Άξιον εστί. Η θαυματουργή εικόνα του Πρωτάτου.
Έργο και φωτογραφία Βενιαμίν ιερομονάχου Κοντράκη (1872).
Συλλογή Αγιορειτικής Φωτοθήκης
|
Άξιον εστί. Η θαυματουργή εικόνα του Πρωτάτου.
Έργο και φωτογραφία Βενιαμίν ιερομονάχου Κοντράκη (1872).
Συλλογή Αγιορειτικής Φωτοθήκης
|
Την Παρασκευή της πέμπτης εβδομάδας της Μεγάλης Σαρακοστής ακούγονται και οι 24 Οίκοι που συνθέτουν τον Ακάθιστο Ύμνο. Ο μεγάλος σε έκταση και ιδιαίτερα πλούσιος σε θεολογικά νοήματα ύμνος, που αναπτύχθηκε τις προηγούμενες τέσσερις εβδομάδες, καθιερώθηκε να ψάλλεται στα μέσα του 7ου αιώνα, όταν βασιλιάς του Βυζαντίου ήταν ο Ηράκλειος. Ο συγγραφέας του είναι άγνωστος, αν και πολλοί τον αποδίδουν στον Ρωμανό τον Μελωδό, που έζησε τον 6ο αιώνα.
Η αφορμή για να θεσπισθεί ο Ακάθιστος Ύμνος ως ακολουθία της Εκκλησίας (Χαιρετισμοί) στάθηκε η εκστρατεία του αυτοκράτορα Ηράκλειου εναντίον των Περσών. Οι Πέρσες είχαν κυριαρχήσει σε πολλές περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και η Παλαιστίνη. Από κει άρπαξαν τον Τίμιο Σταυρό και αιχμαλώτισαν πολλούς χριστιανούς, μεταξύ των οποίων και τον Πατριάρχη Ζαχαρία. Έχοντας αρκετά οικονομικά προβλήματα ο αυτοκράτορας, βρήκε ως αφορμή την αρπαγή αυτή προκειμένου να εκστρατεύσει εναντίον του Πέρση βασιλιά Χοσρόη, με τον οποίο είχε κι άλλα προηγούμενα. Στις μάχες που έγιναν ο βυζαντινός στρατός φάνηκε ότι θα έβγαινε νικητής στον πόλεμο αυτόν.
Τότε ο Χοσρόης, για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στον Ηράκλειο, ήρθε σε συνεννόηση με έναν λαό που ζούσε στα βόρεια του Βυζαντίου. Έτσι οι Άβαροι, ένας λαός που δεν υπάρχει σήμερα, έστειλαν τα πλοία τους και τον στρατό τους και πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη από ξηρά και θάλασσα. Οι πολιορκημένοι υπερασπιστές της Πόλης στήριξαν την ελπίδα τους στην Θεοτόκο. Ο πατριάρχης Σέργιος πήρε την εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών και την περιέφερε στα τείχη, εμψυχώνοντας τους στρατιώτες. Σύμφωνα με την παράδοση το όραμα της σεμνοφορεμένης γυναίκας, που βάδιζε ανάλαφρα στα τείχη, της Παναγίας, έκανε τους Αβάρους πρώτα να απορήσουν και μετά να φοβηθούν. Το ίδιο όραμα έδινε θάρρος στους υπερασπιστές της Πόλης. Η πολιορκία λύθηκε, ενώ συγχρόνως στη θάλασσα σηκώθηκε μεγάλη τρικυμία και τα πλοία των Αβάρων καταποντίσθηκαν ή έπαθαν σοβαρές ζημιές.
Ο λαός, κλαίγοντας από χαρά για τη σωτηρία του έτρεξε στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών – που σώζεται μέχρι σήμερα – και με βαθιά κατάνυξη έψαλε όρθιος ύμνους προς την Υπέρμαχο Στρατηγό (δηλαδή την στρατηγό που πολέμησε στο πλευρό τους). Μεταξύ αυτών πιο δημοφιλής υπήρξε ο ύμνος «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…», στον οποίο από τότε δόθηκε ο χαρακτηρισμός «Ακάθιστος». Είναι εγκωμιαστικός και ευχαριστήριος ύμνος και απευθύνεται στην Παναγία μας ως εξής: «Σε σένα Θεοτόκε, που είσαι η υπέρμαχος στρατηγός, επειδή λυτρώθηκα από τον φόβο των εχθρών, εγώ, η Πόλη σου, σου αφιερώνω τις τιμές της νίκης και σε ευχαριστώ που μας βοήθησες. Κι επειδή έχεις δύναμη που δεν μπορεί να νικηθεί, ελευθέρωσέ με από κάθε κίνδυνο, για να σου ψάλλω “Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε”.
Για την ιστορία, να προσθέσουμε ότι ο βυζαντινός στρατός νίκησε τους Πέρσες και έφερε τον Τίμιο Σταυρό πίσω, στα Ιεροσόλυμα, όπου υψώθηκε για δεύτερη φορά – μετά την ανεύρεσή του από την αγία Ελένη- γεγονότα τα οποία η Εκκλησία μας τιμά στις 14 Σεπτεμβρίου.
Του Κώστα Τζίμα
Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα -ύμνος στη Θεοτόκο. Ο
Ακάθιστος Υμνος, «το αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας»
(Χαιρετισμοί) επικράτησε να λέγεται έτσι, επειδή οι πιστοί στέκονταν
όρθιοι κατά τη διάρκεια που ψαλλόταν.
Το ποιός τον έγραψε, δεν είναι -παρά τις έρευνες- ακόμη γνωστό.
Πιθανολογείται οτι είναι έργο του Ρωμανού του Μελωδού και οτι γράφτηκε
«ως το μεγάλο ευχαριστώ» προς την Παναγία, η οποία έσωσε την Πόλη από
τους εχθρούς.
Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος.
Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας. Εκτός από τον δημιουργό του, άγνωστος παραμένει επίσης και ο χρόνος όπου ψάλθηκε για πρώτη φορά.
Κατά μία εκδοχή, το έτος 626 μ. Χ, και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με τον βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Αβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες, ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση. Μπροστά στον κίνδυνο, ο τότε Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε τους πολιορκημένους.
Τη νύχτα εκείνη σηκώθηκε ένας φοβερός ανεμοστρόβιλος (αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση), ο οποίος προκάλεσε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι πολιορκημένοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν.
Στις 8 Αυγούστου εκείνης της χρονιάς, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, έως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στον Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Υμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τη υπερμάχω στρατηγώ».
Θεωρείται όμως δεδομένο, ότι ο ύμνος προς την Θεοτόκο δεν ήταν δυνατό να δημιουργηθεί μέσα σε μία νύκτα. Το πιο λογικό είναι, η σύνθεση να είχε γίνει νωρίτερα και μάλιστα εκτιμάται ότι ψαλλόταν στον συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ορθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει»), με το έως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια».
Σύμφωνα με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Υμνος συνδέεται και με
άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της
Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673),
Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και Μιχαήλ Γ’ (860).
Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν
θεωρείται απίθανο, η παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική
πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά
βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Υμνου.
Σε όλες τις γραπτές παραδόσεις, ο Υμνος φέρεται να έχει συντεθεί από
άγνωστο σε εμάς άτομο, ενώ ο Συναξαριστής, ο οποίος τον συνδέει με τα
γεγονότα του Αυγούστου του 626 δεν αναφέρει ούτε τον χρόνο της σύνθεσής
του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις
δογματικές θέσεις της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθε στην Εφεσο,
στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’.
Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο άγιος
Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του
Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο
Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος
Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε
επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος».
Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431, αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο Υμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλοι, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527-565), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο Υμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626.
Η παράδοση όμως αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στον μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα, Ρωμανό τον Μελωδό. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές (P. F. Krypiakiewicz, F. Doelger, H.-G. Beck, E. Wellesz, P. Maas, Σ. Ευστρατιάδης), οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα, δεν μπορούν παρά να οδηγούν στο Ρωμανό. Ενας άλλος ερευνητής, ο J. Grosdidier de Matons, θεωρεί ότι ένα κοντάκιο του Ρωμανού ακολουθεί τη μουσική και το μέτρο του α' οίκου του Ακαθίστου Υμνου («Αγγελος πρωτοστάτης...»), πράγμα που κατ' αυτόν σημαίνει ότι ο Ρωμανός τουλάχιστον γνώριζε (αν δεν συνέγραψε ο ίδιος) τον Υμνο. Τέλος, σε κώδικα του 13ου αιώνα υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα, η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.
Η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά μεταρωμανικά στοιχεία. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε’ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Ετσι, πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728, που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ’ Ισαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626, στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.
Εξάλλου, υπάρχουν άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Υμνου, οι οποίες έχουν κάποιες σοβαρές ενδείξεις. Η μία εκδοχή, η οποία υποστηρίζεται μεταξύ άλλων και από τον καθηγητή Βυζαντινής Φιλολογίας Ν. Β. Τωμαδάκη και τον O. Bardenhewer, αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α’ (715-730), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της Πόλης από τους Αραβες το 718, επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι, μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου (Incipit Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria, Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto Germano Patriarcha Constantinopolitano).
Η άλλη εκδοχή, που υποστηρίζεται μεταξύ άλλων από τον Θ. Δετοράκη, βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Αγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη» (αρχή του α’ οίκου του Ακάθιστου Υμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον μελωδό, ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718, καθώς απεβίωσε το 752 ή 754.
Γενικό θέμα του Υμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος αναφερόταν και στο αρχικό του προοίμιο (Το προσταχθέν μυστικώς...»). Με πηγές του την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Ακάθιστος Υμνος περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.
Ο πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.
Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και τον σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.