
είναι η σημερινή μας πανήγυρη, αυτό το γεγονός γιορτάζουμε σήμερα, την
προσαγωγή της κόρης στον ναό και την εισαγωγή της στα Άγια των αγίων.
Τι παράξενο γεγονός, τι παράξενο πράγμα ακούμε! Ένα μικρό κορίτσι να
ζει στα άδυτα και αθέατα του Θεού. Ακόμη κι αν μόνο πατούσε στην αυλή
του ναού, αυτό θα έδειχνε ξεκάθαρα την οικειότητα που θα είχε με τον
Δεσπότη, αφού βέβαια το «να πατάει κανείς την αυλή μου δεν το επιτρέπω»
ορίσθηκε από τον Θεό γι’ αυτούς που έρχονται σε ρήξη μ’ αυτόν. Ακόμη
κι αν έβλεπε μόνο τα Άγια του ναού, κι αυτό θα ήταν μεγάλη απόδειξη
παρρησίας προς τον Θεό. Ακόμη κι αν μια φορά τον χρόνο έμπαινε στα Άγια
του ναού, κι αυτό θα ξεπερνούσε πάρα πολύ την ταπεινή θέση της
γυναίκας.
Τώρα
όμως περνώντας την αυλή, διασχίζοντας το δεύτερο χώρισμα και φτάνοντας
στα Άγια των αγίων, ορίζεται να μένει συνεχώς μαζί με τον Θεό κι αυτό
είναι ένας αρραβώνας μεταξύ της ανθρώπινης φύσης και της χάρης του
Θεού, που εμφανίζεται αργότερα. Δείχνει μ’ αυτή της την ενέργεια η
Θεοτόκος προφητικά σ’ εμάς και ανοίγει τον δρόμο σ’ όλο το ανθρώπινο
γένος για την άνοδο και είσοδό του στα ουράνια και αληθινά Άγια των
αγίων και έτσι μετά απ’ αυτό φαίνεται ότι καταργεί τον μωσαϊκό νόμο, ο
οποίος επειδή δεν μπορούσε να μας δικαιώσει και να μας καθαρίσει από
την αμαρτία, σχεδόν μας εμπόδιζε όλους να μετέχουμε σε κάθε μορφή
αγιότητας. Επρόκειτο βέβαια ο Χριστός με τη θεία χάρη να μας δικαιώσει
όλους και «αφού με τον σταυρικό θάνατό του γκρέμισε ό,τι σαν τοίχος μας
χώριζε και προκαλούσε έχθρα», άνοιξε για όλους τους ανθρώπους τις
εισόδους, που ήταν προηγουμένως άβατες, και αφού μας άγιασε όλους και
μας καθάρισε με νερό και άγιο Πνεύμα, μας δέχτηκε στα Άγια. Γι’ αυτό
τώρα στον ναό υποδέχεται την Παρθένο. Και όσα συμβαίνουν τώρα στη
Θεοτόκο, μοιάζουν σαν να μας δίνει ό Θεός αξιόπιστα ενέχυρα για τη
συμφιλίωση αργότερα ολόκληρου του ανθρώπινου γένους μαζί του.